ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗ: Μαθήματα Στατικής (διήγημα της Ιωάννας Ντούλα)

0
56

 

Ο Αναγνώστης δημοσιεύει τα διακριθέντα διηγήματα στον διαγωνισμό που προκήρυξε μαζί με το Μητροπολτικό Κολλέγιο.

Παράλληλα δημοσιεύουμε ως δεύτερο το κείμενο που έγραψε η Τεχνητή Νοημοσύνη όταν της δώσαμε την πλοκή της ιστορίας.

 

Ιωάννα Ντούλα

 

Την πρώτη φορά συναντηθήκατε στο κτίριο Αντοχής Υλικών, Πολιτικοί, Μηχανολόγοι, Ναυπηγοί, όλοι περνούσαν από εκεί. Μηχανική Ι, σαν καψόνι νεοσύλλεκτου. Ροπές, δυνάμεις, τάσεις, εντάσεις. Στην αρχή ανταλλάσσατε μια καλημέρα, σε μερικές βδομάδες φτάσατε στις σημειώσεις -τα γράμματά της αξεπέραστα, φορείς, δικτυώματα, τριαρθρωτά, όλα στο χέρι, αλφάδι-, ύστερα συναντιόσασταν τυχαία στην Κουσίδη και περπατούσατε μαζί στον κόκκινο δρόμο, από την είσοδο της Ηρώων Πολυτεχνείου μέχρι το Πρυτανείο, για ζεστό κρουασάν στο κυλικείο. Όταν άνοιγε ο καιρός αράζατε στο κεκλιμένο, στην ταράτσα των Χημικών κι αργότερα στα γρασίδια δίπλα στους Πολιτικούς. Κυλιόσασταν και λιαζόσασταν. Ισορροπούσατε.

Περάσατε το εξάμηνο με απανωτά ξενύχτια, ψάχνοντας το σημείο G της δοκού Gerber και το δικό της. Διανύσματα επί διανυσμάτων, τριβές, προστριβές, δράσεις, αντιδράσεις. Η σχέση σας μια γραμμή συνεχής, πριονωτή, με δόντια και βυθίσεις, διαρκής φόρτιση και μετατόπιση, μέχρι το ανώτατο όριο αντοχής ή την ολική αστάθεια. Ένα πρωί, εκεί που έλεγες, δεν μπορεί, θα σπάσει ο πάγος -τις τελευταίες μέρες σε απέφευγε- σου είπε να τη συναντήσεις απ’ ευθείας στα «βυζιά», στο πλάτωμα προς τη βιβλιοθήκη. Πήρες τα πάνω σου, σκέφτηκες πως θα είχε τις γνωστές της ιδέες∙ όταν ήσασταν στα καλά σας, σε τραβολογούσε σε όλη την Πολυτεχνειούπολη, πίσω από την εστία στην Κοκκινοπούλου, ανάμεσα στους θάμνους ή στις τουαλέτες στο κτίριο Φυσικής.

Μόλις την είδες, πήγες να την πλησιάσεις, αυτή τραβήχτηκε. Πιάσατε τότε από ένα τσιμέντινο ημισφαίριο ο καθένας –ο ένας απέναντι στον άλλον, ένας αδιαπέραστος ισημερινός ανάμεσά σας- και κοιταζόσασταν για ώρα. Ύστερα εκείνη το ‘βγαλε απ’ το σακίδιό της και σου το ‘δωσε. Αμέσως κατάλαβες. «Εδώ;», τη ρώτησες. «Εδώ και τώρα», σου απάντησε. Καθίσατε οκλαδόν πάνω στο σαγρέ τσιμέντο, έβαλες το τετράδιό σου για στήριξη – για αντιστήριξη ούτε λόγος, μάλλον είχατε πάρει κλίση προ πολλού- κι έστησες πάνω του το jenga. Στο μεταξύ σας κάθε μικρή ή μεγάλη απόφαση καθορίζονταν από τη στατικότητά του∙ όποιος έκανε τη ζημιά, πλήρωνε τα σπασμένα. Στήνατε και ξαναστήνατε πύργους για το ποιος θα πλύνει τα πιάτα, ποιος θα κατεβάσει τα σκουπίδια, ποιος θα τραβηχτεί μέσα στη νύχτα, να βρει παγωτό μες στο καταχείμωνο. Ποιος θα κάνει πίσω, όταν δεν βγάζατε άκρη. Άλλοι τραβούσαν ξυλάκια, έπαιζαν μονά-ζυγά ή κορώνα-γράμματα∙ εσείς παίζατε jenga.

