του Δημήτρη Σαραφιανού (*)
Στην καινούργια μεγαέκθεση του ΕΜΣΤ Why look at animals? σε επιμέλεια της Κατερίνας Γρέγου, σημείο επιμελητικής αφετηρίας αποτελεί το ομότιτλο κεφάλαιο του John Berger από το βιβλίο του About Looking. Ο John Berger, ένας αθεράπευτα μαρξιστής τεχνοκριτικός (Permanent Red τιτλοφορείται η πρώτη του συλλογή τεχνοκριτικών κειμένων) ανατέμνει το βλέμμα του σύγχρονου ανθρώπου, καθώς αυτό το βλέμμα είναι που προσδιορίζει και τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε την ίδια την τέχνη. Για τον John Berger είναι η απομάγευση της εμπορευματοποίησης και του καταναλωτισμού που διαμορφώνει και το βλέμμα μας απέναντι στα ζώα. Με άλλα λόγια, η ιδεολογία μας, που διαμορφώνεται από τον τρόπο που έχουμε μάθει να ζούμε, είναι που διαμορφώνει και τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο γύρω μας, αλλά και το παρελθόν. Έτσι, νομίζουμε ότι η εξημέρωση των ζώων πραγματοποιήθηκε ιστορικά μόνο και μόνο για την παραγωγή γάλατος, κρέατος, δερμάτων, χωρίς να περνάει καν από το μυαλό μας ο τρόπος που οι ίδιοι οι άνθρωποι της νεολιθικής εποχής αντιλαμβάνονταν τα πράγματα, σε ένα άλλο κοινωνικό σύστημα, όπου οι μαγικές ιδιότητες των ζώων, οι οιωνοί, οι θυσίες, η σχέση τους με το ιερό και το νόημα ήταν απλή καθημερινότητα. Εκεί που το ζώο ήταν φορέας και αγγελιοφόρος του απρόσιτου νοήματος. Αλλά και με το βάθεμα του καταμερισμού της εργασίας, όταν η παραμυθία (Αίσωπος), αλλά και η επιστημονική κρίση (Αριστοτέλης) αντιλαμβάνεται πλέον το ζώο ανθρωπομορφικά, μεταβιβάζοντάς του ανθρώπινες ιδιότητες και χαρακτηριστικά (αντί να μεταβιβάζει πια τις ιδιότητες των ζώων στον άνθρωπο, π.χ. «δυνατός σαν λιοντάρι», «ταχύς σαν άλογο»), το ζώο παραμένει ως ένας πιθανός φορέας του θείου (όχι απλά ως σύμβολο, αλλά ως άμεση μεταμόρφωση του ίδιου του θεού). Ακόμα και σε πιο κοντινές μας εποχές, όπου η επαφή με το ζώο διατηρούσε την καθημερινότητά της, η θρησκεία, ως οργανωμένο σύστημα μαγικών επεξηγήσεων, συνέδεε συμβολικά τον άνθρωπο και το ζώο μέσα από τη μοίρα του Επέκεινα. Ακόμα κι αν το ζώο δεν θεωρείτο ότι έχει ψυχή ως άνθρωπος, η σφαγή των ζώων διατηρούσε θυσιαστικά χαρακτηριστικά (ακόμα και αν επρόκειτο για δαιμονικά πλάσματα), που η σφαγή του ανθρώπου δεν είχε.

