Juan Gabriel Vásquez: «Το δικαίωμα να γράφω αλλάζοντας ταυτότητα» (συνέντευξη στην Αλεξάνδρα Χαΐνη)

0
409

 

συνέντευξη στην Αλεξάνδρα Χαΐνη

Συνάντησα πρώτη φορά από κοντά τον Κολομβιανό συγγραφέα Juan Gabriel Vásquez το 2014 με αφορμή την παρουσίαση του μυθιστορήματος «Ο ήχος των πραγμάτων όταν πέφτουν» που μόλις είχε μεταφραστεί από τον Αχιλλέα Κυριακίδη και τις εκδόσεις Ίκαρος. Είχε ήδη επιστρέψει στη Μπογκοτά, από το 2012, μετά από 16 χρόνια στην Ευρώπη, στη Γαλλία, στο Βέλγιο και στη Μεγάλη Βρετανία.

Όση ώρα μιλούσε, πρόβαρα τι θα του έλεγα στα ισπανικά καθώς θα υπέγραφε το αντίτυπο του βιβλίο μου. Μας είχε μόλις πει ότι όταν γνώρισε τον Mario Vargas Llosa (αν θυμάμαι καλά) του είχε αναφέρει πως όταν μεγαλώσει θα ήθελε να γράφει σαν και εκείνον. Του είπα λοιπόν κι εγώ κάτι παρόμοιο (ας μου συγχωρεθεί το θράσος), προσθέτοντας όμως «μόνο που δυστυχώς είμαι μεγαλύτερη από εσάς». (Δεν αντέδρασε, μπορεί να έφταιγαν τα σπαστά ισπανικά μου.)

Έκτοτε διάβασα και τα επτά βιβλία του που κυκλοφόρησαν από τις Εκδόσεις Ίκαρος, πάντα σε μετάφραση του Αχιλλέα Κυριακίδη: «Ο ήχος των πραγμάτων όταν πέφτουν» (2014), «Οι πληροφοριοδότες» (2015), «Η μορφή των λειψάνων» (2018), «Οι υπολήψεις» (2019), «Τραγούδια για την πυρκαγιά» (2020) και «Γυρίζοντας το βλέμμα πίσω» (2021). Όλα διαδραματίζονται στην Κολομβία και η δράση τους τοποθετείται στο πλαίσιο κάποιου πραγματικού ιστορικού γεγονότος, χωρίς όμως να ανήκουν στο είδος του ιστορικού μυθιστορήματος.

Πρόσφατα κυκλοφόρησε στα ελληνικά και «Η Μετάφραση του Κόσμου», τέσσερις διαλέξεις που έδωσε το 2022 στην έδρα Συγκριτικής Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας Weidenfeld του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, ένα πολύτιμο εγχειρίδιο ουσιαστικά –mode demploi το χαρακτηρίζει ο ίδιος- κατανόησης όχι μόνο των δικών βιβλίων αλλά του ρόλου της λογοτεχνίας και της συγγραφής σε ένα ευρύτερο πλαίσιο και μάλιστα σε μια εποχή που υπάρχει διαπιστωμένη «μια μεταλλαγή, μια ελαφρά διατάραξη, στη σχέση ανάμεσα στις μυθοπλασίες μας και στην κοινωνία μέσα στην οποία τις γράφουμε».

Όπως θα διαβάσετε στη συνέντευξη που ακολουθεί, ο Vásquez δουλεύει με έναν ιδιαίτερο τρόπο. Χτίζει το θέμα του σχεδόν χειρουργικά, ως προσεκτικός ερευνητής, επιμελής μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια. Δεν είναι ότι τα βιβλία του έχουν ιστορική ακρίβεια, είναι ότι μέσα από τη λογοτεχνική ματιά του πάνε τον αναγνώστη πέρα από την Ιστορία.

Γράφει στην «Μετάφραση» ότι «η μυθοπλασία τροφοδοτεί την Ιστορία». Και αλλού: «Το μυθιστόρημα δεν είναι μόνο ο τόπος όπου ανακαλούμε το παρελθόν και το φυλάμε· είναι και η επικράτεια του δυνητικού, όπου η κρυφή πλευρά της ανθρώπινης εμπειρίας μπορεί να αναδυθεί στην επιφάνεια, όπου το αόρατο γίνεται ορατό και όπου, υπό την ευρύτερη έννοια, τις εκδοχές της Ιστορίας που μας έχουν επιβληθεί μπορούμε να τις αμφισβητήσουμε, να τις διαψεύσουμε, να τις απαξιώσουμε.»

Σήμερα ο Vásquez έχει επιστρέψει στο Παρίσι, όπου και ολοκλήρωσε το τελευταίο βιβλίο του «Los nombres de Feliza», που αφορά τη ζωή της Κολομβιανής γλύπτριας  Feliza Bursztyn.

