γράφει η Δήμητρα Μήττα
Η ποιητική συλλογή Η δική μου πέτρα στρέφει τη ματιά του αναγνώστη στις πέτρες, στους βράχους, στα πετρώματα, φαινομενικά ακίνητα και ακούνητα, εκτεθειμένα στα στοιχεία της φύσης ή στην παρέμβαση του ανθρώπου που τα κινούν και τα μετακινούν. Και καθώς γυρνούμε τις σελίδες του βιβλίου και οι πέτρες αρχίζουν και αποκτούν υπόσταση, αρχίζουν να αναδύονται ερωτήματα: Μαζέψαμε ποτέ πέτρες από την ακροθαλασσιά; Μείναμε κοιτάζοντας τα χρώματα σε μια πέτρα; Απογοητευτήκαμε όταν στεγνή είδαμε να χάνεται η ζωντάνια τους; Σταθήκαμε με δέος μπροστά στις πέτρες των Μετεώρων που κουβαλούν ιστορία αιώνων; Ρίξαμε μαύρη πέτρα πίσω μας; Πέτρα, πέτρες. Η πέτρα με την οποία κτίζεις, οι πέτρες ερείπια –Μια πέτρα με παράθυρα την απουσία (σ. 21), γράφει ο Μουράντ Αλ Σουντάνι, και έντονα μου ήρθαν στο μυαλό τα βομβαρδισμένα σπίτια με τα σπασμένα τζάμια, στόματα μαύρα που χαίνουν ανοιχτά –κάτι τέτοιο είχαμε δει στην ταινία του Θεόδωρου Αγγελόπουλου Το βλέμμα του Οδυσσέα (1995). Η καρδιά που γίνεται πέτρα, ο πόνος που πετρώνει, όπως στον μύθο της Νιόβης, ο θεμέλιος λίθος, ο αναμάρτητος που πρώτος ρίχνει τον λίθο, η πέτρα που κυλά και ποτέ δεν χορταριάζει, με πήρανε με τις πέτρες, κι εμείς που ρίχνουμε μαύρη πέτρα πίσω μας και ξεχνούμε ή για να ξεχάσουμε… Έβρεχε πέτρες, είναι η φράση που χρησιμοποιούμε όταν γίνονται κατολισθήσεις ή για το έντονο χαλάζι. Ο βράχος που θρυμματίζεται, ο βράχος απ’ όπου πέφτει το νερό. Πέτρες πέφτουν από τον ουρανό, μετεωρίτες –τι ιστορία κουβαλούν άραγε αυτές οι τελευταίες πέτρες; Μήπως του σύμπαντος; Στις πέτρες επάνω των σπηλαίων ο άνθρωπος δοκίμασε να ζωγραφίσει και να γράψει. Είναι επομένως σιωπηλή [η] πέτρα; (σ. 31). Ή μήπως είναι βροντερός ο λόγος της; Όπως κρουστός ήταν ο ήχος που έκαμναν οι Συμπληγάδες Πέτρες, δύο πολύ μεγάλοι βράχοι σε θαλάσσιο δίαυλο, που ενώνονταν και αποχωρίζονταν συνεχώς, έτσι ώστε να ήταν αδύνατο το ασφαλές πέρασμα ενός πλοίου. Ιερός ο μαύρος λίθος του Μωάμεθ στη Μέκκα. Η θεϊκή υπόσταση του Ερμή ξεκινά από τους παρόδιους λιθοσωρούς-σήματα δρόμων ή τάφων. Οι αρχαίοι αγρότες, όταν έβρισκαν στο δρόμο τους ένα σωρό από πέτρες, έριχναν άλλη μια πέτρα επάνω του, θεωρώντας πως κάποια θεϊκή δύναμη κατοικούσε μέσα σ’ αυτές. Τις ονόμαζαν «έρμα» και την πέτρα, στην κορυφή του σωρού, την ονόμαζαν «Ερμή». Αλλά κι εμείς όταν φτάνουμε σε κορυφές λιθοσωρούς σχηματίζουμε. Τι είναι λοιπόν η πέτρα για τον Μουράντ Αλ Σουντάνι;
