Ο Μαρξ, ο οικοσοσιαλισμός και τι είναι ο κομμουνισμός της αποανάπτυξης (του Θανάση Μήνα)

0
232
Fabrice Monteiro

 

του Θανάση Μήνα

Από τη σκοπιά ενός ανώτερου κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού, η ιδιωτική ιδιοκτησία της Γης από μεμονωμένα άτομα θα φαίνεται το ίδιο παράλογη με την ιδιωτική ιδιοκτησία ανθρώπων από έναν άνθρωπο. Ακόμα και μια ολόκληρη κοινωνία, ένα έθνος, ή και όλες οι υπάρχουσες κοινωνίες μαζί την ίδια στιγμή, δεν είναι κάτοχοι της Γης. Είναι απλοί επικαρπωτές της, δικαιούχοι της, και θα πρέπει να την κληροδοτήσουν βελτιωμένη στις επόμενες γενιές, σαν καλοί οικογενειάρχες, boni patres familias (Capital, III: 911).

Μπροστά στην παγκόσμια κλιματική κρίση, η οικολογική κριτική του Μαρξ στον καπιταλισμό δείχνει καθαρότερα από ποτέ τη σημασία της. Το βιβλίο του Ιάπωνα Kohei Saito αφενός εξηγεί ιστορικά την περιθωριοποίηση της οικολογικής κριτικής του Μαρξ από τους μαρξιστές μετά τον θάνατό του και καθ’ όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα, αφετέρου επιχειρεί να καταδείξει ότι η κριτική αυτή επικαιροποιείται στο Ανθρωπόκαινο, ενάντια στον κυρίαρχο προντουκτιβισμό και μονισμό.

Ο Kohei Saito (Κόχει Σάιτο, 1987) είναι αναπληρωτής καθηγητής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο του Τόκιο. Έλαβε το διδακτορικό του από το Πανεπιστήμιο Χούμπολτ στο Βερολίνο. Συνεπιμελήθηκε τον τόμο 18 του τέταρτου μέρους των Marx-Engels-Gesamtausgabe, το οποίο εκδόθηκε το 2019. Εργάζεται πάνω στην οικολογία και την πολιτική οικονομία από μαρξιστική οπτική γωνία.

Κομβική θέση στη μελέτη του Saito έχει η μαρξική έννοια του μεταβολικού ρήγματος. Ο ίδιος ο Μαρξ σημειώνει:

Και στις δύο μορφές (της μικρής καλλιέργειας και της μεγάλης γεωργίας) στη θέση μιας ενσυνείδητης ορθολογικής μεταχείρισης της γης, αυτής της κοινής αιώνιας ιδιοκτησίας, του αναπαλλοτρίωτου αυτού όρου ύπαρξης και αναπαραγωγής των ακατάπαυστα διαδεχόμενων η μία την άλλη γενεών των ανθρώπων, μπαίνει η εκμετάλλευση και η κατασπατάληση των δυνάμεων του εδάφους […] Από την άλλη μεριά, η μεγάλη γαιοκτησία περιορίζει τον αγροτικό πληθυσμό σε ένα διαρκώς μειούμενο κατώτατο όριο και αντιπαραθέτει σ’ αυτόν έναν διαρκώς αυξανόμενο βιομηχανικό πληθυσμό, στριμωγμένο σε μεγάλες πόλεις. Έτσι δημιουργεί όρους που προκαλούν ένα αγιάτρευτο ρήγμα στη συνοχή του μεταβολισμού της κοινωνίας με τη φύση, που υπαγορεύεται από τους φυσικούς νόμους της ζωής, με αποτέλεσμα να σπαταλιέται η δύναμη του εδάφους και αυτή η σπατάλη να εξάγεται με το εμπόριο μακριά έξω από τα σύνορα της χώρας.

Όπως υπογραμμίζει ο Saito «αν υπάρχει έστω και μια αμυδρή ελπίδα αναγέννησης του μαρξισμού στην παρούσα ιστορική συγκυρία, βασική προϋπόθεσή της είναι η ριζική επαναδιατύπωση του διαβόητου μεγάλου μοντέλου περί ιστορικού υλισμού, που περιστρέφεται γύρω από την αντίφαση ανάμεσα σε παραγωγικές δυνάμεις και σχέσεις παραγωγής».