Ο Juan Gabriel Vásquez βρέθηκε στην Αθήνα στο πλαίσιο του LEA Festival – Λογοτεχνία Εν Αθήναις. (Πριν ξεκινήσουμε την κουβέντα μας του επανέλαβα στα αγγλικά το αστείο του 2014 και αυτή τη φορά γέλασε.)

 

Ο διάβολος κρύβεται στις λεπτομέρειες

 

  • Σε όλα τα βιβλία σας, έχω την αίσθηση ότι γράφετε για το μερικό για να περιγράψετε το γενικό. Επιλέγετε μια μικρή λεπτομέρεια και από εκεί ξετυλίγετε κρυφές πτυχές της Ιστορίας της χώρας σας, της Κολομβίας – και λέω κρυφές, όχι με την έννοια του ότι δεν είναι σημαντικές, μάλλον το αντίθετο, αλλά ότι επί τούτου δεν έχουν βρεθεί στην πρώτη γραμμή. Ίσως κανείς δεν είχε μπει στον κόπο (;) να τις ψάξει, επειδή εμπεριέχουν πολλά και αμφιλεγόμενα, ακόμη και ενοχοποιητικά στοιχεία, που εκθέτουν ανθρώπους και καταστάσεις. Κρύβεται τελικά ο διάβολος στις λεπτομέρειες;

Λοιπόν, η μυθοπλασία που ασχολείται με το παρελθόν, το είδος της μυθοπλασίας που γράφω, που είναι μια έρευνα για το παρελθόν, έχει, κατά τη γνώμη μου, μόνο μία υποχρέωση. Και αυτή είναι να μην γίνεται περιττή, να μας λέει κάτι που η επίσημη ιστορία δεν λέει, να αποκαλύπτει μια κρυφή πλευρά των δημόσια ορατών πτυχών του παρελθόντος.

Γράφεις μυθοπλασία για το κοινωνικό παρελθόν, το πολιτικό παρελθόν, επειδή υπάρχουν κάποια πράγματα που η Ιστορία δεν μπορεί να πει. «Η μορφή των λειψάνων» γεννήθηκε την εποχή που γεννιόντουσαν οι κόρες μου στην Μπογκοτά. Γνώρισα έναν χειρουργό που είχε στην κατοχή του τα οστά δύο θυμάτων της κολομβιανής βίας. Και εκείνες τις ημέρες, ένα ερώτημα άρχισε να διαμορφώνεται στο μυαλό μου: Ποια σχέση υπάρχει μεταξύ της πολιτικής βίας του κολομβιανού παρελθόντος και του παρόντος των δύο κοριτσιών μου που μόλις γεννιούνται; Ποια σχέση υπάρχει μεταξύ αυτών των δύο πραγμάτων; Πώς κληρονομούμε τη βία του παρελθόντος; Πώς θα υποφέρουν οι κόρες μου από τη βία που διαπράχθηκε πριν από πολλά χρόνια εναντίον ανθρώπων που δεν γνωρίζουν;

Μυθιστορήματα: «Η αόρατη πλευρά της πολύ ορατής ζωής μας»

Αυτά τα ερωτήματα δεν μπορούν να απαντηθούν από την Ιστορία. Δεν μπορούν να απαντηθούν από τη δημοσιογραφία. Δεν μπορούν να απαντηθούν ούτε από ένα δοκίμιο. Είναι ερωτήματα διαφορετικής φύσης που μιλούν για το μυστήριο του τι είμαστε και της σχέσης μας με τις κοινωνίες μας. Και αυτό κάνουν τα μυθιστορήματα. Τα μυθιστορήματα μπορούν να συζητήσουν αυτά τα πράγματα. Τα μυθιστορήματα μπορούν να συζητήσουν την αόρατη πλευρά της πολύ ορατής ζωής μας. Γράφουμε μυθιστορήματα για να πούμε πράγματα που η Ιστορία ή η δημοσιογραφία ή η κοινωνιολογία ή η φιλοσοφία δεν είναι σε θέση να πουν.

Αυτό είναι ένα από τα πολλά παραδείγματα. Αλλά βασίζεσαι σε πραγματικές ιστορίες. Προσπαθώ να χρησιμοποιήσω τη γλώσσα της μυθοπλασίας για να κάνω τα γεγονότα να αποκαλύψουν κάτι που δεν θα αποκαλυπτόταν με κανέναν άλλο τρόπο.