Ο ποιητής απευθύνεται στην πέτρα[1] και την παρακαλά: Χάρισέ μου τη γλώσσα του μάντη (σ. 29), και αναπόφευκτα το μυαλό πηγαίνει στους Δελφούς και στον ομφαλό του Απόλλωνα, στις Φαιδριάδες πέτρες, τα δύο βραχώδη απόκρημνα υψώματα στη νότια πλευρά του Παρνασσού πάνω ακριβώς από το Μαντείο των Δελφών και την Κασταλία πηγή, η οποία ανάβλυζε ανάμεσά τους. Πέτρα η μαντική και πέτρα η αγέλαστος στην Ελευσίνα, εκεί όπου η θεά Δήμητρα κάθισε για να ξαποστάσει και να μοιρολογήσει την κόρη της Περσεφόνη που την άρπαξε ο Πλούτωνας. Κι έχω την εντύπωση πως η συγκεκριμένη ποιητική συλλογή γυρνά γύρω ακριβώς από τον πόνο που πετρώνει: Ω, εσύ πέτρα φορτωμένη με θλίψη / και με επανάληψη μοιρολογιών, σταμάτα, δεν είσαι παρά μια πέτρα / που ανεβαίνει ως τον ορίζοντα των ουρανών / και επιστρέφει σαν κεραυνός /και μαινόμενη τρέλα! (σ. 29). Και ο ποιητής ζητά να μαλακώσει λίγο η πέτρα: Μαλάκωσε λίγο… ή πολύ, δεν ξέρω / αφού άνθισα από πόνο, / πέταξα βλαστό και με ξεγέλασε το άστρο του δειλινού! (σ. 19).[2] Σαν, παρά τον πόνο, και τον ύστατο πόνο που προκαλεί ο θάνατος, να κυριαρχεί πεισματικά και επίμονα η δύναμη της ζωής και της δημιουργίας: Σας αποχαιρετώ μ’ ένα όνειρο γεμάτο πείσμα (σ. 159). Και ας υπάρχει η αίσθηση μιας διαρκούς αναβολής: Διέσχισαν τις γραμμές της φωτιάς οδεύοντας προς τα χαρακώματα, / σέρνοντας τη σημαία μιας αναβληθείσας νίκης (σ. 19). Η νύχτα σου υποψιασμένη σαν όνειρο αναβληθέν (σ. 141).
Αναπόφευκτα τα ποιήματα του Μουράντ Αλ Σουντάνι είναι εμπνευσμένα από την ιστορική πραγματικότητα της χώρας καταγωγής του, από τις ζώσες υπάρξεις που βιώνουν μια καθημερινότητα γεμάτη σκόνη, μπάζα, σφαίρες, στρατιωτικά οχήματα. Το ποίημα «Άφησα τη διαθήκη μου… μια πέτρα» είναι αφιερωμένο «Στον νεαρό μάρτυρα Φάρες Ώντα». Είναι το δεκαπεντάχρονο παιδί που έγινε σύμβολο της δυσαναλογίας των δυνάμεων του αγώνα της Παλαιστίνης με το Ισραήλ. Η φωτογραφία του Awdah, έτοιμος να πετάξει πέτρα μπροστά σε ένα Ισραηλινό τανκ, τραβήχτηκε από έναν ρεπόρτερ του Associated Press στις 29 Οκτωβρίου 2000. Δέκα μέρες αργότερα, 8 Νοεμβρίου, ο Awdah πετούσε ξανά πέτρες στην ίδια περιοχή, όταν ισραηλινός στρατιώτης τον πυροβόλησε στον λαιμό και τον σκότωσε: Και δεν πέταξες άλλο παρά την καρδιά σου πάνω στο μίσος τους […] // Ιδού, αγαπάει το χώμα και σκύβει στην αγκαλιά του /φιλώντας τον ορίζοντα στεφανωμένο με δάφνες και δροσιά /και φωνάζει στη θλιμμένη μάνα του: // Άφησα τη διαθήκη μου… μια πέτρα /Πέταξα προς τα ύψη των αλόγων /Μην αφήσεις την πέτρα μου ορφανή μετά απ’ αυτήν τη νύχτα (σ. 39). Σε αυτό το ποίημα των 39 στίχων οκτώ φορές ακούγεται η λέξη πέτρα και τέσσερις η φράση «Η πέτρα του παιδιού»: Η πέτρα του παιδιού ακόμη σφυρίζει / μέσα στη θύελλα αντηχεί / Η πέτρα του παιδιού είναι η νάρκη και το ξημέρωμα της πατρίδας / Η πέτρα του παιδιού καρδιά που στάζει περιβόλια ροδιών […] Η πέτρα του παιδιού είναι η καρδιά / κι η στάση του… βιβλίο (σ. 41). Αλήθεια πώς βιώνεται η παιδική ηλικία, όταν φορά κανείς Από μικρός […] τη στολή του πολέμου;· όταν το πρόσωπο είναι διαρκώς στραμμένο σε μια γη που βράζει από θυμό; (σ. 163).
