Η ανήσυχη σκέψη στη δοκιμασία της συγκυρίας (του Στέφανου Δημητρίου)

0
82
Zola Sortie" (Η Έξοδος του Ζολά) - δημιουργήθηκε από τον Βέλγο ζωγράφο Henry de Groux το 1898. Απεικονίζει τον διάσημο Γάλλο συγγραφέα Εμίλ Ζολά (Emile Zola) να αποχωρεί από το δικαστήριο κατά τη διάρκεια της υπόθεσης Ντρέιφους (Dreyfus affair).
Spread the love

του Στέφανου Δημητρίου

 

I

Ο Δημήτρης Χριστόπουλος, πανεπιστημιακός  δάσκαλος και δημόσιος διανοούμενος, που τιμά την κυριολεκτική σημασία του όρου, σκέφτεται πάντοτε μέσα στη συγκυρία, οδηγούμενος από τις πολλαπλές αντινομίες της τελευταίας. Όταν διαβάζω κείμενά του, έχω την εντύπωση ότι αυτό που τον κινητοποιεί είναι το ερώτημα «πώς  αυτό θα μπορούσε να είναι αλλιώς;». Το «αυτό» είναι, κάθε φορά, ένα πρόβλημα ως προς τη σχέση δικαιωμάτων και κρατικής εξουσίας, νοηματοδοτήσεων της σχέσης  έθνους και λαού, με την πολιτισμική και πολιτική σημασία τους – εξού και ο διαρκής, συστηματικός  προβληματισμός του ως προς την ιθαγένεια και την πολιτότητα – ή το πώς μπορεί να αμύνεται η δημοκρατία, χωρίς να παύσει να είναι δημοκρατία. Ο συγγραφέας, κινούμενος, σε αυτά  τα  επίπεδα, καταφέρνει να τα συνοργανώνει σε έναν συνεκτικά  συναρθρωμένο λόγο, πλήρως κατανοητό και νοηματικά στέρεο. Εάν θελήσουμε να δούμε ποια είναι η αφετηρία , όχι μόνο του δημοσιολογικού προβληματισμού,  αλλά πρωτίστως της πολιτειολογικής σκέψης του Δημήτρη Χριστόπουλου, θα  πρέπει να ανατρέξουμε στο κείμενό του «Ο Αριστόβουλος Μάνεσης και οι ζωές των άλλων» (σ.51), το οποίο αναφέρει και ο Στρατής Μπουρνάζος στα  κατατοπιστικά  προλεγόμενά του. Ο συγγραφέας ξεκινά την αναφορά του στον Μάνεση και την πολύτιμη  προσφορά του, πάλι  από την συγκυρία, με μία  προσωπική του εμπειρία,  η οποία αφορά τα γεγονότα της  29ης Ιανουαρίου 1990, στην Κομοτηνή, δηλαδή τα  επεισόδια από που έγιναν από ακραίους εθνικιστικούς κύκλους  σε βάρος της  μουσουλμανικής μειονότητας. Ο συγγραφέας, φοιτητής της Νομικής, τότε, παρατηρούσε  ότι « τα ‘ελληνικά’ μαγαζιά είχαν εκ των προτέρων σημαδευτεί με ελληνικές σημαιούλες ή πρόχειρες επιγραφές, ώστε να γλιτώσουν από τη μανία των επιδρομέων». Η  αναφορά  του Χριστόπουλου σε αυτό το περιστατικό είναι προοιμιακού χαρακτήρα, προκειμένου, κινούμενος στην οδό της διαφύλαξης των δικαιωμάτων ως  αμυντικών  όπλων όλων των καταπιεσμένων από εξουσιαστικές καταχρήσεις και αυθαιρεσίες, να προχωρήσει προς το γεγονός  μιας  επετειακής εκδήλωσης για τα εκατό χρόνια από τη γέννηση του Αριστόβουλου Μάνεση και  να μιλήσει για αυτόν. Ο Δημήτρης Χριστόπουλος, συνεχιστής  αυτής της παράδοσης, στο  εν λόγω κείμενό του, συνδέει την επιστημονική  συγκρότηση και την ευθυδικία, καθώς και τη διδακτική  πληρότητα και ευθύτητα του  πανεπιστημιακού δασκάλου, με την αξιακή συνέπεια  και την παρρησία. Με άλλα λόγια, ο Μάνεσης, κατά  τον Χριστόπουλο, δεν μασούσε τα  λόγια  του, όταν  επρόκειτο  να  στηλιτεύσει αυθαιρεσίες της κρατικής  εξουσίας. Ο ίδιος συνέδεε  την επιστημονική  και ακαδημαϊκή δεοντολογία με την τόλμη του υπεύθυνου  δημοκρατικού πολίτη. Ο  συγγραφέας εξαίρει την αξία και  το αίσθημα  ευθύνης τού να τολμά κανείς μέσα  στη συγκυρία. Η επίγνωση αυτής της αξίας και η δυναμική αυτού του αισθήματος εξηγούν την ανήσυχη σκέψη του συγγραφέα,  ο οποίος επιμένει να  επεξεργάζεται κριτικά  την περίσταση, την ιστορική συγκυρία και την κρισιμότητα της στιγμής κάθε φορά. Και αυτό επειδή ο Δημήτρης Χριστόπουλος είναι, πέραν των  άλλων που ανέφερα στην αρχή, ένας βαθιά  πολιτικός άνθρωπος. Προς  αποφυγή παρεξηγήσεων –  και εξηγώντας γιατί  αυτός ο χαρακτηρισμός πιστεύω ότι δεν συνιστά υπερβολή –  οφείλω να διευκρινίσω ότι πολιτικός άνθρωπος είναι  καθένας και καθεμιά  που συναρτά τις ανησυχίες και τους προβληματισμούς του με την πολιτική ως δημιουργία  και ως  γεγονός που αλλάζει τα πράγματα, αλλά και  εμάς τους ίδιους. Η εξειδίκευση του προσδιορισμού του πολιτικού  ανθρώπου στον  συγγραφέα συνδέεται  με το γεγονός ότι το να είναι  πολιτικός άνθρωπος  τον κάνει καλύτερο πανεπιστημιακό δάσκαλο, την ίδια στιγμή που το να  είναι υπεύθυνος πανεπιστημιακός  δάσκαλος του απευθύνει με αυστηρή  επιτακτικότητα την, τρόπον τινά, «κατηγορική προσταγή» να σκέπτεται και  να δρα και ως πολιτικός άνθρωπος. Έτσι νομίζω ότι εξηγείται και η ανήσυχη σκέψη του μέσα στη συγκυρία. Ο Δημήτρης Χριστόπουλος σκέφτεται, γράφει και  δρα (το τελευταίο περιλαμβάνει τα δύο προηγούμενα, επί της  ουσίας), κινούμενος στον άξονα του πολιτειολογικού στοχασμού του Αριστόβουλου Μάνεση και, θα  προσέθετα, και του Αλέξανδρου Σβώλου.