Το τέλος του τέλους της ιστορίας επέφερε και το τέλος του τέλους της φύσης. Ο καπιταλισμός μεταμόρφωσε με συγκλονιστικό και ανεπανόρθωτο τρόπο τον πλανήτη και δεν άφησε ανέγγιχτη την παραμικρή εστία ή γωνιά του φυσικού περιβάλλοντος. Αυτό ορίζεται κατά κανόνα σήμερα ως Ανθρωπόκαινο∙ υπό την έννοια ότι ο άνθρωπος έχει καταστεί «μείζων γεωλογική δύναμη» με τεράστια επιστημονική και τεχνολογική ισχύ, ικανή να μεταμορφώσει ολόκληρο τον πλανήτη σε πρωτοφανή κλίμακα.

Όπως γράφει ο Saito, οι συζητήσεις για τη «ζωή μετά τον καπιταλισμό» δεν περιορίζονται μόνο στους κύκλους των μαρξιστών. Είναι ακόμα πιο έντονες μεταξύ των μη μαρξιστών μελετητών. Ο οικονομολόγος Τομά Πικετί, για παράδειγμα, έχει δηλώσει ότι «είναι καιρός για σοσιαλισμό». Μια πιο οικολογική εκδοχή της ίδιας θέσης έχει εκφέρει η Ναόμι Κλάιν:

O σοσιαλισμός δεν είναι κατ’ ανάγκην οικολογικός, αλλά ότι μια νέα μορφή δημοκρατικού οικοσοσιαλισμού, με την ταπεινότητα να μαθαίνει κανείς από τις διδαχές των Αυτοχθόνων σχετικά με τα καθήκοντά μας προς τις επόμενες γενιές και τη διασύνδεση του συνόλου της ζωής, μοιάζει να είναι η καλύτερη πιθανότητα συλλογικής επιβίωσης που έχει η ανθρωπότητα.

Η μαρξική έννοια του «μεταβολικού ρήγματος», ιδίως, λειτουργεί σήμερα ως απαραίτητο εννοιολογικό εργαλείο για μια οικολογική κριτική του σύγχρονου καπιταλισμού. Η έννοια αυτή εκφράζει την κριτική του Μαρξ για την καταστροφική πλευρά της καπιταλιστικής παραγωγής, δείχνοντας ότι μπορεί να εφαρμοστεί σε σημερινά οικολογικά ζητήματα, όπως η υπερθέρμανση του πλανήτη, η διάβρωση του εδάφους, η υδατοκαλλιέργεια, η κτηνοτροφική εκμετάλλευση και η διατάραξη του κύκλου του αζώτου.

Το βιβλίο του Saito χωρίζεται σε τρία μέρη. Στο πρώτο, ο συγγραφέας ασχολείται με την οικολογική κριτική στο έργο του Μαρξ και στη λήθη της. Την αποδίδει σε παρανοήσεις που έγιναν κυρίως στην ερμηνεία, επιμέλεια και μετεγγραφή των σημειώσεων του Μαρξ από τον Ένγκελς, σημειώσεων που αποτέλεσαν την ύλη για τον Β’ και Γ’ τόμο του Κεφαλαίου – χωρίς βεβαίως να παραγνωρίζει το τιτάνιο έργο του Ένγκελς ως προς αυτό. Επιπλέον, προς μια θετικιστική ανάγνωση του Μαρξ, η οποία προκρίνει την αέναη υπερανάπτυξη, οδηγήθηκαν τελικά, από διαφορετικές αφετηρίες, μελετητές του έργου του τόσο από την πλευρά του ορθόδοξου μαρξισμού όσο και από αυτή του δυτικού μαρξισμού. Ο Saito στέκεται επίσης στα σημεία της οικολογικής κριτικής του Μαρξ που εντοπίζει πρώτος (από φιλοσοφική σκοπιά) ο Γκεόργκι Λούκατς στο μνημειώδες έργο του Ιστορία και ταξική συνείδηση. Πρόκειται σαφώς για το πιο θεωρητικό κομμάτι του βιβλίου του Saito.

Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, ο συγγραφέας απαντά κυρίως σε διάφορα μονιστικά και προμηθεϊκά ρεύματα που εμφανίζονται στη θεωρία του Ανθρωπόκαινου, υπό το πρίσμα του μεθοδολογικού δυισμού «Φύση-Κοινωνία» του Μαρξ. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει εδώ η ενότητα στην οποία ασχολείται με την αναβίωση του λεγόμενου ουτοπικού σοσιαλισμού. Θυμίζει, εξάλλου, ότι ακόμα και στις μέρες του, ο ίδιος ο Μαρξ έτρεφε πολύ μεγαλύτερη εκτίμηση για ουτοπικούς σοσιαλιστές όπως ο Σαιν-Σιμόν παρά για τον ακατέργαστο μουτουαλισμό του Προυντόν. Ο Saito θεωρεί ορισμένες ιδέες του ουτοπικού σοσιαλισμού σε θέματα οικολογικής κριτικής αποκτούν σήμερα επίκαιρο ρόλο προκειμένου να ξεφύγουμε από τις στενωπούς του «καπιταλιστικού ρεαλισμού» που έχει επιβάλλει η νεοφιλελεύθερη συνθήκη.

Στο τρίτο μέρος του βιβλίου, που φέρει τον τίτλο του παρόντος κειμένου, ο συγγραφέας αναπτύσσει το οικολογικό όραμα του Μαρξ για μια μετακαπιταλιστική κοινωνία με τρόπο μη προντουκτιβιστικό – δηλαδή που να μην έχει ως αυτοσκοπό την ασταμάτητη παραγωγή-συγκέντρωση αγαθών και πλούτου. Το ύστερα όραμα του ώριμου Μαρξ περί μετακαπιταλισμού τη δεκαετία του 1860 (οπότε και συνέγραψε τον πρώτο τόμο του Κεφαλαίου) κινήθηκε πέραν του οικοσοσιαλισμού και μπορεί να χαρακτηριστεί ακριβέστερα κομμουνισμός της αποανάπτυξης. Αυτή μέχρι πρότινος άγνωστη έννοια προσφέρει χρήσιμες ιδέες για την υπέρβαση του επίμονου «καπιταλιστικού ρεαλισμού», όπως τον ονόμασε ο Βρετανός πολιτισμικός κριτικός Μαρκ Φίσερ, που μας κάνει «πιο εύκολα να σκεφτόμαστε το τέλος του κόσμου παρά το τέλος του καπιταλισμού», όπως υπογραμμίζουν ο Φρέντρικ Τζέιμσον και ο Σλαβόι Ζίζεκ.

Σημειώνει ο Saito: «Σύμφωνα με τους επικριτές του, η προντουκτιβιστική θεώρηση του Μαρξ αγνοούσε το πρόβλημα των φυσικών ορίων και εγκωμίαζε αφελώς την ελεύθερη χειραγώγηση της φύσης. Οι επικριτές αυτοί αμφισβητούν την αισιόδοξη πίστη του Μαρξ, εγγενή στον «ιστορικό υλισμό» του, ότι η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων στον καπιταλισμό θα είναι αρκετή για να προσφέρει την υλική βάση για την ανθρώπινη χειραφέτηση».

Εκ των υστέρων, ο Ούγγρος μαρξιστής Ίστβαν Μεζάρος πραγματοποίησε μια σπουδαία συμβολή στην ορθή κατανόηση της μαρξικής έννοιας του μεταβολισμού ως θεμελίου της πολιτικής του οικονομίας. Ο Μεζάρος, ωθούμενος από τον Μαρξ, περιέγραφε ως εξής την οικολογική καταστροφή φύση της καπταλιστής ανάπτυξης ως βασική αντίφαση» του καπιταλισμού:

[Η] βασική αντίφαση του καπιταλιστικού συστήματος ελέγχου είναι ότι δεν μπορεί να διαχωρίσει την εξέλιξη από την καταστροφή, ούτε την «πρόοδο» από την σπατάλη όσο καταστροφικά και αν είναι τα αποτελέσματα. Όσο περισσότερο ξεκλειδώνει τις δυνάμεις της παραγωγικότητας, τόσο πρέπει να εξαπολύει τις δυνάμεις της καταστροφής. Και όσο περισσότερο αυξάνει τον όγκο παραγωγής, τόσο πρέπει να θάβει τα πάντα κάτω από βουνά αποπνικτικών απορριμμάτων.