Στη σύγχρονη εποχή, η ιστορικά αποικιοκρατική ματιά του δυτικού, κυρίως, ανθρώπου απονεκρώνει το βλέμμα του, αντιμετωπίζει το ζώο ως αντικείμενο, ως προϊόν, ως μέσο και όχι ως σύντροφο στον αγώνα και τις αγωνίες της ζωής. Κοιτάζει και δεν αντιλαμβάνεται ότι είναι το ζώο που τον κοιτάει. Το βλέμμα του ζώου χάνεται από το βλέμμα μας. Και δεν είναι μόνο επειδή στον σύγχρονο καπιταλισμό χάνεται και η επαφή του ανθρώπου με τα ζώα και περιορίζεται μόνο στην επαφή με τα ζωικά προϊόντα, καθώς η σφαγή οργανώνεται σε μεγάλες παραγωγικές μονάδες μακριά από το βλέμμα μας. Είναι και επειδή, όταν μεγαλώνουμε τουλάχιστον, δεν μπορούμε να δούμε παρά μόνο μέσα από τα ατομοκεντρικά μας ναρκισσιστικά ματογυάλια. Έτσι, στη σύγχρονη αγορά οικόσιτων ζώων, μια οργανωμένη (και μέσω πολλαπλών εικονογραφιών, ας είναι καλά η βικτωριανή εποχή και ο Ντίσνεϋ) αγορά συναισθηματικών αξιών και υποκατάστασης των συναισθηματικών κενών, που μας καλύπτει την έλλειψη άμεσης κοινωνικής επαφής με τον Άλλο, θεωρούμε δεδομένη και αυτονόητη την επιβολή π.χ. της στείρωσης και του ευνουχισμού, γιατί έτσι απλά βολεύει τον τρόπο ζωής μας. Και αυτό, βέβαια, έτοιμοι είμαστε να το εφαρμόσουμε και στα άγρια ζώα (στους λύκους π.χ., καλή ώρα, στο πλαίσιο της φιλοζωΐας, του βηγκανισμού και του αντιειδισμού μας). Η αποικιοκρατική ματιά του ζωολογικού κήπου, του εθνογραφικού μουσείου, του cabinet de curiosités, του τσίρκου, παραμένει ο πυρήνας του βλέμματος μας, όσο κι αν το βλέμμα μας υπερπολλαπλασιάζεται, κανοναρχείται και παθητικοποιείται από τις ταχύτητες των εικόνων των ΜΜΕ, του Διαδικτύου, των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, της τεχνητής νοημοσύνης . Το γεγονός ότι η κερδοσκοπική υπερεκμετάλλευση των ζώων συμβάλλει στην ευρύτερη περιβαλλοντική καταστροφή, αδιαμφισβήτητο είναι και χρήσιμο να το αναδεικνύουμε και μέσα από μεγαεκθέσεις. Το ερώτημα όμως «γιατί να κοιτάμε τα ζώα;» δεν έχει ως απλή απάντηση το να τα κοιτάμε με συμπάθεια, ούτε το να τα κοιτάμε γιατί τα χάνουμε (αν και αυτό θα ’πρεπε να χτυπάει καμπανάκια), αλλά να αντιλαμβανόμαστε ότι εμείς είμαστε το αντικείμενο του βλέμματός τους και έτσι να καταλάβουμε ότι πρέπει να σταματήσουμε και να κοιτάμε όπως κοιτάμε και, πρωτίστως, να σταματήσουμε να ζούμε όπως ζούμε!
Αν, λοιπόν, αναφερόμαστε στον John Berger, πρέπει κι αυτόν να τον κοιτάμε με τα δικά του μάτια και δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο ίδιος απεχθανόταν τον συναισθηματισμό, όσο και τον υποκειμενισμό του καλλιτέχνη. Η τέχνη, γι’ αυτόν, είναι η αναζήτηση της αλήθειας, η ανάδειξη της δύναμης που κρύβεται μέσα μας (ιδίως σε όσους νομίζουν ότι είναι αδύναμοι) για να αλλάξουμε τον κόσμο.
Σε μια κοινωνία που βυθίζεται στον καταναλωτισμό ή/και την κατάθλιψη, η τέχνη οφείλει να ’ναι γροθιά στο στομάχι. Όχι για να μετατρέπει τη βία σε θέαμα αλλά για να σπάει όλους τους μηχανισμούς του θεάματος που αποκρύπτουν τη συστημικότητα της βίας.