Σε ένα ποίημα για τον αγωνιστή Φάντι Ουάσχα η φύση ολόκληρη ξεσηκώνεται μπροστά στον θάνατο και θρηνεί: Όλα τα λουλούδια των λόφων έκλαψαν τον Φάντι / κι οι γελαστές πηγές, και οι μιναρέδες και οι εκκλησίες / ακόμα και το ορμητικό άσπρο άλογο θρήνησε όταν πέρασε το φέρετρο / που το φρουρούσαν οι σημαίες και τα τουφέκια / Κι οι μακρινές παπαρούνες και τα αστέρια / και τα ντροπαλά ελάφια της ερημιάς θρήνησαν για τον χαμό του (σ. 85). Και πώς μου ήρθε στο μυαλό ο δικός μας Σολωμός με τους Ελεύθερους Πολιορκημένους όπου η άνοιξη έκαμνε πιο δύσκολο τον αγώνα των ελεύθερων πολιορκημένων στο Μεσολόγγι; Αλλά και «Το Δοξαστικόν» από το Άξιον εστί του Ελύτη, όλο το Δοξαστικό που ξεκινά ως εξής:
ΆΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το φως και η πρώτη
χαραγμένη στην πέτρα ευχή του ανθρώπου
η αλκή μες στο ζώο που οδηγεί τον ήλιο
το φυτό που κελάηδησε και βγήκε η μέρα
Η στεριά που βουτά και υψώνει αυχένα
ένα λίθινο άλογο που ιππεύει ο πόντος
οι μικρές κυανές φωνές μυριάδες
η μεγάλη λευκή κεφαλή Ποσειδώνος
Η βαριά ιστορία, το βαρύ παρόν, το αβέβαιο μέλλον δεν στερούν την ποίηση του Μουράντ Αλ Σουντάνι από τη ζωή, η ποίησή του είναι καταφατική της ζωής, αισιόδοξη, δοξαστική του αγώνα, διεγερτική, επαναστατική, αλλά και πάλι όλα με το μέτρο που δεν επιτρέπει στο θυμικό να κυριαρχήσει, να ξεσηκωθεί και να χτυπήσει με τρόπο άλογο. Στο ποίημα για τον αγωνιστή Φάντι Ουάσχα γράφει: Ο δρόμος σκεπασμένος από αίμα και σφαίρες / μα χαμογελάς, περιγελάς την υποχώρηση και τον αναστεναγμό της απογοήτευσης […] Μια καρδιά ντυμένη με πράσινα λιβάδια, μαχητικά δέντρα και σφαίρες […] Είσαι η πρόταση της γενιάς που ορθώνεται για τη λαμπρή αντίσταση, υπερασπίζοντας τα όνειρά της και τα λόγια της από την πτώση, την ντροπαλή αυτή στιγμή […] Το Μπιρζέιτ μαρτυρά και θα μαρτυρά /πώς ξεριζώνει τον ύμνο από μακριά /και ξυπνά το νερό που μουρμουρίζει στις πέτρες και τη στάχτη! (σ. 77).
