
του Βασίλη Μακρυδήμα
Λέγεται (το διάβασα τελευταία και σ’ ένα άρθρο του Ξενόπουλου στ’ Αθηναϊκά Νέα) πως προκηρύχτηκε διαγωνισμός για μια μελέτη γύρω απ’ τον Καρκαβίτσα σαν άνθρωπο και σαν λογοτέχνη, βέβαια, παρμένο, όπως ακριβώς έγινε πρωτύτερα απ’ το επίσημο κράτος για τον Παπαδιαμάντη κι όπως από ιδιωτικές πρωτοβουλίες γίνεται τώρα τελευταία με πολλούς λογοτέχνες ή ποιητές, νεκρούς και ζωντανούς […] με σκοπό, κι εδώ, τη συγκέντρωση ενός οριστικού κριτικού μελετήματος γύρω απ’ τον συγγραφέα του Αρχαιολόγου.[1]
Αυτά σημείωνε το καλοκαίρι του 1939 ο λογοτέχνης και δοκιμιογράφος Τάκης Δόξας με αφορμή το στήσιμο της προτομής του Ανδρέα Καρκαβίτσα στη γενέτειρά του, στα Λεχαινά Ηλείας. Ωστόσο, αν και από τη δεκαετία του 1920 και μετά η αρθρογραφία και η δοκιμιογραφία για τον περίφημο πεζογράφο της κομβικής για την εξέλιξη της νεοελληνικής λογοτεχνίας «γενιάς του 1880» είχε αρχίσει να ανθεί, μέχρι σήμερα καμία συνθετική μονογραφία για το συνολικό έργο του Καρκαβίτσα δεν έχει επιχειρηθεί. Από το 1937 μέχρι τη δεκαετία του 1970 δύο είναι οι άνθρωποι που πρωτοστάτησαν στην προσπάθεια συγκρότησης των Απάντων του Καρκαβίτσα και της παρουσίασης εργασιών υποδομής για τα βιβλιογραφικά ζητήματα του έργου του: ο Γιώργος Βαλέτας και η Νίκη Σιδερίδου. Την ίδια χρονιά με τις εκδόσεις των Απάντων τους, το 1973, υπήρξε και μια τρίτη έκδοση Απάντων σε επιμέλεια του Στράτου Χωραφά.[2] Οι σημαντικές αυτές εργασίες, μαζί με μεταγενέστερες εκδόσεις έργων του Καρκαβίτσα, αφιερώματα περιοδικών, άρθρα ή μελέτες γύρω από ειδικά ζητήματα (όπως της Τζίνας Πολίτη και του Δημήτρη Τζιόβα) συμπληρώνουν ένα πολύ πλούσιο αλλά διάσπαρτο σώμα μελετών, που δεν παύει να πιστοποιεί το διαρκές ενδιαφέρον φιλολόγων και ερευνητών να εισχωρήσουν στο λογοτεχνικό έργο του Καρκαβίτσα. Από την άποψη αυτή είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι σε ακαδημαϊκό επίπεδο δεν έχει εκπονηθεί καμία διατριβή για το σύνολο του πολυσχιδούς έργου του.[3] Το κενό αυτό έρχεται να αναπληρώσει το εγχείρημα του Συλλόγου προς διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων, ο οποίος, υπό τη γενική εποπτεία του Γιάννη Παπακώστα, ανέλαβε να προχωρήσει σε μια νέα έκδοση των Απάντων του Καρκαβίτσα. Οι οχτώ τόμοι που κρατάμε σήμερα στα χέρια μας όχι μόνο επιχειρούν να αποκαταστήσουν με τους νεότερους φιλολογικούς όρους την πεζογραφία του συγγραφέα αλλά όλοι μαζί, με τα επίμετρα που τους συνοδεύουν –καρποί έγκριτων πανεπιστημιακών και κριτικών– συνθέτουν μια αναλυτική περιδιάβαση στους όρους και τις προϋποθέσεις του μυθοπλαστικού κόσμου του Καρκαβίτσα.