Αυτή η ανήσυχη σκέψη, μέσα  στη συγκυρία, είναι αυτή  που τον οδηγεί στο να  στοχάζεται διαρκώς  τη σχέση έθνους και λαού. Διαιρώντας  την έννοια του έθνους στην  πολιτική  και πολιτισμική σημασία του,  με την πρώτη να συνυφαίνεται με την κοινή πολιτική ιδιότητα, η οποία  υπέρκειται όλων των  ιδιαίτερων πολιτισμικών, γλωσσικών, παραδοσιακών γνωρισμάτων, χωρίς  όμως να τα απαλείφει,  πολλώ δε μάλλον,  να τα καταργεί, την ταυτίζει με την πολιτική έννοια του λαού, έτσι όπως αυτή η ταύτιση εντάσσεται ουσιωδώς στο αξιακό σύστημα της  συνταγματικής δημοκρατίας. Νομίζω πως αυτός ακριβώς ο  πολιτειολογικός και πολιτικός προβληματισμός, με τη στέρεα  θεωρητική του στοιχείωση, οδηγεί τον Χριστόπουλο στο  να διακηρύττει,  με την τιτλοφόρηση του κειμένου, ότι «Η αλβανική εθνική επέτειος της 28ης Νοεμβρίου πρέπει  να γιορτάζεται επισήμως στην Ελλάδα»: «Στις  28 Νοεμβρίου 1912 υπεγράφη η Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας της Αλβανίας  στην Αυλώνα. Βέβαια, θα  χρειαζόταν να περάσει αρκετός καιρός ώστε να γίνει πραγματικό κράτος η Αλβανία. Ουσιαστικά, πραγματικός έλεγχος της επικράτειας από τις αλβανικές αρχές θα υπάρξει μόνο μετά την αποχώρηση όλων των κατοχικών στρατευμάτων (μεταξύ των οποίων και τα ελληνικά από τον Νότο) στις αρχές της ερχόμενης δεκαετίας. Ωστόσο, δεν μοιάζει ξένο η εθνική γιορτή να  είναι μια συμβολική μέρα κάπου στην αρχή του αγώνα. Το ίδιο ισχύει περίπου και για την Ελλάδα. Όλοι ξέρουν  την 25η Μαρτίου, λίγοι όμως γνωρίζουν ότι το ελληνικό κράτος  ιδρύθηκε 11 χρόνια αργότερα  με τη Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης στις  21 Ιουλίου 1832. Τόσο η 25η Μαρτίου όσο και η 28η Νοεμβρίου παραπέμπουν πρωτίστως σε κάτι άλλο: η μεν  25η στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου, η δε 28η στην πρώτη εξέγερση του Σκεντέρμπεη κατά  των Οθωμανών το 1443. Το εθνικό  παρελθόν εποικίζεται με ωραίες, πιστευτές ιστορίες, και δεν πειράζει αν έχουν μέτρια σχέση με αυτά  που έγιναν. Αυτό δεν είναι ούτε ελληνική ούτε αλβανική ιδιαιτερότητα. Η ιδιαιτερότητα η οποία  υπήρξε η αφορμή τούτου  του κειμένου είναι ότι, ενώ  εδώ και  κάμποσα χρόνια η γιορτή αυτή γιορτάζονταν, εκτός  από την Αλβανία σχεδόν σε όλες τις μεγαλουπόλεις της Δύσης όπου έχει εγκατασταθεί η αλβανική διασπορά, χρειάστηκε να φτάσουμε στο 2024 ώστε κάτι ανάλογο να γίνει και στην Αθήνα. Γιατί η  καθυστέρηση; Αν σκεφτεί κανείς ότι μόλις πριν είκοσι χρόνια το σύνθημα που δονούσε αρκετά  άγονα γήπεδα και μυαλά Ελλήνων ήταν το ‘Δεν θα γίνεις Έλληνας ποτέ, Αλβανέ’, τότε μάλλον προσεγγίζει την απάντηση» (σς.207-208).

