της Βαρβάρας Ρούσσου (*)
(Η αλήθεια των λόγων μάς ανήκει μόνο αν την πληρώνουμε με το τομάρι μας …)
Ακαδημαϊκές εργασίες, ανακοινώσεις συνεδρίων, συζητήσεις και συνεντεύξεις σε παλαιότερα έντυπα περιοδικά συγκροτούν την εξαιρετικά μακρά αλυσίδα στην οποίαν εντάσσεται κάθε παρόμοια νέα απόπειρα είτε μένει σε επίπεδο επιστημονικής κοινότητας είτε εξέρχεται στη δημόσια σφαίρα. Το πόσο διακεκομμένη υπήρξε αυτή η πολυετής συζήτηση μπορεί να οφείλεται σε διαφορετικές συναστρίες παραγόντων.
Έχει σημασία στο σήμερα το τι και πώς κάθε φορά όσες/οι ασχολήθηκαν (επαν)εκτίμησαν: τι νέο προσπόρισαν και με ποιο στόχο; Χαρτογράφηση και ποσοτικά δεδομένα ως ενδεικτική αποτύπωση κειμένων, ονομάτων, μέσων ή κρινόμενων έργων; Και σε ποιο χρονικό άνυσμα; Κατάθεση απόψεων για τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η κριτική, για τον ρόλο της/του κριτικού; Σε ποιο βαθμό κάτι τέτοιο συγκροτήθηκε ως ατομικό ή συλλογικό εγχείρημα; Στις δεύτερες περιπτώσεις μπορεί να πρόκειται για διαφορετικού βαθμού συμπαγείς ομάδες συσπειρωμένες γύρω από περιοδικά, περισσότερο ή λιγότερο κλειστές ή ανοιχτές σε συμμετοχές και πάντως κατά κύριο λόγο εναρμονισμένες ως προς τις απόψεις σχετικά με καίρια ζητήματα περί λογοτεχνίας και κριτικής. Αυτό είναι και το σημείο μηδέν για την παραγωγή διαλόγου: οι έκφραση αντιθέσεων που είτε αποκλείονται (κριτήριο αποκλεισμού από τα κάθε είδους μέσα όπου εκφράζεται μια συνομάδωση-συσπείρωση-παρέα) είτε περιλαμβάνονται/γίνονται αποδεκτές αλλά για διάφορους λόγους (που αφορούν συνήθως το μέσο/χώρο δημοσίευσης και σπανιότερα την επαναληπτικότητα θέσεων που κουράζουν και απαξιώνουν) δεν ενεργοποιούν τη συζήτηση.
Ο κριτικός διάλογος
Τόσες συζητήσεις και άρθρα και μελετήματα στο -μακρινό και πρόσφατο- παρελθόν δεν απάντησαν παρά σε προσωπικό επίπεδο ή και με βιβλιογραφικές αναφορές στα κρίσιμα ερωτήματα τι είναι η κριτική και η/ο κριτικός, ποια τα κριτήριά της/του κλπ οπότε αναρωτιέμαι, όπως και στο μέρος Ι, τι δεν συμβαίνει για να είναι ο διάλογος αποτελεσματικός και ενδιαφέρων. Μήπως είναι πλέον περιττός; Αρκεί πιθανόν ανατρέξουμε σε θέσεις και αντιπαραθέσεις του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα (αίφνης, τα τελευταία εξήντα χρόνια) για να εντοπίσουμε το είδος και την έκταση της επανάληψης τηρουμένων των υφολογικών διαφορών και πάντοτε ιστορικοποιώντας.
Παλαιότερες συζητήσεις και διαμάχες έβρισκαν χώρο σε στήλες εφημερίδων (καθημερινές ή εβδομαδιαίες στήλες ή ένθετα) και λογοτεχνικών περιοδικών. Ελλείψει αυτών οι αναρτήσεις σε ΜΚΔ, απρόσφορο εντέλει χώρο για ουσιαστικό διάλογο, αν και πρόσφορο για κοινοποιήσεις/ενημερώσεις. Εξ ου αυτοί οι αποσπασματικοί διάλογοι μεταβλήθηκαν σε ημιτελές ματς ή αποτέλεσαν διαλογικούς μονολόγους χωρίς κατάληξη. Όμως δεν φαίνεται να είναι αυτός ο λόγος ή τουλάχιστον μόνο αυτός. Τι νέο προστέθηκε από τις θέσεις π.χ. Ραυτόπουλου;
Συνεπώς, γιατί να διαλέγονται οι κριτικοί για θέματα που έχουν μάλλον επιλυθεί ή και όχι; Διαλέγονται τα κριτικά τους κείμενα στα οποία οι κρίσεις, επικρίσεις, συμπεριλήψεις και αποκλεισμοί αναδεικνύουν τις κάθε είδους προτιμήσεις τους (ιδεολογικές και αισθητικές). Και τα τελευταία μάλιστα χρόνια, (ας τα ορίσουμε ως πενταετία τέλη της προηγούμενης δεκαετίας έως μέσα της τρέχουσας), τέτοια κείμενα αυξάνουν με γεωμετρική πρόοδο αφήνοντας παρακαταθήκη σε μελλοντικούς ερευνητές.