Πόσο ανταποκρίνεται σ’ αυτό η έκθεση, που περιέχει, βέβαια, πολλές εντυπωσιακές κατασκευές και αρκετές παραγωγές καινούργιων έργων; Η έκθεση απόλυτα συνειδητά αποφεύγει να δείξει τη βία απέναντι στα ζώα. Αυτό από μόνο του δεν είναι, φυσικά, πρόβλημα, αφού υπάρχουν πολλοί τρόποι να συμβολίσεις τη βία. Η μόνη φωτογραφία με σκοτωμένα ζώα, του Mostafa Saifi Rahmouni (The Feast) έχει, αιδημόνως, γυρισμένη την πλάτη της στο κοινό, υποθέτουμε για να μην σοκάρει. Περισσότερο βέβαια σοκαριζόμαστε που η μόνη αυτή φωτογραφία αφορά το Ραμαζάνι, ενώ, αντίθετα, δεν βρήκε τη θέση της στο Μουσείο η πατροπαράδοτη πασχαλινή σούβλα. Το βασικότερο όμως ζήτημα είναι ότι η έκθεση δεν επικεντρώνει στο ζήτημα που ο ίδιος ο Berger αναδεικνύει, ήτοι ότι, με την επικράτηση του καπιταλισμού, η σφαγή των ζώων γίνεται ένα εμπορευματικό ολοκαύτωμα, μέσα στο οποίο η γέννηση, η εκτροφή, η σφαγή, η παραγωγή υποπροϊόντων, η συσκευασία, η διάθεση των ζωικών υπολειμμάτων έχει βιομηχανοποιηθεί με ταιηλοροφορντικούς τρόπους και βλάπτει συνολικά το περιβάλλον, συμμετέχοντας στον πολλαπλασιασμό των απορριμμάτων και των εκροών αερίων, αλλά και στην εξάπλωση ασθενειών (όπως, π.χ., η νόσος των τρελών αγελάδων). Οι μόνες αναφορές στη βιομηχανοποίηση της εκτροφής, ανάμεσα στα πάνω από 200 έργα της έκθεσης, εμπεριέχονται στο βίντεο της Ang Siew Ching, High–Rise Pigs, που αφορά τις σύγχρονες καθετοποιημένες φάρμες-ουρανοξύστες της Κίνας (εκτός δυτικού κόσμου πάλι) και το οποίο πρωτίστως επικεντρώνεται στην παγερή βία του «ανώδυνου θανάτου» και στο πολύ πιο ενδιαφέρον βίντεο του πάντα ενδιαφέροντα Igor Grubić, Ingresso Animali Vivi, όπου ένας μοναχικός σκύλος κυκλοφορεί σε ένα άδειο βιομηχανικό σφαγείο. Και πρώτιστα στο ντοκιμαντέρ των Mike Dibb και Chris Rawlence, Parting shots from animals, από το 1980 σε σενάριο του ίδιου του John Berger, που παρουσιάζεται σε μια μικρή οθόνη στο φουαγιέ του μουσείου και στο οποίο, πέρα από μια σειρά χειρουργικές παρατηρήσεις, όπως πόσο διαφορετικά βλέπουμε τα ζώα ανάλογα με την τάξη στην οποία ανήκουμε ή ότι πλέον τις ιδιότητες τους (δύναμη, ταχύτητα, αντοχή) δεν τις αποδίδουμε σε εμάς, αλλά στα προϊόντα μας, για να πουληθούν μέσω της διαφήμισης, αναδεικνύεται ότι το μόνο που βλέπουμε πια από τα ζώα είναι η σκιά τους (αλλά όχι γιατί τα προσπερνάμε –και αυτά– με ταχύτητα, όπως όλα τα πράγματα που έχουν νόημα, όπως φαίνεται να επισημαίνουν οι πίνακες του Άγγελου Μεργέ), αλλά γιατί τα εξολοθρεύουμε. Και δεν μπορούμε παρά να σκεφτούμε ότι το ίδιο έχει συμβεί με μια σειρά αυτόχθονων πολιτισμών (και πρωτίστως συμβαίνει σήμερα μπροστά στα μάτια μας στην Παλαιστίνη – όχι, βέβαια, πώς θα το δούμε αυτό στο μουσείο).