 

  • Η ιστορία της χώρας σας, η πολιτική κατάσταση στη Λατινική Αμερική, είναι κεντρικό θέμα στα βιβλία σας, ωστόσο παρόλο που τα γεγονότα στα οποία αναφέρεστε είναι πραγματικά, δεν πρόκειται για ιστορικά μυθιστορήματα, ούτε όμως και για ρεπορτάζ παρόλο που προσομοιάζουν σε δημοσιογραφική έρευνα. Ξεκινάτε ως δημοσιογράφος, γίνεστε ιστορικός και τελικά συγγραφέας; Θα μας περιγράψετε τη διαδικασία;

Ευχαρίστως. Αυτό είναι κάτι που το συνειδητοποίησα μόνο με την πάροδο του χρόνου. Δεν ήταν προγραμματισμένο, δεν ήταν μια συνειδητή μέθοδος. Το κατάλαβα μόνο αφότου είχα γράψει ήδη αρκετά βιβλία. Συνειδητοποίησα επίσης ότι όλα τα βιβλία μου, εκτός από ένα, ξεκινούν με μια συνάντηση. Χρειάζομαι κάποιον που να έχει μια παράξενη προσωπική ιστορία, που να μου λέει μερικά ανέκδοτα ή που προφανώς κρύβει κάτι, και γίνεται ενδιαφέρων για μένα. Και έτσι προσπαθώ να πάρω συνεντεύξεις. Όταν λέω ότι ξεκινάω ως δημοσιογράφος, είναι επειδή τα βιβλία μου συχνά ξεκινούν με μια συνέντευξη.

Πήρα συνέντευξη από τον χειρουργό που είχε τα οστά στο σπίτι του. Για τους «Πληροφοριοδότες», το πρώτο μου μυθιστόρημα, πήρα συνέντευξη από μια Γερμανοεβραία γυναίκα που είχε φτάσει στην Κολομβία το 1938. Για τις «Υπολήψεις», που αφορά τη φήμη των πολιτικών γελοιογράφων, πήρα συνέντευξη από δύο-τρεις γελοιογράφους που γνώριζα. Για το τελευταίο μου βιβλίο, σχετικά με την Κολομβιανή γλύπτρια Feliza Bursztyn που πέθανε το 1982, πήρα συνέντευξη από τον σύζυγό της. Είναι κι αυτό ένα είδος ανταλλαγής.

Προσπαθώ να βρω πληροφορίες για κάποιον. Υπάρχει ένα σημείο εκκίνησης γι’  αυτό. Κάτι σου κεντρίζει το ενδιαφέρον για να ξεκινήσεις. Υπάρχει πάντα ένα κεντρικό ερώτημα:  Γιατί συνέβη αυτό; Πώς συνέβη;

Στην περίπτωση της Feliza, ήταν ένα άρθρο που έγραψε ο Gabriel García Márquez με αφορμή τον θάνατό της. Γνωρίζονταν πολύ καλά. Πέθανε μπροστά του, στη διάρκεια ενός δείπνου στο Παρίσι. Στο ίδιο τραπέζι! Έπαθε καρδιακή προσβολή και πέθανε. Και ο Márquez ήταν εκεί και έγραψε ένα άρθρο, στο οποίο έλεγε ότι η Κολομβιανή γλύπτρια Feliza Bursztyn πέθανε από θλίψη, ενώ δειπνούσε με κάποιους φίλους στο Παρίσι. Το διάβασα αυτό και σκέφτηκα, γιατί θλίψη; Γιατί το λέει αυτό; Γιατί πιστεύει ότι συνέβη αυτό; Και μετά ξεκίνησα την έρευνα.

Οπότε πάντα έρχεται η μία και μοναδική ερώτηση που βάζει μπρος τη μηχανή. Αρχίζω τις συνεντεύξεις, κάνω ένα είδος ιδιωτικού ρεπορτάζ, ακολουθώντας δημοσιογραφικές πρακτικές αρχικά, εξερευνώντας τις πραγματικές ζωές, πραγματικών ανθρώπων. Στο μυθιστόρημα «Γυρίζοντας το βλέμμα πίσω», αφηγούμαι επίσης μια πραγματική ιστορία, εκείνη του σκηνοθέτη Σέρχιο Καμπρέρα. Μαγνητοφωνούσα τις συζητήσεις μας επί επτά χρόνια.

Βλέποντας το παρελθόν με φαντασία

  • Και μετά έρχεται ο ιστορικός, ο έλεγχος των στοιχείων, το λεγόμενο fact checking.

Ναι, αυτό είναι το δεύτερο στάδιο. Εφόσον όλα τα μυθιστορήματά μου ασχολούνται με το παρελθόν, το δημόσιο παρελθόν, την Ιστορία και τα ιστορικά γεγονότα, ο ρόλος του δημοσιογράφου σταματά και έρχεται εκείνος του ιστορικού. Και ο ιστορικός μαζεύει πληροφορίες. Ελέγχει τα στοιχεία, τα γεγονότα. Τι συνέβαινε εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή…

  • Πόσο χρόνο παίρνει όλο αυτό; Είναι πολύ σχολαστική δουλειά.