«Πάλι τα ίδια και τα ίδια θα μου πεις, φίλε» (και χωρίς «Όμως»)
Γιατί να βομβαρδιστεί το κοινό με απόψεις που έχουν διατυπωθεί ένα και πλέον αιώνα πίσω, που έχουν ανασκευαστεί, αναπλαισιωθεί, απορριφθεί, αντικατασταθεί, υποκατασταθεί στη συγχρονία; Τα θεωρητικά προτάγματα, οι θέσεις περί κριτικής, αισθητικής κλπ εξελιγμένες, διαφορετικές, ανανεωμένες από την διαθεματικότητα/διεπιστημονικότητα φαίνονται ιδιαίτερα χρήσιμες ως υπόρρητα εργαλεία του κριτικού και δεν είναι καθόλου απαραίτητο το αναγνωστικό κοινό να τις αποκρυπτογραφήσει εφόσον στοχεύει στην ανάγνωση μιας άποψης περί του έργου που σχολιάζεται. Ποιος ζητά να εκτεθούν κωδικοποιημένες σε κουτάκια με ή χωρίς επεξηγήσεις και για ποιους λόγους; Αυτά και μόνον αυτά είναι διαρκώς απαράλλαχτα τα εργαλεία της/του κριτικού; Η διαφάνεια των απόψεων μιας/ενός εκάστου και όσα διατείνεται η καθεμία /καθείς περί θεωρητικής γνώσης βρίσκουν ευθεία αντανάκλαση διαχέονται στο κείμενό της/του ως αλήθεια λόγων «που πληρώνουμε με το τομάρι μας».
Οι κριτικές είναι επικαιρικές
Ο λόγος για επικαιρικές κριτικές, σύγχρονες των έργων που εξετάζουν, επομένως σχεδόν εν θερμώ, και, επειδή ένα πεδίο δεν είναι ποτέ μονομερές αλλά πολύπλευρο, η περιορισμένη οπτική μας αγνοεί ζυμώσεις, συγκρούσεις και ανασυνθέσεις που ενδεχομένως καθιστά τις μάχιμες κριτικές ευάλωτες ή και διάτρητες αλλά σημαντικές για την απεικόνιση του πεδίου και των τάσεων του. Για τα κρινόμενα έργα και για τις κριτικές το μέλλον θα αποφανθεί. Εξάλλου, σε ποιο βαθμό είμαστε σε θέση να αναγνωρίζουμε με σαφήνεια και ψυχραιμία το νέο και μάλιστα συγκρίνοντάς το με το παγιωμένο, αυτό δηλαδή που περισσότερο συνδέεται με την συγχρονική εμπειρία μας και τη διαχρονική γνώση μας η οποία συχνά είναι καθηλωτική και καθιστά την επιχειρηματολογία μας ατεκμηρίωτη και έωλη); (π.χ. θεωρούμε καινοφανή μια φόρμα, μια τεχνική ενώ δεν είναι).
Η κριτική αξιολογεί και αξιοδοτεί άρα ιεραρχεί
Η «αξία» που αποδίδεται σε ένα έργο από την κριτική δεν απονέμεται εν κενώ αλλά αποτελεί προϊόν των μηχανισμών διαμόρφωσης της λογοτεχνικής αξίας μέρος των οποίων και η κριτική (εκδοτικοί οίκοι, αγορά και οι όροι της, πανεπιστήμια, βραβεία). Η αξιολόγηση κατασκευάζεται μέσα σε πεδία με δομές εξουσίας και συμβολικού κεφαλαίου.
Η κριτική σαφώς και ιεραρχεί αφού προκρίνει, αξιολογεί (άρα αξιοδοτεί) και αποκλείει. Και σαφώς είναι η ίδια ιεραρχημένη αφού το μέσο όπου κατατίθεται η αναγνωσιμότητα, το κύρος του, το στίγμα του γενικά συνιστά μέρος του εκφερόμενου λόγου και όχι αθώο ιδεολογικά.
