ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗ, Η συνταγή της ευτυχίας (του Δημήτρη Τούλιου)

0
102

Ο Αναγνώστης δημοσιεύει τα διακριθέντα διηγήματα στον διαγωνισμό που προκήρυξε μαζί με το Μητροπολτικό Κολλέγιο.

Παράλληλα δημοσιεύουμε ως δεύτερο το κείμενο που έγραψε η Τεχνητή Νοημοσύνη όταν της δώσαμε την πλοκή της ιστορίας.

 

Δημήτρης Τούλιος – Η συνταγή της ευτυχίας

Γάλα ΝΟΥΝΟΥ κουτί, πακέτα τσιγάρα άσσος, νεσκαφέ, ζάχαρη. Μπλε σακούλα πλαστική. Την άφησα στο τραπέζι που με περίμενε, στα Ψηλαλώνια και παρήγγειλα φραπέ. Μου φάνηκε για κλάσμα του δευτερολέπτου πως του κακοφάνηκε. Το φιλαράκι μου ήταν στριμωγμένο. Μα δεν είχα καταλάβει. Ευχαριστώ, ρε τρόμπα, αλλά δε σώζομαι, τα λόγια του. Έχεις κάνα φράγκο; Του ‘δωσα ένα πενηντάρι. Η δεύτερη νύξη με βρήκε στη Φλώρινα. Από το κινητό τον άκουσα πιεσμένο, όχι όμως με τον τρόπο του επείγοντος. Μόλις του είπα ότι βρίσκομαι χιλιόμετρα μακριά, σχεδόν μου το ‘κλεισε στα μούτρα. Τι να του κάνω; Η φωνή μου από την τρυφηλότητα των χριστουγεννιάτικων διακοπών με τη φίλη μου, συμπέρανα ότι τον εκνεύρισε, παραλίγο να ντραπώ κι εγώ, τι λέω, ντράπηκα για την ευτυχία μου.Ήθελε ένα εκατοστάρικο.

Τον ξαναείδα στη Ρήγα Φερραίου. Πλάγιασε στην άκρη του δρόμου με το παπί και μου ανακοίνωσε με άκαμπτο κωμικό κεφάλι ότι χώρισε. Μετά έγινε καπνός.

Ύστερα, καλοκαίρι πια, ήρθε σπίτι. Μετά από κάμποσα εικοσάρικα και πενηντάρικα, φαίνεται πως το πράγμα έφτασε στο απροχώρητο. Τον βάλαμε να καθίσει έξω στην αυλή. Μας αιφνιδίασε. Σορτς, παντόφλες άλλης δεκαετίας, και λευκή φανέλα λεκιασμένη από σάλτσα! Πιο πολύ ο λεκές μου φάνηκε τραγικός. Να ήταν τουλάχιστον αίμα. Καθίσαμε σε κάτι αγκωνάρια που είχαμε. Τον έπιασαν τα κλάματα. Σε κάθε λυγμό του έτριζε και η πέτρα από κάτω. Εκείνος έκλαιγε κι εγώ σκεφτόμουν πως έμοιαζε με τον Κολοκοτρώνη από ένα παλιό σκίτσο που΄χα δει.

Όταν πήγαμε στην τράπεζα, κρυφά από τη γυναίκα μου πια, είχα μια πρωτόγνωρη χαρά που θα τον έσωζα οριστικά. Με είχε διαβεβαιώσει πως με τα δεκαεννέα χιλιάρικα θα ξεχρέωνε κι ότι θα πλήρωνε τις δόσεις στην ώρα τους. Έβγαζε άλλωστε πιο πολλά κι από εμένα και τη γυναίκα μου, διατεινόταν. Του έδωσα και την κάρτα. Θυμήθηκα τότε, δραχμές ακόμα, που σε μια δύσκολη στιγμή μου έβγαλε εκατόν είκοσι χιλιάρικα κολλαριστά και μου τα ‘σκασε λες και παίζαμε σε ελληνική ταινία. Δεν τα δέχτηκα. Σχεδόν με τρόμαξε εκείνη η επίθεση αγάπης του. Πώς θα γινόταν τώρα να μην ανταποκριθώ αναλόγως στην ανάγκη του; Κι από διακριτικότητα, έσκισα. Ούτε ρώτησα πόθεν τα ζόρια του.

