ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗ, Βερολίνο (διήγημα του Απόστολου Γιώτα)

0
52

Ο Αναγνώστης δημοσιεύει τα διακριθέντα διηγήματα στον διαγωνισμό που προκήρυξε μαζί με το Μητροπολτικό Κολλέγιο.

Παράλληλα δημοσιεύουμε ως δεύτερο το κείμενο που έγραψε η Τεχνητή Νοημοσύνη όταν της δώσαμε την πλοκή της ιστορίας.

 

Απόστολος Γιώτας

Ο Πλάτωνας είχε βάλει στον εαυτό του χρονικό όριο. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του, μέχρι την Πρωτοχρονιά θα είχε καταφέρει να συγκεντρώσει το απαιτούμενο ποσό, αλλά τώρα με το ατύχημα, ίσως χρειαζόταν κανέναν μήνα ακόμα. Τέλος Γενάρη θα ήταν έτοιμος. Δούλευε βοηθός σιδερά μαζί με έναν παλιό του συμμαθητή που είχε παρατήσει το σχολείο. Ο πατέρας του πρώην διπλανού του, είχε στρωμένη δουλειά με σίδερα στις οικοδομές και καθώς ήταν εξαιρετικά μερακλής και δουλευταράς, τα μεροκάματα ποτέ δεν έλειπαν. Και ο ίδιος δεν την φοβόταν τη δουλειά, σχεδόν τον ευχαριστούσε, αλλά μόνο τις καθημερινές. Τα σαββατοκύριακα του, μαζί με το βράδυ της Παρασκευής, ήταν αφιερωμένα αποκλειστικά στην ηρωίνη.

Ο βασικός του προμηθευτής ήταν ο Λάζαρος, ο οποίος δεν έκανε τέτοιες διακρίσεις. Ήταν καθημερινά μαστουρωμένος, ακόμη και στη δουλειά. Ο δικός του πατέρας είχε ανθοπωλείο με ειδίκευση στους στολισμούς κηδειών, σχεδόν απέναντι από το νεκροταφείο. Τόσο κοντά που τις περισσότερες φορές η μεταφορά από το μαγαζί στην τελετή γινόταν με τα πόδια.

–     Εγώ, φίλε, δίνω καλύτερες τιμές γιατί έχω καταφέρει να μηδενίσω τα

μεταφορικά έξοδα χωρίς την παραμικρή έκπτωση στην ποιότητα και την εικόνα του τελικού προϊόντος, έτσι έλεγε ο πατέρας του Λάζαρου. Είχε κάνει και δύο τρίωρα σεμινάρια μάρκετινγκ, δεν τα έλεγε τυχαία. Η διαδικασία της μεταφοράς του στολισμού αποτελούσε από μόνη της θέαμα, σαν μια μικρή περιφορά επιτάφιου. Ο πελάτης, όχι ο ίδιος γιατί αυτός δεν είχε λόγο πια, τουλάχιστον οι συγγενείς και φίλοι του, έπρεπε να δουν μια επαγγελματική δουλειά γεμάτη ενσυναίσθηση. Τζάμπα θα πήγαιναν τα σεμινάρια; Ο Λάζαρος και ο Μανωλάκης, ο άλλος υπάλληλος του μαγαζιού, φορούσαν μαύρα κοστούμια και είχαν εντολή να περπατούν αργά, πένθιμα, με τα κεφάλια τους χαμηλωμένα, σχεδόν συγκλονισμένοι με το θάνατο αυτού του παντελώς αγνώστου που πήγαιναν να στολίσουν. Ο Μανωλάκης δεν το πετύχαινε πάντα, παρά τις εντατικές πρόβες που έκανε τα βράδια στην ταράτσα του σπιτιού του. Καλό παιδί, πρόθυμο αλλά δεν θα τον έλεγες και δαιμόνιο. Η κυρα Παγώνα, απέναντι, που τον παρακολουθούσε μέσα από τις γρίλιες έλεγε ότι μάλλον ήταν σατανιστής. Ο Λάζαρος, από την άλλη, δεν είχε το παραμικρό πρόβλημα.