Η κριτική λειτουργεί κανονιστικά. Καθαρά το απέδωσε ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου εμπλέκοντας στην κριτική στη συγκρότηση ενός κανόνα μεταβλητού μεν αλλά υπαρκτού.[1]
Η κριτική μπορεί και να διαρρηγνύει τον κανόνα/τους κανόνες αναδιατάσσοντας τους και αμφισβητώντας τους. Όμως δεν είναι ο ρόλος της να ποδηγετεί τους δημιουργούς ξαναγράφοντας τα έργα τους με οδηγίες χρήσης και να γίνεται πατερναλιστική και διδακτική.
Γιατί πράγμα μιλάμε όταν αναφερόμαστε στην αισθητική
Η επιμονή στην αναζήτηση του αισθητικά ωραίου γίνεται ένα διερώτημα με πολλές προκείμενες για να απαντηθεί στο σήμερα. Κι όμως το βλέπουμε να επανέρχεται ως ζητούμενο στα ίδια τα κριτικά κείμενα και σε κείμενα επί της κριτικής όπου η ιδεολογία είτε ταυτίζεται με την αισθητική (αισθητική =ιδεολογία) είτε σχεδόν εξορκίζεται ή γίνεται ανεκτή ως εάν το λογοτεχνικό κείμενο (όπως και το κριτικό) δεν έχει ιδεολογικό υπόβαθρο. Ας επιστρέψουμε σε όρους, σύγχρονους ορισμούς και ορίζουσες της έννοιας αισθητική.
Πες μας το νόημα
Η κριτική διαμεσολαβεί για μια από τις ερμηνείες του έργου. Το «νόημα» (ένα) δεν προϋπάρχει ως σταθερό κέντρο για να αποκαλυφθεί από τον κριτικό, αλλά συγκροτείται κάθε φορά εκ νέου εντός των σχέσεων γραφής, ανάγνωσης και ερμηνείας. Περαιτέρω ο λόγος γίνεται για τη διαμεσολάβηση του κριτικού στην ανάλυση του νοήματος καθιστώντας τον αυθεντία σε καιρούς που την αποστρέφονται/αποστρεφόμαστε (δικαίως).
Μήπως οι κριτικοί να σταματήσουν να υπονοούν ότι υπάρχει ένα νόημα που πάντα κρύβεται πίσω από τις λέξεις; Αντιθέτως, να κινηθούμε προς μια στάση “καθαρής θέασης” (αναφέρομαι σε θέσεις της Toril Moi) όπου το κείμενο δεν είναι κρυμμένος θησαυρός στο παρασκήνιο αλλά σκηνή γεγονότων που περιέχει νόημα μέσω της ίδιας της παρουσίας του. Σε αυτό το πλαίσιο, ο στόχος είναι να περάσουμε από τη σύγχυση στην καθαρότητα, μετατοπίζοντας την κριτική από την αυτοματοποιημένη καχυποψία προς μια ενσυνείδητη και προσεκτική ανάγνωση.
Τα πολλά προσωπεία της/του κριτικού
Είναι χαρακτηριστικό ότι από διάφορα (σύγχρονα) κείμενα περί κριτικής ο ρόλος της/του κριτικού κυμάνθηκε από τον παντογνώστη, τον ανώτερο άνθρωπο-αρραγές υποκείμενο, ίσως και θεωρητικά άφυλο- που απορρίπτει σχέσεις, σκοπιμότητες, αναπόφευκτες συνδέσεις. Είθε να είναι λίγες οι φορές που ενδώσαμε γράφοντας θετικά ή ουδέτερα, αν όχι επαινετικά, για έργο φίλου ή γνωστού που θεωρήσαμε όμως μέτριο. Λίγες οι φορές που το κρινόμενο έργο έμεινε ανεπηρέαστο από το πρόσωπο και τον χαρακτήρα του δημιουργού. Δεν επαινώ την αρνητική κριτική που εκ των προτέρων διέπεται από την αντίληψη ότι μόνη αυτή αποκαλύπτει αλήθειες που οι άλλοι δεν βλέπουν (ένα είδος παρανοϊκής κριτικής βλ. Sedgwick με άλλους όρους που αντί να αποκαλύψει κρυμμένες εξουσιαστικές δομές βλέπει συνομωσίες και αδικίες δημιουργούς, εκδότες κλπ-η συνήθης κατηγορία προς κριτικούς).