Παρότι ο Λεχαινίτης συγγραφέας κατατάσσεται στην παλαιότερη πεζογραφία μας, η ανάγνωσή του σήμερα δείχνει ότι η χρονική απόσταση ενός και πλέον αιώνα δεν αμβλύνει την επικαιρότητα της γραφής του. Η νουβέλα Η Λυγερή αποτελεί το ισχυρότερο τεκμήριο της διαχρονικής σημασίας του Καρκαβίτσα, τη φροντίδα για την καινούργια έκδοση της οποίας ανέλαβε η Γεωργία Γκότση, Καθηγήτρια Νεοελληνικής και Συγκριτικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Πατρών.
Υπερπηδώντας τα εκδοτικά εμπόδια
Η Λυγερή δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά σε συνέχειες στο περιοδικό Εστία το 1890, εκδόθηκε για πρώτη φορά έξι χρόνια αργότερα (1896) από τον εκδοτικό οίκο της Εστίας και επανεκδόθηκε από τον ίδιο εκδοτικό οίκο το 1920, δύο χρόνια πριν από τον θάνατο του συγγραφέα. Το κείμενο είναι γραμμένο κατά βάση στην καθαρεύουσα, αλλά στους διαλόγους και σε όσα αποσπάσματα παρατίθενται από την προφορική παράδοση (τραγούδια, ξόρκια κ.λπ.) χρησιμοποιείται η δημοτική, μερικές φορές μάλιστα στις ιδιωματικές εκδοχές της, όπως σημειώνει αναλυτικά η Γκότση (σσ. 209-210). Ο Καρκαβίτσας, αν και υπήρξε, από ένα χρονικό σημείο και έπειτα, σθεναρός υπέρμαχος της δημοτικής, με τη νουβέλα αυτή δείχνει πως δεν είχε αποδεσμευτεί ακόμα από τις ηγεμονικές γλωσσικές συνήθειες της εποχής του. Άλλωστε, αυτό ισχύει για πάρα πολλούς και πολλές από τους/τις συγγραφείς των δύο τελευταίων δεκαετιών του 19ου αιώνα, όταν το γλωσσικό αποτελούσε ακόμα ένα ακανθώδες ζήτημα της ελληνικής πνευματικής ζωής που δίχαζε και φανάτιζε, με αιματηρές συνέπειες, όπως θα έδειχναν τα Ευαγγελικά και τα Ορεστειακά στις αρχές του 20ού αιώνα – 1901 και 1903 αντίστοιχα. Παρ’ όλα αυτά, όταν προχωρά στη δεύτερη αυτοτελή έκδοση της Λυγερής είκοσι τέσσερα χρόνια μετά από την πρώτη, ο συγγραφέας δεν παραδίδει ένα έργο πιστό αντίγραφο του αρχικού, από γλωσσικής πλευράς. «Ο Καρκαβίτσας επεξεργάζεται διαρκώς το κείμενο προκειμένου να το καταστήσει περισσότερο συνεκτικό υφολογικά, πιο εύληπτο στον μέσο αναγνώστη και πιο ταιριαστό στο κοινό γλωσσικό αίσθημα που επικρατούσε κάθε φορά» (σ. 264), σχολιάζει χαρακτηριστικά η επιμελήτρια.
