Τι είναι και τι μπορεί να θέλει η κριτική (Βαγγέλης Χατζηβασιλείου)

0
423

 

 

Βαγγέλης Χατζηβασιλείου.

 

Η κριτική διαμορφώνει ούτως ή άλλως έναν λογοτεχνικό κανόνα στο πέρασμα του χρόνου, ισχυρότερο ή ασθενέστερο. Ισχυρότερο όταν οι κριτικοί μιας περιόδου ομονοούν για τα έργα που ξεχωρίζουν (όσο μπορεί να υπάρξει ομόγνωμη κατεύθυνση στα ζητήματα της λογοτεχνίας), ασθενέστερο όταν υπάρχει μεγάλη διασπορά  απόψεων. Αλλά, όπως όλοι οι κανόνες, έτσι κι ο λογοτεχνικός δεν μπορεί να λειτουργήσει εις το διηνεκές. Οι εποχές αλλάζουν και η δύναμη των μελλοντικών μεταβολών παραμένει παντελώς απρόβλεπτη. Αν ο κριτικός έχει την τύχη να δράσει σε εποχή άνθισης, καινοτομιών και αποφασιστικών ανατροπών, τα κείμενα που θα γράψει είναι πιθανόν να αποδειχθούν καλύτερα από αυτά τα οποία θα έγραφε υπό διαφορετικές συνθήκες. Η κριτική είναι μεταγλώσσα και η ποιότητα του τόνου της εξαρτάται πάντοτε από τις καλλιτεχνικές και ιστορικές παραμέτρους που εξετάζει – από παρόμοιες παραμέτρους εξαρτάται και το λογοτεχνικό της ύφος. Αν δεχτούμε ότι η κριτική παράγει λογοτεχνικό ύφος (δεν το θεωρώ αναγκαία και ικανή συνθήκη), αυτό συμβαίνει, όποτε συμβαίνει, επειδή η κριτική, μην όντας επιστήμη, δεν αποκλείεται να διεκδικήσει κάποτε κι ένα μικρό, απειροελάχιστο ποσοστό καλλιτεχνικού δικαιώματος.

Ως προς τους πιθανούς αποδέκτες της κριτικής, για τους οποίους η συζήτηση καλά κρατεί εδώ και πάρα πολλές δεκαετίες, αποτελεί εδραιωμένη μου πεποίθηση πως ο κριτικός γράφει πρωτίστως για τον εαυτό του. Όχι γιατί θέλει να τον ακούσει ο συγγραφέας ή γιατί επιζητεί να τον παρακολουθήσει ο αναγνώστης, αλλά επειδή θέλει να τακτοποιήσει και να βάλει σε ένα συνεκτικό σχήμα τις αντιδράσεις που του προκλήθηκαν από αυτό το οποίο διάβασε. Από εκεί κι ύστερα, ο συγγραφέας και ο βιβλιόφιλος αναγνώστης μπορεί να τον λάβουν ή να μην τον λάβουν υπόψη. Μιλώντας, βεβαίως, για όλα αυτά, για τον λογοτεχνικό κανόνα, για το ποιοτικό ύψος και για τους εν δυνάμει αποδέκτες της κριτικής, ας μην ξεχάσουμε ότι μιλάμε σε παραδοσιακό πλαίσιο. Ο εκδημοκρατισμός της ηλεκτρονικής επανάστασης έχει βάλει πλέον στο παιχνίδι και παίκτες που υπάγονται σε ένα πεδίο το οποίο τείνει να σαρώσει πλήθος παραδεδομένες κατηγορίες και ιεραρχίες.