Πέντε λεπτά πριν την έναρξη του σόου, έμπαινε στην τουαλέτα, κατουρούσε και ρουφούσε μια περιποιημένη μυτιά. Φορούσε τα μαύρα γυαλιά ηλίου του και σε ούτε δύο λεπτά ήταν έτοιμος. Όλοι είχαν να μιλάνε για το πόσο στενοχωρημένος ήταν κάθε φόρα, πραγματικά καταρρακωμένος.

–     Κρίμα, μωρέ το παιδί! Δες το πως συμπάσχει, δες πως σέρνει τα πόδια του το κακόμοιρο, ενώ ο άλλος.. Μόνο που δε χορεύει, ξεκάθαρα σατανιστής, έλεγε η κυρα Παγώνα. Δεν τον συμπαθούσε τον Μανωλάκη και κρίνοντας από τον τρόπο που κι αυτός την κοιτούσε, ήταν αμοιβαίο.

Η δουλειά ήταν εύκολη και λίγη, κατά συνέπεια και ο μισθός τους. Με λίγα λόγια, εκείνοι έκαναν ότι δουλεύουν και ο πατέρας του Λάζαρου έκανε ότι τους πληρώνει. Κι οι δυο τους έμεναν ακόμη με τους γονείς τους και, ο καθένας για τους λόγους του, δεν χρειαζόντουσαν παραπάνω λεφτά για την ώρα. Είχαν, λοιπόν, βολευτεί σε ένα μόνιμο τέλμα.

Ο Πλάτωνας δεν ήταν έτσι. Έχοντας χάσει τον πατέρα του όταν ακόμη πήγαινε δημοτικό, είχε μάθει από νωρίς στα δύσκολα και ποτέ δε βαρυγκομούσε. Είχε αντιληφθεί ότι η ζωή του θα ήταν μια συνεχής μάχη επιβίωσης αλλά, επίσης γνώριζε και χειρότερες καταστάσεις στον περίγυρό του. Και καλύτερες, φυσικά.. Αυτό που τελευταία τον άγχωνε ήταν η σκέψη ότι δεν υπήρχαν όρια, ούτε στα καλύτερα ούτε στα χειρότερα. Ούτε προς τα πάνω, ούτε προς τα κάτω. Δευτέρα με Παρασκευή έλιωνε, στις οικοδομές τη μέρα και στον ύπνο το βράδυ, κι έτσι δεν υπήρχε χρόνος για σκέψεις που ύστερα από λίγο οδηγούν μαθηματικά σε κακές σκέψεις. Η ηρωίνη, λοιπόν, τον βοηθούσε να μην σκέφτεται.

– Μα πώς τη βγάζεις με ένα γραμμάριο όλη τη βδομάδα; ρωτούσε ο Λάζαρος κάθε Παρασκευή βράδυ που ο Πλάτωνας πήγαινε από εκεί για τα ψώνια του.

-Ρε συ, πάλι τα ίδια θα λέμε; Δεν πίνω μεσοβδόμαδα, δε με βοηθάει, με πηγαίνει πίσω..

-Και δε βγάζεις χαρμάνες; Θα μας τρελάνεις; Τι είσαι, δεν είσαι άνθρωπος;

Το πρώτο δίμηνο δεν πρέπει να ήταν άνθρωπος. Είχε εντυπωσιαστεί κι ο ίδιος με τον εαυτό του, τόσο που είχε αρχίσει να πιστεύει ότι θα μπορούσε, ίσως, να συνεχίσει για καιρό έτσι, μέχρι που ξύπνησε εκείνη την Παρασκευή. Στην αρχή θεώρησε ότι άρπαξε καμμιά ίωση, κανένα κρύωμα, κάτι.. Τα μάτια και η μύτη του έτρεχαν και δεν μπορούσε να πάρει τα πόδια του. Δεν πήγε το μυαλό του στα στερητικά.. Όταν, πια, έφτασε στην οικοδομή ήταν σε άθλια κατάσταση αλλά παρόλα αυτά έπιασε το σφυρί και ανέβηκε στον τρίτο για να τελειώσει τα κάγκελα, δεν ήθελαν πολύ δουλειά, μέχρι το μεσημεράκι θα είχε ξεμπερδέψει. Δυστυχώς, η πρώτη σφυριά δεν ακούμπησε καθόλου σίδερο. Οι γιατροί έκαναν πλάκα, του έλεγαν ότι βρήκε ακριβώς κέντρο, οι ιστοί είχαν πεταχτεί έξω συμμετρικότατα, μισοί δεξιά, μισοί αριστερά. Το μεγάλο του δάχτυλο είχε διαλυθεί.

