Στα υπόγεια του εαυτού (της Χρύσας Φάντη)

0
400

 

της Χρύσας Φάντη

Μετά την έκδοση του Πίσω από τον ήχο του νερού (2022), και την επανέκδοση του Χορός στα ποτήρια (έργο που είχε βρεθεί στη βραχεία λίστα των Κρατικών Βραβείων Λογοτεχνίας 2013, στην κατηγορία Διήγημα-Νουβέλα), η Γεωργία Τάτση προχωρεί μέσα στο 2025 στην επανέκδοση ενός ακόμη πεζογραφικού έργου της, του Γάμπαρη Αμβρακικού. Πρόκειται για ένα σύνθετο έργο, με αυστηρή δομή, που αρθρώνεται σε τρία μέρη: Εν τω Οίκω, Εν τω Ναώ, και Επί του Τάφου.

Το βιβλίο, ταυτίζοντας την πορεία της αφήγησης με την Εξόδιο Ακολουθία, ξεκινά με την επιστροφή της Αλεξάνδρας από την Κέρκυρα, όπου είχε πάει για να παραλάβει τον ιατρικό φάκελο του νεκρού πατέρα της. Το ιατρικό ντοκουμέντο, κρυμμένο στο συρτάρι, γίνεται η αφετηρία ενός ανάποδου ταξιδιού στον χρόνο. «Μόλις επιστρέφεις βάζεις τον φάκελο στο συρτάρι σου και δεν τον ξαναδιαβάζεις, αν κι είναι πολλές οι απορίες σου, πολλά τα κενά, πολλά τα αναπάντητα ερωτήματα». Η φωνή της αφήγησης, σε δεύτερο ενικό πρόσωπο, κουβεντιαστή και ταυτόχρονα επιβλητική, αναμετράται με την απώλεια που δηλώνει ρητά το επίσημο έγγραφο. Η φωτογραφία του πατέρα, καρφιτσωμένη πάνω στο χαρτί, βεβαιώνει το τέλος του. Ο πατέρας-αίνιγμα στέκεται μπροστά στην κόρη του σαν ποιμένας πουλιών. Μιλάει τη γλώσσα τους, ώσπου γίνεται και ο ίδιος πουλί.

Επόμενη στάση Παλλήνη. Please mind the gap. Οι σταθμοί του μετρό, τους οποίους η γυναίκα διασχίζει καθημερινά για να μεταβεί στη δουλειά της, βαθιά χωμένοι κάτω από την επιφάνεια της πόλης και διακοσμημένοι με αρχαία ταφικά κτερίσματα και έργα σύγχρονα μιας τέχνης θρυμματισμένης, την οδηγούν σε μια εσωτερική ενδοσκόπηση, για μια νεότητα παραμυθητική και ταυτόχρονα δύσκολη. Μέσα στο πλήθος και τη φασαρία, η Αλεξάνδρα θυμάται τη μετοίκισή της από το χωριό της Άρτας στην Αθήνα∙ μια πορεία σημαδεμένη από προσωπικά και ιστορικά γεγονότα.

Η διαδρομή στο μετρό, με σταθμούς όπως η Παλλήνη, η Δουκίσσης Πλακεντίας, το Μέγαρο Μουσικής, ο Ευαγγελισμός, το Σύνταγμα και το Μοναστηράκι, μετατρέπεται από απλή μετακίνηση σε αγωνιώδη κατάβαση στο υπόγειο στρώμα της ύπαρξης. Οι αποβάθρες και οι στοές εντείνουν τον κρυφό διάλογο της Αλεξάνδρας με το προσωπικό και το οικογενειακό παρελθόν. Η περιγραφή του σεισμού του ’53 στην Κεφαλονιά, που έγινε αισθητός και στον γενέθλιο τόπο της ηρωίδας, ενσωματώνει φυσικές και ψυχικές καταστροφές σε μια παράλληλη πορεία. Ο σεισμός αντικατοπτρίζει τον υπόγειο αναβρασμό της συνείδησης.