Το πολύμοχθο έργο της τελευταίας δεν περιορίζεται μονάχα στον εντοπισμό των ποικίλων γλωσσικών και ορθογραφικών αλλαγών που επέφερε ο ίδιος ο συγγραφέας σταδιακά από το 1890 μέχρι το 1920 στις τρεις δημοσιεύσεις του έργου, αλλά και στην εύρεση των προσθαφαιρέσεων ολόκληρων φράσεων ή περιγραφών από εποχή σε εποχή. Αυτού του είδους η φιλολογική λεπτοδουλειά είναι απαραίτητη προκειμένου οι σημερινοί αναγνώστες να μπορέσουν να εισχωρήσουν στο ποιητικό εργαστήρι του Καρκαβίτσα και να αφουγκραστούν τις αισθητικές και πνευματικές ανησυχίες του στην προσπάθειά του να «διαμορφώσε[ι] με αρκετή φροντίδα ένα οικονομικότερο εκφραστικά και πιο προσεκτικά ενορχηστρωμένο κείμενο» (σ. 271). Δύο μήνες μετά τον θάνατο του Καρκαβίτσα, ο Τέλλος Άγρας σημείωνε εύστοχα για την ποιητική του συγγραφέα: «Ζωηρός, παραστατικός, παλληκαρίσιος, κατορθώνει να μας δώσει εικόνες που οι εντυπώσεις εκπυρσοκροτούν σαν ρουκέτες».[4] Η εκτενής, αν και δειγματοληπτική λόγω του όγκου τους, παρουσίαση των αλλαγών που παρατηρούνται στις εκδόσεις της Λυγερής από την Γκότση στόχο έχει να δείξει ακριβώς το μέλημα του δημιουργού για τη συγκρότηση ενός έργου καλά αρχιτεκτονημένου, με εικόνες που να αποτυπώνονται εναργώς, λιτά, σχεδόν στακάτα, στη φαντασία των αναγνωστών. Παράλληλα, η αντιπαραβολή των τριών εκδόσεων οδήγησε την Γκότση στην εύρεση προβληματικών σημείων που διέλαθαν της προσοχής του συγγραφέα από διόρθωση σε διόρθωση. Η ίδια σιωπηρώς επεμβαίνει για να αποκαταστήσει τα σημεία αυτά, σχολιάζοντας αναλυτικά, στον υποσελίδιο χώρο του λογοτεχνικού κειμένου, τις αποφάσεις που όφειλε να πάρει. Επιπρόσθετα, οι υποσημειώσεις αυτές περιλαμβάνουν μακροσκελείς περιγραφές της χωροταξικής γεωγραφίας της δράσης όπως και υπομνηματισμό και σχολιασμό των πλούσιων διακειμένων του έργου. Η έκδοση συνοδεύεται, επίσης, από ένα εκτενέστατο γλωσσάρι τριάντα σελίδων για την κατανόηση, ιδίως από μέρους του νεότερου αναγνωστικού κοινού, των ιδιωματισμών του 19ου αιώνα. Τέλος, στον κόπο που κατέβαλε η επιμελήτρια για την επανέκδοση της Λυγερής θα πρέπει να συμπεριλάβουμε την αναμέτρησή της με τον ορθογραφικό εκσυγχρονισμό του κειμένου χωρίς να απιστεί στη συγγραφική βούληση του Καρκαβίτσα. Ομολογουμένως, τέτοιου είδους επεμβάσεις και απλοποιήσεις κρίνονται αναγκαίες, ειδικά αν αναλογιστεί κανείς πόσες αλλαγές συνέβησαν από το 1920 μέχρι τη γλωσσοεκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1976.
Η ανατομία της ελληνικής επαρχίας
Στη Λυγερή, ο αναγνώστης έρχεται αντιμέτωπος με τη ματαίωση του ερωτικού ειδυλλίου ανάμεσα στην Ανθή Στριμμένου, κόρη του μεγαλέμπορα των Λεχαινών Παναγιώτη, και του γυρολόγου Γιώργη Βρανά. Η θαλερή και λυγερόκορμη Ανθή θα υποκύψει στις κοινωνικές και οικονομικές επιταγές που επικρατούν στη γνωστή κωμόπολη του Ηλειακού Κάμπου. Στο πλαίσιο της πατριαρχικής κοινωνίας του 19ου αιώνα, η ίδια βιώνει τη θλιβερή υποταγή της γυναίκας στα κελεύσματα του ηγεμόνα-πατέρα, υπακούοντας στο οικονομικο-κοινωνικό όφελος της οικογένειας. Η πλούσια ηθογραφική αναπαράσταση της ελληνικής επαρχίας από τον αφηγητή δίνει το λαμπερό φόντο στην εξιστόρηση της μελαγχολικής διάψευσης των προσδοκιών τόσο της νέας κόρης όσο και του φερέλπιδος γαμπρού. Η Ανθή θα παντρευτεί τον Νικολό Πικόπουλο, δαιμόνιο έμπορο, παραγιό του πατέρα της, ενώ ο Γιώργης θα πάρει ως ταίρι του τη Βασιλική, κόρη του φούρναρη του χωριού. Με τον τρόπο αυτό, η ανερχόμενη αστική τάξη της οικογένειας της Ανθής διασφαλίζει την επιβίωση και την κυριαρχία της.