Το χτύπημα το βαρύ το δέχτηκα καθώς οδεύαμε με τη σύζυγό μου  από το χωριό της για την πόλη μου. Κύριε, έχετε απλήρωτες τρεις μήνες τη δόση. Πήγα να τρακάρω. Άραξα σε μιαν άκρη κι άναψα τσιγάρο. Η γυναίκα μου συννέφιασε. Στα ‘πα. Μην του δίνεις τόσα λεφτά. Και στ’ όνομά σου. Αφού αυτός ήταν μπλακ λίστ, τι να΄κανα; Ήθελα διακαώς να τον σώσω. Να έχω εγώ το προνόμιο.

Ο φίλος μου και κουμπάρος μου είχε καιρό να πληρώσει. Και είχε ξετινάξει και την κάρτα. Αυτά μου τα είπε μια χαριτωμένη υπαλληλική φωνή τραπέζης από τηλεφώνου και ήταν σαν να άκουγα άγγελο θανάτου. Άρχισαν οι καβγάδες με τη γυναίκα μου. Τον ανέλαβε εκείνη. Τηλέφωνα, ραντεβού, διαπραγματεύσεις. Δεν μας έλεγε καθαρά τι συνέβαινε. Θα τα βάλω, υπομονή. Αρρώστησε η μάνα μου, ελέησα μια οικογένεια, έδωσα να χειρουργηθεί κάποιος συγγενής. Ατελείωτες δικαιολογίες, διαβεβαιώσεις, λογύδρια.

Τον συνάντησα στη Μαρίνα. Κάπνιζε αρειμανίως. Με ήθελε μόνο, κρυφά από τη γυναίκα μου, να μου εξηγήσει καταλεπτώς, όπως μου τόνισε, τι συνέβαινε. Αυτή τη φορά η εμπιστοσύνη μου έπνεε τα λοίσθια. Καμία ανοχή. Και μου το ξεφούρνισε πως ένας φίλος του τον πήγε εκτάκτως  Αθήνα για εξετάσεις. Κάτι βρήκαν στα πνευμόνια του. Επιστράτευσα την κυνικότητά μου. Φέρε μου τις ακτονογραφίες, του είπα, να τις δει και η γυναίκα μου. Κάνε μου τη χάρη. Διασχίσαμε το δρόμο μαζί και χωρίσαμε. Ένιωσα εκεί, στη μέση της μεγάλης παραλιακής σαν να μην φτάσαμε ποτέ απέναντι. Ήταν σαν να βαφτιστήκαμε αυτομάτως άγνωστοι και ξένοι.

Η συνέχεια ήταν απογοητευτική. Έξαλλη η συμβία μου. Τον κατσάδιαζε, τον κυνηγούσε, του έπιαρνε όσα μπορούσε. Εκείνος υποστήριζε πως η περιουσία του ήταν υποθηκευμένη. Η αδερφή του με πήρε τηλέφωνο,  με απεκάλεσε αγνώμονα, ότι μετά από τόσα χρόνια φιλίας φερόμουν έτσι. Πώς δηλαδή, της απάντησα, αποτιμάται μια φιλία; Με ευρώ;

Άρχισα κι εγώ εξαγριωμένος να τον παίρνω τηλέφωνο. Να τον πιέζω, να του στέλνω μηνύματα. Τον απείλησα και με νομικές ενέργειες. Τον βάλαμε να υπογράψει ένα παλιόχαρτο ότι μας χρωστάει. Το πήγαμε σε μια δικηγόρο, πρώην στέλεχος κόμματος. Με κοίταξε όπως κοιτάζουν έναν  βρωμύλο κακομοίρη  ζητιάνο. Με βδελυγμία. Δεν δίνουν, έτσι λεφτά, μου πέταξε σαν να με καταγγέλει. Αυτή που μιλούσε για δικαιοσύνη, ελευθερία, ευημερία και αλληλεγγύη, τότε στις πλατείες. ‘Εφυγα από εκεί και δεν ξαναπάτησα.

