του Μανώλη Γαλιάτσου
Από το συντομότατο προοίμιο του βιβλίου μπορούμε, σχεδόν εκ του ασφαλούς, να υποθέσουμε ότι έχουμε να κάνουμε με την –όχι και τόσο συχνή- περίπτωση μιας αφήγησης για την τέχνη της αφήγησης. «Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή». Έτσι τελειώνει την πρώτη του σύσταση ο ήρωας. Ποιος όμως είναι αυτός; Και ποιος πρόκειται να μας αφηγηθεί; Ο συγγραφέας; Κάποιο από τα πρωταγωνιστικά πρόσωπα του βιβλίου; Κάποιος τρίτος, μήπως, που τους κρατάει στο χέρι και τους δύο; Το εξώφυλλο, πάντως, με την πρωτότυπη και ιδιαίτερη εικονογράφηση της Μάριας Μπαχά (η οποία συνεχίζεται εξίσου αποκαλυπτικά στα ενδότερα του βιβλίου), παραπέμπει στην ίντριγκα ενός παζλ αστυνομικού τύπου. Το «επίφοβο» ψαλίδι, καθώς διατρέχει εγκάρσια την εικαστική σύνθεση, μοιάζει να θέλει να σχίσει κάποιο αόρατο παραπέτασμα για να μας αποκαλύψει τα μυστικά του. Μάτια που κρύβουν το πρόσωπο; Θα μπορούσαμε να το πούμε και: Μάτια Χωρίς Πρόσωπο, όπως η οριακή -αστυνομική και επιστημονικής φαντασίας ταυτόχρονα- ταινία του Ζορζ Φρανζί. Μάτια που δονούνται από τη λαχτάρα να μας αποκαλυφθούν – ή το μόνο που επιζητούν είναι να δουν εμάς; Για να καταλάβουμε εμείς σε ποιον ανήκουν ή για να δουν αυτά ποιοι είμαστε εμείς; Μήπως για να διαπιστώσουμε ότι κάποιος μας παρακολουθεί – ή απλώς ότι μας προσέχει; Και για ποιους λόγους; Για να μας καταστήσει συνένοχους σε κάτι ή για να μας παρασύρει σε μια –δικής του επινόησης- «λογοκλοπή», προερχόμενη κι αυτή απ’ το προαιώνιο γαϊτανάκι των αφηγήσεων; Και κατά πόσον αυτή η «λογοκλοπή» μπορεί να συστήσει μια πρωτότυπη ιστορία; Ένα αμφίδρομο «Χουντάνιτ» (Whodunnit) αναπτύσσεται και αιωρείται ανάμεσα στον αναγνώστη του βιβλίου και τον -άγνωστης προέλευσης;- αφηγητή του. Ή μήπως θα έπρεπε να πούμε: ανάμεσα στον αναγνώστη του βιβλίου και τον αναγνώστη εντός του βιβλίου; Με τη διαφορά ότι το ερώτημα που τίθεται εδώ δεν συνίσταται στο «ποιος έκανε τον φόνο» και με ποιο κίνητρο, όπως σε κάθε μυστήριο της αστυνομικής λογοτεχνίας, αλλά: «ποιος είναι αυτός που μιλάει;»