Μελετώντας διεξοδικά τις αιτίες και τα αποτελέσματα των πράξεων των πρωταγωνιστών αυτού του επαρχιακού “δράματος” (είναι πράγματι τραγική ιστορία;), η Γκότση, στο επίμετρό της, τις εντάσσει στο αναδυόμενο, εκείνα τα χρόνια, κλίμα του νατουραλισμού. Όπως είναι γνωστό, η μετάφραση της σκανδαλώδους Nana του Émile Zola από τον Ιωάννη Καμπούρογλου, με πρόλογο του Αγησίλαου Γιαννόπουλου Ηπειρώτη, εξοικείωσε τον εγχώριο πνευματικό κόσμο με την εφαρμογή στον χώρο της λογοτεχνίας των επιστημονικών θέσεων του Κάρολου Δαρβίνου και του συσχετισμού των τελευταίων με τον κοινωνιολογικό θετικισμό του Hippolyte Tain, διεργασίες που καθόρισαν το ακραίο θεματικά ρεπερτόριο του νατουραλισμού. Η επιμελήτρια παρακολουθεί πειστικά τη σχέση του Καρκαβίτσα με τις δημοφιλείς αυτές θεωρίες της εποχής και τη μετακένωσή τους στην Ελλάδα ήδη μέσα από την πρώτη αυτή νουβέλα του και όχι από τον Ζητιάνο, όπως συχνά να πιστεύεται. Δεδομένου, όμως, ότι ο Καρκαβίτσας δεν ήταν ο μόνος συγγραφέας που συνομίλησε λογοτεχνικά με τον τρόπο που το περιβάλλον, η κληρονομικότητα, οι αναπόδραστες ντετερμινιστικές δυνάμεις της φύσης και του κοινωνικού κλίματος μιας εποχής καθορίζουν τις ενέργειες των ανθρώπων και οριοθετούν τα περιθώρια της βούλησης και της αυτοδιάθεσής τους, στοιχεία δηλαδή που συνθέτουν το πρόγραμμα του «ζολαδικού νατουραλισμού», η Γκότση δεν εμμένει, χωρίς βέβαια να την προσπερνά παντελώς, στη σύνδεση της Λυγερής με το επιστημονικό βλέμμα που υιοθέτησε ο Γάλλος μυθιστοριογράφος για να μελετήσει τις παθογένειες της κοινωνίας. Αν, εξάλλου, παρατηρήσει κανείς πιο προσεκτικά, θα διαπιστώσει πως ο Zola υιοθέτησε το θετικιστικό αιτιοκρατικό πλαίσιο μέσα από ένα παρακμιακό πρίσμα που παθολογικοποιεί το γυναικείο σώμα και το ανατέμνει χειρουργικά για να αναδείξει τον εκφυλισμό του ως σύμπτωμα της παρακμάζουσας κοινωνικής ηθικής.[5]