Κι ενώ τα ποιήματα είναι γεμάτα από αίμα, αίμα παιδιών, θλίψη, θυμό, ωστόσο ο λυρισμός τους μαλακώνει τα έντονα συναισθήματα, ο ποιητής δεν καταφεύγει στον εύκολο μελοδραματισμό, έντονος αλλά ευκαιριακός και εύκολα λησμονημένος, τα πρόσωπα διατηρούν μιαν ευγενική αξιοπρέπεια, ένα κράτημα: Άφησα απ’ τη σπηλιά του στήθους μου πουλιά κακών μαντάτων να πετάξουν / ώσπου στάθηκα πάνω στην πέτρα του νερού, ένα ομοιοκατάληκτο ποίημα / που το απάλυναν σιωπηλοί κεραυνοί (σ. 47). Και αλλού: Βυθίστηκα στη γλώσσα μου / στηρίζοντας το μελάνι μου στον βράχο της υπομονής / μήπως και επουλώσω αυτή την καταστροφή που σάρωσε τη μέρα μου / και τον λαό μου (σ. 51).
Πέτρα η μαντική, πέτρα η αγέλαστος, πέτρα η άγονη από την οποία γεννιούνται τα πάντα. Το ποίημα «Γεννήθηκα από πέτρα» (σ. 23-25) είναι μια γενεαλογία δημιουργίας και μια γενεαλογία της ποίησης, ένα ποίημα ιερατικό: Από μια πέτρα ανέβλυσε το νερό του τραγουδιού μου / και από την πέτρα των δακρύων του θρηνούντος εραστή / Κι απ’ την πέτρα θα φυτρώσει το χορτάρι αν το κορίτσι αναστενάξει / και λύσει τα μαλλιά της πάνω στην πηγή του λόγου[3] -το κορίτσι, η Μούσα, κόρη της Μνημοσύνης, της δικής μας μυθολογίας, με τις αλληγορίες και τις παρομοιώσεις της -100 σαν μέτρησα στα τριάντα ποιήματα της συλλογής. Ένας ύμνος στην ποίηση η γενέθλιος πέτρα του Μουσάντ: Στην έρημο της ξένης γλώσσας δάμασα το θηρίο των ερωτημάτων μου, / τις μεταφορές μου… ελεύθερη αλληγορία / Ήμουν ο αλληγορικός, μεταμφιεσμένος με δυνατές παρομοιώσεις / και τις δονήσεις των στοιχείων στη μήτρα της δημιουργίας. Δυναμικά ακούγεται σε αυτό το ποίημα το πρώτο πρόσωπο: Είμαι απ’ το νερό, το νερό του λόγου που ποτίζει, ξεδιψάει, που δίνει μορφή και νόημα στην ύπαρξη, που συνδέει το πάνω και το κάτω, το παρελθόν με το παρόν εξασφαλίζοντας τη συνέχεια, την ιστορική συνέχεια μέσα από την ανάμνηση του έργου αγωνιστών, φυλακισμένων, νεκρών: Ακούω τη βροντή των κουδουνιών μπροστά μου, γράφει (σ. 89). Η μνήμη λειτουργεί ως κινητήριος μοχλός της ποίησης και υποχρέωση του ποιητή: Οι πληγές σου γίναν λόγχες και οι πληγές καλούν (σ. 121). Το ίδιο και το παρόν του αγώνα: Η πατρίδα ποτίστηκε με το αίμα των μαρτύρων /η πατρίδα μου /Ανάμεσα στα χαλάσματα των λόγων και τα δάκρυα των χηρών / Φωνάζει και θρηνεί / μα κανείς δεν απαντά (σ. 91) –και πώς μου θύμισαν οι στίχοι αυτοί, και άλλοι, τον δικό μας αγώνα για την ανεξαρτησία;
Ο ποιητής συχνά υμνεί την ποίηση –Πρασινίζει το κλαδί του λόγου και τραγουδά (σ. 95)- και θεωρεί τον ποιητή κληρονόμο και φορέα: Έγινα ο ξένος εκλεκτός, απόγονος πολύτιμων λίθων / Πέτρα που καθοδηγεί τους περαστικούς στον δρόμο της πηγής. Και αλλού: Σπλαχνίσου [ω Κύριε] αυτόν που με άλματα βαδίζει / κληρονόμο της φλόγας του νοήματος που ξεχύνεται σαν ρυάκια φωτός (σ. 169), στίχοι που θυμίζουν τον κληρονόμο ποιητή των πουλιών Μίλτο Σαχτούρη. Πρόκειται για το ποίημα «Ο ελεγκτής»: Ένας μπαξές γεμάτος αίμα /είν’ ο ουρανός /και λίγο χιόνι /έσφιξα τα σκοινιά μου /πρέπει και πάλι να ελέγξω /τ’ αστέρια /εγώ /κληρονόμος πουλιών /πρέπει /έστω και με σπασμένα φτερά /να πετάω.
