Με τον Καζαντζάκη ως ήρωα και οδηγό (της Έρης Σταυροπούλου)

0
499
Μια πεταλούδα βγαίνει από το κουκούλι(δες την αφήγηση Καζαντζάκη)

γράφει η Έρη Σταυροπούλου

Ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος είναι αναμφισβήτητα φανατικός θαυμαστής του Καζαντζάκη, αφού δηλώνει απερίφραστα ότι αυτός ο συγγραφέας τον ώθησε να γίνει και ο ίδιος πεζογράφος. [1] Μάλιστα τα τελευταία χρόνια αποφάσισε να αναμετρηθεί στο έργο του με τη ζωή και τη λογοτεχνική δημιουργία του μεγάλου Κρητικού. Το 2022 εξέδωσε το μυθιστόρημα Ανέγγιχτη με το οποίο αναδημιουργεί και σχολιάζει τη συζυγική σχέση του Καζαντζάκη με την πρώτη σύζυγό του Γαλάτεια Αλεξίου-Καζαντζάκη. Το 2024 κυκλοφόρησε το «σχεδόν πειραματικό μυθιστόρημα» Ο Θεός φταίει, που έκανε τον κόσμο τόσο ωραίο, ένα πρωτότυπο βιβλίο, που δημιουργήθηκε από την αγάπη του προς τον μεγάλο δημιουργό. Πρόκειται λοιπόν για απόδοση της οφειλόμενης τιμής αλλά και -ως ένα βαθμό- διάθεση αναμέτρησης με τη δημιουργία εκείνου.

Άλλωστε, η λειτουργία της διακειμενικής διάστασης ως δημιουργικής αφετηρίας είναι διαχρονικά σταθερή στη λογοτεχνία και την τέχνη γενικότερα και εντάθηκε στο πλαίσιο του μεταμοντερνισμού. Στο έργο του Ραπτόπουλου αντιπροσωπευτικά αυτής της τάσης είναι τα μυθιστορήματά του Η απίστευτη ιστορία της Πάπισσας Ιωάννας (2000, έργο κοινωνικού προβληματισμού για τη θέση της γυναίκας διαχρονικά με αφετηρία τις περιπέτειες της ηρωίδας του Μεσαίωνα) και Μοιρόλα3 (2014, στηρίζεται στο Παραμύθι χωρίς όνομα της Πηνελόπης Δέλτα και διαδραματίζεται στο μέλλον με αναφορές στη σύγχρονη Ελλάδα).

Ο Ραπτόπουλος συγκέντρωσε 259 «αλληγορίες» από τον Καζαντζάκη στις 490 σελίδες του βιβλίου του. Ωστόσο, περίπου είκοσι από αυτά τα κείμενα αποτελούν δικές του συνθέσεις στις οποίες «ενσωμάτωσε λίγες φράσεις» του Καζαντζάκη και έγραψε ο ίδιος το υπόλοιπο κείμενο. Είναι όμως όλα αυτά τα κείμενα αλληγορίες; Με αυτό τον όρο εννοούμε μικρές ιστορίες που κρύβουν μέσα τους κάποιο βαθύτερο νόημα, ενώ η ιστορία της επιφάνειας είναι απλή, εύληπτη, αξιομνημόνευτη. Ωστόσο αυτές οι μικροϊστορίες, έκτασης λίγων σελίδων ή ακόμη και μόνο μιας φράσης, αντλημένες από τα μυθιστορήματα, τα ταξιδιωτικά αλλά και από την αλληλογραφία του Καζαντζάκη έχουν ποικίλο περιεχόμενο: ιστορικά γεγονότα και ανέκδοτα, μυθοποιημένα επεισόδια από τις εμπειρίες και τα ταξίδια του του, μύθοι, θρύλοι, όνειρα, λαϊκές διηγήσεις, παραβολές, που δείχνουν ένα τεράστιο πλούτο γνώσεων, ευρηματική φαντασία και δημιουργικότητα. Επισημαίνω όμως ότι με τον εύστοχο θεματικό τίτλο τους που αναδεικνύει το περιεχόμενό τους και την ενισχυμένη οπτικά αυτοτέλειά τους (σε συνεχή αρίθμηση και σε ξεχωριστή σελίδα καθεμία) επιβάλλουν την προσοχή του αναγνώστη και του υποβάλλουν ένα βαθύτερο αλληγορικό νόημα, ακόμη και όταν αποτελούν ανέκδοτα ιστορικών προσώπων.