Επέμεινα σε  αυτό το εκτενές απόσπασμα, διότι πιστεύω ότι συνιστά ισχυρό παράδειγμα της αξιακής στάσης και του αισθήματος  ευθύνης και τόλμης του Δημήτρη Χριστόπουλου, καθώς και τεκμήριο της συνέχισης της παράδοσης του Μάνεση και του Σβώλου, και μάλιστα ως προς την προαναφερθείσα συνυπαρκτική σχέση των εννοιών «έθνος» και «λαός», καθώς και ως προς τη συνταγματική τους συμπερίληψη. Αυτή η συμπερίληψη, δηλωτική της αξιακής και νοηματικής ταύτισης των δύο όρων, οδηγεί τον Χριστόπουλο στη συμπερίληψη και όλων όσοι πληρούν τις  προϋποθέσεις ένταξης στην πολιτική ενότητα του  λαού και του έθνους, ανεξαρτήτως ιδιαίτερων (θρησκευτικών, γλωσσικών, καταγωγής) γνωρισμάτων. Η ταύτιση των όρων οδηγεί στη διεύρυνση του λαού και του έθνους. Ως  εκ τούτου, πιστεύω ότι αυτά  τα δύο κείμενα, με αυτή τη σειρά, η οποία υπερβαίνει τη χρονική σχέση πρότερου και ύστερου, ως προς τη  δημοσίευσή τους,  θα μπορούσαν να διαβάζονται εκλαμβάνοντας  το κείμενο για το Μάνεση ως προϋπόθεση για τη συγγραφή και την κατανόηση των προαπαιτουμένων του κειμένου για την «28η Νοεμβρίου». Ο αξιακός πυρήνας της πολιτειολογικής θεώρησης του Δημήτρη Χριστόπουλου μπορεί να εντοπισθεί στη σχέση αυτών των δύο κειμένων.