Πολύ συχνά αναφέρεται στη σιωπή και την αντιδιαστέλλει με τον λόγο. Για την κραυγή του λόγου μιλά (σ. 163), για τη δίψα του λόγου (σ. 23) που ξεσηκώνει τον ποιητή, Σήκω, ρήτορα της σιωπής (σ. 143), αυτής της σιωπής που εγκυμονεί λέξεις και λόγο. Και αν Η φωνή μου είναι βραχνή […] δεν σωπαίνει (σ. 123). Μιλάει και για τη μοναξιά ή τη μοναχικότητα του ποιητή:
Ένα μακρινό βράδυ
βλέπεις μόνο την καρδιά σου να διασχίζει αυτό το σκοτάδι
χωρίς συντροφιά, χωρίς λόγια
βλέπεις μόνο αυτά τα βήματα
και τη λάμψη μεγάλη όσο ένα τραγούδι σου
Εσύ, δοκιμασμένος από τις παρομοιώσεις, ανεβαίνεις τώρα
Εσύ, δοκιμασμένος από τον δρόμο
Ένα μακρινό βράδυ
θυμήθηκα πως ξέχασα τα λόγια στην άκρη του πηγαδιού
συλλάβισα τη δύστυχη ζωή μου, το χθες, το αύριό μου
το δύσμοιρο παρόν πέταξε σαν κορυδαλλός από το χέρι μου
(σ. 147)
Ενίοτε τα ποιήματα μοιάζουν ή είναι προσευχές, ο λόγος έχει κάτι το ιερατικό, η απεύθυνση, η παράκληση είναι προς τον κύριο, η συνομιλία μαζί του: Ω, Κύριέ μου, ω Κύριέ μου επαναλαμβάνει σε ένα ποίημα το ποιητικό υποκείμενο (σ. 169), και αλλού Ελέησόν μας ουρανέ (σ. 19). Ενίοτε είναι τραγούδι, λέξη που ακούγεται 43 φορές στα τριάντα ποιήματα.[4] Ενίοτε τα ποιήματα είναι ερωτικά αλλά μπερδεύομαι, δεν ξέρω αν είναι ερωτικά της ποίησης ή ερωτικά των γυναικών, όπως στο ποίημα «Αν η καρδιά μου ήταν πέτρα…» (σ. 43-45). Διαβάζω δυο στροφές για του λόγου το αληθές:
(6)
Αν μου χάριζες ένα λουλούδι
ένα λουλούδι μεταμέλειας
θα καλπάζανε τα άλογα[5] των λέξεων στο βουνίσιο στήθος σου
θα ξεχυνόμουν στις ακτές σου με όσα ποθούν
τα νοήματά σου
(7)
Αν η καρδιά μου ήταν πέτρα
κι η νύχτα μου έσερνε το μαρμάρινο πέπλο της υγρό και μοναχικό
θα πέταγα ως εσένα με όλη τη δύναμή μου
με το γλυκό μου πυρ
Θα σε ύψωνα ως την καρδιά μου
απλώνοντας την ανάσα μου
σ’ ένα κλεφτό φιλί
Το ίδιο συμβαίνει και αλλού: Κι εκείνη, μια γυναίκα από πέτρα, / κάθε φορά που τη χαϊδεύει η νύχτα, λύνει τα μαλλιά της (σ. 55). Και: Με ξύπνησε η κόρη της γειτονιάς ακάλυπτη / απλώνοντας τα μαλλιά της με ηδονή σαν δέντρο (σ. 127), και δεν ξέρω γιατί αλλά μου θύμισαν οι στίχοι αυτοί ένα δικό μας ποίημα «Το άσμα ασμάτων» από το Μαουτχάουζεν του Ι. Καμπανέλλη, και τα κορίτσια με το χτενάκι στα μαλλιά. Η «Γυναίκα από πέτρα» και το «Αν η καρδιά μου ήταν πέτρα…» μου θύμισε το Άσμα Ασμάτων του Σολομώντα. Ό,τι και να είναι, ο λυρισμός των στίχων, ο ρυθμός, παρασέρνει τον αναγνώστη σε ένα κελάρυσμα χωρίς να πολυνοιάζεται για τα νοήματα ή για τις διασυνδέσεις. Τα εύσημα στους