Όταν έφυγε από το νοσοκομείο, μετά τα ράμματα, πήγε κατευθείαν στον Λάζαρο για το γραμμάριό του. Το Σάββατο, το πρωί, ξαναπήγε για άλλα δύο.

-Τι έπαθες ρε φιλόσοφε, δε μας έχεις συνηθίσει έτσι..

-Ε, τώρα που θα κάτσω δυο βδομάδες, είπα κι εγώ να..

-Καλά κάνεις, ρε! Μια ζωή την έχουμε..

Μέχρι την επόμενη Παρασκευή, ο Πλάτωνας ψώνιζε καθημερινά και είχε πια συνειδητοποιήσει ότι αν συνέχιζε έτσι μέσα σε λίγες βδομάδες θα είχε φάει όλα τα λεφτά που είχε μαζέψει. Έπρεπε όλα να γίνουν νωρίτερα, σίγουρα πριν από τα Χριστούγεννα. Ο Λάζαρος είχε, κι αυτός, ανέβει επίπεδο, οι μυτιές δεν αρκούσαν κι έτσι οι ενέσεις είχαν καταστεί μονόδρομος.

-Τι να κάνω, ρε φιλόσοφε, άρχισα κι εγώ την τοξοβολία.. Άλλη φάση, σου λέω..

Ο Πλάτωνας τον κοιτούσε αρκετή ώρα ανέκφραστος, βλέποντας πάνω του το δικό του αναπόφευκτο μέλλον. Μετά του μίλησε, του είπε για το σχέδιό του να σηκωθεί και να φύγει μακριά, σε άλλη χώρα, μάλλον Βερολίνο θα πήγαινε.. Μπορούσε να έρθει κι εκείνος μαζί του, αν ήθελε..

-Εγώ δεν πάω πουθενά! Έχω ωραία δουλειά εδώ και περνάω όμορφα. Μόλις κόψω και την ρούχλα, ποιος με πιάνει.. Γιατί θα την κόψω, να το θυμάσαι.. Εσύ να πας, φιλόσοφε, τι να κάτσεις να κάνεις εδώ να ζορίζεσαι.. Και στην τελική, σιγά τα λεφτά, αυτά εδώ σου φτάνουν ίσα ίσα για μια αξιοπρεπή κηδεία.. Πήγαινε, φύγε..

Η ίδια συζήτηση επαναλήφθηκε αρκετές φορές τις επόμενες μέρες επειδή ο Πλάτωνας δεν έβρισκε το κουράγιο να προχωρήσει, ώσπου μια μέρα το αποφάσισε. Ό,τι ήταν να γίνει, έπρεπε να γίνει άμεσα, τώρα. Ήδη είχε αποκτήσει ανοχή και θα άρχιζε κι αυτός τα τόξα και τα ακόντια αν συνέχιζε. Γύρισε σπίτι, ξάπλωσε και περίμενε να κοιμηθεί η μάνα του αλλά τελικά κοιμήθηκε εκείνος πρώτος. Ξύπνησε, γύρω στις τρεις τα ξημερώματα, κάθιδρος και τρέμοντας σαν το ψάρι. Τα στερητικά είχαν αρχίσει πάλι, όχι έπρεπε να τελειώνει, θα καλούσε ένα ταξί να τον πάει στο αεροδρόμιο για να φύγει, όχι δεν έπρεπε να πάει πάλι στον Λάζαρο. Πετάχτηκε από το κρεβάτι και, τρέμοντας, πήρε μια καρέκλα και την έβαλε στην πόρτα του μπάνιου. Ακριβώς από πάνω ήταν το πατάρι όπου είχε κρύψει τα λεφτά του, δίπλα στο κουτί με τα εργαλεία, πίσω από τους σωλήνες του καλοριφέρ. Κάλεσε το ταξί, ανέβηκε στην καρέκλα, άνοιξε το πορτάκι του παταριού, έβαλε το χέρι του πίσω από την εργαλειοθήκη και έπιασε τον φάκελο με τα χαρτονομίσματα. Και τότε, δυστυχώς, το είδε. Το σχοινί.