Όλα ανακαλούν τις ανάλογες μνήμες τους στις Εξομολογήσεις Ενός Σελιδοδείκτη, όπως ο τίτλος του εισαγωγικού κεφαλαίου –«Πρώτο Ταξίδι»- προετοιμάζει για την αναφορά στο πρότυπο της ταξιδιωτικής λογοτεχνίας, όπως μας παραδόθηκε από την εποχή της βιομηχανικής επανάστασης: Ο Γύρος Του Κόσμου Σε 80 Ημέρες. Και από την εναρκτήρια κιόλας φράση: «Οι πρώτες μου αναμνήσεις είναι από μια αποθήκη» ανασύρονται μνήμες από το μεγάλο μυθιστόρημα του 19ου και του 20ου αιώνα: τον Τσαρλς Ντίκενς, τον Εμίλ Ζολά, τον Τζακ Λόντον, τον νατουραλισμό ή τον κοινωνικό ρεαλισμό, με όλους τους κατατρεγμένους του ήρωες ζωγραφισμένους στο μαυρισμένο τζάμι ενός υπογείου, με ιδρώτα και κάρβουνο. Φέρνει στον νου τον ίδιο τον Μαξίμ Γκόρκι, ίσως. Αυτός ο Σελιδοδείκτης χαϊδεύει τα λογοτεχνικά είδη, μόλις που τα αγγίζει με την άκρη των δαχτύλων του, ίσως γιατί η μοίρα του είναι να τα διαβάζει αποσπασματικά, και το μόνο που του μένει να κάνει στη συνέχεια είναι να τα ανασυνθέτει με τις αισθήσεις του. Αλλά και –γιατί όχι;- με την ανάλαφρη χάρη και τη φρεσκάδα της άγνοιας ως βασικό αρωγό στο πλευρό του. Ας πούμε λοιπόν ότι διαθέτει όλα τα ευεργετήματα της έμπνευσης ενός ημιτελούς αναγνώστη. «Μπορώ μ’ αυτά να φτιάξω ιστορία;» αναρωτιέται μόνος του. «Πάντως θα προσπαθήσω, ακόμα κι αν χρειαστεί να αυθαιρετήσω». Γι’ αυτό και μπροστά στις προσωπικές αμηχανίες έκφρασης, διόλου δεν διστάζει να απευθύνει την έκκλησή του για βοήθεια στην ενεργητική συμμετοχή του αναγνώστη.
«Όντα από χαρτί». Έτσι χαρακτήριζε ο Ρολάν Μπαρτ τους λογοτεχνικούς ήρωες. Αλλά ένας ήρωας από πραγματικό χαρτί και με τη δική του αυτόνομη ύπαρξη, όπως ένας σελιδοδείκτης στη συγκεκριμένη περίπτωση, είναι κάτι το απολύτως υπαρκτό, κυριολεκτικό ως προς τον παραπάνω ορισμό, χωρίς να φοβάται ότι θα «εκπέσει» εξαιτίας της λογοτεχνικής του ιδιότητας. Και αυτό συνιστά απ’ την αρχή ένα φαινομενικό οξύμωρο. Διότι αν οποιοσδήποτε ήρωας της λογοτεχνίας χρειάζεται να υπερβάλλει εαυτόν για ν’ αποδείξει την αλήθεια του (μην τυχόν και φανεί χάρτινος) πώς αντιμετωπίζει το πρόβλημα κάποιος που από την αρχική του σύσταση έχει επίγνωση της χάρτινής του υπόστασης; Αλλά ίσως αυτή ακριβώς η επίγνωση να είναι ο δικός του τρόπος για να ξεπερνά το πρόβλημα της αληθοφάνειάς του. Γι’ αυτό άλλωστε και είναι σε θέση να διακηρύττει με την πιο αφοπλιστική αμεσότητα από μόνος του: «Η ζωή είναι πιο συναρπαστική από τα βιβλία» – χωρίς τη συνδρομητική χρεία περαιτέρω αποδεικτικών.