 

ΙΙ

Θα αδικούσαμε όμως  και τον συγγραφέα και τον τόμο, που περιλαμβάνει το σύνολο αυτών των κειμένων, τα οποία αφορούν την περίοδο της δεκαετίας 2015-2025, εάν δεν σταματούσαμε στο κείμενο «Περπατώντας στους  τάφους των Ελλήνων κομμουνιστών της Τασκένδης» (σ.73). Δεν θα τονίσω βαρετά το αυτονόητο πολιτικό ενδιαφέρον ενός τέτοιου κειμένου, από όποια πολιτική-ιδεολογική σκοπιά και αν το δει  κανείς, εφόσον ένα νεκροταφείο ανθρώπων που, για  την πολιτική τους δράση, βρέθηκαν και απεβίωσαν στην υπερορία, σφραγίζεται από την αιματοβριθή σφραγίδα ενός ολετήριου για τη χώρα Εμφυλίου, που προήλθε από ένα σύνολο παραγόντων, σφαλμάτων, επιδιώξεων και φανατισμού και που, κατ’ εμέ, θα έπρεπε να  αποτελεί εργαστήριο εθνικού και πολιτικού αναστοχασμού, με κοινά μνημεία στα  χωριά, αυτά που ήταν μεγάλα θέατρα μαχών, για τους πεσόντες και από την πλευρά του κυβερνητικού στρατού και από την πλευρά των ανταρτών του ΔΣΕ. Λέω κυβερνητικός, και  όχι εθνικός στρατός,  όχι επειδή δεν ήταν τέτοιος, αλλά επειδή  και ο στρατός των ανταρτών, ήταν μεν κομματικός, ως επί το πλείστον, στρατός, αλλά όχι βεβαίως  αντεθνικός. Πλείστοι εκ των ανταρτών, όπως και πολλών αντιπάλων τους,  είχαν πολεμήσει και στο αλβανικό μέτωπο και κατά  του γερμανικού στρατού κατοχής,  και οι πρώτοι ιδίως κατά και των εγχώριων συνεργατών των Γερμανών. Το ζωντανό, όμως, αν και ακίνητο – ευτυχώς πλέον για τη μεταπολιτευτική δημοκρατία μας – φάντασμα του Εμφυλίου είναι  παρόν στο κείμενο: «Ένα απομακρυσμένο τμήμα του μεγαλύτερου νεκροταφείου της Τασκένδης ονομάζεται ‘κομμουνιστικό’. Ανάμεσα στους τάφους αμέτρητων Ρώσων και Ουζμπέκων κομμουνιστών, ο προσεκτικός παρατηρητής θα εντοπίσει και τους τάφους των Ελλήνων κομμουνιστών. Τους  τάφους εκείνων που δεν πρόλαβαν ή δεν τους επιτράπηκε να  γυρίσουν. Σε κάποιους τα γράμματα είναι λαξευμένα με ελληνικούς χαρακτήρες, σε άλλους με κυριλλική γραφή» (75). Ο Χριστόπουλος περιγράφει, στη συνέχεια, ένα  εγκαταλελειμμένο νεκροταφείο, με ρημαγμένες από τον χρόνο τις πλάκες των τάφων, οι οποίες έχουν ένα αστέρι, αντί για  σταυρό, παρόλο που «δηλωμένοι κομμουνιστές δεν τολμάνε – ή, πιο συχνά, δεν θέλουν, δεν τους περνάει από το  μυαλό καν – να μην ταφούν χριστιανικά, ακόμη και σήμερα. Για  κομμουνιστικό αστέρι στον τάφο, ούτε λόγος» (σ.76). Ο συγγραφέας αναφέρεται σε διαφωνούντα  κομματικά  μέλη,  που μετά το 1956, ετάχθησαν με το μέρος  του εκπεπτωκότος Ζαχαριάδη. Αυτό που κεντρίζει την ευαισθησία του Χριστόπουλου νομίζω ότι  είναι η εγκατάλειψη, όχι μόνο των «ενοίκων» αυτού του νεκροταφείου, αλλά  και της ίδιας της Ιστορίας,  που μοιάζει σαν να  έχει παγώσει και η ίδια κάπου ανάμεσα στα  ξεχασμένα μνήματα. Αυτό το ιδιαίτερο κείμενο του Δημήτρη Χριστόπουλου είναι συνέχεια ενός ομόθεμου κειμένου, που τιτλοφορείται  « ‘Μπάζωμα’ αντί για Επιτροπή Αλήθειας. Όχι για τα Τέμπη αλλά για το Γεντί Κουλέ» (σ.89). Εδώ, ο συγγραφέας αναφέρεται στην είδηση για το ξαφνικό γεγονός της ανεύρεσης 34 ανθρώπινων σκελετών, σε ομαδικό τάφο κοντά στο Γεντί Κουλέ. Είναι ένας από τους πολλούς τόπους εκτελέσεων πολιτικών κρατουμένων στη χώρα μας, κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου και  μετά. Υπάρχουν γνωστοί και άγνωστοι τέτοιοι τόποι. Στην Ιωάννινα,  π.χ, στις περιοχές Σταυράκι  και Αυγό. Κάπως  γνωστή  η  πρώτη, με 14 εκτελεσμένους από τη συνταρακτική δίκη της Ευτυχίας Πρίντζου, άγνωστη η δεύτερη. Ο συγγραφέας, με την ίδια ευαισθησία, εκείνη τη γνήσια – και όχι της καταχρηστικής  πλειοδοσίας ως προς τους βαθμούς ενσυναίσθησης, που κυριαρχούν στη διαδικτυακή και τηλεοπτική δημόσια σφαίρα – παρατηρεί την αδιαφορία ως προς τη διάσωση, αλλά κυρίως, την αναστοχαστική θεώρηση της ιστορικής μνήμης. Έτσι προβληματίζεται για το γεγονός ότι δεν έχει υπάρξει μια Επιτροπή Συμφιλίωσης στη χώρα μας, μια επιτροπή δηλαδή που δεν θα φοβάται την Ιστορία και που θα εξετάσει νηφάλια το τι έγινε, το τι σημαίνει για εμάς σήμερα. Στο κείμενο για το νεκροταφείο της Τασκένδης, ο ταξιδευτής-συγγραφέας δεν είναι απλώς κάποιος που σκέφτεται τον τόπο που επισκέφτηκε και ό, τι συναντά  εκεί. Είναι, νομίζω, ο άνθρωπος που κουβαλά μαζί του, στην επιστροφή από το ταξίδι του, τα κομμάτια της ιστορικής μνήμης, που βρήκε εκεί, για να τα συνθέσει σε κείμενο. Στο κείμενο για το Γεντί Κουλέ, είναι ο πολίτης  που γράφει υπό το πνεύμα της αξιακής παρακαταθήκης τού Αριστόβουλου Μάνεση,  ιδίως ως προς το τι σημαίνει για την πολιτότητα η ιστορική μνήμη και η σχέση της με την ιστορική  γνώση και το παρόν, αλλά και τη συμφιλίωση. Άλλωστε κανένας λαός, καμιά  κοινωνία, καμιά χωρά  δεν προχωρεί μέσα στη διχοστασία.