Έπιασα τον εαυτό μου να σκληραίνει απέναντί του στα τηλέφωνα. Αυτός μου έλεγε για τη μάνα του, ότι είναι βαριά κι εγώ εξοργιζόμουν, πώς αλλιώς; Αισθάνθηκα για μια στιγμή ότι παίζω έναν ρόλο, ότι ανακαλώ σκηνές από αστυνομικά δράματα παριστάνοντας όσο πιο πειστικά μπορούσα το θύμα. Μα δεν ήμουν εγώ το θύμα;

Και μου κατέβηκε τότε μια φαεινή ιδέα. Αφού δεν είχε καθόλου λεφτά να μου δώσει, του ζήτησα να με πληρώνει σε είδος. Τρόφιμα. Έδειξε απορημένος. Συμφώνησε. Αλλά θα έμενε νηστικός.

Μου τα άφηνε σε ένα ζαχαροπλαστείο. Πότε μου άφηνε σε ένα φάκελο κανένα πενηντάρικο, υπογεγραμμένο απέξω με ωραία γράμματα, Προς την κυρία τάδε. Απευθυνόταν στη γυναίκα μου.

Σαν συνωμότης παρελάμβανα τα μυστήρια γράμματα και τα σακουλάκια. Μια φορά μου είχε δυο πακέτα ρύζι από το ακριβό. Το τελευταίο πακέτο που πήρα απ’ αυτόν ήταν ένα κουτί ντεπόν. Μέσα του συμπιεσμένο σαν σκουλήκι ένα εικοσάρικο.

Πάψαμε να τον ενοχλούμε. Δεν είχε  νόημα. Τον έβλεπα καμιά φορά στην Όλγας να σέρνεται σαν γέρος. Θυμάμαι που δήλωνε: «Δεν μου΄χει μείνει πια αξιοπρέπεια».

Εκ των υστέρων έμαθα ότι είχε μπλέξει με το τζόγο. Μόνο που είχε τζογάρει και την επιβίωσή μας. Είδαμε και πάθαμε με τη γυναίκα μου να ξεχρεώσουμε παίρνοντας άλλο δάνειο. Ούτε σε μια ταβέρνα δεν μπορούσαμε να πάμε. Όλοι οι υπόλοιποι φίλοι και γνωστοί απομακρύνθηκαν. Η τράπεζα και οι επίδοξοι φίλοι δεν αστειεύονται. Το άδειο κουτί με τα ντεπόν το κράτησα. Το έβαλα σε διαφάνεια. Πριν από μέρες έπεσε τυχαία από ένα βιβλίο μαγειρικής ένα ποίημα έμμετρο από τον κουμπάρο μας για βίον ανθόσπαρτον γεμάτο ευφάνταστους στίχους. Το ξαναδιάβασα. Λες να τα εννούσε αυτά που έγραφε; Πάντως η γυναίκα μου το είχε παραχώσει στις συνταγές ξεχνώντας το για πάντα.

 

 

***********

  Η συνταγή της ευτυχίας- το κείμενο της Τεχνητής Νοημοσύνης

Δεν θυμάμαι πότε ακριβώς ξεκίνησε η ιστορία μας με τον Στέφανο. Ίσως πριν από πέντε χρόνια, ίσως και περισσότερο. Εκείνη την εποχή είχε βρεθεί ξαφνικά χωρίς δουλειά, με λογαριασμούς να τον πνίγουν και με ένα βλέμμα γεμάτο απελπισία. Μου είχε δανείσει κάποτε τριακόσια ευρώ, σε μια στιγμή που εγώ ήμουν εντελώς αδύναμος και χωρίς κανέναν άλλον να με βοηθήσει. Δεν το ξέχασα ποτέ.