Ο διαχωρισμός επαγγελματικής-ερασιτεχνικής κριτικής δεν καλύπτει κριτικές πρόχειρες ή σοβαροφανείς ρίχνοντας επαγγελματίες στο βάραθρο ή ανεβάζοντάς τους στα ύψη και δικαιολογώντας ερασιτέχνες ακριβώς για τον ερασιτεχνισμό τους. Κανείς και τίποτα δεν μας πιέζει να γράφουμε κριτικές. Ή μήπως η ανάγκη να προκριθούμε στο θεσμικό πλαίσιο της παραγωγής και διακίνησης λογοτεχνίας ως ρυθμιστές; Γιατί εάν οι κριτικοί δεν διαβάζονται πάντως καταδικάζουν ή (επι)βραβεύουν συνεπώς και πάλι φαίνεται να βρίσκονται σε κλίμακα ανώτερη και από τον επαρκή αναγνώστη.
Ο καθρέφτης της/του κριτικού
Δίνουμε στους θεωρητικούς, κριτικούς, λογοτέχνες το αναφαίρετο δικαίωμα της μετατόπισης και ιδίως της (αυτο)βελτίωσης (εννοείται χωρίς ανάλογα εγχειρίδια) και εξέλιξης. Άραγε πριν δέκα ή είκοσι χρόνια γράφαμε το ίδιο/τα ίδια, με ίδιο τρόπο και θέσεις; Επιστρέφουμε στα δικά μας ή σε άλλων τα κείμενα για αναστοχασμό, αυτοκριτική ή μετατόπιση και απόρριψη; Εξετάζουμε την πιθανότητα εμείς να μένουμε ίδιες/ιοι και η λογοτεχνία να αλλάζει; Ή αλλιώς, κατά Baudelaire, στα ανθρώπινα (και κριτικά) δικαιώματα πρέπει να συγκαταλέγεται και εκείνο της αυτοαναίρεσης.
Όχι μόνο βέβαια να θεωρούμε ότι αλλάζουμε και να το δηλώνουμε στα κείμενά μας να επιχειρούμε νέες χαρτογραφήσεις, να αναλύουμε απόψεις υπό πρόσφατα (ανατρεπτικά) θεωρητικά σχήματα και στην πράξη να αποδεικνυόμαστε περισσότερο ασαφείς, περισσότερο αδαείς, περισσότερο επιφανειακές/οί, πιο κοντά στην ιμπρεσιονιστική κριτική του παρελθόντος (όρος παλιός που δεν επινοήθηκε πρόσφατα αλλά έχει πολλάκις από πολλές/ούς χρησιμοποιηθεί), απλώς εμπλουτισμένη με αναφορές στον Derrida (έχει δεινοπαθήσει) και τον (άμοιρο) Foucault με επικλήσεις σε (μη ονομασμένες εντούτοις) θεωρίες χωρίς συγκεκριμένες παραθέσεις.
Έτσι η/ο κριτικός ανάγεται σε αναγνώστρια/στη-αυθεντικό υποκείμενο ενώ η έννοια της ενιαίας και διαφανούς υποκειμενικότητας είναι κλονισμένη εδώ και πολλά χρόνια. Να μια πηγή ακλόνητων βεβαιοτήτων που είναι δυνατόν να απολιθώσει την/τον κριτικό η/ο οποία/ος δεν είναι φορέας «αυθεντικού» λόγου, αλλά παραγωγός λόγου μέσα σε πεδία εξουσίας και γνώσης. Η/ο κριτικός εξετάζει άραγε στον καθρέφτη θέσεις και βεβαιότητες, άγνοιες και παραλείψεις, τις κριτικές της/του ως συνεισφορά στο πεδίο ή σπεύδει να καλυφθεί με ανέμελη σφήνα από τους Deleuze και Guattari, Derrida Foucault κ.ά.;
Η κριτική ως ενσώματη συγκίνηση
Ωστόσο, ό,τι συχνά λησμονούμε είναι πως η ανάγνωση πάντα ξεκινά από το σώμα και τη θέση – δεν είναι ουδέτερη ούτε ηθικά αυτονομημένη. Πώς δρα το έργο στην/στον κριτικό και πώς αυτή/ός υποθέτει ότι μπορεί να δράσει στο κοινό; Η κριτική ανάγνωση δεν είναι μόνο διαμεσολαβητική είναι σχεσιακή και η επαναφορά της άμεσης εμπλοκής, του άμεσου συγκινησιακού δεσμού με το κείμενο καθώς αυτό δεν είναι μόνο φορέας ιδεολογίας και αισθητικής συγκίνησης αλλά και ενσώματης εμπειρίας. Εδώ, συχνά, βρίσκω μια εναλλακτική, μια διέξοδο και μια πιθανότητα ανανέωσης του κριτικού λόγου. Και δεν εννοώ επιστροφή στην διαισθητική κριτική με αβαθή και αβαρή μελοδραματικό συναισθηματισμό αλλά όπως η Felski το επισημαίνει: «Η κριτική δεν είναι εξωτερική ως προς τα κείμενα· είναι τρόπος να τα κατοικούμε, να τα συνδέουμε, να τα ενεργοποιούμε ξανά».