Έχοντας ασχοληθεί ήδη με την Ανέγγιχτη, [2] διάβασα με αυξημένο ενδιαφέρον αυτό το επόμενο βιβλίο, που σε προκαλεί εξαρχής σε μια διπλή ανάγνωση. Στον ευρύ αυτό όρο εδώ αποδίδω την ακόλουθη διάσταση. Ένα βιβλίο ο/η συγγραφέας του οποίου δεν μας είναι γνωστός/η και το ίδιο δεν μας δίνει παρακειμενικά πληροφοριακά στοιχεία, θα διαβαστεί, θα κατανοηθεί και θα αποτιμηθεί από εμάς με μόνα τα στοιχεία που το ίδιο το λογοτέχνημα μας παρέχει. Έργα όμως γνωστών σε μας συγγραφέων από άλλα βιβλία τους, κριτικές κ.λπ. ή εκείνα που διαδραματίζονται σε καθορισμένο τόπο και χώρο ή αναφέρονται σε ιστορικά πρόσωπα ή γεγονότα, μας προκαλούν να συνδέσουμε την ιστορία και την αφήγηση τους με γνωστά μας στοιχεία. Αναπόφευκτα αλλιώς θα προσεγγίσουμε ένα έργο για τον δημιουργό του οποίου και για το ίδιο έχουμε υπόψη μας πληροφορίες, που διαμορφώνουν μια δυνάμει «πρώτη ανάγνωση», πριν καν προσεγγίσουμε το έργο, και επηρεάζουν εκ των προτέρων και σε μεγάλο βαθμό τη («δεύτερη») ανάγνωσή μας, ακόμη και την τελική μας κρίση. [3]

Αυτή η παρατήρησή μου για τη διπλή ανάγνωση ταιριάζει απόλυτα σε αυτό το βιβλίο του Ραπτόπουλου και βρίσκει καίρια την εφαρμογή της. Όλοι και όλες ή έχουμε διαβάσει τουλάχιστον ένα βιβλίο του Καζαντζάκη, ή γνωρίζουμε έστω λίγα για τη ζωή του, τις ιδέες του, τα βιβλία του. Η διακειμενική διάσταση είναι ολοφάνερη, προβάλλεται μάλιστα από τον νεότερο συγγραφέα.

Ο ίδιος ο τίτλος, που προέρχεται από την Αναφορά στον Γκρέκο, το θέμα, η ιδέα της ανθολόγησης από το έργο του σπουδαίου Κρητικού συγγραφέα, είναι στοιχεία που εξάπτουν την περιέργεια για το ποιο ακριβώς είναι το περιεχόμενο, πώς έγινε αυτή η σύνθεση κειμένων, για ποιους λόγους και με ποιο αποτέλεσμα. Ο Ραπτόπουλος δίνει απάντηση σε ερωτήματα σαν αυτά που έθεσα πριν, αλλά και σε πολλά άλλα στο πολύ ωραίο του επιλογικό κείμενο, στο οποίο δηλώνει ότι πρωτοχρησιμοποίησε «σχεδόν αυτούσια αποσπάσματα» από τα γραπτά του Καζαντζάκη στο μυθιστόρημά του Ανέγγιχτη και ότι από αυτή του την έρευνα ανακάλυψε «σχεδόν τυχαία» τις αλληγορίες. Επιπλέον παραθέτει τις αμφιβολίες και τις αποφάσεις του για τον τρόπο της δουλειάς του, για το πώς άλλαξε την καζαντζακική ιδιόλεκτο σε απλή σύγχρονη δημοτική, καθώς και για τελική του απόφαση να τιτλοφορήσει τις μικροϊστορίες και να τις παραθέσει χωρίς χρονική ή θεματική κατάταξη. Παράλληλα όμως θέτει καίρια ερωτήματα και δίνει απαντήσεις σχετικά με το έργο του Καζαντζάκη και την αποδοχή του από τους ομότεχνους του. [4]