Όταν ήρθε μια μέρα στο σπίτι μου με το σκυθρωπό βλέμμα του, δεν σκέφτηκα δεύτερη φορά. Τρόφιμα, λίγα ψιλά, πενήντα ίσως εκατό ευρώ εδώ κι εκεί. Σκέφτηκα πως ήταν μόνο προσωρινό, όπως κι ο ίδιος είχε πει, και ένιωσα ότι ήταν χρέος μου να τον βοηθήσω. Τις πρώτες φορές ήταν εύκολο. Μικρές πράξεις βοήθειας που περνούσαν απαρατήρητες ανάμεσα στις καθημερινές μου υποχρεώσεις. Το πρωί του έφερνα ψωμί και γάλα, λίγα λαχανικά, το βράδυ του έδινα 50 ευρώ μετρητά ή μέσω τραπεζικής μεταφοράς. Το χαμόγελό του και η ευγνωμοσύνη του ήταν αρκετά για να νιώσω ότι έκανα κάτι σωστό.

Με τα χρόνια όμως, η ανάγκη του μεγάλωσε. Δεν ήταν πια το ψωμί ή τα πενήντα ευρώ. Κάθε μήνα ερχόταν με πιο επιτακτικά αιτήματα, με μεγαλύτερη ανυπομονησία. Το δάνειο που μου είχε δώσει είχε ξεχαστεί, αλλά εγώ ήμουν ακόμα δεμένος σε μια αόρατη υποχρέωση. Τότε, αποφάσισα να του δώσω κάτι μεγαλύτερο. Κρυφά από τη γυναίκα μου, του έδωσα την κάρτα της τράπεζας μαζί με ένα σεβαστό ποσό. Ήταν σαν να άνοιγα μια πόρτα που δεν ήθελα να κοιτάξω.

Ο Στέφανος άρχισε να χρεώνει την κάρτα σαν να ήταν δική του. Τρεις δόσεις δεν πληρώθηκαν, και κάθε μέρα που περνούσε, ένιωθα το βάρος να μεγαλώνει. Κι όμως, δεν μπορούσα να σταματήσω να τον βοηθάω. Οι δικαιολογίες του ήταν αστείρευτες. «Ξέχασα να πληρώσω», «Η μεταφορά καθυστέρησε», «Σου υπόσχομαι ότι την επόμενη εβδομάδα θα είναι όλα εντάξει». Κάθε φορά, πίστευα.

Η υπομονή μου άρχισε να φθείρεται. Τον αγανάκτησα. Τον πίεζα να εξοφλήσει τα χρέη του, με απειλές, με αναφορές σε νομικές διαδικασίες, με ό,τι μπορούσα να σκεφτώ. Αλλά πάντα υπήρχε μια καινούρια δικαιολογία, ένα νέο εμπόδιο. Το χειρότερο ήταν η προδοσία που ένιωθα. Όχι από το γεγονός ότι δεν μου επέστρεφε τα χρήματα, αλλά από την αίσθηση ότι τον είχα βοηθήσει και εκείνος με κορόιδευε με τρόπο που δεν μπορούσα να αγνοήσω.

Ένα βράδυ, μετά από άλλη μια συζήτηση γεμάτη ένταση, αποφασίσαμε έναν «συμβιβασμό». Λίγα λίγα χρήματα ή τρόφιμα, ό,τι μπορούσα να προσφέρω χωρίς να βλάπτω την οικογένειά μου. Ήταν μια λύση επιβίωσης, αλλά όχι αληθινή λύση. Η αλήθεια, που ήρθε αργότερα, ήταν ακόμη πιο σκληρή.

Μου αποκάλυψε ότι είχε μπλέξει με τον τζόγο. Όλα τα δανεικά, όλες οι υποσχέσεις, είχαν εξαφανιστεί σε μια σειρά από τραπέζια, στοιχήματα και χαμένα χαμόγελα. Ο ίδιος και η γυναίκα του είχαν σφιχτεί πολύ για να ξεχρεώσουν. Η εικόνα του, κάποτε γεμάτη ζωντάνια και χαρά, τώρα ήταν στριμωγμένη και κουρασμένη.

Ένιωσα μια απροσδόκητη συμπόνια. Η οργή μου δεν έφυγε αμέσως, αλλά η αλήθεια με έκανε να δω τα πράγματα διαφορετικά. Δεν ήταν απλώς ένας φίλος που μου χρωστούσε. Ήταν ένας άνθρωπος που είχε χαθεί μέσα στα δικά του αδιέξοδα, και εγώ, χωρίς να το θέλω, είχα γίνει μέρος της ιστορίας του.