Δεν μπορώ να πω πόσο χρόνο χρειάζομαι, εξαρτάται. Και ναι, υπάρχει ένα ποσοστό σχολαστικότητας, αλλά αυτό που έχω μάθει είναι ότι είναι πολύ χρήσιμο να αφήσεις κάποιο διάστημα να περάσει. Γιατί αν περάσει ο καιρός, πράγματα που δεν ήξερες ότι έψαχνες θα έρθουν σε σένα. Γι’ αυτό κιόλας χρειάζομαι τόσο πολλά χρόνια για να ολοκληρώσω τα βιβλία μου. Εκτός από το τελευταίο δηλαδή, που ήταν ακραία περίπτωση: το έγραψα σε μόλις 9 μήνες, αλλά μου πήρε 20 χρόνια για να μαζέψω όλες τις πληροφορίες! Και όχι τόσο επειδή έψαχνα όλο αυτό το διάστημα, αλλά επειδή ήξερα ότι αν περίμενα, οι πληροφορίες θα έρχονταν σε μένα. Αυτό ακριβώς συνέβη: Οι άνθρωποι έμαθαν ότι ενδιαφερόμουν για τη Feliza και μου έφερναν πληροφορίες, «κοίτα έχω κάτι που νομίζω ότι σε ενδιαφέρει» κλπ. Το ένα οδηγούσε στο άλλο. Μπορούσα, για παράδειγμα να ταξιδέψω στο Παρίσι όπου πέθανε και να συναντήσω ανθρώπους που την γνώριζαν.

  • Πέθανε στη δεκαετία του ’80;

Στις 8 Ιανουαρίου 1982. Οπότε, ο ιστορικός περιμένει την πληροφορία, ή την συγκεντρώνει από αρχεία, φωτογραφικά και μη. Κάνω τέτοια έρευνα, που είναι πολύ τεκμηριωμένη. Προσπαθώ να καταλάβω μια εποχή που δεν είναι η δική μου. Την Κολομβία του 1982. Την Κίνα του 1963. Τον κόσμο των Γερμανών εξόριστων στην Μπογκοτά τη δεκαετία του ’40. Κάνω ενδελεχή έρευνα επειδή θέλω να είμαι ακριβής σε σχέση με τα γεγονότα. Αλλά επίσης επειδή θέλω να εμπλακώ με τη φαντασία μου με μια παρελθούσα εποχή.

Και μετά από όλα αυτά -πρώτα ο δημοσιογράφος, μετά ο ιστορικός-, έρχεται ο συγγραφέας. Και όπως έλεγα και πριν, το μόνο καθήκον του συγγραφέα είναι να πει κάτι που ούτε ο ιστορικός ούτε ο δημοσιογράφος έχουν καταφέρει να πουν. Είναι να κάνει αυτό το είδος πραγματικότητας να αποκαλύψει κάτι που δεν θα μπορούσες να δεις διαφορετικά, με την πραγματολογική γραφή.

  • Και ταυτόχρονα, να είναι ειλικρινής. Να φαίνεται ότι δεν παρεκκλίνει από την ιστορική αλήθεια.

Αυτό είναι πολύ σημαντικό. Δηλαδή, μπορείς να παρεκκλίνεις, αλλά πρέπει να έχεις παρουσιάσει τους κανόνες του παιχνιδιού εξαρχής.

Οι ζωές των άλλων

  • Όμως εδώ δεν έχουμε ένα προϊόν φαντασίας.

Όχι. Σε αυτά τα μυθιστορήματα, η φαντασία είναι ένας τρόπος ερμηνείας της πραγματικότητας· για να την κάνεις να πει κάτι που δεν λέει από μόνη της.

  • Οι περισσότεροι από τους ανθρώπους για τους οποίους γράφετε είναι ιστορικές προσωπικότητες. Μάλιστα κάποιοι είναι ακόμα ζωντανοί, όπως για παράδειγμα ο Σέρχιο Καμπρέρα. Αναφέρετε σε κάποιο σημείο στη «Μετάφραση» «τον είχα ενοικήσει, είχα εξαφανιστεί μέσα του, είχα πασχίσει μερόνυχτα να πάρω τα μέτρα της ζωής του που δεν ήταν ούτε απλή ούτε αθώα […] Και μετά σταύρωσα τα δάχτυλά μου ευχόμενος να δει κι αυτός τον εαυτό του όπως τον είχα φανταστεί εγώ». Μπαίνετε κάθε φορά στη θέση αυτών των ανθρώπων χωρίς όμως να γράφετε τη βιογραφία τους.