Το υπεροπτικό αποικιοκρατικό βλέμμα απέναντι στα ζώα, όπως και απέναντι στους αυτόχθονες πληθυσμούς, δεν λείπει βέβαια από την έκθεση (όπως η εντυπωσιακή στάση λεωφορείου από κεραμικά κόκκαλα της Elisabetta Benassi, M‘fumu, το όνομα της οποίας παραπέμπει στον κογκολέζο διανοούμενο ακτιβιστή των αρχών του 20ού αι., ή η εννοιολογική αποδόμηση ενός ρινόκερου-εκθέματος του 18ου αι., της Clara, από την Rossela Biscotti), εμφανίζεται όμως κυρίως ως ένα ιστορικό ζήτημα, που η σημερινή του απόληξη είναι ίσως το κυνήγι (όπως στις φωτογραφίες του Mark Gion, Men and game, ή στα εραλδικά του λάβαρα ή με εντυπωσιακά έξυπνο τρόπο, με κλαδιά αντί για κέρατα, στα Taxonomic trophies του Maarten Vanden Eynde) και όχι ως ένα απολύτως παροντικό πρόβλημα. Ευτυχώς που υπάρχει το άμεσα πολιτικό έργο του Sammy Baloji, Hunting and collecting, όπου, εκτός από τις αναφορές στην αποικιοκρατία, συμπεριέχονται και τα 376 ονόματα των σύγχρονων ΜΚΟ που δραστηριοποιούνται αυτή τη στιγμή σε δύο μόνο από τις 26 περιφέρειες της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό… Οπωσδήποτε κανείς δεν πρέπει να παραλείψει να δει και την ατομική έκθεση του Baloji στο ΕΜΣΤ, που και αναδεικνύει τη σημερινή αποικιοκρατική εκμετάλλευση των πρώτων υλών (Shinkolobwe‘s abstraction, Untitled) και προσπαθεί να στηρίξει το έργο του στα παραδοσιακά υφάσματα (The crossing, Of the moon and velvet κ.ά.) και κυρίως γιατί, παρά το ότι παρουσιάζεται επιμελητικά με ένα μάλλον ψυχρό τρόπο, περιέχει συγκλονιστικά έργα, όπως το Essay on urban planning, που παραλληλίζει τον πολεοδομικό φυλετικό διαχωρισμό του Λουμούμπασι και τις γειτονιές των μαύρων με την ταξινόμηση των μυγών ή η σειρά Triga Mark που συνδυάζει την προώθηση πολιτιστικών προϊόντων από τη CIA, όπως η τζαζ και το αμερικανικό informel, με τις αμερικανικές επεμβάσεις για την εξόντωση του Λουμούμπα (γιατί υπάρχουν, πράγματι, μνήμες αγωνιστών που δεν στοιχειώνουν μόνο την Αφρική, αλλά και ολόκληρο τον κόσμο).
Η έκθεση επικεντρώνεται κυρίως στην εν γένει κακομεταχείριση των ζώων από τον άνθρωπο ή τη μόλυνση του περιβάλλοντός τους από τα ανθρώπινα απορρίμματα, όπως το γούνινο παλτό από ζώα που σκοτώνονται στους δρόμους των Art Orienté Objet ή οι αποτρελαμένοι sleepless monkeys της Tiziana Pers ή η τροφική πυραμίδα των θαλασσινών του Marc Dion που περιέχει από πλαστικά μπουκάλια μέχρι τσατσάρες, ή η εγκατάσταση του Δημήτρη Τσουμπλέκα, Birds at 5 o clock in the morning, με τις σοφές κουκουβάγιες να ζουν ανάμεσα στα περιτυλίγματα σοκολατών και τσιγάρων ή η κακομεταχείριση των αδέσποτων στο βίντεο του Μενέλαου Καραμαγγιώλη, Σήμερα είμαι, αύριο δεν είμαι, ή οι εξωοικολογίες του Jonas Staal με τα ζώα που στάλθηκαν στο διάστημα κατά την ψυχροπολεμική κούρσα της κατάκτησής του ή τα μινιμαλιστικά κλουβιά του Wesley Meuris. Μπορεί μάλιστα αυτή η κακομεταχείριση να προκύπτει απλά από τη συνύπαρξη των ζώων με τον ανθρώπινο πολιτισμό, όπως στις φωτογραφίες του Πάνου Πετρίδη (αν και πολύ πιο ενδιαφέρον έχει η υπαρξιακή φωτογραφία με το γαϊδουράκι της Βηθλεέμ).