Τελικά
Μερικά απ’ όσα γράφω εδώ αποτελούν συνειδητή προέκταση και μερική επανάληψη του πρώτου μέρους. Ακριβώς για να πω ότι αυτά έχουν κατατεθεί εδώ και χρόνια. Κι όμως πιθανόν να συνεχίζουμε να γράφουμε τα ίδια και να γράφουμε κριτικές με τον ίδιο τρόπο. Ανεξέταστα.
Το δικό μου κύριο ερώτημα είναι απλούστερο, λιγότερο οντολογικό, περισσότερο πρακτικό και υπονομευτικό: ξέρουμε και στις συζητήσεις φιλικών τραπεζιών σχολιάζουμε και κατονομάζουμε εκείνα τα άτομα που προχειρογραφούν, αντιγράφουν, νομίζουν ότι γράφουν περισπούδαστες κριτικές, γράφουν για τα πάντα με την ίδια ευκολία (σχεδόν ανελλιπώς, άνω των 5 κριτικών μηνιαίως) και αίσθηση ότι καινολογούν (ενώ κενολογούν) και ότι δεν σφάλλουν (προσωπικά η συμμετοχή μου στην επιτροπή βραβείων του διαδικτυακού περιοδικού oanagnostis μου έδειξε ότι η εξαιρετική εποπτεία στο σύνολο της πεζογραφίας, της ποίησης, του δοκιμίου -φιλολογικού, ιστορικού κλπ δεν είναι εφικτή και ό,τι η παράδοση του κειμένου μου προς δημοσίευση σφάλλει τόσο όσο και ευστοχεί), γράφουν με ένα λεξιλογικό οπλοστάσιο επαναλαμβανόμενο σε κάθε περίπτωση, γράφουν για την αιώνια αλήθεια (ποια είναι αυτή), το βαθύ ανθρώπινο είναι (ποιου ανθρώπου, πόσο βαθύ, ποιο είναι, σε ποια εμπειρία), σχόλια μεταξύ μεταφοράς και αιωρούμενης κυριολεξίας, γράφουν υποκειμενικά (πάντα εννοείται αλλά από ποιο αρραγές υποκείμενο εκπορεύεται αυτός ο λόγος;), ακινδύνως επικίνδυνα (όταν όλα τα κρινόμενα είναι τόσο καλά ή τόσο κακά). Απ’ την απέναντι, την κατοπτρικά απέναντι, όχθη του αναγνωστικού κοινού -το οποίο ήδη βαρέθηκε- οι επιλογές, όπως ήδη είπα στο μέρος Ι- είναι ανάλογες των (προ)θέσεων. Συνεπώς κάποιο μέρος του κοινού ξέρει και προσανατολίζεται προς αυτό που του είναι οικείο, ανταπόκριση του περιβάλλοντός του, συμβατό με την πρότερη γενική και ειδική/αναγνωστική εμπειρία του (orientation). Συνεπώς τα «μέρη» είναι πανταχόθεν ορατά και διακριτά, ακόμη και αν ορισμένα κείμενα (πείτε άτομα) ακροβατούν.
Τότε προς τι αυτός ο λόγος; Ο άνθρωπος είναι οι πράξεις του και η/ο κριτικός άνθρωπος (με τις θεσιακότητές του) τα κείμενά του.
[1] https://www.oanagnostis.gr/ti-einai-kai-ti-mporei-na-thelei-i-kritiki-vaggelis-chatzivasileioy/
(*) Βέπε και το προηγούμενο άρθρο της Βαρβάρας Ρούσσου με τίτλο : Ερωτήματα περί κριτικής και κριτικών (μέρος Ι- η επανάληψη μάλλον δεν γίνεται μήτηρ κανενός) της Βαρβάρας Ρούσσου



























