“Ξένος από το βίωμα, ξένος από τον εαυτό” (της Κατερίνας Σχινά)

0
1013
(φωτό από την Καθημερινή)

της Κατερίνας Σχινά

Ο εκπατρισμένος Έλληνας στη Γερμανία Θανάσης Λύρας, που εξιστορεί τον βίο του μέσα από τις ημερολογιακές του εγγραφές στις «Ξεχασμένες λέξεις» του Αλέξη Πανσέληνου, δεν είναι ο κλασικός μετανάστης. Δεν είναι ο τυπικός Gastarbeiter, με τη χάρτινη βαλίτσα και το χαμένο βλέμμα, από τους χιλιάδες που, τη δεκαετία του ’60, κατέβαιναν από το τρένο στο σταθμό του Μονάχου, σαν να προσγειώνονταν σ’ έναν άγνωστο πλανήτη. Απεναντίας, μόλις πατάει το πόδι του στο πολυπόθητο «αλλού» τον Οκτώβριο του 1966, νιώθει έκθαμβος σαν παιδί «που μπήκε σ’ ένα αεικίνητο, πολύχρωμο λούνα παρκ» αφήνοντας μ’ ένα απότομο τίναγμα το χέρι των γονιών του, ελεύθερος από τις ματαιώσεις τους, από την υπόκωφη θλίψη και τη μιζέρια τους που τη φοράνε σαν φτηνό κοστούμι από τσελβόλ, ελεύθερος από δεσμούς, αποτυχημένους έρωτες, στάσιμες φιλίες, απελευθερωμένος από μια ανάπηρη πατρίδα που δεν έχει και πολλά να του προσφέρει, καθώς οδεύει πλησίστια προς την δικτατορία. Στη Γερμανία, θα σπουδάσει τουριστικά επαγγέλματα και θα ευημερήσει.

Πολλά χρόνια αργότερα, κι αφού έχει διανύσει μια επιτυχημένη επαγγελματική ζωή ως διευθυντής ενός λαμπρού ξενοδοχείου, μπορεί ευθαρσώς να πει «είμαι Γερμανός». Γιατί «όταν μιλάς γερμανικά, και τον κόσμο σαν Γερμανός τον βλέπεις – η γλώσσα ορίζει τη σκέψη», σημειώνει στο ημερολόγιό του, που ξεκινά μεσούσης της ελληνικής κρίσης, τον Νοέμβριο του 2014. Γερμανός –αν και με λιγοστούς φίλους, κι αυτούς εκπατρισμένους– σύντροφος όμως της πολύ νεότερής του Ζίγκι, μιας υψηλόβαθμης τραπεζικού με βαρύ, στιγματισμένο επίθετο, κοινωνικά αποδεκτός, καλοστεκούμενος παρότι διάγει την έβδομη δεκαετία της ζωής του, ακόμη ικανός να προσβλέπει σε μέλλον.

Κι όμως. Να που καθώς ατενίζει τον κόσμο από το ακρωτήρι της σύνταξης, αρχίζουν να’ ρχονται, αδέσποτες, οι λέξεις. Λέξεις ξεχασμένες, κάποτε απογυμνωμένες από τη σημασία τους, όμως λέξεις μιας γλώσσας μητρικής που σιγά σιγά ξαναβρίσκουν τη σάρκα τους, γίνονται τόποι, συναισθήματα, στιγμές. Λέξεις που εκρήγνυνται εκεί που δεν τις περιμένεις, αφήνοντας το έδαφος του υποσυνείδητου ανασκαμμένο, φέρνοντας στο φως μεταθέσεις και απωθήσεις, πένθη και ενοχές – και πάνω απ’ όλα μια βαθιά αίσθηση ξενότητας, μια ψυχική τονικότητα  γύρω από την οποία περιστρέφεται, ακόμα και ανεπίγνωστα, ο εκγερμανισμένος Nasso Lyras. Διότι την ξενότητα την έχει επιλέξει. Όλη του η ζωή έχει κυλήσει σ’ ένα ξενοδοχείο, έναν «μη τόπο», σημείο της παροδικότητας και του προσωρινού, και σ’ ένα συνεχές παρόν, αφού και η μνήμη ακόμα, που αναδιατάσσει τον χρόνο και αψηφά την ευθύγραμμη πορεία του προς τα εμπρός, μοιάζει κλειδαμπαρωμένη σ’ ένα ανεπίσκεπτο υπόγειο, μήπως και με τις οδυνηρές αιχμές της διασαλεύσει την απόσταση απ’ ό,τι έχει μείνει πίσω, απ’ ό,τι έχει αποφασιστικά εγκαταλειφθεί.