Τέτοιου είδους συμπεράσματα, βασισμένα στην ιατρικοποίηση του γυναικείου σώματος, δεν μπορούν να εξαχθούν από τη νουβέλα του Καρκαβίτσα. Η Γκότση επισημαίνει τις ήπιες νατουραλιστικές στοχοθεσίες της αφήγησης, όμως, επιλέγει να εξετάσει την ιστορία λαμβάνοντας υπόψη τη βασική πηγή συγκρότησης των νατουραλιστικών στοιχείων της: τη δαρβινική θεωρία. Οπωσδήποτε, το τέλος της Λυγερής κάθε άλλο παρά μονοδιάστατο είναι. Όσο και αν η πρωταγωνίστρια έρχεται αντιμέτωπη με τις σκληρές αποφάσεις των γεννητόρων της για τη ζωή της, όσο και αν δυσθυμεί απέναντι στη μοίρα που της επιβάλλει η ανδροκρατούμενη κοινωνία, όσο και αν θρηνεί την απώλεια του ευειδούς και λεβεντόκορμου Γιώργη για να γίνει τελικά σύζυγος του Πικόπουλου, η αφηγηματική κατακλείδα που επιφυλάσσει ο συγγραφέας στην ιστορία του δείχνει πως ο ίδιος αναθέτει στους αναγνώστες και τις αναγνώστριές του να συμπεράνουν αν τελικά η Ανθή υποτάσσεται μοιρολατρικά στις βουλές των ανδρών-ηγεμόνων της ή αν θέτει σε λειτουργία το ένστικτο της επιβίωσής της. Στο καταληκτικό κεφάλαιο με τον πολύ χαρακτηριστικό τίτλο «Αφομοίωσις», ο αφηγητής με αποστασιοποιημένο, επιστημονικό μάτι παρατηρεί την αλλαγή της Ανθής και τον εγκλιματισμό της στη νέα κατάσταση του πάλαι ποτέ ανεπιθύμητου γάμου:
Η αφομοίωσις επήλθε πλήρης. Ό,τι δεν κατόρθωσαν αι θερμαί συμβουλαί της κυράς Παναγιώταινας και αι αδιάκοπαι προσπάθειαι της Φρόσως, κατόρθωσε μόνη της η Φύσις. Η Φύσις, η παντοδύναμος θεά, η οποία μικρόν κατά μικρόν παρήλλαξε το σώμα και προδιέθεσε την ψυχήν της Ανθής εις πλήρη συνεννόησιν μετά της ψυχής του Διβριώτου [δηλ. του Νικολού]. Έτσι και εις τα φυτά των τροπικών, τα οποία μεταφυτεύουν εις τα ψύχη του Βορρά, χαρίζει νέας δυνάμεις, στερεοποιεί τας ρίζας των, ανδρίζει τους χυμούς και μικρόν κατά μικρόν μεταβάλλει και αυτό το είδος των, δια να δυνηθούν και ζήσουν εις την νέαν πατρίδα των. Και όπως ο περιηγητής κάτω από το ροδόδενδρον της Λαπωνίας μόλις αναγνωρίζει το ροδόδενδρον των Άλπεων, έτσι και τώρα κάτω από την σημερινήν γυναίκα μόλις αναγνωρίζει ο παρατηρητής την άλλοτε λυγερήν. (σσ. 183-184).
