Ερωτήματα περί κριτικής και κριτικών (μέρος Ι- η επανάληψη μάλλον δεν γίνεται μήτηρ κανενός) της Βαρβάρας Ρούσσου

0
1661

της Βαρβάρας Ρούσσου

 

Το τελευταίο διάστημα επανέρχεται η συζήτηση περί κριτικής κριτικών και κριτηρίων. Φαινομενικά ο λόγος είναι η, θεμιτή εξάλλου, ελευθερία να αυτοχαρακτηρίζεται και ετεροχαρακτηρίζεται κάποιο άτομο «κριτικός». Ο χαρακτηρισμός προκύπτει κυρίως από δυο παράγοντες που μάλλον είναι ή τείνουν προς ποσοτικό κριτήριο καθώς το ποιοτικό δημιουργεί περισσότερα προβλήματα απ’ όσο λύσεις. Πρώτον τη συστηματική εμφάνιση για εύλογο χρονικό διάστημα σε λογοτεχνικά έντυπα περιοδικά (στα οποία παρατηρείται τελευταία σχετική αύξηση) αλλά και ημερήσιο τύπο  και φυσικά στο διαδίκτυο όπου αφενός η σταθερή ύπαρξη διαδικτυακών περιοδικών αφετέρου η ελευθερία δημιουργίας «χώρων» και τα ΜΚΔ ευνοούν τον πολλαπλασιασμό των κριτικών κειμένων και κατά συνέπεια ανοίγει περισσότερο και ευχερέστερα ο κύκλος των ατόμων που τα παράγουν. Δεύτερον η παράλληλη φυσική παρουσία ατόμων εξακολουθητικά σε εκδηλώσεις και κυρίως βιβλιοπαρουσιάσεις που καλλιεργούν προσδοκίες στους δημιουργούς και αυξάνουν τη δημοφιλία των παρουσιαστριών/στών ιδίως όταν το εγχείρημα επαναλαμβάνεται. Αυτές οι δράσεις προβάλλονται συχνά ως διαδραστικά λογοτεχνικά σαλόνια ενώ κατά κύριο λόγο δεν είναι παρά διαφημιστικές πρακτικές αν και συμβαίνει ενίοτε να πραγματοποιούνται δυναμικές και γόνιμες συζητήσεις/αντιπαραθέσεις.

Τι ωθεί στις προσκλήσεις κριτικών σε παρουσιάσεις; Αποτελεί δείγμα εκτίμησης της κρίσης τους ή αποτέλεσμα μιας πρόσκαιρης δημοφιλίας που θα προσελκύσει κοινό; Είναι οι καθ’ έξιν βιβλιοπαρουσιαστές και κριτικοί; Πώς συγκροτείται το κύρος των κριτικών που φαίνεται να τις/τους καθιστά  θέσει ανώτερες/ους; Πώς εσωτερικεύεται η ανωτερότητα αυτή σε δημιουργούς και κοινό και τι αντίκτυπο έχει; Αρκεί η αριθμητικά αυξημένη και σταθερή εμφάνιση κριτικογραφιών από τα ίδια άτομα για να θεωρούνται κριτικοί; Ή ως ποσοτικός παράγοντας εξαναγκαστικά προσμετρά την/τον γράφουσα/γράφοντα στη χαρτογράφηση κριτικών; Ακόμα και όταν εμφανώς η μεθοδικότητα, η συστηματικότητα εξέτασης του κρινόμενου έργου, το προσεκτικό διάβασμά τους, η ένταξή του στο διπλό πλαίσιό του -παρελθόν και παρόν- και στο σύνολο της εργογραφίας της/του κρινόμενης/ου δημιουργού όπως και η χρήση θεωρητικών εργαλείων (ρητή ή υπόγεια και πάντα σε βαθμό που δεν αποσύρει το κείμενο στο παρασκήνιο) και βιβλιογραφία που ακολουθεί, όπως και η θεωρία, το έργο  (δεν «στενεύει» ούτε «ξεχειλώνει» την ερμηνεία του) απουσιάζουν ενώ η βεβιασμένη ένταξη του έργου στα εξαιρετικά και μοναδικά υπερτερεί υπερβάλλοντας προσμετρώνται στους κριτικούς;  Όταν εν ολίγοις η κριτική τους δεν είναι «εμπεριστατωμένη και τίμια» κατά Ραυτόπουλο;