Αυτός ο υπαρξιστής ήρωας προσπαθεί από τα λόγια των άλλων να ορίσει –και να κατανοήσει- την πραγματική του θέση στον κόσμο, γι’ αυτό ίσως και είναι έτοιμος ανά πάσα στιγμή για την αθώα παρεξήγηση μαζί τους. Γνωρίζει, εν τούτοις, ότι η ύπαρξή του προηγείται της ουσίας του και έτσι οι παρεξηγήσεις του ξεθυμαίνουν ταυτόχρονα με την ανακάλυψη νέων λέξεων ή την επιβεβαίωση της σωστής χρήσης των παλιών, γι’ αυτό και -με την πρώτη κάθε φορά ευκαιρία- ξέρει να ενδίδει στη γενναιόδωρη συγχώρεση. «Θέλω να μάθω γαλλικά» όπως τιτλοφορείται ένα από τα κεφάλαια των εξομολογήσεών του, κατά συνέπεια και ο υπαρξισμός του θα είναι, κατά την ιδιαίτερη προτίμησή του, της γαλλικής σχολής καθώς, από το σύνολο των αισθήσεων, δεν διστάζει να δώσει την προτεραιότητά του στην αφή. «Η κόλαση είναι οι άλλοι» λοιπόν και, για την ακρίβεια, κόλαση γι’ αυτόν τον λεπτεπίλεπτο ήρωα δεν είναι άλλο από τις αστόχαστες προσβολές ή το χονδροειδές και άτσαλο άγγιγμα των χεριών τους. Αλλά «ο τρώσας και ιάσεται». Καινούργια λόγια κι ένα διαφορετικό, τρυφερό άγγιγμα, είναι υπεραρκετά γι’ αυτόν τον παντελώς ανίκανο για μνησικακία ήρωα προκειμένου να επουλώσει τις πληγές του και να επιτύχει την πλήρη του επαναφορά σε θετική προδιάθεση. Γι’ αυτό και όλες του οι αμφιθυμίες ή τα συναισθηματικά του σκαμπανεβάσματα μπορούν να διευθετούνται με την απλή επίκληση ενός ερμηνευτικού λεξικού. Ένας σελιδοδείκτης, όμως, μπορεί να είναι και το τρίτο μάτι του αναγνώστη μέσα στο βιβλίο· ο δικός του «άνθρωπος». Αλλά αυτός ο Σελιδοδείκτης είναι κάτι περισσότερο, όπως το έχουμε ήδη υπαινιχθεί. Αμόρσα πρώτη: η αμόρσα του αναγνώστη.
Και έτσι, ανεπαισθήτως, από το στιγμιαία παραπλανητικό ίχνος ενός χωρίς φόνο «Χουντάνιτ», η Χριστίνα Φραγκεσκάκη θα μετατοπίσει τον πυρήνα της στο χιτσκοκικό «Μακγκάφιν» και αυτό θ’ αποδειχτεί το μυθοπλαστικό πρόσχημα για να θέσει στο επίκεντρο της αφήγησής της κάτι όχι λιγότερο απ’ αυτό που φαίνεται να πιστεύει ότι βρίσκεται στην ίδια την καρδιά κάθε βιβλίου: η παρουσία του αναγνώστη. Με τη διαφορά ότι η –αναπόφευκτη- διακειμενικότητα εδώ δεν έχει τίποτα από τα τυπικά –και εν πολλοίς αντιπαθητικά- γνωρίσματα της μεταγραφής του «άλλου» κειμένου. Γνωρίζει η συγγραφέας πολύ καλά την τέχνη πώς να δημιουργεί βίους παράλληλους μεταξύ των πιο ανόμοιων ηρώων, και έτσι ο Ζαν Πασπαρτού του Ιουλίου Βερν θα γίνει το φίλτρο για τον Σελιδοδείκτη για ν’ ανακαλύψει, μέσα από τις πιο πρωτότυπες συσχετίσεις που μπορεί κανείς να εντοπίσει και να σκαρφιστεί, ποια η πραγματική του θέση και ο ρόλος του μέσα στον κόσμο. Και κάτι επίσης, προφανώς πιο αναπάντεχο και σημαντικό: Αυτός ο Σελιδοδείκτης μας υπενθυμίζει τι σημαίνει η λησμονημένη ερωτική αξία να κοκκινίζεις από συστολή. Η παιδιόθεν διατηρημένη συνήθεια ν’ αποστρέφεις ευγενικά το βλέμμα από τις αδιάκριτες περιπτύξεις των μεγάλων και, κάπως έτσι, στην πιο συνηθισμένη θέα του έρωτα, εσύ να βρίσκεις το σθένος να μιλήσεις για την αγάπη. Θ’ αποτολμούσα την άποψη ότι ο Σελιδοδείκτης είναι παράλληλα μια συγγραφική μετωνυμία· η ταυτοπροσωπία ενός απρόσμενου, διαφοροποιημένου ορισμού της αυτοβιογραφίας. Αμόρσα δεύτερη: αμόρσα της συγγραφέως.