Η αλήθεια είναι ότι θα μπορούσα να είχα γράψει τη βιογραφία του Σέρχιο Καμπρέρα, ή της Feliza Bursztyn. Ωστόσο, αυτό που προσπαθώ να κάνω είναι να εισέλθω στην οπτική τους γωνία με φαντασία. Είναι μια πράξη ηθικής φαντασίας να προσπαθήσω να τους κατοικήσω. Αυτό κάνει η μυθοπλασία. Φέρομαι στον Σέρχιο Καμπρέρα και τη Feliza Bursztyn ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που η Βιρτζίνια Γουλφ φέρεται στην κυρία Ντάλογουεϊ. Ή ο Φλομπέρ στην κυρία Μποβαρί.

Χρησιμοποιώντας αυτή την παράξενη και υπέροχη ικανότητα που έχουμε, να φανταζόμαστε τις ζωές των άλλων, να τις ερμηνεύουμε, να τις διαβάζουμε και να βλέπουμε τον κόσμο μέσα από τα μάτια τους. Αυτό προσπαθώ να κάνω. Και αυτό είναι δυνατό μόνο στη μυθοπλασία.

Και αυτός είναι επίσης ο λόγος για τον οποίο το συγκεκριμένο βιβλίο («Γυρίζοντας το βλέμμα πίσω») είναι πολύ μαχητικό σε σχέση με το δικαίωμα του συγγραφέα να αφηγηθεί μια ιστορία ενδυόμενος μια ταυτότητα διαφορετική από τη δική του. Κάτι για το οποίο στην παρούσα φάση εκφράζεται αποδοκιμασία ή δυσπιστία. Μια συζήτηση, που δεν ξέρω αν είναι παρούσα στην Ελλάδα, αλλά στην Αμερική και στη Λατινική Αμερική είναι: η ιδέα ότι για διάφορους λόγους θεωρείται ηθικά κατακριτέο να πεις μια ιστορία από μια ταυτότητα που δεν είναι η δική σου. Το βρίσκω παράλογο αλλά και επικίνδυνο για την ανθρωπότητα. Καταλαβαίνω από πού προέρχεται: οι ιστορίες είναι τόσο σημαντικές για εμάς που δεν μας αρέσει όταν κάποιος τις «κλέβει». Όμως απαγορεύοντας σε έναν καλλιτέχνη να υιοθετήσει την άποψη ενός άλλου είναι σα να εξαλείφουμε τα μεγάλα πλεονεκτήματα που μας έχει προσφέρει η τέχνη εδώ και αιώνες.

Η ενσυναίσθηση, η κατανόηση των άλλων, η εκτίμηση της ζωής όλων· επειδή όλοι έχουν μια συναρπαστική ζωή. Αυτά είναι πολύ απλά συναισθήματα που οδηγούν σε κοινωνικά και πολιτικά επιτεύγματα. Αν το αποκλείσουμε αυτό, χάνουμε πράγματα που είναι πολύ σημαντικά. Αν καταδικάσουμε για παράδειγμα έναν άντρα που προσπαθεί να περιγράψει τον κόσμο από την οπτική γωνία μιας γυναίκας ή έναν λευκό να γράψει από την οπτική γωνία ενός μαύρου. Αν πούμε ότι αυτό απαγορεύεται, αν το απαγορεύσουμε σε έναν καλλιτέχνη, χάνουμε κάτι πολύ σημαντικό.

Μια άλλη εκδοχή της πραγματικότητας

  • Εξού και επισημαίνετε ότι η λογοτεχνία είναι απόλυτα συνυφασμένη με την ελευθερία. Σε μια εποχή όμως που η ελευθερία πλήττεται πλέον και σε πολλές χώρες του δυτικού κόσμου και η λογοτεχνία διώκεται με όρους ακόμη και ιεράς εξέτασης, βιβλία λογοκρίνονται, αποκλείονται από προγράμματα σπουδών, ενώ τείνει να δημιουργηθεί ένας νέος Κανόνας, πώς θα μπορούσε αυτή η θεμελιώδης αρχή να αποκατασταθεί;

Νομίζω ότι είναι ευθύνη μας ως πολίτες να ανακτούμε συνεχώς αυτούς τους χώρους, όχι μόνο για τη λογοτεχνία αλλά και ενάντια στη λογοκρισία. Η λογοτεχνία ήταν πάντα ο τόπος όπου μπορούμε να πούμε τα πάντα, όπου μπορούμε να σκεφτούμε τα πάντα. Και επειδή έχει αυτή την ώθηση της ελευθερίας, έχει διωχθεί, έχει εξοριστεί, έχει λογοκριθεί, επειδή είναι επικίνδυνη. Είναι επικίνδυνος, αυτός ο τόπος όπου μπορούμε να πούμε τα πάντα και να σκεφτούμε τα πάντα. Γι’ αυτό, όταν μια κοινωνία αρχίζει να κινείται προς τον αυταρχισμό, μεταξύ των πρώτων που υποφέρουν είναι οι συγγραφείς και οι ποιητές. Και δεν χρειάζεται να επιστρέψουμε στον Στάλιν και τον Χίτλερ για αυτό. Οι Νικαραγουανοί συγγραφείς και φίλοι μου Sergio Ramírez και Gioconda Belli, μόλις απελάθηκαν από τη Νικαράγουα. Η υπηκοότητά τους έχει ανακληθεί, οι περιουσίες τους έχουν κλαπεί από το κράτος και ζουν εξόριστοι στην Ισπανία. Αυτό συμβαίνει αυτή τη στιγμή. Ο φίλος μου Salman Rushdie υπέστη επίθεση πριν 3 χρόνια, εξαιτίας ενός έργου που έγραψε πριν από 30 χρόνια.

