του Σπύρου Κακουριώτη
«Γενοκτονία» ήταν η λέξη που κράδαινε σαν σημαία του το κίνημα αλληλεγγύης στον παλαιστινιακό λαό, προκειμένου να χαρακτηρίσει το είδος των εγκλημάτων που διαπράττονταν –και συνεχίζουν να διαπράττονται– στη Γάζα εναντίον αμάχων, κατά κύριο λόγο, από το ισραηλινό κράτος. Στόχος του αγώνα για την επιβολή της χρήσης του όρου αυτού, η απονομιμοποίηση της ισραηλινής πολιτικής στη Γάζα σε διεθνές επίπεδο και η παραπομπή των υπαίτιων στα αρμόδια διεθνή δικαστήρια.
Δύο χρόνια μετά την έναρξη του πολέμου εξολόθρευσης των Παλαιστινίων –που καμία σχέση δεν έχει με «δίκαια αντίποινα» για το έγκλημα πολέμου που υπέστησαν ισραηλινοί στρατιώτες και πολίτες στις 7 Οκτωβρίου 2023– όλο και περισσότεροι αποδέχονται τη χρήση αυτού του όρου για να περιγράψουν όσα συμβαίνουν στη Γάζα, με κορυφαίους ανάμεσά τους τη Διεθνή Ένωση Μελετητών Γενοκτονιών (International Association of Genocide Scholars) ή τον κατεξοχήν μελετητή του Ολοκαυτώματος και της γενοκτονίας Όμερ Μπάρτοβ. Μολονότι ο ΟΗΕ με εκθέσεις και δηλώσεις έχει δεχτεί ότι πληρούνται τα τέσσερα από τα πέντε κριτήρια που καθορίζονται από τη Σύμβαση για την Πρόληψη και Καταστολή του Εγκλήματος της Γενοκτονίας, του 1948, λίγες είναι οι κυβερνήσεις που χρησιμοποιούν επισήμως τον όρο – και ασφαλώς όχι οι δυτικές.
Αν οι αντίπαλοι της πολιτικής της ακροδεξιάς κυβέρνησης του Ισραήλ επιχειρούν με τη χρήση του όρου «γενοκτονία» να δημιουργήσουν μια ασπίδα προστασίας του παλαιστινιακού λαού, η ισραηλινή πολιτική κραδαίνει σαν επιθετικό όπλο της τον «αντισημιτισμό», χαρακτηρίζοντας ως τέτοια την οποιαδήποτε κριτική της πολιτικής του ισραηλινού κράτους ή του στρατού του. Η χρήση τής περί «αντισημιτισμού» κατηγορίας μάλιστα είναι τόσο συχνή και διευρυμένη που στοχεύει και σημαντικό μέρος της εβραϊκής διασποράς, καθώς όλο και περισσότερο τμήματά της αρνούνται να δεχθούν την ταύτιση του εβραϊσμού με τα εγκλήματα της ισραηλινής ακροδεξιάς στη Γάζα και στη Δυτική Όχθη.
Αυτό το όπλο επιχειρεί να αποσπάσει από τα χέρια των απολογητών της πολιτικής της ισραηλινής κυβέρνησης ο διάσημος ιστορικός Μαρκ Μαζάουερ, με το βιβλίο του Περί αντισημιτισμού: Μια λέξη στην ιστορία, που κυκλοφόρησε στις 23 Σεπτεμβρίου στα αγγλικά και μέχρι το τέλος Οκτωβρίου αναμένεται και στα ελληνικά, μεταφρασμένο από τον Κωστή Πανσέληνο, από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια.
Ο Μαζάουερ, που υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας της καταστολής, με πρόσχημα ακριβώς τον αντισημιτισμό, των κινητοποιήσεων των φοιτητών του, που διαδήλωναν υπέρ των Παλαιστινίων στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια, στη μελέτη του ιστορικοποιεί τον αντισημιτισμό και τις χρήσεις του, επιχειρώντας να καταδείξει τρόπους προκειμένου να μετατραπεί από όπλο ξανά σε λέξη.
Η μελέτη ξεκινά, λοιπόν, από τη διαπίστωση ότι ο «αντισημιτισμός» αποτελεί ένα όπλο και ταυτόχρονα έναν επικίνδυνα ασαφή όρο, που σήμερα μπορεί να χρησιμοποιείται για να περιγράψει, πρακτικά, οτιδήποτε: από εκκλήσεις για μποϋκοτάζ ισραηλινών προϊόντων και εταιρειών μέχρι συνωμοσιολόγους που επικαλούνται τα Πρωτόκολλα των Σοφών της Σιών ως απόδειξη των όσων ισχυρίζονται.
«Όποιος αντιμετωπίζει τον αντισημιτισμό στα σοβαρά, ως διαρκές πρόβλημα, σίγουρα θα απογοητεύεται από τη σύγχυση που υπάρχει γύρω από τον όρο, αλλά και την υπερβολική χρήση του, που απειλεί να τον απογυμνώσει από το νόημά του», επισημαίνει ο ιστορικός στην εισαγωγή του βιβλίου.