Υπάρχει όμως και κάτι πραγματικά ιδιαίτερο,  σε αυτόν τον τόμο, αιφνιδιαστικά ιδιαίτερο, σε σχέση με το θεματικό νήμα που ενώνει τα  περισσότερα κείμενα: ο συγγραφέας αποδίδει τιμή στην αξία της φιλίας, στο κείμενό του «Για τον νέο Έλληνα του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, φίλο Γιάννη Κτιστάκι» (σ. 59). Αναφέρομαι σε αυτό το κείμενο στο τέλος του δικού μου κειμένου, διότι αυτό ενώνεται απευθείας με το πρώτο, δηλαδή με το κείμενο του Χριστόπουλου για τον Αριστόβουλο Μάνεση και το αξιακό του σύστημα: «Το 2000 μια μειονοτική Θρακιώτισσα που εργαζόταν σε  βιομηχανία στα Οινόφυτα ζήτησε διαζύγιο στο Πρωτοδικείο Θηβών από τον επίσης μειονοτικό σύζυγό της. Ένας νεαρός δικηγόρος του τοπικού δικηγορικού συλλόγου, με καλές σπουδές που ξεκίνησαν από την Κομοτηνή, έπεισε το δικαστήριο ότι η γυναίκα είχε κάθε  δικαίωμα να ζητήσει την προστασία του. Παράξενο, όντως… Ως τότε,  όλες οι μειονοτικές έπρεπε να πηγαίνουν στον μουφτή, τον θρησκευτικό ηγέτη της μειονότητας, και όχι στο δικαστήριο. Εκδόθηκε, λοιπόν, μια απόφαση-σταθμός. Στο κατώφλι του 21ου αιώνα, στην Ελλάδα, χρειάστηκε μια δικαστική απόφαση προκειμένου να μπορεί η μειονοτική γυναίκα να πηγαίνει στον φυσικό δικαστή για να βγάλει  διαζύγιο. Ως τότε, ο μουφτής, εφαρμόζοντας τον ιερό ισλαμικό νόμο (σαρία), διεκπεραίωνε διαζύγια, αφήνοντας τις διαζευγμένες φτωχές, ανέστιες και στιγματισμένες. Η σαρία  δεν είναι αυτό που θα  λέγαμε υπέρ της ισότητας των φύλων». Ο συγγραφέας, ιδίως προς το τέλος του κειμένου, μιλά και για τις διαφορετικές απόψεις που έχει με τον φίλο του, τον νομικό Γιάννη Κτιστάκη, καθώς και για τις σχετικές αντιπαραθέσεις, τονίζοντας  ότι «Οι φιλίες, λοιπόν, δεν κρίνονται στις φιλοφρονήσεις, ούτε όταν ο άνθρωπος κερδίζει εξουσία και αναγνώριση, όπως ο περί ου ο λόγος σήμερα. Εκεί περισσεύουν. Οι φιλίες κρίνονται στα υπόλοιπα, τα κανονικά πράγματα. Αυτά που συνθέτουν τη δύσκολη και περίπλοκη ζωή των ανθρώπων» (σ.82).