μεταφραστές που σημειώνουν: «Η γυναίκα είναι άλλοτε θεότητα του έρωτα, άλλοτε σύμβολο της χαμένης πατρίδας[6]», κι εμείς θα συμπληρώναμε ότι μπορεί να είναι και η ίδια η ποίηση. Και ό,τι και να είναι, η ποίηση αναδεικνύεται ως αναγκαίο στοιχείο της ύπαρξης, όχι πολυτέλεια αλλά ανάγκη, παρηγορητική, θεραπευτική: Πέτρα από δροσερή δάφνη /που έγειρε πάνω στις πληγές μου. Και ξαναθυμόμαστε ότι στην ποίηση του Μουράντ Αλ Σουντάνι ο πόνος ξεχειλίζει: Δάκρυα κατέβαλαν το μυαλό μου που τα νόμιζα /από τις τόσες που με χτύπησαν συμφορές, χωριά πόνου (σ. 127) ο πόνος, πηγή των ποιημάτων που φωτίζουν οι πληγές (σ. 79).
Τι είναι τελικά ο ποιητής; Είναι αυτός που χωρίζεται και ενώνεται, που οραματίζεται και ερμηνεύει, που Κουβαλάω τη γη στην πλάτη μου σαν δισάκι από στεναγμούς· είναι ο ξένος και η ποίηση η ξενιτιά, με την έννοια της αποξένωσης, της απομόνωσης από τον θόρυβο του περίγυρου στη χώρα της σιωπής που παράγει ένα λόγο μη οικονομικό, μη υπολογιστικό, μη χρησιμοθηρικό, ένα λόγο αλληγορικό, με παρομοιώσεις, με λέξεις που δεν περιορίζονται σε ένα νόημα. η νύχτα είναι η πανοπλία μου και η ξενιτιά μου, γράφει (σ. 37).[7] Και: Η ξενιτιά ολοκληρώθηκε και η νύχτα πλησίασε /Τα επτά στρώματα των άστρων χορεύουν στο γαλάζιο όνειρό μου /Η ξενιτιά ολοκληρώθηκε /Με άρπαξε η ηδονή της δημιουργίας και η φτερωτή ανυπαρξία /στις απαρχές της ύπαρξης […] Η ξενιτιά ολοκληρώθηκε /και η καρδιά μου στέκεται /στην Πύλη της Ραουάχ[8] (σ. 133, 135). Χωρισμός και ένωση, λαχτάρα και ξενιτιά / Ο θερισμός μου από τον κόσμο και τα λάφυρα των μαχών μου / Είμαι ο διερμηνέας του έρωτα και το σύμπαν είναι το συμβούλιό μου / κι από την αχλή του οράματος άφησα τις ερμηνείες μου να ρέουν (151, 153). Όλα γύρω μου ούρλιαζαν κι ένιωσα τη αποξένωση /Με αναποδογυρίζει η σιωπή και με σαρώνει ο λόγος (σ. 161). Προχώρησα προς το σπήλαιο της γνώσης μου βουτηγμένος στις λέξεις / και πόσες φορές χάθηκα μέχρι να βρω τη γλώσσα μου! (σ. 99)
Όπως ήδη ανέφερα 100 παρομοιώσεις μέτρησα στα ποιήματα του Μουράντ Αλ Σουντάνι. Ποια είναι η σημασία των παρομοιώσεων τη γνωρίζουμε καλά χάρη στον μάστορα των παρομοιώσεων, τον Όμηρο. Δίνω ένα παράδειγμα παρομοίωσης: Η καρδιά μου πέτρα… […] σαν κραυγή, σαν λυγμός, σαν δάκρυ, σαν κεραυνός, σαν πληγή, σαν κεραυνός, σαν πληγή (σ. 29), σαν λύρα βοσκού (σ. 55). Ο ίδιος ο ποιητής για την ποιητική του συλλογή γράφει ότι «Η «Πέτρα του Μουράντ»… Είναι το γράμμα της γης για τον ουρανό, το ξίφος του φωτός που κόβει τη νύχτα των παρομοιώσεων