Η μάνα του ξύπνησε μισή ώρα αργότερα από το τηλέφωνο που χτυπούσε αρκετή ώρα. Το ένιωσε, δεν ήταν για καλό. Έτρεξε και το άρπαξε.

-Ναι, είπε ξεψυχισμένα.

-Το ταξάκι σας έχει φτάσει, είπε τραγουδιστά η κοπέλα στο τηλεφωνικό κέντρο του ραδιοταξί. Μασούσε τσίχλα και βαριόταν.

Το ουρλιαχτό της μάνας του Πλάτωνα πρέπει να ακούστηκε πολύ μακριά, πιο πέρα κι από το Βερολίνο. Οι σωλήνες του καλοριφέρ είχαν αντέξει το βάρος του κι έτσι τα είχε καταφέρει, είχε φύγει. Τα λεφτά στον φάκελο ίσα που έφτασαν για την κηδεία, τις ήξερε τις τιμές ο Λάζαρος. Όπως ήξερε και πως κανένας παπάς δε θα δεχόταν να τον θάψει αν έβλεπε τα σημάδια από το σχοινί στο λαιμό του. Έτσι, κάθισε και τον κάλυψε ολόκληρο με λουλούδια, μόνος του, χωρίς τον Μανωλάκη. Όταν τέλειωσε, τον φίλησε και ετοίμασε μια γερή δόση για να συνέλθει.

-Έβαλα λίγο και για σένα, φιλόσοφε..

Τελικά δεν ήταν λίγο. Ο πατέρας του Λάζαρου τους βρήκε το πρωί, ανάσκελα. Ο ένας μέσα στο φέρετρο, ο άλλος απ’ έξω. Δεν ούρλιαξε, δεν έκλαψε καν γιατί ήταν πια προετοιμασμένος για αυτήν την κατάληξη. Όλοι οι γνωστοί τους το περίμεναν κι έτσι κανείς δεν ξαφνιάστηκε. Μόνο η κυρα Παγώνα αδυνατούσε να το δεχτεί.

-Τόσο καλό παιδί.. Αποκλείεται.. Σίγουρα ο άλλος τον έφαγε, αυτός ο σατανιστής.

Προχθές ο Μανωλάκης, ο σατανιστής, στόλισε την κυρα Παγώνα και κατά γενική ομολογία είχε κάνει εξαιρετική δουλειά. Μόνο τον σταυρό είχε βάλει ανάποδα αλλά αυτό πρέπει να έγινε κατά λάθος, δε μπορεί..

 

***************

 

Βερολίνο- το κείμενο της Τεχνητής Νοημοσύνης

Ο Πλάτωνας δούλευε από δεκαοχτώ χρονών στο σιδεράδικο της γειτονιάς. Σφυριά, σπίθες, θόρυβος. Η ζωή του είχε ρυθμό μεταλλικό, αδιάκοπο, σαν σίδερο που λυγίζει αλλά δεν σπάει. Μόνο τα Σαββατοκύριακα επέτρεπε στον εαυτό του να λυγίσει ο ίδιος. Τότε έπαιρνε την ηρωίνη που του έδινε ο Λάζαρος, ο παιδικός του φίλος. Μια ένεση, ένα τράβηγμα απ’ το κουρασμένο σώμα του έξω απ’ την πραγματικότητα, μια ανάπαυλα απ’ τον καπνό και το σφυρί. Κάθε δόση ήταν μια μικρή φυγή, σαν να άνοιγε μια πόρτα σε έναν κόσμο που δεν τον ήθελε πια ο χρόνος, ούτε οι άλλοι, ούτε ο ίδιος.

Ο Λάζαρος δούλευε στο ανθοπωλείο του πατέρα του. Ανέκαθεν φαινόταν αλλιώτικος: λεπτός, λευκός, σαν να μην άντεχε τον ήλιο. Στο μαγαζί τα άνθη μύριζαν πάντα υγρή γη, φρεσκοκομμένο κρίνο, αλλά εκείνος ήταν βυθισμένος στο σύννεφο της μαστούρας. Γι’ αυτό και στις κηδείες που στόλιζε, οι συγγενείς τον έβλεπαν σκυθρωπό, με βλέμμα χαμηλωμένο. Τον περνούσαν για άνθρωπο με σεβασμό στον θάνατο, μα η αλήθεια ήταν πως δεν έβλεπε ούτε νεκρούς ούτε ζωντανούς — μόνο το βάρος του σώματός του που ζητούσε κι άλλη δόση. Οι κινήσεις του ήταν αργές, σχεδόν τελετουργικές, σα να προσπαθούσε να κρατήσει ισορροπία ανάμεσα στα άνθη και στον εσωτερικό του λυγμό.