Θυμάμαι τις νύχτες που καθόμουν στο σαλόνι, κρατώντας την κάρτα, σκέφτοντας πώς φτάσαμε μέχρι εδώ. Η πρώτη φορά που του έδωσα τρόφιμα, τα πρώτα 50 ευρώ, όλα έμοιαζαν τόσο αθώα. Τώρα, οι απώλειες ήταν μεγάλες, οι σχέσεις τεντωμένες σαν σκοινί. Κι όμως, υπήρχε κάτι που δεν μπορούσα να αγνοήσω: η φιλία μας, με όλα τα ελαττώματά της, είχε αντέξει.

Ήταν σαφές ότι αν δεν υπήρχε αυτή η αμοιβαία κατανόηση, όλα θα είχαν τελειώσει πολύ πριν. Η καθημερινή πίεση, οι μικρές και μεγάλες διαφωνίες, τα ψέματα και οι δικαιολογίες, όλα είχαν δημιουργήσει ένα περίπλοκο πλέγμα. Ένα πλέγμα που τελικά αποκάλυπτε όχι μόνο τις αδυναμίες του Στέφανου, αλλά και τις δικές μου.

Μου πήρε καιρό να συνειδητοποιήσω ότι δεν μπορούσα να τον σώσω από τον εαυτό του. Η βοήθεια είχε όρια, και τα όρια αυτά έπρεπε να τα σεβαστώ, ακόμη κι αν πονούσε η καρδιά μου. Κάθε φορά που του έδινα κάτι, έπρεπε να θυμάμαι ότι δεν έσωζα τον κόσμο, αλλά απλώς έδινα μια ανάσα σε έναν φίλο που είχε πνιγεί.

Στην πορεία, βρήκαμε έναν τρόπο να συνεχίσουμε χωρίς να καταστραφούμε. Μικρά ποσά, τρόφιμα, ό,τι μπορούσε να προσφέρει ο καθένας χωρίς να βλάπτει τον άλλο. Ήταν ένας τρόπος να κρατηθούμε μαζί, χωρίς ψέματα και χωρίς καταστροφές. Και παρά την αγανάκτηση, παρά την κόπωση, υπήρχε μια αίσθηση ότι η φιλία μας είχε περάσει από τη φωτιά και είχε επιβιώσει.

Όταν σκέφτομαι πίσω, βλέπω καθαρά τη διαδρομή: από την αθώα βοήθεια, στα μικρά δάνεια, στο μεγάλο ρίσκο με την κάρτα, μέχρι την αποκάλυψη του τζόγου και την αναγκαστική συμφιλίωση με την αλήθεια. Κάθε βήμα είχε τη σημασία του, κάθε λάθος είχε την αξία του. Κι αν κάτι έμαθα, είναι ότι η φιλία δεν είναι πάντα ευχάριστη, δεν είναι πάντα δίκαιη, αλλά είναι πολύτιμη όταν καταφέρνει να αντέξει τις δυσκολίες.

Σήμερα, κοιτάζω τον Στέφανο και βλέπω έναν άνθρωπο που έχει μάθει από τα λάθη του, αλλά και εγώ βλέπω τον εαυτό μου με άλλη ματιά. Δεν είμαι πια απλώς ο γενναιόδωρος φίλος, ούτε εκείνος ο απελπισμένος δανειολήπτης. Είμαστε δύο άνθρωποι που έμαθαν να περπατούν μαζί μέσα από τα λάθη, την αγανάκτηση, τη σκληρή αλήθεια και, τελικά, την κατανόηση.

Η φιλία μας δεν είναι αψεγάδιαστη, αλλά είναι πραγματική. Και ίσως αυτό είναι το μόνο που μετράει.

Προηγούμενο άρθροPhil Woods: O κορυφαίος λευκός σαξοφωνίστας της τζαζ, που έπαιξε ελληνική μουσική (του Γιάννη Μουγγολιά)
Επόμενο άρθροΚλαούντια Καρντινάλε (1938-2025): Η απελευθέρωση της φυσικής ομορφιάς (του Μανώλη Γαλιάτσου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