Η Γκότση, παραθέτοντας αποσπάσματα τόσο από το βιβλίο του Δαρβίνου Η καταγωγή των ειδών όσο και από την ευρύτερη βιβλιογραφία της ελληνικής πρόσληψης των ιδεών του Άγγλου βιολόγου και φυσιοδίφη, πιστοποιεί τη συγγένεια της σκέψης του αφηγητή με το δαρβινικό οπλοστάσιο. Η πρωτεϊκή φύση της Ανθής και η προσαρμογή της στη νέα τάξη πραγμάτων αποδεικνύει μεν την ικανότητα των ζωικών οργανισμών να εξασφαλίζουν την επιβίωσή τους ακολουθώντας τις επιταγές των νέων –κοινωνικο-οικονομικών εδώ– συνθηκών ανάπτυξης, ωστόσο, η ευμεταβλητότητα αυτή, σε λογοτεχνικό επίπεδο, έχει ανάγκη τους ηθικούς όρους χρωματισμού της. Με τα λόγια της Γκότση: «Σε αντίθεση όμως με την ουδετερότητα της επιστήμης, όπου η “ανταπόκριση στις περιβαλλοντικές απαιτήσεις” δεν συνιστά “εγγύηση για την ηθική αξία”, η μυθοπλασία αφήνει στο αναγνωστικό κοινό την ελευθερία να προσλάβει αυτή τη ριζική μετατροπή είτε θετικά είτε αρνητικά, είτε ως μεταμόρφωση είτε ως παραμόρφωση» (σσ. 244-245).[6] Η Ανθή θα επιδείξει μεν «το μύχιον εκείνο αίσθημα του καθήκοντος, το οποίον ενυπάρχει από παιδικής ηλικίας εις την γυναίκα του αγρού και αναπτύσσεται από της ώρας του γάμου καταλήγον εις τυφλήν προς τον άνδρα αφοσίωσιν» (σ. 174), όμως, ορθά η Γκότση, δείχνοντας τη συγγένεια των όρων που δανείζεται ο συγγραφέας από τον Δαρβίνο, μας προβληματίζει για το αν τελικά η πρωταγωνίστρια πειθαρχεί στις ανάγκες ενός μίζερου γάμου ή σιωπηρά τον αποδέχεται προσπαθώντας να βρει τρόπους για να τον αντέξει όσο πιο ανώδυνα γίνεται. Μέσα από αυτήν την εκ του σύνεγγυς ανάγνωση της Λυγερής, η μελετήτρια μας επιτρέπει να κατανοήσουμε το τέχνασμα βάσει του οποίου ενορχηστρώνει το διφορούμενο τέλος της ιστορίας του ο Καρκαβίτσας, με την απουσία ηθικολογικών-διδακτικών εκφράσεων εκ μέρους του˙ κατεύθυνση προς την οποία ο ίδιος κινείται χάρη στην παρουσία μιας, σε μεγάλο βαθμό, ψυχρής επιστημονικής παρατήρησης.
Το «γυναικείο ζήτημα»
Αν το τέλος της Λυγερής παραμένει ένα προκλητικά αμφίρροπο ζήτημα που ζητά από το αναγνωστικό κοινό κάθε εποχής τη δική του απάντηση, το ίδιο δεν συμβαίνει με τις αντιλήψεις που ενθέτει στο αφήγημά του ο Καρκαβίτσας αναφορικά με το φλέγον στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα ζήτημα της γυναικείας χειραφέτησης. Η αγνότητα και η χρηστότητα της πρωταγωνίστριας δεν παρουσιάζονται ως ηθικές αρετές αλλά ως προϊόντα που εξασφαλίζουν την επιτυχή αγοραπωλησία της γυναίκας. Η προσωπικότητα της Ανθής καθορίζεται από τα αυστηρά πρότυπα της πατριαρχικής κοινωνίας, όχι από την καλλιέργεια του χαρακτήρα της, δεδομένου ότι ως γυναίκα της αγροτικής επαρχίας στερείται κάθε δικαίωμα εκπαίδευσης. Ως προς τα θέματα αυτά είναι χαρακτηριστικός ο τρόπος με τον οποίο ο Γιώργης, όταν της προτείνει να την κλέψει και να αψηφήσει τις επιταγές της οικογένειάς της και της κοινωνίας, της λέει «δεν είσαι θρεφτάρι – είσαι άνθρωπος», για να λάβει τη διαμεσολαβημένη από τον αφηγητή απάντηση, που αντανακλά και τη σκέψη της ίδιας: «Άνθρωπος ναι, ήτο άνθρωπος, αλλά παρθένος. Είχε γονείς και οι γονείς δίδουν εις όποιον θέλουν την θυγατέρα των. Δεν την ερωτούν ποιον θέλει και ποιον δεν θέλει» (σ. 100). Ακόμα και ο αφηγητής, λοιπόν, που γενικά στέκεται με συμπόνοια απέναντι στην ηρωίδα, δεν καταφέρνει να αποδεσμευτεί πλήρως από τα στερεότυπα της εποχής: ο λόγος του υπογραμμίζει, συχνά με τραγική χροιά, την ανδροκεντρική εξουσία πάνω στις γυναίκες, που τους αφαιρεί την ανθρωπινότητά τους. Με τον τρόπο αυτό, ο Καρκαβίτσας, χωρίς να προβαίνει σε ευθείες βολές κατά της πατριαρχίας, αναδεικνύει με ρεαλισμό την τραγική μοίρα της γυναίκας σε μια κοινωνία που της στερεί το δικαίωμα της αυτενέργειας. Μέσα από την ιστορία της Ανθής καταγγέλλεται έμμεσα η έμφυλη ανισότητα.