Αυτή η ενότητα περιλαμβάνει και εντυπωσιακές κατασκευές, όπως το Πεδίον (ιππικής μάχης) του Νίκου Τρανού ή το βίντεο The space between your tongue and teeth και ιδίως οι εγκαταστάσεις στην παράλληλη ατομική έκθεση της Janis Rafa (Ραφαηλίδου) που αναδεικνύουν, μέσα από την απουσία του ίδιου του αλόγου, την εκμετάλλευση των αλόγων κούρσας πριν καταλήξουν για κρέας στο σφαγείο. Όμως, αξίζει να το πούμε, το αντίστοιχο βίντεο της Τζάνις Ράφα στην έκθεση Το συλλογικό γουργουρητό, που επιμελήθηκε η Νάντια Αργυροπούλου στο Νόμπελ του Χαλανδρίου, ήταν πολύ πιο πολιτικό, καθώς ανέτεμνε τους τρόπους εξουσιαστικής επιβολής του ανθρώπου στις επιθυμίες όσων δεν έχουν φωνή (παρά το ότι η έκθεση του ΕΜΣΤ είναι, βέβαια, πολύ μεγαλύτερη, η έκθεση της Αργυροπούλου είχε ήδη βάλει πολύ ψηλά τον πήχη στην προσπάθεια να μιλήσουμε εικαστικά για τον τόσο κοντινό μας Άλλο). Αναμφίβολα, το πιο ανατριχιαστικό έργο σ’ αυτή την ενότητα είναι η πολυμεσική εγκατάσταση The infinity engine της Lynn Hershmann Leeson, που αφορά τις γενετικές επεμβάσεις στα ζώα, από την κλωνοποίηση μέχρι τη δημιουργία υβρίδιων, όπως οι ραδιενεργά φωσφορίζουσες γάτες-μέδουσες.
Η εικαστική αναπαράσταση πορτρέτων ζώων, από τα οικόσιτα μέχρι τα δυσπρόσιτα κοράλλια, είναι επίσης παρούσα στην έκθεση (από το αφιέρωμα στον ανιμαλιέ γλύπτη Ευρυπίδη Βαβούρη, τα ψυχοπορτρέτα –ζωγραφικά και φωτογραφικά– του Αλέξανδρου Γεωργίου, τις κοραλλιογραφίες του David Brooks, τα εθνικά λάβαρα των Gustaffson & Haapoja, τις φωτογραφίες του Νίκου Μάρκου, που συνταυτίζουν το ζώο με το περιβάλλον του, αλλά και τα φωτογραφικά πορτρέτα προβάτων του Nabil Boutros, που όμως αποκτούν περισσότερο ενδιαφέρον γιατί έχουν τοποθετηθεί έτσι ώστε να κοιτάνε με αδιαφορία τον διεστραμμένο σκελετό ενός άλλου ζώου που οδηγείται στην καταστροφή από τις ίδιες του τις πράξεις: του Homo stupidus stupidus από τον Maarten Vanden Eynde). Οι πιο ενδιαφέρουσες εικαστικά προτάσεις σε αυτό το κομμάτι της έκθεσης είναι τα σχέδια της Marta Roberti, τα ανάγλυφα από φελιζόλ της Lin May Saeed και οι ορνιθογραφίες του καταλανού Xavi Bou που μετατρέπει τις πτήσεις των πουλιών σε υπέροχους αφηρημένους πίνακες ζωγραφικής.
Η τόσο πια οικεία ανθρωποποίηση των ζώων μέσα από τα κόμικ και τα κινούμενα σχέδια έχει επίσης την τιμητική της μέσα από την τοιχογραφία του Kasper Bosmans, τη συμπαθητική αλληλεπίδραση ανθρώπων και ζώων από τον Jakup Ferri ή το μινιμαλιστικό αφιέρωμα στα Peanuts από τον Κωστή Βελώνη. Το θέμα είναι τι μένει από αυτή την ανθρωποποιημένη αναπαράσταση του ζώου, που στερεί το ζώο από την ίδια του τη μεγαλοπρέπεια, όταν αφαιρείς την ανθρωποκεντρική ιστορία που τη συνέχει: μια απόλυτη βαρεμάρα, όπως αναδεικνύεται από τον David Claerbout στο βίντεό του που αφαιρεί τον Μόγλη από το Βιβλίο της Ζούγκλας του Ντίσνεϋ. Κι αυτό συμβαίνει ακόμα κι όταν η εικονογράφηση δεν λαμβάνει ανθρωποποιημένα χαρακτηριστικά, όπως στο βίντεο των Simona Denicolai και Ivo Provost.