Δεν χρειάζεται λοιπόν να επιστρέψουμε στους μεγάλους ολοκληρωτισμούς του 20ού αιώνα. Συμβαίνει ανάμεσά μας επειδή οι συγγραφείς κάνουν κάτι που είναι επικίνδυνο. Οι συγγραφείς απορρίπτουν τις επίσημες εκδοχές που δίνει η εξουσία.

Τις αμφισβητούν, σηκώνουν το χέρι τους και λένε «λες ψέματα ή ξεχνάς κάτι». Και αν δεχτούμε ότι η πολιτική εξουσία είναι, μεταξύ πολλών άλλων πραγμάτων, η ικανότητα να επιβάλλεις μια εκδοχή της πραγματικότητας σε μια κοινωνία, τότε οι συγγραφείς είναι πολύ, πολύ προβληματικές προσωπικότητες. Επειδή λένε πάντα όχι, υπάρχει μια άλλη εκδοχή. Λένε πάντα «θα σου πω μια άλλη ιστορία». Και έτσι θέτουν τους εαυτούς τους σε άβολη θέση.

  • Αναφέρατε τους φίλους σου από τη Νικαράγουα, που ζουν πλέον στην Ευρώπη. Ζήσατε για περισσότερα από 15 χρόνια σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες και στις ΗΠΑ. Πάντα όμως σε όποιο σημείο του πλανήτη κι αν βρίσκεστε γράφετε για την Κολομβία. Μάλιστα, σε μια συνέντευξή σας στο BBC World Service, είχατε πει ότι αυτή είναι η λατινοαμερικανική παράδοση, ότι ο Μάρκες έγραψε τα «100 χρόνια Μοναξιά» από το Μεξικό, ο Λιόσα έγραφε για το Περού από το Παρίσι, ο Φουέντες για το Μεξικό από τη Γουάσινγκτον και το Λονδίνο κλπ. Είναι άραγε πιο εύκολο, πιο ασφαλές, να γράφει κάποιος για τη χώρα του, ειδικά όταν αυτή η χώρα είναι η Κολομβία, από απόσταση;

Έζησα 16 χρόνια στην Ευρώπη και επέστρεψα στην Κολομβία το 2012. Έγραψα 3-4 βιβλία από τα βιβλία μου εκεί και μάλιστα τα πιο πολιτικά, τα «Η μορφή των λειψάνων» και «Γυρίζοντας το βλέμμα πίσω». Θυμάμαι την ημέρα που θα κυκλοφορούσε « «Γυρίζοντας το βλέμμα πίσω»», μου τηλεφώνησε ο Σέρχιο Καμπρέρα και μου είπε: «Άκου, φοβάμαι. Φοβάμαι.» Προσπαθώντας να τον ηρεμήσω, του είπα: Εντάξει, πες μου τρία πράγματα που σε κάνουν να φοβάσαι. Μου απάντησε: «Η αντίδραση της δεξιάς, η αντίδραση της αριστεράς και η αντίδραση της οικογένειάς μου.» Γράφεις λοιπόν πάντα γι’ αυτά τα πράγματα, γνωρίζοντας ότι ζεις σε ένα βίαιο μέρος όπου οι διαφορές συχνά λύνονται μέσω επιθέσεων. Είτε δέχεσαι τη λογοκρισία είτε όχι. Και δεν πρόκειται να σωπάσω για τα πράγματα που με ενδιαφέρουν.