Η Ανθή λειτουργεί ως σύμβολο της καταπιεσμένης γυναίκας, αλλά και της σύγκρουσης ανάμεσα στο άτομο και την κοινωνία – σε μια αγροτική κοινωνία μάλιστα που στοιχειώνει ως μηχανισμός επιτήρησης και ελέγχου κάθε ύποπτη κίνηση της γυναίκας: τα κουτσομπολιά, οι φήμες και η κοινή γνώμη ορίζουν μαζί με την ανδρική εξουσία τη μοίρα της.[7] Η ίδια δεν επαναστατεί˙ η σιωπή και η παθητικότητά της αντανακλούν το αδιέξοδο στο οποίο βρίσκεται εγκλωβισμένη. Ωστόσο, μέσα από τη θυματοποίησή της, ο συγγραφέας προβάλλει μια έμμεση κριτική στάση απέναντι στην κοινωνική αδικία. «Εντάσσοντας τον βίο της ελληνίδας χωρικής στον υπαρκτό χρόνο, βγάζει το είδωλό της από την ακινησία των στερεοτυπικών παραστάσεων της “λυγερής” και προσκαλεί τους αστούς αναγνώστες του να συλλογιστούν τα πολλαπλά τραύματά της» (σ. 229), σημειώνει η Γκότση. Με τα εκτενή της σχόλια γύρω από τις κοινωνικές νόρμες της εποχής και της αφηγηματικής τους αναπαράστασης μέσα στο έργο, του τρόπου εσωτερίκευσης, εκ μέρους της Ανθής, του πατριαρχικού προτύπου, αλλά και του επιστημονικού λόγου του 19ου αιώνα που επιχειρούσε να συναρτήσει την πνευματική αδράνεια των γυναικών με τη σωματική οκνηρία και παρόξυνσή τους, η μελετήτρια καταφέρνει να αναδείξει τη ραφιναρισμένη σκηνοθετική στρατηγική του Καρκαβίτσα για τη στηλίτευση του ανδροκρατικού ηγεμονισμού και του κοινωνικού καθωσπρεπισμού. Η προσεκτική ανάγνωση της Γκότση, λαμβάνοντας υπόψη τα μέτρα και τα σταθμά του έμφυλου ζητήματος εκείνης της εποχής, φωτίζει την ευαισθησία του συγγραφέα απέναντι στη γυναικεία καταπίεση.