Η επανάκαμψη των συζητήσεων περί κριτικής και κριτικών αγγίζει τα παραπάνω που δεν αποτελούν παρά την κορυφή του παγόβουνου καθόσον καταλήγουν είτε σε ευχολόγια είτε σε «καταγγελίες» για την έκπτωση του κριτικού λόγου είτε, κυρίως στα ΜΚΔ, σε κατά ριπάς βολές προς κριτικούς ως θεσμικούς, χρηματιζόμενους, αυλικούς συγγραφέων και εκδοτών κλπ. Το φαινόμενο φυσικά δεν είναι καινοφανές και εντέλει δεν μπορεί να υπάρχει δέσμευση και φίμωση ως προς το ποιος γράφει για ποιον και τι και ο/η κριτικός δεν αξιολογείται στη βάση τυπικών προσόντων ώστε να λάβει τον τίτλο του.

***

Τι πέτυχα ως τώρα με αυτό το κείμενο; Να κουράσω με την επανάληψη γνωστών μοτίβων (όπως ένα λογοτεχνικό κείμενο γίνεται επιφανειακό και φλύαρο και κουράζει με κοινοτοπίες-πότε άραγε και πώς το λέει αυτό η κριτική; Ποιες/οί για ποιες/ους για ποια έργα; Αλλά η προδιαγεγραμμένα αρνητική κριτική δεν αποτελεί τη λύση που κραδαίνουν ως νικητήριο λάβαρο οι υπέρμαχοι της). Διότι η επαναφορά των συζητήσεων αυτών κουράζει και μάλιστα όταν τίθεται υπό μορφή γκρίνιας τροφοδοτεί υπόγειες βολές και υπέργειες αντιπαραθέσεις, γκρίνιες, σχηματοποιήσεις, αγκυλώσεις και οχυρά (με επίκληση βασικών παλαιών αρχών)  που εμμένουν στα ίδια, παράθεση αυθεντιών του παρελθόντος σε αναδρομές και συγκρίσεις που, παρά τα όποια κοινά τους, αφήνουν εκτός τις μεταβλητές, τόσο εξάλλου κρίσιμες το τελευταίο διάστημα.

Όμως ο ασύνοχος, ανερμάτιστος και ως εκ τούτου μη ποιοτικός κριτικός λόγος όπως και ο καταφανώς διαφημιστικός που αντιγράφει δελτία τύπου ή απονέμει τα εύσημα σε οφθαλμοφανώς μέτρια έργα ίσως είναι σκόπιμο απλώς να αγνοηθεί από το αναγνωστικό κοινό και να περιοριστεί η «χρήση» όσων τον ασκούν από εκδότες και συγγραφείς που κρίνουν την επιτυχία με ποσοτικό κριτήριο (πόσες κριτικές) και όχι ποιοτικό (τι λέει πώς και γιατί).

Μήπως όμως τα πράγματα είναι απλούστερα; Εάν διαβάζουμε στη λογοτεχνία αυτό που θέλουμε και αυτό που περιμένουμε να βρούμε μήπως κάνουμε το ίδιο και στην κριτική. Ας αναρωτηθούμε ακόμη ποιες/οι διαβάζουν ποιών τις κριτικές και γιατί.

Αν διαβάζουμε κριτικούς συστηματικούς που στο χρόνο έχουν διαμορφώσει σταθερά κριτήρια και τεκμηριωμένο λόγο τότε ίσως μπορούμε αφενός να εμπιστευτούμε αυτά τα κείμενα εφόσον ταιριάζουν με τα όσα αναμένουμε αφετέρου μήπως πρέπει να σκεφτούμε την ακαμψία των απόψεών τους μπροστά στις αλλαγές παραδείγματος, τη θεσιακότητά τους μετά από την χρόνια ενασχόλησή τους με την κριτική αλλά και την επιλογή των βιβλίων που συζητούν;

Αν διαβάζουμε κριτικούς που οι επιλογές τους είναι ασταθείς, αδιαβάθμητες αξιολογικά ως προς τα κρινόμενα κείμενα, ρηχές ερμηνευτικά, αντιεπιστημονικές και ατεκμηρίωτες τεχνικά τότε πρέπει να σκεφτούμε γιατί τις/τους διαβάζουμε, να αναλογιστούμε την απουσία κριτηρίων τους, τη θεσιακότητά τους και την επιλογή των βιβλίων που συζητούν.