Ο Πλάτωνας, αντίθετα, είχε βάλει όρια. «Μόνο Σαββατοκύριακο», έλεγε. Τις καθημερινές δούλευε, μάτωνε τα χέρια του, έβαζε πλάτη στις λαμαρίνες. Το βράδυ γύριζε σπίτι κουρασμένος, με λίγες μπίρες, μα ποτέ με τη βελόνα. Έπρεπε να ’χει το μυαλό καθαρό για το σφυρί. Κι έλεγε στον εαυτό του πως κάποτε θα φύγει — Βερολίνο, είχε φανταστεί. Εκεί θα ξαναγινόταν άνθρωπος. Σχεδίαζε κάθε βήμα, σκεφτόταν τα τραίνα, τα δρομολόγια, τα ξενοδοχεία, τις μικρές βόλτες στους δρόμους που δεν θα τον γνώριζε κανείς.

Μια Παρασκευή, όμως, το κορμί του τον πρόδωσε. Δεν είχε προλάβει το Σαββατοκύριακο, κι όμως έτρεμε, ίδρωνε, έχανε τον ρυθμό του. Το χέρι του λύγισε την ώρα που κατέβαζε το σφυρί κι αντί να χτυπήσει τη λαμαρίνα, χτύπησε το δικό του χέρι. Έμεινε μ’ έναν πόνο που του θύμιζε κάθε λεπτό την έλλειψη. Οι σπίθες από το μέταλλο φάνταζαν τώρα σαν μικρές φλόγες που έκαιγαν μέσα του. Εκείνη τη μέρα δεν περίμενε Σάββατο. Πήγε κατευθείαν στον Λάζαρο, με το μυαλό του να τρέχει, τα χέρια να ιδρώνουν, σαν να ήταν ήδη έτοιμο να παραδοθεί στο αίσθημα της ανάγκης.

Απ’ τη στιγμή εκείνη, το μέτρο χάθηκε. Κάθε μέρα μια δόση, κάθε βράδυ κι άλλη, μέχρι που η ζωή του έγινε μισή σιδεράδικο, μισή βελόνα. Το Βερολίνο φάνταζε μακρινό σαν όνειρο παιδικό. Ο Πλάτωνας το κρατούσε στο μυαλό του σαν επιχείρημα να μην παραδοθεί εντελώς. «Θα φύγω καθαρός», έλεγε. Μα οι δόσεις τον έπνιγαν, τον βάραιναν όπως τα κομμάτια σίδερο που σήκωνε καθημερινά. Η σκέψη του, όταν ήταν καθαρός, ήταν καθαρή και γεμάτη ελπίδα. Όταν όμως η νύχτα ερχόταν και η δόση του κυριαρχούσε, τα όνειρα και τα σχέδια έλιωναν σαν μολύβι σε φωτιά.

Ο Λάζαρος, αντίθετα, δεν είχε τέτοια σχέδια. Ήταν βυθισμένος. Στόλιζε στεφάνια, γέμιζε φέρετρα με γαρύφαλλα και κρίνα, το χέρι του έτρεμε ελαφρά μα κανείς δεν το πρόσεχε. Οι συγγενείς τον έβλεπαν και πίστευαν πως συμμεριζόταν τον πόνο τους. Κι εκείνος, στη μέση του καπνού και των λουλουδιών, βυθιζόταν όλο και πιο μέσα. Οι σκέψεις του ήταν ασαφείς, θολές, ένα μίγμα ενοχής και αδιαφορίας, σα να είχε ήδη παραδώσει τον εαυτό του στη συνήθεια και στον θάνατο.