και ανοίγεται στις αποκαλυπτικές ημέρες…» (σ. 16). Μήπως τελικά η παρομοίωση και η μεταφορά υπάρχουν μέχρι να γίνει άμεσα και ενορατικά η πρόσληψη του νοήματος; Σαν αποκάλυψη και όραμα. Μου θάμπωσαν το βλέμμα οι έρημοι δρόμοι / κι είδα βαθύτερα απ’ ό,τι βλέπουν οι οραματιστές / σαν τον Αλ-Μααρί, τον τυφλό σοφό, / που ζήτησε καταφύγιο στη φωτιά της ενόρασης (σ. 51). Και πάντως, η ποίηση μπορεί να ξεκινά από την πραγματικότητα αλλά της προσδίδει και άλλα νοήματα: Είμαι το σημάδι μιας πληγής πάνω στην πέτρα του νερού (σ. 49). Και οι μεταφραστές επισημαίνουν: «Μια πηγή νερού στο χωριό Ντέιρ Σουντάν όπου […] ένα από τα βότσαλά της άφησε στο μέτωπό του αιμάτινο σημάδι όταν ήταν παιδί, καθώς έπινε από την πηγή». Ενίοτε οι παρομοιώσεις ξαφνιάζουν δίνοντας μιαν άλλη διάσταση του κόσμου: Οι εποχές πράσινες σαν την πληγή, κυοφορούν τους καρπούς τους (σ. 93).
Και δεν λείπουν και οι συμβολισμοί, όπως με τον αριθμό επτά που ακούγεται 12 φορές και μία ως εφτά: Επτά τραγούδια στον δρόμο προς την πηγή (σ. 87), Η καρδιά μου πέτρα… /απ’ την κραυγή του πυρόλιθου ξεπηδάει […], /επτά φορές και επτά περιπλανιέμαι μαζί της στις χώρες (σ. 29), επτά άστρα, επτά πύλες, επτά άστρα (σ. 57), επτά ουρανούς (σ. 77, 91), Τα επτά στρώματα των άστρων (σ. 133), ανέβα τη φυλακή επτά φορές (σ. 137)[9], Ένας μάντης με σημάδεψε με επτά στάχυα (σ. 165), Ω, Κύριέ μου, ω Κύριέ μου επτά θάλασσες / ρίζες απλώνουνε στη σκέψη μου (σ. 169), εφτά άρρωστα αστέρια (σ. 47).
Όσο για τα χρώματα, κυριαρχεί το πράσινο (15 φορές). πράσινα νοήματα (σ. 23)· Χάρισέ μου δέντρα που πρασινίζουν σε όνειρα και δόρυ (σ. 31)· θα σε έντυνα με όλη την φλόγα ενός πράσινου λιβαδιού (σ. 43)· Αναδεικνύεται η περηφάνια σου καθώς φωτίζεται το πράσινο αίμα σου (σ. 57)· Το αίμα αναβλύζει σαν πλημμύρα, ντυμένο στα ρούχα της νύχτας / Πρασινίζει με τρόπο εκκωφαντικό (σ. 71)· Μια καρδιά ντυμένη με πράσινα λιβάδια, μαχητικά δέντρα και σφαίρες (σ. 77)· Οι εποχές πράσινες σαν την πληγή, κυοφορούν τους καρπούς τους […] Δεν βλέπω στις χαρές παρά μόνο τη φύση ν’ ανοίγει το στήθος της / στα λουλούδια και το κυρίαρχο πράσινο / στο νερό, στ’ άλογα που αφηνιασμένα τρέχουν πληγωμένα από τραγούδια / θερισμού (σ. 93)· Πρασινίζει το κλαδί του λόγου και τραγουδά (σ. 95)· πρασινίζει η φωτιά της νοσταλγίας (σ. 139)· Είναι τα στάχυα της ζωής /που πρασινίζουν, ω πληγή μου υψωμένη (σ. 143)· Κομμάτια ονείρων παίζουν με την ψυχή μου / και η πράσινη αστραπή ανάβει τους ορίζοντές μου (σ. 151)· Θ’ αφήσω το μελάνι της διαθήκης πράσινο για τα παλικάρια που ανατέλλουν (σ. 157)· Πάνω σε πράσινο φύλλο, το στήθος της προσκέφαλό μου / κι απ’ τον ύπνο μου με πέταξαν φλόγες (σ. 165)·