Οι γνώστες λοιπόν του καζαντζακικού έργου έρχονται στο βιβλίο του Ραπτόπουλου αντιμέτωποι με ένα μέρος της δημιουργίας του, τις μικροϊστορίες, που ακόμη και αν (πολύ πιθανό) είχαν προσέξει στις δικές τους αναγνώσεις, δεν ήταν δυνατό να αντιληφθούν την έκταση και τη συστηματική καλλιέργειά τους, την πολυμορφία, την πολυπλοκότητα και την ευφάνταστη θεματική τους. Η Ελένη Καζαντζάκη επαινούσε τον άντρα της ότι ήταν μεγάλος παραμυθάς. Μια παράπλευρη επιτυχία του βιβλίου του Ραπτόπουλου είναι ότι δείχνει χωρίς αμφιβολία πόσο καλός στοχαστής υπήρξε ο Καζαντζάκης, όχι όμως μόνο ως μαθητής του Μπερξόν, του Νίτσε και άλλων πολλών φιλοσόφων, αλλά ως θυμόσοφος παρατηρητής του γύρω κόσμου, της φυσικής ζωής και της παράδοσης των απλών ανθρώπων. Ενταγμένες στα βιβλία του, ενσφηνωμένες θα έλεγα καλύτερα, αυτές οι «αλληγορίες» συχνά δεν τραβούν την προσοχή μας, και δεν αναδεικνύονται, καθώς μας παρασύρει η μείζων αφήγηση της ιστορίας και όχι τα μικρά υπο-θέματα.

Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα του πώς εργάστηκε μας δίνει η με αριθμό 25 ιστορία του με τίτλο «Ο αιώνιος νόμος». Στηρίζεται σε μια μικροϊστορία-αλληγορία από το μυθιστόρημα Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά του Καζαντζάκη, που την αφηγείται ο συγγραφέας:

«Θυμήθηκα κάποιο πρωί που είχα πετύχει σ’ ένα πεύκο ένα κουκούλι πεταλούδας, τη στιγμή που έσκαζε το τσόφλι και ετοιμάζονταν η μέσα ψυχή να προβάλει. Περίμενα, περίμενα, αργούσε, κι εγώ βιάζουμουν· έσκυψα τότε απάνω της κι άρχισα να τη ζεσταίνω με την ανάσα μου. Τη ζέσταινα ανυπόμονα, και το θάμα άρχισε να ξετυλίγεται μπροστά μου, με γοργό παρά φύση ρυθμό· το τσόφλι άνοιξε όλο, η πεταλούδα πρόβαλε. Μα ποτέ δεν θα ξεχάσω τη φρίκη μου: τα φτερά της έμεναν σγουρά, αξεδίπλωτα, όλο της το κορμάκι έτρεμε και μάχουνταν να τα ξετυλίξει, μα δεν μπορούσε· μάχουμουν κι εγώ με την ανάσα μου να τη βοηθήσω. Του κάκου· είχε ανάγκη από υπομονετικό ωρίμασμα και ξετύλιγμα μέσα στον ήλιο και τώρα πια ήταν αργά· η πνοή μου είχε ζορίσει την πεταλούδα να ξεπροβάλει πριν της ώρας ζαρωμένη κι εφταμηνίτικη. Βγήκε αμέστωτη, κουνήθηκε απελπισμένη, και σε λίγο πέθανε στην απαλάμη μου.