Έμεινα στην Κολομβία για 11 χρόνια. Τώρα έχω επιστρέψει στην Ευρώπη, στο Παρίσι. Όσο όμως ζούσα στην Κολομβία, ήμουν τυχερός γιατί είχα την ευκαιρία να συμμετάσχω στο πιο ενδιαφέρον πράγμα που έχει συμβεί στη χώρα εδώ και πολύ καιρό, δηλαδή στις ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις που οδήγησαν στη συμφωνία του 2016, και στη συνέχεια στην αποτυχία αρκετών κυβερνήσεων να εφαρμόσουν αυτή τη συμφωνία. Αλλά οι διαπραγματεύσεις ξεκίνησαν το 2012, όταν επέστρεφα εκεί. Έτσι, είχα το προνόμιο να βρίσκομαι επί τόπου όταν ξεκίνησε όλο αυτό και να υπερασπίζομαι τις ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις, απέναντι σε μια πολύ ισχυρή αντιπολίτευση που έλεγε ψέματα σχετικά με αυτές, διαστρεβλώνοντας την αλήθεια, προσπαθώντας να κάνει τους ανθρώπους να φοβούνται. Ήταν μια στιγμή που δεν ήμουν μόνο συγγραφέας, αλλά και πολίτης που έγραφε δημοσιογραφικά κείμενα, που αντάλλασσε απόψεις. Και είναι ένα μεγάλο προνόμιο αυτό, το οποίο δεν σκοπεύω να εγκαταλείψω.

  • Επιστρέφοντας στην Ευρώπη, πόσο οικεία την αισθάνεστε ώστε να τοποθετήσετε τη δράση κάποιου βιβλίου σας εδώ;

Τα θέματά μου αφορούν εμμονικά την Κολομβία. Από το πρώτο μου βιβλίο, τους «Πληροφοριοδότες», γράφω για την Κολομβία. Οι ήρωές μου είναι πάντα Κολομβιανοί. Είναι Κολομβιανοί όμως τοποθετημένοι σε διεθνή περιβάλλοντα – το συγκεκριμένο βιβλίο ήταν για την Κολομβία, αλλά πιο συγκεκριμένα για τους Γερμανοεβραίους μετανάστες στην Κολομβία, «Ο ήχος των πραγμάτων όταν πέφτουν» είναι για την Κολομβία, αλλά και για έναν Αμερικανό που έρχεται στην Κολομβία.

Για κάποιο λόγο θεωρούμε αυτονόητο πως οι συγγραφείς γράφουν για τους δικούς τους τόπους επειδή αυτούς καταλαβαίνουν καλύτερα. Έτσι αν ο Τζόυς γράφει για το Δουβλίνο ή ο Ντοστογιέφσκι για την Αγία Πετρούπολη, είναι επειδή πρόκειται για τις πόλεις που καταλαβαίνουν καλύτερα.

Πιστεύω ότι αυτό είναι λάθος. Γράφουμε για τους τόπους μας γιατί αυτά είναι τα μέρη που νομίζαμε ότι ξέραμε και μετά κάτι συμβαίνει και συνειδητοποιούμε ότι δεν τα ξέρουμε καθόλου. Για μένα αυτό δεν συμβαίνει ποτέ με την Ευρώπη. Γιατί δεν είχα ποτέ την ψευδαίσθηση ότι καταλάβαινα για παράδειγμα τη Γαλλία όπου ζούσα, ή το Βέλγιο, ή την Ισπανία. Έχω πολύ στενή σχέση με τις ΗΠΑ και τη Βρετανία. Όμως ήταν πάντα ξένοι τόποι για μένα, δεν είχα ποτέ την ψευδαίσθηση ότι τους καταλάβαινα για να συνειδητοποιήσω στη συνέχεια ότι έκανα λάθος.

  • Οπότε γράφοντας για τη χώρα σας την γνωρίζετε εκ νέου. Κατά μια έννοια επανασυστήνεστε ο ίδιος σε αυτήν. Το κάνετε δηλαδή και για τον εαυτό σας.

 Ναι. Ένα μυθιστόρημα είναι κάτι ιδιαίτερα πολύπλοκο. Είναι μια πολύ ραφιναρισμένη επιστολή που απευθύνεις σε κάποιον άλλον, επειδή θέλεις να επικοινωνήσεις κάτι, θέλεις να γίνεις κατανοητός, δεν γράφεις για τον εαυτό σου αλλά ταυτόχρονα γράφεις κιόλας, γιατί μέσω του μυθιστορήματος θέτεις ερωτήματα. Δεν γράφω επειδή έχω απόλυτες βεβαιότητες για τα πράγματα και θέλω να δώσω εξηγήσεις. Γράφω επειδή θέλω να μάθω πράγματα που δεν ήξερα προηγουμένως, να διαπεράσω μυστηριώδεις αλήθειες και να επιστρέψω με κάποιες εξηγήσεις για όσα συμβαίνουν.