Οι Εξομολογήσεις Ενός Σελιδοδείκτη επιλέγουν συνολικά την απλότητα, την ιδιωματικότητα της ομιλίας και την απέριττη σαφήνεια στη διατύπωση, ως λυτρωτική χειρονομία επιστροφής της γραφής στον γενέθλιο τόπο της προφορικότητάς της. Από εδώ ίσως απορρέουν και οι διαρκείς εντυπώσεις κινηματογραφικότητας που διαπνέουν –απ’ άκρη σ’ άκρη της- ολόκληρη την αφήγηση. Αλλά και από κάτι, ακόμα πιο καθοριστικό, που δεν θα επέτρεπε στα πράγματα να συμβούν αλλιώς αφού ο Σελιδοδείκτης, πέρα από την ιδιότητα του αναγνώστη, διαθέτει όλα τα ηδονοβλεπτικά χαρακτηριστικά ενός θεατή του κινηματογράφου: μπορεί να βλέπει όσα κάνουν οι άλλοι, χωρίς οι άλλοι να ξέρουν ότι τους βλέπει αυτός. Έτσι και ο εν λόγω ήρωας: Αν με το ένα του μάτι παρακολουθεί όσα διαδραματίζονται στο βιβλίο, με το άλλο παρατηρεί άγρυπνα όσα εξελίσσονται έξω απ’ αυτό. Και αυτή είναι η τρίτη αμόρσα του Σελιδοδείκτη: αμόρσα προσανατολισμένη στην αυτού μεγαλειότητα, τον θεατή αυτήν τη φορά. Και, κάπως έτσι, αυτή η δροσερή, παιγνιώδης, άκρως διασκεδαστική και γεμάτη φρεσκάδα νουβέλα για τη βιβλιοφιλία, από τη συγγραφέα -ανάμεσα σε άλλα- των: Πιάνεις Χώμα και ΣΥΝΤΑΓΜΑ – ΚΑΤ (όλα από τις εκδόσεις Κέδρος), έχει για ορκισμένο εχθρό της τη βαρύγδουπη και περισπούδαστη σοβαροφάνεια – και για καλύτερο φίλο της την απόλαυση της ανάγνωσης που οδηγεί, με σχεδόν απαρέγκλιτα βήματα, στην προσωπική αναζήτηση της γραφής. Ακόμη και αν πρέπει να ζήσεις αυτήν την περιπέτεια ως μια βαθύτατη ανάγκη που θα σε οδηγήσει, εν τέλει, στην αδήριτη διαπίστωση της –να την πούμε αξιωματικής;- αρχής ότι: «Η ζωή είναι πιο συναρπαστική από τα βιβλία». Και πάλι ο Ρολάν Μπαρτ: «Η θεωρία είναι χοντροφτιαγμένη, η ζωή πολύ λεπτοκάμωτη…» -και, τώρα πια, δεν βρίσκουμε καμιάν άλλη δικαιολογία για να μη συμπληρώσουμε: ακριβώς όπως ένας σελιδοδείκτης- «…γι’ αυτό και ανάμεσά τους υπάρχει η λογοτεχνία, για να μπορεί να γεφυρώνει τη διαφορά». Ποιος αλήθεια θα είχε την παραμικρή -άξια αναφοράς- αντίρρηση επ’ αυτού; Το σίγουρο είναι ότι η αγάπη θα καταφέρνει πάντα να εφευρίσκει τους δικούς της τρόπους και ν’ ανακαλύπτει τους δικούς της μυστικούς δρόμους. Μετωνυμικά ή όχι, με την περίσσεια του θάρρους της ή με την άβολη ιδιότητα να κοκκινίζει από ντροπή, θα είναι σε θέση κάθε φορά να αιφνιδιάζει, καθώς θα έρχεται και πάλι η ώρα της για να μας πει διακριτικά την τελευταία της λέξη.