Η έκθεση επικεντρώνεται επίσης στις ατομικές πρωτοβουλίες διάσωσης ζώων, όπως αυτές της Tiziana Pers να ανταλλάξει έργα της με ζώα που θα οδηγούνταν στο σφαγείο ή τις αντάρτικες κυψέλες της Anne Marie Maes, που επιτρέπουν την μελέτη των μελισσών και αναδεικνύουν την αισθητική πολυπλοκότητα της ζωής και της ανατομίας τους. Αξίζει κανείς να σταθεί στο ιδιαίτερα συγκινητικό βίντεο των Rainio & Roberts γύρω από την επιτυχημένη προσπάθεια της γιαγιάς της αφηγήτριας να σώσει τις βόρειες ίβιδες από εξαφάνιση, μαθαίνοντάς τους εκ νέου πώς και πού να μεταναστεύουν, καθώς η γνώση αυτή χάνεται αν περάσουν δυο γενιές. Ένα βίντεο από την τρίτη γενιά, μνημείο στον διαρκή πόλεμο κατά της λήθης.
Η εξαφάνιση ειδών είναι επίσης παρούσα στην έκθεση, με την ρομποτική βούρτσα των Art Orienté Objet να σβήνει τον κόσμο που αποτελείται από ονόματα εξαφανισμένων ζώων σε εξίσου εξαφανισμένες γλώσσες, ή τα γύψινα εκμαγεία του Μarcus Coates, τα οποία παριστάνουν χέρια που σχηματίζουν σκιές εξαφανισμένων ζώων. Ο Jonas Staal στήνει μάλιστα με την Radha d’Souza ένα διεθνές ποινικό δικαστήριο για την εξαφάνιση των ειδών, που, παρά το ότι δεν έχει ιδιαίτερη αισθητική αξία, θέτει όμως ερωτήματα για τα δικαιώματα των ζώων. Η αντίληψη του «δικαιώματος του ζώου» σίγουρα εμπεριέχει μια αντιειδιστική αρχή, όπως άλλωστε και τα δικαιώματα της φύσης, των ποταμών, των δασών κ.λπ., που συναντάμε σε αντιδικίες στον παγκόσμιο Νότο: γιατί είναι μόνο ο άνθρωπος που έχει δικαιώματα; Γιατί αναγνωρίζονται δικαιώματα σε φαντασιακές οντότητες, όπως τα νομικά πρόσωπα, οι εταιρείες και τα κράτη, και όχι στην υπαρκτή φύση γύρω μας; Από την άλλη, βέβαια, ως αντιδικία που απευθύνεται για κρίση σε έναν μηχανισμό δικαστικής εξουσίας, εμπεριέχει όλες τις αντιφάσεις του δικαιωματισμού: πρώτα και κύρια το ερώτημα «ποιος κρίνει», αλλά και την τυπική ισότητα των μερών που αναπαράγει υπαρκτές κοινωνικές ανισότητες. Γι’ αυτό και η δικανική μετάφραση αυτών των δικαιωμάτων πάντα περνάει μέσα από την επίδραση που έχει στον άνθρωπο η προσβολή των έννομων αγαθών. Η κρίση τότε έχει να διαβεί τις συμπληγάδες των διαφορετικών κοινωνικών συμφερόντων που συνθέτουν το «κοινό καλό», ήτοι τη σύγκρουση μεταξύ της «προόδου», της προστασίας των επενδύσεων και της ατομικής ιδιοκτησίας, με την προστασία της ζωής, της υγείας και της αξιοπρέπειας των αυτόχθονων πληθυσμών.
Η έκθεση, λοιπόν, θέτει και το ερώτημα τι θα μπορούσε να αλλάξει. Στο ενδιαφέρον βίντεο του Driant Zenelli Those sweet murky waters, το ψάρι κλέβει το φως από το υδροηλεκτρικό φράγμα για να το προσφέρει στους συντρόφους του. Φυσικά υπάρχει πάντα και η απάντηση της εξέγερσης των ζώων που εκδικούνται τον άνθρωπο με μεσαιωνικούς τρόπους, όπως στις ξυλογραφίες της Sue Coe, ή πετυχαίνουν να αποδράσουν, όπως στο βίντεο της Tiziana Pers, Saut dans le vide. Ήδη όμως από την εποχή της Φάρμας των ζώων του Όργουελ έχει τεθεί το ερώτημα τι θα γινόταν μετά.
Η Ema Talbot προτείνει στην παράλληλη ατομική της έκθεση μια μεταανθρώπινη σύμφυση με τη φύση, στην οποία διανοίγονται νέες δυνατότητες ενσυναίσθησης για τον εγκλωβισμένο άνθρωπο. Άλλα έργα αναζητούν τη δημιουργική συνεργασία του ανθρώπου με τα ζώα, όπως το μουσικό βίντεο της Annika Kars, με πιο ενδιαφέρουσες τις μπρούτζινες φωλιές που δημιούργησε ο Joseph Havel με τον παπαγάλο του.