Προκειμένου να αντιμετωπίσει την επικίνδυνη αυτή ασάφεια, ο Μαζάουερ εξετάζει τη μεταμόρφωση του αντισημιτισμού από έννοια συνυφασμένη με τον διωγμό των εβραίων για εθνικούς ή θρησκευτικούς λόγους σε έννοια που σηματοδοτεί οποιαδήποτε κριτική για οτιδήποτε κάνουν οι εβραίοι, ακόμη κι αν αυτοί είναι η κυβέρνηση και ο στρατός του κράτους του Ισραήλ. Αυτή η μεταμόρφωση, υπογραμμίζει, είναι συνυφασμένη με την ιστορική εξέλιξη του σιωνισμού, γι’ αυτό και στη μελέτη του ασχολείται ιδιαίτερα με την ισραηλινή εθνικιστική ιδεολογία.
Έτσι, το Περί αντισημιτισμού συνιστά μια εκτενή ιστορική και ιδεολογική διερεύνηση του φαινομένου του αντισημιτισμού, από τη συγκρότησή του ως πολιτικής ιδεολογίας στον 19ο αιώνα μέχρι τις σύγχρονες εκφάνσεις του στην ισραηλινή και διεθνή πολιτική. Ο Μαζάουερ εντοπίζει τις απαρχές του αντισημιτισμού στη Γερμανία του 1880, όταν ο όρος υιοθετείται συνειδητά από διάφορα πολιτικά κινήματα, και τον εξετάζει ως ένα σύστημα σκέψης, λόγου και πράξης με απτές πολιτικές συνέπειες – και αυτό το στοιχείο είναι που τον κάνει να διαφέρει από τον μεσαιωνικό αντιιουδαϊσμό.
Η ανάλυσή του επικεντρώνεται στις γερμανόφωνες χώρες, όπου η αντιπαράθεση μεταξύ Διαφωτισμού, εθνικισμού και αφομοιωτικών προσεγγίσεων διαμόρφωσαν νέες μορφές εχθρότητας απέναντι στους εβραίους. Στο πλαίσιο αυτό εντάσσει και την ανάδυση του σιωνισμού ως εθνικιστικού κινήματος που επιχειρεί να ανανοηματοδοτήσει την εβραϊκή ταυτότητα. Ο σιωνισμός, σύμφωνα με τον Μαζάουερ, αντλεί τη συνεκτικότητά του τόσο από τη θετική ιδέα της επιστροφής στη Σιών όσο και από την αρνητική εμπειρία του διωγμού, μετατρέποντας έτσι τον αντισημιτισμό σε παράγοντα συγκρότησης της εβραϊκής εθνικής συνείδησης. Μετά το Ολοκαύτωμα, η αναδιάταξη του εβραϊσμού μετατοπίζει το κέντρο βάρους προς το Ισραήλ και τις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου η μνήμη του Ολοκαυτώματος και η σχέση με το εβραϊκό κράτος αποκτούν καθοριστική σημασία για τη διαμόρφωση της εβραϊκής συλλογικής ταυτότητας.
Ο Μαζάουερ ασκεί κριτική στη μεταπολεμική χρήση του αντισημιτισμού ως πολιτικού εργαλείου. Υποστηρίζει ότι το Ισραήλ, ιδίως μετά τη δεκαετία του 1970, επαναπροσδιόρισε τον όρο έτσι ώστε να περιλαμβάνει κάθε μορφή κριτικής στην κρατική του πολιτική, ενώ παράλληλα δυτικά κράτη, επικαλούμενα τη μνήμη του Ολοκαυτώματος, νομιμοποίησαν άκριτα τη στάση αυτή. Ιδιαίτερη σημασία αποδίδεται στον ορισμό που διατύπωσε η Διεθνής Συμμαχία Μνήμης του Ολοκαυτώματος (IHRA), τον οποίο ο Μαζάουερ απορρίπτει, καθώς τον θεωρεί αμφίσημο, πολιτικά εργαλειοποιημένο και επιζήμιο για την ελευθερία της έκφρασης, ακαδημαϊκής και πολιτικής.
Πιθανότατα οι ισραηλινοί μηχανισμοί προπαγάνδας, καθώς και οι δισεκατομμυριούχοι χορηγοί του Πανεπιστημίου Κολούμπια, όπου διδάσκει, θα καταγγείλουν τον διεθνούς φήμης ιστορικό για… αντισημιτισμό. Παρά τις σειρήνες της προπαγάνδας, όμως, ο Μαρκ Μαζάουερ, με το βιβλίο του Περί αντισημιτισμού, προσφέρει στο διεθνές αναγνωστικό κοινό μια μελέτη που, πάνω απ’ όλα, αναδεικνύει ακριβώς την ανάγκη αποδέσμευσης της ιστορικής έννοιας του αντισημιτισμού από τις σύγχρονες γεωπολιτικές χρήσεις της.
(Με πληροφορίες και από το άρθρο της Lily Meyer, «How “Antisemitism” Became a Weapon of the Right», The New Republic, 18.9.2025)
info
Προσεχώς στα ελληνικά:
Μαρκ Μαζάουερ, Περί αντισημιτισμού, Μια λέξη στην ιστορία, Μετάφραση: Κωστής Πανσέληνος, Αλεξάνδρεια, 2025