Τα κείμενα που επέλεξα να σχολιάσω και –  επιτυχώς ή ανεπιτυχώς – προσπάθησα  να συνθέσω αντιστοιχούν σε ισάριθμα πατήματα, στα οποία  προσπάθησα να σταθώ, για να καταλάβω για ποιο ακριβώς ζήτημα μας μιλά  ο Δημήτρης Χριστόπουλος  στο βιβλίο του. Διαβάζουμε πάντα και ολίγον  υποκειμενικά, σε κάποιον βαθμό, αρκεί να μην είναι ο υπερθετικός και γίνουμε δογματικοί. Έτσι, λοιπόν, είμαι της γνώμης ότι αυτό που θα  κερδίσει πρωτίστως ο αναγνώστης, διαβάζοντας αυτό το βιβλίο, είναι ότι, πέρα από τη θεωρία, τους προβληματισμούς, τα  ζητήματα, τις προσεγγίσεις, θα δει πράγματα  «που συνθέτουν τη δύσκολη και περίπλοκη ζωή των ανθρώπων». Και αυτό,  κατ’ εμέ, είναι καθαρό κέρδος.

 

(*) Ο Στέφανος Δημητρίου είναι καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου

 

Δημήτρης Χριστόπουλος, Χρόνια δοκιμασίας, Προλεγόμενα: Στρατής Μπουρνάζος, Πόλις, Αθήνα 2025

 

 

 

Προηγούμενο άρθροΕΛΣΑΛ- ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ: Διαγωνισμός μυστηρίου με 125 λέξεις- Παρασκευή 28/11
Επόμενο άρθροΔημήτρης Σεβαστάκης, “Ο λόγος και ο τόπος” (Εθνική Βιβλιοθήκη από 27/11)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