Από το 1860 και μετά, παράλληλα με το ολοένα και αυξανόμενο ενδιαφέρον του για τις φυσικές επιστήμες, ο Μαρξ μελέτησε πιο συστηματικά τις προκαπιταλιστικές κοινωνίες. Αντιδιέστειλε τη νεωτερική καπιταλιστική παραγωγή στην παραγωγή της αρχαίας κοινωνίας:

Ο πλούτος δεν εμφανίζεται ως στόχος της παραγωγής [στην Αρχαιότητα] […] Το ερώτημα είναι πάντα ποιος τρόπος ιδιοκτησίας δημιουργεί καλύτερους πολίτες […] Έτσι, η παλαιά θεώρηση, στην οποία το ανθρώπινο ον εμφανίζεται ως στόχος της παραγωγής αναξάρητα από τον περιορισμένο εθνικό, θρησκευτικό, πολιτικό χαρακτήρα του, μοιάζει πολύ αλαζονική αν αντιπαραβληθεί με τον νεότερο κόσμο, όπου η παραγωγή εμφανίζεται ως ο στόχος της ανθρωπότητας και ο πλούτος ως ο στόχος της παραγωγής. (Grundrisse: 487-488)

Ο καπιταλισμός ωθείται από την ακόρεστη επιθυμία του κέρδους και συνεχώς αυξάνει τις παραγωγικές ικανότητες. Αντίθετα, στις προκαπιταλιστικές κοινωνίες η παραγωγή διεξαγόταν για την ικανοποίηση συγκεκριμένων αναγκών, και αντίστοιχα ο στόχος της παραγωγής ήταν αξίες χρήσης συνδεδεμένες με την εκπλήρωση πεπερασμένων επιθυμιών. Ο πρωταρχικός στόχος της καπιταλιστικής παραγωγής είναι η αξιοποίηση του κεφαλαίου πάνω από οτιδήποτε άλλο και με τη σειρά του είναι το κεφάλαιο και όχι ο άνθρωπος αυτός καθαυτός, ο πανίσχυρος παράγοντας που διαθέτει την τρομακτική δύναμη να μεταμορφώνει τα πάντα γύρω του. Με αυτό το δεδομένο, πολλοί μελετητές/θεωρητικοί, έχουν προτείνει τον όρο Καπιταλόκαινο στη θέση του Ανθρωπόκαινου.

Ο ιστορικός υλισμός δεν χαίρει ιδιαίτερης εκτίμησης σήμερα, μολονότι τόσο οι περιβαλλοντιστές όσο κα οι μαρξιστές ασκούν κριτική στην ακόρεστη επιθυμία του κεφαλαίου για συσσώρευση. Αναγνωρίζοντας την ανεπάρκεια και τα ελαττώματα του προμηθεϊκού μαρξισμού, το βιβλίο του Saito, όπως σημειώνει ο ίδιος, «προσπαθεί να προτείνει μια λύση στην ένταση μεταξύ Κόκκινου και Πράσινου».

Ο συγγραφέας υπενθυμίζει ότι μάταια το Κομμουνιστικό Μανιφέστο ξεχείλιζε από επαναστατική αισιοδοξία, και ο τόνος του αντανακλούσε την πεποίθηση των Μαρξ και Ένγκελς ότι ο καπιταλισμός θα ξεπερνιόταν γρήγορα από μια σοσιαλιστική επανάσταση την οποία θα πυροδοτούσε μια σοβαρή οικονομική κρίση. Καθώς η περαιτέρω ανάπτυξη του καπιταλισμού προετοίμαζε μια ακόμη μεγαλύτερη οικονομική κρίση, είναι πιθανό ότι ο Μαρξ θεωρούσε αναγκαία την επιτάχυνση της ανάπτυξης του καπιταλισμού παρά τις αρμητικές παραέργειες μιας τέτοιας κρίσης συμπεριλαμβανομένων της οικονομικής ανισότητας και της ακόμα μεγαλύτερης υποβάθμισης της ζωής των εργατών. Όμως η επανάσταση του 1848 απέτυχε και ο καπιταλισμός τονώθηκε ξανά […] Εντέλει, οι οικονομικές κρίσεις από μόνες τους δεν έφεραν την κατάρρευση του καπιταλισμού. Η οικονομική κρίση είναι στην πραγματικότητα αναπόσπαστο μέρος της καπιταλιστικής ανάπτυξης, καθώς καταστρέφει αξία και προετοιμάζει τις νέες συνθήκες για έναν επόμενο βιομηχανικό κύκλο.