Κι όταν ήρθε η ώρα σας, με τις άφθονες σοδειές και το φως
όταν η γη αποκάλυψε το φωτεινό, πράσινο πρόσωπό της
με τον σπόρο της συγκομιδής
τις ευλογίες των εποχών και της καλλιέργειας
Τίναξα από το τραχύ κορμί μου
τη σκόνη της θλίψης
και ύψωσα το τόξο της χαράς (σ. 105)
«Σκοτεινές πρασινάδες καλύπτουν τις ματωμένες πηγές του βουνού», γράφει ο ποιητής στον πρόλογο αυτής της έκδοσης (σ. 14). Και παρακάτω: «Παραλλαγές της πέτρας, καθώς εισέρχεται σε συμφραζόμενα ερμηνείας και του ανώνυμου. Είναι προαισθήσεις βυθισμένες στη λάμψη και το μεγαλείο της αποκάλυψης και της καθαρότητας. Είναι μάτι πηγής που έρευσε στην ψυχή με διαυγή ρυθμικότητα, πυρπολώντας τις πεδιάδες με τη ζωηρή πρασινάδα και την ελεύθερη, ασυγκράτητη ομορφιά τους.» (σ. 16)[10]
[1] Στη συλλογή 121 φορές ακούγεται η λέξη πέτρα.
[2] Στη συλλογή 51 φορές ακούγεται η λέξη άστρο.
[3] Πρβ. Και το ποίημα «Η Πύλη της Ραουάχ», σ. 133-135.
[4] Τραγούδι χαρούμενο, λυπητερό, αντάρτικο, θριαμβευτικό, της νιότης, ερωτικό, της μάνας, θρήνος και μοιρολόγι, θριαμβευτικά, τραγούδια που ακούγονται από μακριά, ύμνοι, θερισμού, ελπιδοφόρο, ονειρικό, του ποταμού, του αέρα, των ψυχών, των σπιτιών, της φυλακής, τραγούδι καταφύγιο (σ. 155).
[5] Στη συλλογή 25 φορές ο ποιητής αναφέρεται στη λέξη άλογο, ενώ υπάρχει και η φράση φωτιάς άλογο (σ. 39), άλογα της φωτιάς (σ. 37, 69 [2 φορές]).
[6] Στη συλλογή 22 φορές ακούγεται η λέξη πατρίδα· κάποιες φορές συνοδεύεται από την κτητική αντωνυμία πατρίδα μου και αυτό δημιουργεί συγκινησιακή φόρτιση.
[7] Στη συλλογή 64 φορές ο ποιητής αναφέρεται στη νύχτα.
[8] Η Πύλη της Αναχώρησης, ιστορική και μεγαλοπρεπής πύλη στα οχυρωμένα τείχη της Ραμπάτ, στο Μαρόκο.
[9] Η λέξη φυλακή αναφέρεται συνολικά 18 φορές στη συλλογή.
[10] Διαβάζοντας τη συλλογή του Μουράντ αλ Σουντάνι κινήθηκε μέσα μου η περιέργεια τι γίνεται με την πέτρα στην ελληνική ποίηση. Και ξαφνιάστηκα: Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, Άρης Αλεξάνδρου, Μιχάλης Γκανάς, Κική Δημουλά, Ν. Εγγονόπουλος, Οδυσσέας Ελύτης, Ανδρέας Εμπειρίκος, Έκτωρ Κακναβάτος, Βύρων Λεοντάρης, Τάκης Παπατσώνης, Τίτος Πατρίκιος, Γιώργης Παυλόπουλος, Γιάννης Ρίτσος, Μίλτος Σαχτούρης, Γιώργος Σεφέρης, Κώστας Χαραλαμπίδης.
Μουράντ Αλ Σουντάν, Η δική μου πέτρα ,μτφρ. Κούκης Χρήστος, Αλζήρ Χαιθάμπ, εικ. Εύα Μελά , Πατάκης