Της έδωσες την πρώτη κίνηση. Χτυπούσατε εναλλάξ τα τουβλάκια, δοκιμάζατε, αφαιρούσατε. Πρέπει να είχε μηδέν μποφόρ κι ο πύργος σας μέσα σε λίγα λεπτά έμεινε διάτρητος. Μόλις κατέρρευσε, απ’ το δικό σου χέρι, «έπαιξες κι έχασες» σου είπε και έφυγε, αφήνοντάς σε εκεί, μαγκωμένο, ανάμεσα στα χαλάσματα, να αναρωτιέσαι ποια ήταν η κίνηση που σε πρόδωσε.

Έκανες μέρες να φανείς στη σχολή, όλο το βράδυ έχτιζες και γκρέμιζες, κλώτσαγες κι εκσφενδόνιζες. Έβαζες και έβγαζες∙ ευθυγράμμιζες. Έστηνες το jenga σε ντόμινο κι ύστερα το χάζευες να ισοπεδώνεται. Στην αρχή βρήκες την κίνησή της αλλόκοτη, προσπαθούσες μάταια να βρεις μια εξήγηση. Ύστερα ταυτίστηκες. Μόλις πήγαινες να σηκωθείς, ξανάπεφτες, ένα οικοδόμημα σε σαθρό έδαφος, ετοιμόρροπο. Στον ύπνο σου έβλεπες γέφυρες να συντονίζονται, κτίρια να ρηγματώνονται και να καταρρέουν, ένιωθες το κρεβάτι πακτωμένο σε σκυρόδεμα, πεταγόσουν με το κεφάλι σου να συνθλίβεται, κλώτσαγες αφιονισμένος τα σκεπάσματα, προσπαθώντας να βγεις από μια στιβάδα υλικών και λέξεων που σε είχε καταπλακώσει.

Μόλις έπινες καφέ και άνοιγε το μάτι, καθόσουν στο γραφείο σου – δήθεν για να διαβάσεις-, έπαιρνες τον ραπιδογράφο και τράβαγες γραμμές πάνω σε χαρτιά Α4, παράλληλες, τεμνόμενες, ασύμβατες. Τρύπαγες τα χαρτιά και συνέχιζες με μανία, το γραφείο σκαμμένο, οι γραμμές ανεξίτηλες. Όταν τελείωσες τον πάκο, πήρε το μάτι σου τα τούβλα στο κομοδίνο, ξεκίνησες να γράφεις πάνω τους, να σημειώνεις ό,τι είχες μέσα στο κεφάλι σου. Σε κανένα διβδόμαδο κατέληξες με πενήντα-ένα τουβλάκια ταλαιπωρημένα, γραμμένα απ’ άκρη σ’ άκρη, σε κάθε ακμή, μικρή-μεγάλη, με σύμβολα, διανύσματα, όρους –πάκτωση, ρήξη, εφελκυσμός, θλίψη-, ερωτηματικά, αποσιωπητικά, κάθε εκατοστό σημειωμένο, φράσεις δικές της, λόγια δικά σου που δεν πρόλαβες να πεις. Κάθε βράδυ έστηνες το jenga και διάλεγες καμιά δεκαριά τούβλα στην τύχη. Τα στοίβαζες δίπλα σου, επέλεγες μια πλευρά απ’ το καθένα. Ύστερα έκλεινες τα μάτια και κοιμόσουν, βλέποντας όνειρα μέσα στα όνειρά σου.

Στα τέλη Σεπτέμβρη –μετεξεταστέος στη Στατική- μόλις παρέδωσες την κόλλα σου, θέτοντας σοβαρή υποψηφιότητα για δεκάρι σκαστό μετά από τέτοια σπουδή, γύρισες στο διαμέρισμά σου άρον-άρον και τα μάζεψες, τα ‘ριξες στην πρώτη νάιλον σακούλα που βρήκες μπροστά σου. Έπειτα πήγες στο σπίτι της, στη γωνιακή πολυκατοικία της οδού Ευρυνόμης και χτύπησες κάμποσα κουδούνια, «έχω ένα πακέτο για εσάς», μέχρι να σταθείς τυχερός. Στον τρίτο όροφο, έξω από την πόρτα της, στο χαλάκι της εισόδου –από σκληρό υλικό- αράδιασες τα τούβλα και τα έστησες, για τελευταία φορά. Κατέβηκες από τη σκάλα, αθόρυβα, αφήνοντάς τα εκεί, όλα εκτός από ένα, το πεντηκοστό πρώτο, το κεντρικό∙ ένας πύργος χωρίς πυρήνα, με μια οπή να χάσκει και πολλά ζητήματα, από απόψεως στατικής.