Ο «ιστορικός υλισμός» του Μαρξ επικρίνεται κατ’ επανάληψη για τον οικονομικό ντετερμινισμό του. Ο τελευταίος εμφανίζει δύο γνωρίσματα: τον προντουκτιβισμό και τον ευρωκεντρισμό. Ο πρώτος χαρακτηρίζεται από μια αισιόδοξη αποδοχή του καπιταλιστικού εκσυγχρονισμού, καθώς οι τεχνολογικές και επιστημονικές εφορεύσεις και καινοτομίες που εισάγονται στις συνθήκες του αγοραίου ανταγωνισμού -υποτίθεται ότι- οδηγούν σε εξάλειψη της φτώχειας και μείωση των ωραρίων εργασίας. Η ευμάρεια που μέχρι πρότινος περιοριζόταν σε ολιγάριθμους κύκλους της άρχουσας τάξης γίνεται προσιτή στην εργατική τάξη. Καθώς η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων λογίζεται ως κύριος μοχλός της ιστορικής προόδου, η επιτάχυνση της καπιταλιστικής ανάπτυξης γίνεται ο πιο αποτελεσματικός δρόμος προς την ανθρώπινη χειραφέτηση.

Παρά τον αδιαμφισβήτητο οπτιμισμό και ευρωκεκτρισμό (για τον οποίον έχει κατηγορηθεί ως οριενταλιστής από τον Έντουαρντ Σαΐντ) που ενυπάρχει στα γραπτά του Μαρξ, όπως υπογραμμίζει ο Saito ο ίδιος ο Μαρξ ξεδιαλύνει αυτές τις παρανοήσεις του έργου του κυρίως στα σημειωματάρια που συνοδεύουν τις εκδόσεις του Κεφαλαίου. Με αφορμή μια συζήτηση στο αγγλικό κοινοβούλιο, ο Μαρξ προειδοποιεί για την πιθανή εξάντληση αποθεμάτων γαιάνθρακα μέσα στα επόμενα 100 χρόνια. Αναφέρεται επίσης άκρως επικριτικά στα νεότερα συστήματα κτηνοτροφίας που αποσκοπώντας στην αύξηση του κέρδους, αύξαναν την ευπάθεια των ζώων (και την μετάδοση ασθενειών), επειδή τα ζώα κρατιούνταν αδρανή σε περίκλειστους χώρους με σκοπό να ωριμάσουν γρηγορότερα και να αποκτήσουν υπερβολικό λίπος. Συσχετίζει τη μεγάλη εκτροφή βοοειδών με την ολοένα και πιο ραγδαία εξάντληση του εδάφους∙ αντί να επιστρέψουν στο έδαφος,  γράφει, τα θρεπτικά συστατικά του εδάφους που περιέχονται στα τρόφιμα που καταναλώνει η εργατική τάξη στις μεγάλες πόλεις χωνεύονται και κατόπιν εκρέουν στο ποτάμι μέσω των αποχωρητηρίων, ως απόβλητα. Αυτό συνδέεται με την τραγική υποβάθμιση των συνθηκών ζωής στην πόλη: για παράδειγμα, οι υπόνομοι στον Τάμεση υπήρξαν η αιτία της επιδημίας της χολέρας της δεκαετίας του 1830, η οποία κράτησε 20 ολόκληρα χρόνια.

Ο Saito υπογραμμίζει ότι «ο ερευνητικός κύκλος που συνάγεται από τα σημειωματάρια του ύστερου Μαρξ διαφέρει πολύ από την προγενέστερη αισιόδοξη αντίληψή του. Εγκαταλείποντας την εξύμνηση των αυξανόμενων παραγωγικών δυνάμεων στον καπιταλισμό, ο Μαρξ άρχισε να αναγνωρίζει ότι η βιώσιμη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων δεν είναι εφικτή στον καπιταλισμό, διότι ο τελευταίος απλώς ενισχύει την εντατική και εκτεταμένη διασπάθιση και καταλήστευση των ανθρώπων και της φύσης για χάρη του βραχυπρόθεσμου κέρδους και της απεριόριστης κεφαλαιακής συσσώρευσης, δημιουργώντας πιο περίπλοκα και διευρυμένα οικολογικά ζητήματα. Η επανόρθωση του μεταβολικού ρήγματος απαιτεί ένα διαφορετικό οικονομικό σύστημα: αυτή είναι η θεμελιώδης ιδέα του οικοσοσιαλισμού του Μαρξ τη δεκαετία του 1860».

Kohei Saito, Ο Μαρξ στο Ανθρωπόκαινο, μτφρ. Γιώργος Καράμπελας, Εκδόσεις Πλέθρον, 2024

 

Προηγούμενο άρθροJuan Gabriel Vásquez: «Το δικαίωμα να γράφω αλλάζοντας ταυτότητα» (συνέντευξη στην Αλεξάνδρα Χαΐνη)
Επόμενο άρθροΗ αποθέωση της αφήγησης  (της Ελένης Γεωργοστάθη)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