Ο χρόνος αποκτά ξανά το νόημά του και οι αναμνήσεις την αλκή τους (ακόμα και το όνομά του επανέρχεται στα ελληνικά – «Θανάσης! Πότε άραγε είχα υπάρξει Θανάσης;»)  όταν ο εύθραυστος κόσμος του ως ξένου (ξένου στη Γερμανία, μα ξένου και στην Ελλάδα, ξένου από το βίωμα, ξένου από τον εαυτό) κλονίζεται από την απιστία της Ζίγκι και την αδυναμία του να τη διαχειριστεί, από τη μεταστροφή της στάσης της απέναντι στον πατέρα της, έναν διάσημο μαέστρο με φιλοναζιστικό παρελθόν, από τη διαπίστωση της ριζικής ακατανοησίας τους. Τώρα ο Λύρας νιώθει «σαν να είναι άλλος απ’ αυτόν που νόμιζε: «ένας γερο μέτοικος συνταξιούχος, χωρίς απασχόληση, χωρίς φίλους, με ένα πλήθος γνωριμίες που είναι σαν να μην υπήρξαν ποτέ». Μάλλον έχει φτάσει η ώρα του νόστου.

Αν η ξενότητα, ωστόσο, είναι ο ένας πόλος του βιβλίου, ο άλλος είναι η ενοχή. Όχι μόνο του Λύρα, γιατί εγκατέλειψε τους γέροντες γονείς του «σαν να τους έβλεπα μόνο σαν κομμάτια του τόπου που αρνήθηκα» λέει, γιατί αποσυνδέθηκε από «τα πιο δικά του» πρόσωπα και πράγματα, μα και της Ζίγκι, που κουβαλάει το παρελθόν του πατέρα της σαν λεκέ που λαχταράει να τον ξεπλύνει, και της Γερμανίας ολόκληρης – μια συλλογική ενοχή που ξορκίζεται και θάβεται μαζί με το παρελθόν της, εν ονόματι της προόδου, του «γερμανικού θαύματος». Κι αν η ενοχή του Λύρα είναι υπαρξιακή, αποκύημα της αναυθεντικότητάς του, θα αποκτήσει παραπανίσιο βάρος, σαν ανεπιθύμητη κληρονομιά, όταν, λίγο πριν γυρίσει, μόνιμα πια, στην Ελλάδα, θα ανακαλύψει από πού και πώς χρηματοδοτήθηκαν οι σπουδές του – κι αυτό θα τον συνδέσει, έμμεσα και στην ουσία πιο στενά, με τη θετή του πατρίδα και τις δικές της βαριές αμαρτίες, ακριβώς τη στιγμή που την αποχαιρετά για πάντα,.

Υφαίνοντας στον εκπληκτικά ζωντανό ιστό της αφήγησης σκηνές από την, άλλοτε ειδυλλιακά αθώα και άλλοτε θαμπή Ελλάδα των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων και από την παραπαίουσα, ευτελισμένη Ελλάδα της εποχής των μνημονίων, στιγμιότυπα ερώτων, επιδερμικών ή μη, διαδρομές στη γενέτειρα και στην υιοθετημένη πόλη που κατακτούν τον αναγνώστη με την αμεσότητα διοράματος, μουσικές αναφορές που θυμίζουν ότι και η μουσική είναι ασυνείδητο χρονικό, μάρτυρας ιστορίας και φορέας μνήμης, ο Αλέξης Πανσέληνος έγραψε ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα για την ταυτότητα και τις προσχώσεις που τη μεταμορφώνουν, για την αδιαφάνεια του εαυτού, για την εθελοντική μας τύφλωση απέναντι στην τρωτότητα και την στοιχειακή μας σκοτεινιά.

 

Αλέξης Πανσέληνος, Ξεχασμένες λέξεις, Μεταίχμιο

 

 

 

 

 

Προηγούμενο άρθροΜε Τίτο Πατρίκιο τιμώμενο πρόσωπο και καινοτομίες το 4ο Φεστιβάλ Βιβλίου Χανίων!
Επόμενο άρθρο«Όσα παίρνει ο άνεμος»: επιτυχής συνύπαρξη του κλασικού με το σύγχρονο (της Όλγας Σελλά)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