Ο Πλάτωνας πάλευε. Έκανε απόπειρες να κόψει, να περιορίσει, να ανασάνει ξανά το καθαρό πρωινό στο σιδεράδικο. Μα το σύνδρομο στέρησης τον λύγιζε: σπασμοί, ιδρώτας, φωνές που δεν υπήρχαν. Ονειρευόταν τον εαυτό του σε ένα τρένο για Γερμανία, μα ξυπνούσε ιδρωμένος με τη βελόνα στο χέρι. Κάθε μέρα φαινόταν ίδια, κάθε νύχτα βυθισμένη στον ίδιο εθισμό, σα να μην υπήρχε διαφυγή.

Ένα βράδυ, μόνος στο δωμάτιο, έγραψε δυο λέξεις σ’ ένα κομμάτι χαρτί: «Δεν άντεξα». Ύστερα ακολούθησε τη γνωστή διαδικασία, μόνο που αυτή τη φορά έβαλε μεγαλύτερη δόση, σαν να ήθελε να εξαφανίσει μια για πάντα τον θόρυβο του σφυριού, την ενοχή, το Βερολίνο που ποτέ δεν θα έβλεπε. Το σώμα του βρέθηκε το πρωί, ακίνητο, με τα χέρια γεμάτα ουλές. Το δωμάτιο μύριζε καμένο μέταλλο και παλιό ξύλο, μια απόδειξη ότι η ζωή του είχε τελειώσει μέσα στον χώρο που την είχε πλάσει.

Ο Λάζαρος ήταν εκείνος που ανέλαβε να στολίσει την κηδεία. Έφτιαξε στεφάνια με άσπρα τριαντάφυλλα, στόλισε το φέρετρο με κρίνα. Όλοι είπαν πως ποτέ άλλοτε δεν είχε φανεί τόσο πονεμένος. Μα εκείνος δεν ξεχώριζε τα άνθη απ’ τα σύννεφα στο κεφάλι του. Το μόνο που ένιωθε ήταν ένα κενό, μια ομίχλη πιο βαριά απ’ ό,τι συνήθως. Σκέφτηκε κάθε λεπτομέρεια, αλλά το μυαλό του ήταν θολό.

Την ώρα που τελείωνε τον στολισμό, έκατσε σε μια καρέκλα δίπλα στο φέρετρο. Έβγαλε τη δόση του απ’ την τσέπη, τρύπησε το δέρμα χωρίς να κοιτάξει. Ήταν εξαντλημένος, πιο πολύ κι από τον πατέρα του που κουβαλούσε λουλούδια όλη μέρα. Μια στιγμή σκέφτηκε πως ο Πλάτωνας, εκεί μπροστά του, ίσως να βρήκε την ησυχία που χρόνια γύρευε. Έπειτα ένιωσε τη δική του αναπνοή να βαραίνει. Το σώμα του χαλάρωσε, το κεφάλι του έγειρε στο πλάι. Εκεί, δίπλα στον φίλο του, τον βρήκαν νεκρό το ίδιο απόγευμα.

Στο ανθοπωλείο, για μέρες, μύριζαν μόνο κρίνα και στάχτη. Στο σιδεράδικο, το σφυρί του Πλάτωνα έμεινε κρεμασμένο, γεμάτο σκουριά. Οι δυο τους, άντρες μιας μικρής γειτονιάς, χάθηκαν μέσα στα λουλούδια και τα σίδερα. Κι όσοι τους θυμήθηκαν, δεν μπόρεσαν να ξεχωρίσουν αν η ζωή τους έσπασε από το βάρος ή αν απλώς έλιωσε σιγά σιγά, όπως το μέταλλο που καίγεται στο καμίνι.

Η ιστορία τους έμεινε σαν μυστικό στους δρόμους της γειτονιάς, σαν θόρυβος που ακούγεται μόνο όταν ησυχάζει η πόλη. Τα σφυριά χτυπούν ακόμα στα όνειρα κάποιων, και η μυρωδιά των κρίνων ανακαλεί τη σιωπή των δύο φίλων, που έζησαν και πέθαναν ανάμεσα στο σίδερο και τα λουλούδια.

Προηγούμενο άρθροΗ γατίνα ντετέκτιβ σε ένα nordic noir(συζητούν η Μαρία Τοπάλη και η Νίκη Κωνσταντίνου Σγουρού)
Επόμενο άρθροΟ επιθεωρητής Μαιγκρέ στα χνάρια των βρεττανικών μυθιστορημάτων του είδους (γράφει ο Γεώργιος Νικ. Σχορετσανίτης)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