Θέλω να πω με αυτό ότι τα πράγματα δεν είναι εντέλει τόσο απλά γιατί τι καθιστά τον κριτικό αξιόπιστο; Για ποιο κοινό;

Ξαναλέω τα ίδια που ήδη εδώ ειπώθηκαν για να καταλήξω με το παραπάνω στο ότι τελικά το άτομο που διαβάζει λογοτεχνία και αναζητά κριτικές για να οδηγηθεί στις αγορές/αναγνώσεις του παραμένει αναγνώστρια/στης των κριτικών που ανταποκρίνονται σε ό,τι και όπως διαβάζει. Ακόμη κι αν εμπιστευτεί διαφορετικά κριτικά κείμενα και όχι τα ίδια πρόσωπα κριτικών δεν έχει βασικό κίνητρο το τι λογοτεχνία διαβάζει; Τα αναγνωστικά κριτήρια του κοινού προσανατολίζουν προς τα κριτικά κείμενα που θα διαβάσει και προς τις/τους κριτικούς που θα εμπιστευτεί.

Ακόμη παραπέρα, η/ο συνεπής, συστηματική/ός αναγνώστρια/αναγνώστης αντιλαμβάνεται το κίβδηλο κριτικό κείμενο, το γραμμένο στο γόνατο της ΑΙ, ή με στόχο οτιδήποτε πέρα από την άσκηση της κριτικής και απομακρύνεται. Η προβολή τέτοιων κριτικών μένει συχνά είτε περιορισμένη σε στενούς κύκλους ανυποχώρητων βεβαιοτήτων και τροφοδοτημένη πιθανόν, αλλά όχι πάντα και όχι απόλυτα, είτε από σκοπιμότητες είτε από προσωπικές αναγκαιότητες θεμελίωσης του εαυτού στον κόσμο (μικρόκοσμο θα έλεγα καλύτερα) και βήματος λόγου οπότε, σε πολλές περιπτώσεις, ακολουθείται η προδιαγεγραμμένη πορεία ενός διάττοντα αστέρα.

Όμως και αυτό σημαίνει: ποιών οι κριτικοί λόγοι προβάλλονται και με ποιες βάσεις; Σε τι μέσα; Όσες/όσοι «απορρίπτονται» από ποιες/ους απορρίπτονται και γιατί; Είναι πάντοτε αιτία η αθεμελίωτη προχειροπολυγραφία, η επιμονή σε εργαλεία ασύμβατα με τα κείμενα, πεπαλαιωμένα και ήδη ακυρωμένα από τα ίδια τα έργα η έλλειψη αισθητηρίου επιλογής έργων και η συνακόλουθη ενασχόληση με «ό,τι μου στέλνουν»; Ή μήπως η φίμωση ενός ανανεωτικού λόγου που προέρχεται από πρόσωπα νέα (όχι κατ’ ανάγκην ηλικιακά) με μέθοδο; Και ποια μέθοδο; Μήπως τα εργαλεία δεν λειτουργούν ως αίτια αποκλεισμού ή περιωριοποίησης;

Η/ο αναγνώστρια/στης μπορεί να κρίνει την/τον κριτικό αλλά και η/ο κριτικός δεν είναι παρά αναγνώστης. Δεν αποτελεί τον τέταρτο πόλο στο περίφημο παλιό σχήμα συγγραφέας-κείμενο-αναγνώστης αλλά εμπεριέχεται στον τρίτο. Αλλιώς αποδίδουμε σε μια/έναν αναγνώστρια/στη με τον τίτλο της/του κριτικού και ιδιότητες ανωτερότητας που συχνά δεν τις έχει αλλά τις επενδύεται με βεβαιότητα λόγω θέσης.

Ας σκεφτούμε περισσότερο τις θεσιακότητες των εμπλεκομένων παραγόντων δηλαδή όλων όσων εμπλέκονται στο παλιό παραπάνω τριμερές σχήμα. Πώς η/ο κριτικός αποκτά αναγνωστική και κριτική εγκυρότητα ώστε να μην είναι απλή/ός αναγνώστρια/στης;

Όσες/οι νιώθουν/ένιωσαν θιγμένοι όταν δίνονται παραδείγματα των αβλεψιών και προχειροτήτων τους όσοι νιώθουν/ένιωσαν την ασφάλεια της εμπειρίας και της επιστημονικότητας που απομάκρυνε από αυτές/ούς τα παραπάνω αρνητικά ας διερωτηθούμε τι και γιατί και για ποια άτομα γράφουμε.