 

***

 

Το κείμενο της Τεχνητής Νοημοσύνης

 

Σε βρήκα στο αμφιθέατρο, μπροστά σε έναν πίνακα γεμάτο φορείς και
ροπές, κι ήξερες ήδη πως η δική σου σχέση με εκείνη θα ήταν ένα πρόβλημα
Στατικής. Στην αρχή απλό: ένα σώμα σε ισορροπία, τρεις εξισώσεις — δύο
οριζόντιες, μία κατακόρυφη. Η συνισταμένη μηδέν, η ροπή μηδέν. Όλα υπό
έλεγχο. Μια καλημέρα, μια εργασία μαζί, μια συνάντηση στη βιβλιοθήκη. Μικρές
δυνάμεις, εύκολες να αντιμετωπιστούν. Τα βλέμματα που αντάλλαζες με το μέρος
της αίθουσας έμοιαζαν με μικρές φορτίσεις σε ένα ευαίσθητο πλέγμα, δυνάμει να
δημιουργήσουν ήρεμες καμπύλες ή ανεπαίσθητες τάσεις στο σύστημα.
Με τον καιρό, το σύστημά σας έγινε στατικά αόριστο. Οι άγνωστοι
πολλαπλασιάστηκαν, κι οι τρεις εξισώσεις ισορροπίας δεν έφταναν για να το
λύσουν. Έπρεπε να καλέσεις στη βοήθεια την εμπειρία, τους νόμους των υλικών,
τα θεωρήματα συμβατότητας. Στην πράξη, έπρεπε να ακούς περισσότερο, να
δίνεις χώρο, να δέχεσαι παραμορφώσεις που δεν ανήκαν στην αρχική ιδέα του
φορέα. Κάθε μικρή διαφωνία ή παρεξήγηση γινόταν φορτίο που έπρεπε να
αναλυθεί σε συνιστώσες· κάθε σιωπή, κάθε χαμόγελο, κάθε τυχαία επαφή στα
διαλείμματα προσέθετε μικρές συνιστώσες σε ένα σύνθετο, δυναμικό πλαίσιο που
δεν ήξερες αν θα αντέξει σε μελλοντική φόρτιση.
Οι στιγμές ευτυχίας σας ήταν σαν συμμετρικές φορτίσεις: η δοκός λύγιζε
αλλά ομοιόμορφα, χωρίς να δημιουργούνται επικίνδυνες καμπύλες. Θυμάσαι το
περπάτημα στους δρόμους της πόλης; Ήταν σαν ισοστατικό πλαίσιο: απλό,
καθορισμένο, με απόλυτη ισορροπία. Μπορούσες να σχεδιάσεις τα διαγράμματα
τεμνουσών και ροπών και να βγουν καθαρά, χωρίς απρόοπτες ασυνέχειες. Τα
βράδια που μιλούσατε για ώρες σε καφέ ή σε παγκάκια, το σύστημα ήταν σαν
ιδανικό υλικό: δεν θραύονταν ούτε με μικρές αυξήσεις φορτίου. Κάθε γέλιο,
κάθε κοινή σας ανακάλυψη, κάθε ανέκδοτο που ανταλλάσσατε έμοιαζε με μικρή
δύναμη που ενισχύει την ακαμψία του πλαισίου.
Αλλά υπήρξαν και οι αστοχίες. Ο καυγάς για την εργασία ήταν σαν
ξαφνικό φορτίο κρουστικό. Η δοκός σου παραμορφώθηκε ανελαστικά• απέκτησε