Όμως, αναμφίβολα, η απάντηση είναι πολύ πιο απλή και κρύβεται στα πιο συγκλονιστικά έργα, που δεν είναι εντυπωσιακές κατασκευές, αλλά μικρά κεντήματα, χωμένα σε μια εσοχή της έκθεσης. Η σάμι καλλιτέχνης (από τη σουηδική Λαπωνία) Britta Marakatt Labba μας δείχνει μια υπαρκτή διαφορετική σχέση ανθρώπου – φύσης, όπου η κοινωνική οργάνωση δεν στηρίζεται στην ατομική ιδιοκτησία, σέβεται το περιβάλλον και με αυτό τον τρόπο καταλήγει να προσεγγίζει ακόμα και τα πιο κλειδωμένα μυστήρια της ζωής. Και βέβαια υπερασπίζεται αγωνιστικά αυτό τον τρόπο ζωής από τους αστυνομικούς – κοράκια που έρχονται να επιβάλουν την προστασία των επενδύσεων.
Είναι λοιπόν μια αγωνιστική συγκρουσιακότητα που διανοίγεται μπροστά μας, αν θέλουμε να ξεφύγουμε από το καταστροφικά δυστοπικό μας παρόν. Όπως λέει ο Daniel Steegmann Mangrané στο δικό του εξαιρετικό έργο, για να γλυτώσουμε από τον φασισμό ίσως θα πρέπει να απαγριωθούμε και μεις, να μεταλλαχθούμε σε κάτι άλλο.
Γιατί καλό και χρήσιμο είναι, φυσικά, να θέτουμε στο επίκεντρο τα θέματα που ταλανίζουν τις κοινωνίες μας (τον εθνικισμό, την πατριαρχία, την αίσθηση της ανθρώπινης ανωτερότητας), αντί να αναμασάμε μουχλιασμένα ιδεολογήματα (όπως η μεγάλη ιδέα της καλλιτεχνικής ελληνικότητας). Πόσο βοηθάει όμως να το κάνουμε με έναν τρόπο που αποστειρώνει ή/και απονεκρώνει;
Κατά πόσο η παραγωγή ενός συστήματος κριτικού καθωσπρεπισμού, όπου η επιμελητική δουλειά λειτουργεί χειρουργικά μεν, αλλά με το κατάλληλο αναισθητικό, και η τεχνοκριτική απλώς πασαλείβει δελτία τύπου, συμβάλλει καθόλου στο να διαρρήξει μουδιασμένες συνείδησεις; Λειτουργεί απλά ως μια βελούδινη κουβέρτα που αναδεικνύει τα κρίσιμα θέματα καλύπτοντάς τα.
Μια απαγριωμένη σκέψη, μια απαγριωμένη τέχνη, μια αδέσποτη τέχνη, στην οποία, ίσως και αθέλητα, μας παραπέμπει η φωτογραφία του Πάνου Κοκκινιά με τα αδέσποτα σκυλιά έξω απ’ το ΕΜΣΤ, έχει πολύ περισσότερες δυνατότητες να συμβάλει στη διάνοιξη ενός καινούργιου κόσμου, όπου, με την κατάλυση των σημερινών διακρίσεων και ιεραρχιών, μπορεί να οδηγήσει στο ξεδίπλωμα των άπειρων –και γι’ αυτό μαγικών– δημιουργικών δυνατοτήτων μας.
* Ο Δημήτρης Σαραφιανός είναι νομικός και κριτικός τέχνης, επικεφαλής του χώρου εκθέσεων και εκδηλώσεων «Λόφος art project», στην οδό Βελβενδού 39, στην Κυψέλη.
info
Why Look at Animals? Δικαιοσύνη για τη μη ανθρώπινη ζωή
Επιμέλεια: Κατερίνα Γρέγου
Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, Καλλιρρόης & Φραντζή
Διάρκεια: 15 Μαΐου 2025 – 2 Φεβρουαρίου 2026
Ώρες λειτουργίας: Τρίτη – Κυριακή, 11.00-19.00, Πέμπτη, 11.00-22.00
Είσοδος: 10 €, μειωμένο 5 €