  • Τόση ώρα μιλάμε για τις ζωές των άλλων. Μπαίνω στον πειρασμό να ρωτήσω: Θα γράφατε ποτέ για τη δική σας;

Ενδιαφέρομαι μόνο για τον εαυτό μου ως μάρτυρα της ζωής των άλλων. Έτσι, τα μυθιστορήματά μου είναι συχνά γραμμένα σε πρώτο πρόσωπο. Βέβαια, τουλάχιστον τρεις φορές έχω γράψει από την οπτική γωνία ενός χαρακτήρα που φέρει το όνομά μου. Στο «Η μορφή των λειψάνων», στο «Γυρίζοντας το βλέμμα πίσω», στο «Τραγούδια για την πυρκαγιά» και στο τελευταίο μου μυθιστόρημα, αφηγητής είναι ο Juan Gabriel Vásquez, ο οποίος μοιράζεται στοιχεία της ζωής μου. Αλλά αυτό είναι μόνο ένα μέσο για να πλησιάσω τη ζωή κάποιου άλλου. Δεν με ενδιαφέρει η αυτομυθοπλασία με αυτή την έννοια. Με ενδιαφέρει η λογοτεχνία ως ένας τρόπος να φανταζόμαστε άλλους ανθρώπους.

ΒΟΧ

 Πώς βλέπετε τον ψηφιακό κόσμο;

 Είναι καταστροφή! Πιστεύω ότι η υπόσχεση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης 10-15 χρόνια πριν ήταν ένα πράγμα ξεχωριστό. Έμοιαζε ότι θα άνοιγε το δρόμο ώστε η πληροφορία να φτάσει σε μας με διαφορετικούς τρόπους, να εκδημοκρατιστεί, να λειτουργήσει οριζόντια… Η υπόσχεση για όλο αυτό ήταν πολύ θετική, σταδιακά όμως αποκαλύφθηκε αυτό που για αρκετούς ήταν εκεί από την αρχή: πρόκειται για ένα επιχειρηματικό μοντέλο που έχει σχεδιαστεί ώστε να τραβάει την προσοχή μας με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Και επειδή οι άνθρωποι είναι αυτοί που είναι, ο καλύτερος τρόπος ήταν μέσα από τις συγκρούσεις, τις διαρκείς αντιπαραθέσεις, τον φόβο, το ψέμα. Με αποτέλεσμα σε 10 χρόνια η αίσθηση της κοινής μας πραγματικότητας να έχει ανατιναχτεί. Δεν ζούμε πλέον στην ίδια πραγματικότητα. Αντιλαμβανόμαστε διαφορετικά την πραγματικότητα λόγω των αλγορίθμων, οι οποίοι έχουν δημιουργήσει μια κατάσταση στην οποία ο καθένας από εμάς ζει στη δική του «φούσκα», η οποία δεν επικοινωνεί με εκείνη του διπλανού του. Και αυτή η διασπασμένη πραγματικότητα καθιστά αδύνατη τη συνεργασία, δηλητηριάζει την πολιτική συζήτηση, μας κάνει εχθρούς με τους ανθρώπους που σκέφτονται διαφορετικά από εμάς, πιο εγωιστές, πιο βίαιους.

 

Who is who

Ο Juan Gabriel Vásquez (Χουάν Γκαμπριέλ Βάσκες) γεννήθηκε στην Μπογκοτά της Κολομβίας το 1973. Σπούδασε Λατινοαμερικανική Λογοτεχνία στη Σορβόνη. Έχει εκδώσει οκτώ μυθιστορήματα, τρεις συλλογές διηγημάτων, καθώς και τέσσερις συλλογές φιλολογικών δοκιμίων. Στα ελληνικά κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Ίκαρος σε μετάφραση Αχιλλέα Κυριακίδη τα βιβλία του: «Ο ήχος των πραγμάτων όταν πέφτουν» (2014), «Οι πληροφοριοδότες» (2015), «Η μορφή των λειψάνων» (2018). «Οι υπολείψεις» (2019), «Τραγούδια για την πυρκαγιά» (2020), «Γυρίζοντας το βλέμμα πίσω» (2021) και «Η μετάφραση του κόσμου» (2024).

Έχει τιμηθεί με πολλά διεθνή βραβεία, σημαντικότερα των οποίων είναι το Premio Alfaguara (2011), το English Pen Award (2012), το Prix Roger Caillois (2012), το Premio Von Rezzori (2013), το IMPAC Dublin Literary Award (2014), το Premio Real Academia Española (2014) και το Βραβείο Biblioteca de Narrativa Colombiana (2020).

Τα βιβλία του έχουν εκδοθεί σε 28 γλώσσες και σε περισσότερες από 40 χώρες. Τo 2016 του απονεμήθηκε ο τίτλος του Ιππότη του Τάγματος Γραμμάτων και Τεχνών από τη Γαλλική Δημοκρατία.

 

 

Προηγούμενο άρθροΕγγονόπουλος-Θεόφιλος : Χαιρετισμός για έναν ήρωα (της Έφης Κατσουρού)
Επόμενο άρθροΟ Μαρξ, ο οικοσοσιαλισμός και τι είναι ο κομμουνισμός της αποανάπτυξης (του Θανάση Μήνα)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