2
μια μόνιμη καμπύλη που δεν επανήλθε ποτέ στην αρχική της ευθεία. Την επόμενη
φορά, όταν εκείνη σου μίλησε ψυχρά, ένιωσες ότι η στήριξη που νόμιζες
πακτωμένη ήταν απλώς αρθρωτή — κι ότι το σύστημα κινδύνευε να γίνει μη
ευσταθές. Κι όμως, το υλικό δεν θραύστηκε. Η σχέση σας παρέμενε λειτουργική,
έστω με νέες συνθήκες. Κάθε μικρή παραμόρφωση σήμαινε ότι έπρεπε να
επαναξιολογήσεις τις συνδέσεις, να ελέγξεις αν οι βίδες που κρατούσαν το
πλαίσιο ήταν αρκετές, αν οι βάσεις ήταν σταθερές, αν η επιφάνεια τριβής
αρκούσε για να μην γλιστρήσει κάτι.
Πολλές φορές λογάριαζες τους συντελεστές ασφαλείας. Έλεγες: «Αν το
υλικό αντέχει φορτίο Χ, θα θεωρήσω ότι το όριό μου είναι στο μισό». Κι έτσι
ποτέ δεν έδωσες όλα όσα μπορούσες. Πάντα κρατούσες εφεδρεία, σαν να ’σουν
μηχανικός που δεν εμπιστεύεται τα δικά του σχέδια. Εκείνη, αντίθετα,
λειτουργούσε σαν δύναμη με άγνωστη διεύθυνση: άλλοτε σε πίεζε οριζόντια,
άλλοτε κατακόρυφα, κι εσύ έπρεπε κάθε φορά να αναλύεις τη συνιστώσα της. Οι
μέρες που ήταν χαρούμενη σε άφηναν να αναπνέεις, αλλά οι μέρες που κρατούσε
απόσταση σε έκαναν να επανεξετάζεις ολόκληρο το πλαίσιο, σαν να έπρεπε να
προσθέσεις καινούργιες ενισχύσεις σε μια ήδη φορτισμένη κατασκευή.
Η σχέση σας δεν κατέρρευσε με πάταγο. Δεν υπήρξε ξαφνική αστοχία
εύθραυστου υλικού. Ήταν πιο πολύ σαν κόπωση μετά από αλλεπάλληλες
φορτίσεις. Μικρές παραμορφώσεις, αθροιστικές, που συσσωρεύονταν μέχρι να
καταλάβεις ότι η καμπύλη φορτίου–παραμόρφωσης είχε ξεπεράσει το όριο
ελαστικότητας. Όμως το τελικό σημείο θραύσης δεν ήρθε ποτέ. Απλώς μια μέρα
εκείνη κάθισε μακριά στην αίθουσα, δύο σειρές μπροστά, κι εσύ πίσω. Οι φορείς
απομακρύνθηκαν χωρίς να σπάσουν• απλώς έπαψαν να μεταφέρουν φορτίο ο
ένας στον άλλο. Οι σημειώσεις σας συνέχισαν να συνυπάρχουν στο ίδιο θρανίο,
σαν δύο διαχωρισμένα υποσυστήματα που εξακολουθούν να μοιράζονται την
ίδια βάση.
Κι έτσι έμεινες με μια αμφισημία: το πρόβλημα δεν λύθηκε πλήρως, οι
εξισώσεις ισορροπίας έμειναν ατελείς. Δεν ξέρεις αν το σύστημα θα αντέξει σε
μελλοντική φόρτιση ή αν είναι ήδη σε οριακή κατάσταση. Ίσως να είναι ένα
στατικά αόριστο πρόβλημα, που δεν έχει κλειστή λύση παρά μόνο προσεγγίσεις.
Κι εσύ, σαν επιμελής φοιτητής, συνεχίζεις να το κουβαλάς στις σημειώσεις σου,
γράφοντας στο περιθώριο: «Απαιτείται περαιτέρω διερεύνηση», με την ελπίδα
ότι μια μέρα οι συνθήκες θα σου επιτρέψουν να εφαρμόσεις όλα τα θεωρήματα
που μέχρι τώρα απλώς μελετούσες. Κι ίσως τότε, όταν οι συνθήκες θα είναι
ιδανικές, η δοκός να ευθυγραμμιστεί ξανά, και η ισορροπία που ονειρευόσουν να
επανέλθει ολοκληρωτικά.

Προηγούμενο άρθροΟ γάτος Πετεφρής και το σύμπαν του Τάκη Καμπύλη (από την Αλεξάνδρα Χαΐνη)
Επόμενο άρθροΤο όνειρο του Τάτλιν Ουτοπίες. Η αιώνια επιστροφή

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