Το πουπουλένιο κουφάρι αυτό της πεταλούδας θαρρώ πως είναι το μεγαλύτερο βάρος που έχω στη συνείδησή μου. Και να, σήμερα κατάλαβα βαθιά: είναι θανάσιμο αμάρτημα να βιάζεις τους αιώνιους νόμους· έχεις χρέος ν’ ακολουθάς τον αθάνατο ρυθμό μ΄ εμπιστοσύνη[5]

Στο βιβλίο του ο Ραπτόπουλος αναπτύσσει φραστικά αυτή την ιστορία σε δύο σελίδες, χωρίς να την αλλάξει ουσιαστικά. Την αποδίδει σε απλή δημοτική μετατρέποντάς την σε τριτοπρόσωπη αφήγηση και ως συμβάν στον Κ., που ουσιαστικά εκπροσωπεί τον Καζαντζάκη (αλλά αποτελεί και φόρο τιμής στον Κάφκα που ονόμασε τον πρωταγωνιστή στη Δίκη Κ.). Μόνο στο τέλος προσθέτει μερικές φράσεις που εξηγούν και διευρύνουν το νόημα του απλού αυτού συμβάντος:

«Ο άνθρωπος βιάζεται, ο Θεός δεν βιάζεται, γι’ αυτό και τα έργα του ανθρώπου είναι αβέβαια και ατελή, και του Θεού αψεγάδιαστα και σίγουρα.

Τα μάτια του Κ. βούρκωσαν και ορκίστηκε ποτέ πια να μην παραβεί αυτόν τον αιώνιο νόμο. Σαν το δέντρο να βρέχεται, να λιάζεται, να τον δέρνει ο άνεμος και να περιμένει με εμπιστοσύνη. Θα έρθει η πολυπόθητη ώρα του άνθους και του καρπού.»

Οι φράσεις αυτές προέρχονται από την ίδια μικροϊστορία για την πεταλούδα που υπάρχει στο βιβλίο Αναφορά στον Γκρέκο. [6] Σε αυτό ο Καζαντζάκης τη συνδυάζει με τη γραφή του βιβλίου του για τον Ζορμπά (όπου και θα την τοποθετήσει τελικά) ως αρνητικό παράδειγμα της προσπάθειάς του να γράψει με βιάση το μυθιστόρημά του. Καταλαβαίνοντας το λάθος του, σκίζει τα γραμμένα και αφήνει το έργο να ωριμάσει αργά μέσα του. Στο βιβλίο του Ραπτόπουλου αυτή η αλληγορία παίρνει ακριβώς τη θέση ενός «αιώνιου νόμου» με ευρύτατη εφαρμογή. Ακολουθώντας λοιπόν κατά βάση το πνεύμα του Καζαντζάκη, ο Ραπτόπουλος βρίσκει την ευκαιρία να αναδείξει και τη δική του οπτική πάνω σε αυτό.

Αλλά αγνοώντας για λίγο αυτή τη διπλή ανάγνωση, θα σταθώ απέναντι στο βιβλίο χωρίς να μετρώ την παρουσία σε αυτό του Καζαντζάκη, παραμένοντας δηλαδή σε μια «πρώτη ανάγνωση». Είναι πειραματικό μυθιστόρημα, όπως λέει ο δημιουργός του; Ναι αν το δούμε σαν την πορεία ενός διεισδυτικού περιπατητή, του Κ. ενός flaneur στον τεράστιο κόσμο, μέσα στον οποίο γεύεται με όλες του τις αισθήσεις τη ζωή. Παραβλέποντας εδώ την άποψη του δημιουργού του, υποστηρίζω ότι το βιβλίο αυτό του Ραπτόπουλου είναι ένας κύκλος από ιστορίες με ήρωα τον Κ. Προσωπικά μου αρέσει να το βλέπω σαν μια υπέροχη ανθοδέσμη από διαφορετικά λουλούδια, που μας επιτρέπει να απολαύσουμε και χωριστά κάθε άνθος, ένα ή περισσότερα τη φορά. Όπως επιλέξουμε. Και κατόπιν να σκεφτόμαστε την κάθε ιστορία, να την αφήνουμε να μας ευφράνει, να μας ψυχαγωγήσει, να μας προβληματίσει, να μας δώσει έναυσμα για μια ουσιαστική σκέψη.