Όλες/οι μπορούμε να θέσουμε τις βεβαιότητές μας σε έλεγχο. Νομίζω ότι ο/η κριτικός οφείλει να περνάει από μια διαδικασία παρόμοια με εκείνην των κάθε είδους ψυ: την ανάλυση και τον έλεγχο ως προετοιμασία για την κριτική, το θάρρος της παραδοχής της μετατόπισης από θέσεις, τον αναστοχασμό για το από ποια θέση γράφω για ποια έργα/δημιουργούς/ πώς και με τι τόνο, με ποια τεκμήρια αναδεικνύω ή υποδεικνύω.

Η κριτική δεν είναι απόλυτη και δεν είναι πάντα και αποκλειστικά φιλολογία. Ο φόβος για την απώλεια των βεβαιοτήτων οδηγεί σε οπισθοδρόμηση. Ο φόβος αυτός βρήκε πολέμια την πολιτική στην υποτιθέμενη αντίθεσή της με την αισθητική (στην αντίθεση αυτή η άγνοια όρων και συνθηκών απογύμνωσε πολλές/ούς), βρήκε μοναδικό στόχο της κριτικής την αισθητική αντιμετώπιση και μόνον (το ωραίο και η αρμονία), βρήκε ανοίκεια την ιδεολογική προσέγγιση (η ιδεολογική θεώρηση ταυτίστηκε με περιοριστικές οπτικές), βρήκε υπερβολικό το φύλο (κλονίζει βεβαιότητες και δεν το θέλουμε), απέρριψε νέες τάσεις (εδώ η επίκληση σε αυθεντίες λογοτεχνικές και κριτικές απέδωσε), βρήκε άχρηστες τις θεωρίες (πλην των επιδεικτικών υπερβολών). Κριτική δεν σημαίνει απόρριψη της αξιολογικής διάστασης αλλά επαναπλαισίωσή της.

Κριτική δεν είναι μόνο ερμηνεία (η εκ των προτέρων ύπαρξη ενός και μόνου κρυμμένου νοήματος) αλλά και τοποθέτηση ενός ατόμου (κριτικού ενσώματου, έμφυλου, ιδεολογικά προσανατολισμένου πολιτισμικά επηρεασμένου από πολιτικές του βλέμματος και της αφήγησης) έναντι του κειμένου.

Κριτική σημαίνει σχεσιακή διαδικασία όπως σχεσιακό είναι το συναίσθημα και μάλλον το λησμονούμε κρίνοντας βιβλία.

Ξαναλέω τα ίδια (αν και κουραστήκαμε στη διερώτηση πού θα πάει αυτή η συζήτηση) για να δείξω από ποιες νηπιώδεις αρχές μπορούμε να αναζητήσουμε την εκκίνηση μιας συζήτησης που ενδέχεται να πάει παραπέρα.

Ναι υπάρχουν κακά κριτικά κείμενα, ανάξια λόγου. Τα αγνοούμε αναγνωρίζοντάς τους απλώς το δικαίωμα ύπαρξης χωρίς να μένουμε σε αυτά. Όπως αναγνωρίζουμε το ίδιο και κακά λογοτεχνικά έργα. Όπως δεν υπάρχει κριτικός μοναστικού αναχωρητισμού ούτε κριτικός αντικειμενικότητας ΑΙ. Τα κείμενά μας δεν είναι, ως ένα βαθμό, ο καθρέφτης μας; Μήπως και οι κριτικές που επαινούμε δεν είναι καθρέφτης μας;

Μήπως να ασχοληθούμε με τους άξιους κριτικούς και τα κείμενά τους; Μήπως να πάρουμε μαθήματα και να ξεπεράσουμε τους δασκάλους χωρίς αγιοποίηση προσώπων; Μήπως οφείλουμε να τεντώνουμε τα αυτιά μας αν και ο Δημήτρης Ραυτόπουλος έλεγε για τον κριτικό «ν’ αναπτύξει την όραση εις βάρος της ακοής. Να γράφει περισσότερο βιβλιοπαρουσιάσεις των πάντων και βιβλιοκριτικές μόνο για ό,τι αξίζει πραγματικά, άρα πιο άνετα, εκτεταμένα, καλογραμμένα». Με τη σύγχρονη βιβλιοπαραγωγή «των πάντων» δεν γίνεται οπότε ας μείνουμε στο δεύτερο. Με γνώση και αυτεπίγνωση.

 

Προηγούμενο άρθροΟι Famous Five της Ένιντ Μπλάυτον σε κόμικ (συζητούν : Μαρία Τοπάλη και Νίκη Κωνσταντίνου Σγουρού)
Επόμενο άρθρο9 βιβλία που σόκαραν όταν εκδόθηκαν (τηςΑλεξάνδρας Χαΐνη)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