Στα ίχνη του πατέρα

 «ΔΗΜΟΣΙΟ ΨΥΧΙΑΤΡΕΙΟ ΚΕΡΚΥΡΑΣ. Πορεία της νόσου ─ θεραπεία: Η ψυχική κατάστασις του αρρώστου παραμένει η αυτή. […] Γίνονται ενέσεις Αrrenal υποδορίως ─ ενέσεις ηπατικών εκχυλισμάτων – δίαιτα υπερσιτισμού». Οι αναφορές στην ασθένεια του πατέρα και οι απόρρητες ιατρικές γνωματεύσεις προοικονομούν και ταυτόχρονα δημιουργούν ένα είδος υπέρβασης της αφήγησης, με σκοπό την όσο το δυνατόν πιο απρόσωπη κοινοποίηση ενός δράματος. Με γλώσσα   ψυχρή  επιδρούν αντιστικτικά στο βαρύ συναισθηματικό υπόστρωμα  αποκαλύπτοντας μια ειμαρμένη που δρα ανεξάρτητα από τη θέληση των προσώπων. Αναδεικνύουν έτσι το διαχρονικό που εμπεριέχει κάθε ανθρώπινη υπόθεση, αποδίδοντας στην μεμονωμένη εξιστόρηση  διαστάσεις οικουμενικές.

Από την άλλη, τα αποσπάσματα από την κλασική γραμματεία, τον Όμηρο, τον Επιτάφιο θρήνο, τη δημοτική παράδοση, χτίζουν έναν κόσμο όπου το παρελθόν και το όνειρο εναλλάσσονται με την καθημερινότητα. Εδώ, τα διακειμενικά στοιχεία (από τον Παπαδιαμάντη έως τον Τ.Σ. Έλιοτ και τον Μπόρχες) ενσωματώνονται οργανικά, τονίζοντας ότι πίσω από κάθε μεμονωμένο βίωμα κρύβεται μια συλλογική μοίρα. Παράλληλα με αυτά, η άμεση αναφορά σε υπόγειους σταθμούς του μετρό της σημερινής Αθήνας, υπογραμμίζει ένα παρόν που, ενώ συνεχίζει να είναι παρόν, περιστρέφεται σαν έλικας στη χώρα των νεκρών και της μνήμης.

Στην Αθήνα, η συμμετοχή της Αλεξάνδρας σε μια αντιστασιακή οργάνωση τον καιρό της δικτατορίας και η εμπλοκή της με αυτήν στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης επαληθεύουν τα λόγια του Μπόρχες: «Οι επαναλήψεις, οι παραλλαγές, οι συμμετρίες αρέσουνε στη μοίρα».  Συγκλονιστικός ο θάνατος της μάνας και η διπλή ταφή: «Έπρεπε να το έχεις κάνει, μάνα, για να το ανάπαυσον… Ας έθαβες σκυλί στη θέση του, μια σαύρα, ένα σπουργίτι… έστω μια πέτρα. Τίποτα να μην έθαβες. Κενοτάφιο». Η σκηνή στο νεκροταφείο, όπου η μάνα της Αλεξάνδρας μονολογεί μπροστά στον σταυρό, ακουμπά το όριο του ανείπωτου πόνου. Η μάνα μιλά «λες και στο χώμα να έβλεπε ξαπλωμένο τον άνθρωπο».

Στη Γάμπαρη Αμβρακικού, όπως και στα άλλα βιβλία της, η  Τάτση, προχωρώντας σε μια επιτυχή μείξη κλασσικών και νεωτερικών στοιχείων (ελλειπτικότητα, ρευστότητα, συχνές αλλαγές αφηγηματικής εστίασης, ποικίλοι συμβολισμοί κ.α) και ελισσόμενη ανάμεσα σε προσωπικές μνήμες και συλλογικές εμπειρίες, δημιουργεί ένα ξεχωριστό γλωσσικό και νοηματικό υφάδι, όπου κάθε ατομικό δράμα αντηχεί μια πανανθρώπινη, καθολική συνθήκη.

Γεωργία Τάτση. Γάμπαρη Αμβρακικού. Βακχικόν 2025

Προηγούμενο άρθροΈνα εκπληκτικό γεγονός για τη Θεσσαλονίκη έχει ξεχαστεί (γράφει η Ismini  Lamb)
Επόμενο άρθροΧαρτογραφώντας την ενηλικίωση (του Γιώργου Δρίτσα)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