Ο Καζαντζάκης εμπνεύστηκε από τον αθάνατο Όμηρο και την Οδύσσεια και έγραψε το δικό του έπος, που αρχίζει εκεί που τελειώνει η ιστορία του παλαιότερου, με ήρωα έναν πολυμήχανο Οδυσσέα με διαφορετικές επιθυμίες, ανάγκες και δυνάμεις, έναν διαχρονικό αλλά και σύγχρονο άνθρωπο, όπως μπορούσε ο Καζαντζάκης να φανταστεί τους σύγχρονους ανθρώπους και τους προβληματισμούς των αρχαίων ηρώων.

Ανάλογα ο Ραπτόπουλος στηρίχτηκε στον θαυμασμό του για τον Καζαντζάκη, πήρε ως αφετηρία το συνολικό έργο του, το διάβασε με απέραντη προσοχή και αγάπη, και με αυτόν ως ήρωα και οδηγό ανάπλασε σε σύγχρονη δημοτική τις μικροϊστορίες του. Θαυμάζουμε την τεράστια δουλειά του και χαιρόμαστε για το επιτυχημένο αποτέλεσμα.

[1] Β. Ραπτόπουλος, «Ο Θεός φταίει… The making of», Ο Θεός φταίει, που έκανε τον κόσμο τόσο ωραίο. Αλληγορίες από τον Καζαντζάκη. Κέδρος, Αθήνα 2024, σ. 469.

[2] Έρη Σταυροπούλου, «Η συζυγική σχέση του Νίκου και της Γαλάτειας Καζαντζάκη και η Ανέγγιχτη του Βαγγέλη Ραπτόπουλου», στο συνέδριο «Ο Νίκος Καζαντζάκης και οι Έλληνες ομότεχνοί του: Αλληλεπιδράσεις, συνάφειες και διαφωνίες», Χάρτης, 59 (Νοέμβριος 2023), Αφιέρωμα Ν. Καζαντζάκης

[3] Αναμφισβήτητα και άλλα παρακειμενικά στοιχεία, όπως π.χ. ο τίτλος, ακόμη και το εξώφυλλο, επηρεάζουν τον τρόπο με τον προσεγγίζουμε ένα λογοτέχνημα.

[4] Αντλώ στοιχεία από τις σελίδες 469-485 του επιλογικού κειμένου, όπου και στην σημ. 1.

[5] Νίκος Καζαντζάκης, Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά, Εκδόσεις Καζαντζάκη, Αθήνα 2013,  σ. 132.

[6] Νίκος Καζαντζάκης, Αναφορά στον Γκρέκο, 6η έκδοση, Εκδόσεις Ελένης Καζαντζάκη, Αθήνα, χ.χ., σ. 559-560. Η πρώτη φράση βρίσκεται και στον Τελευταίο Πειρασμό.

 

(Β. Ραπτόπουλος, Ο Θεός φταίει, που έκανε τον κόσμο τόσο ωραίο. Αλληγορίες από τον Καζαντζάκη. Κέδρος, Αθήνα 2024, σ. 490)

Προηγούμενο άρθρο«Ένα στεφάνι για τη Τζένη Μαστοράκη (1949 – 2024)»
Επόμενο άρθροΟ Ταλαντούχος Νέρωνας ή Πώς ο ποιητής αυτοπροσδιορίζεται και αυτοαναιρείται (της Αγάθης Γεωργιάδου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