Σε μια εποχή όπου τα φαινόμενα της έμφυλης βίας έχουν αυξηθεί κατακόρυφα και η δημοκρατική συνθήκη δεν έχει αποδειχτεί ακόμα έτοιμη να διασφαλίσει τους όρους της ισότητας των φύλων, η φροντισμένη επανέκδοση της Λυγερής συνεπικουρεί την προσπάθεια εμβάθυνσης στο ζήτημα του σεβασμού της γυναικείας αυτενέργειας. Ο συγγραφέας μπορεί να μην τοποθετείται ξεκάθαρα σε ό,τι αφορά την τελική «αφομοίωση» της Ανθής, αλλά, ακριβώς για αυτό, η νουβέλα μπορεί να λειτουργήσει ως μια σθεναρή υπόμνηση των δυσκολιών που ακόμη και σήμερα ανακύπτουν μπροστά σε τέτοιου είδους καταστάσεις. Εκατόν τριάντα πέντε χρόνια μετά από την πρώτη δημοσίευση του έργου, ο νοηματικός του πυρήνας αποδεικνύεται επίκαιρος, ανοίγοντάς μας δρόμους όχι μόνο για να αναστοχαστούμε πάνω στην ιστορική προοπτική και εξέλιξη του έμφυλου ζητήματος, αλλά, κυρίως, για να αναλογιστούμε τα πώς και τα γιατί όσων γυναικών υποτάσσονται σε κοινωνικά καθεστώτα ανελευθερίας και καταπίεσης.
[1] Τάκης Δόξας, «Αντρέας Καρκαβίτσας», Νεοελληνικά Γράμματα, περ. Β΄, τχ. 131, 03.06.1939, σ. 10.
[2] Βλ. διαδοχικά, Ανδρέας Καρκαβίτσας, Άπαντα, παρουσίαση Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, εισ. – επιμ. Νίκη Σιδερίδου, 4 τ., Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος, Αθήνα 1973˙ Ανδρέας Καρκαβίτσας, Τα άπαντα. Εκδομένα, σκόρπια, ανέκδοτα, αναστήλωσε και έκρινε Γ. Βαλέτας, 5 τ., Γιοβάνης, Αθήνα 1973˙ Αντρέας Καρκαβίτσας, Άπαντα, φιλ. παρ. – επιμ. Στράτος Χωραφάς, καλλιτεχνική επιμέλεια – εικονογράφηση Γιάννης Κιτσλής, επιμέλεια εκδόσεως Κώστας Καπόπουλος, 4 τ., Καπόπουλος, Αθήνα 1973.
[3] Πλην μίας για τις θέσεις του σε εκπαιδευτικά θέματα, βλ. Αθανάσιος Κ. Ρισβάς, Οι παιδαγωγικές απόψεις των Ανδρέα Καρκαβίτσα – Νώντα Έλατου όπως προβάλλονται στα αναγνωστικά τους, ανέκδοτη διδακτορική διατριβή, Παιδαγωγικό Τμήμα Νηπιαγωγών Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Ιωάννινα 2008. Αξίζει να αναφερθεί και η μονοθεματική εργασία της Αναστασίας Γιαννοπούλου, «Η γυναίκα στο συγγραφικό έργο του Ανδρέα Καρκαβίτσα», διπλωματική εργασία, Τμήμα Φιλολογίας Πανεπιστημίου Πατρών, Πάτρα 2017.
[4] Τέλλος Άγρας, «Καρκαβίτσας (σημείωμα)», Μούσα, χρ. Γ΄, τχ. 29, Δεκέμβριος 1922, σ. 87.
[5] Βλ. αναλυτικά, Charles Bernheimer, Figures of Ill Repute. Representing Prostitution in Nineteenth-Century France, Duke University Press, Durham-London 1997, σσ. 200-233.
[6] Τις εισαγωγικές φράσεις η Γκότση τις αντλεί από τον πρόλογο του Gillian Beer στην αγγλική έκδοση του δαρβινικού βιβλίου.
[7] Βλ. αναλυτικά για το θέμα αυτό, Μαίρη Μικέ, «Τα απύλωτα και δύσφημα στόματα του κόσμου: Λειτουργίες της “κοινής γνώμης” σε νεοελληνικά πεζογραφικά κείμενα (1870-1920)», στον συλλογικό τόμο Η λογοτεχνία και οι προϋποθέσεις της. Τιμητικό αφιέρωμα στην Τζίνα Πολίτη, επιμ. Τίνα Κροντήρη – Κατερίνα Κίτση-Μυτάκου, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 1999, σσ. 210-214.
![]()



