Επανερχόμενος στα πατροπαράδοτα, να σημειώσω ότι η τόλμη των ενστάσεων για έναν καθιερωμένο συγγραφέα έχει να κάνει με την ηλικία του κριτικού, που ασφαλώς διστάζει περισσότερο αν είναι νεαρός – εκτός κι αν το νεαρόν της ηλικίας τού χαρίσει μιαν αποκοτιά που θα συμβάλει εκούσα άκουσα στην κατοπινή εδραίωση της φήμης του. Είτε μεγάλος, πάντως, είτε μικρός είναι σε ηλικία ο κριτικός, δεν διαβάζει ποτέ κλεισμένος σε χρυσό κλουβί – δεν νοείται να αγνοήσει την πολιτικοκοινωνική πραγματικότητα του καιρού του ούτε τις ιδεολογικές της προτεραιότητες, που συνιστούν, άλλωστε, στοιχεία απολύτως απαραίτητα για την ερμηνευτική και την αξιολογική του αποτίμηση. Αποτίμηση, εντούτοις, που δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση να προκύψει ως προϊόν καταγγελίας και ηθικολογίας – προσωπικά θα απέρριπτα και την ηθική αφετηρία, με την εξαίρεση κάποιων πολύ ειδικών περιπτώσεων. Ανεξαρτήτως τώρα των κριτηρίων ανάγνωσης, μια λογοτεχνική κρίση, θετική ή αρνητική, που διατυπώθηκε άπαξ δεν έχει κατ’ ανάγκην δια βίου ισχύ. Έχω ανακαλέσει δημοσίως αρνητικές μου κρίσεις, που ήλθαν συν τω χρόνω σε σύγκρουση με υστερότερα μέτρα και σταθμά μου, αλλά μέχρι και σήμερα τυχαίνει να βρίσκω κάποιες παρελθούσες κρίσεις μου υπερβολικά ευνοϊκές. Έτσι, όμως, δεν γίνεται με πολλά από τα ανθρώπινα;

ΚΡΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΘΕΩΡΙΑ     

Παρά την αναντίρρητη παραδοχή ότι η λογοτεχνική κριτική και η λογοτεχνική θεωρία επιτελούν δυο εντελώς διαφορετικές λειτουργίες, η λογοτεχνική κριτική δεν είναι άμοιρη θεωρίας, όπως το θέλει ένας προσφιλής μύθος, και είναι πιθανόν, όποτε το επιτρέπουν η παιδεία και η κατάρτιση του κριτικού, να συμπορευτεί με τη λογοτεχνική θεωρία σε όλο το ανάπτυγμα της δράσης της. Υπό αυτή την έννοια, η λογοτεχνική κριτική δεν μπορεί παρά να καταφύγει, ως προς τις απηχήσεις της θεωρίας στο εσωτερικό της, στις πιο διαφορετικές γλώσσες: να ακολουθήσει τη γλώσσα της Νέας Κριτικής και του φορμαλισμού αν έχει προ οφθαλμών κείμενα τα οποία θέλουν να επικεντρώσουν την προσοχή στα κατασκευαστικά και τα εργαστηριακά τους στοιχεία, να προσφύγει στη γλώσσα του δομισμού και της σημειωτικής αν πρέπει να αναλύσει κείμενα τα οποία παρουσιάζονται με τη μορφή αλληλοδιαπλεκόμενων δικτύων, να αναφερθεί στη γλώσσα της αφηγηματολογίας αν χρειάζεται να σχολιάσει κείμενα τα οποία έχουν χαρακτήρα πολλαπλής εστίασης, να χρησιμοποιήσει τη γλώσσα της διακειμενικότητας αν απαιτείται να εξετάσει κείμενα τα οποία παίζουν με τις πηγές και τις επιδράσεις τους, να θυμηθεί τη γλώσσα του Μπαχτίν αν προτίθεται να ερμηνεύσει κείμενα τα οποία τονίζουν τις καρναβαλικές ή τις διαλογικές τους διαστάσεις, να υιοθετήσει τη γλώσσα της πρόσληψης αν επιβάλλεται να μελετήσει κείμενα τα οποία αλλάζουν το αντίκρυσμά τους από εποχή σε εποχή και από τόπο σε τόπο, να προστρέξει στη γλώσσα της ψυχανάλυσης αν πρόκειται να φωτίσει κείμενα τα οποία εμπλέκονται με τις παρατεταμένες συνέπειες του ατομικού ή του συλλογικού τραύματος, να εξοικειωθεί με τη γλώσσα των φεμινιστικών, των πολιτισμικών ή των μετααποικιακών σπουδών αν οφείλει να εξηγήσει κείμενα τα οποία καταγίνονται με τα ζητήματα του φύλου, της φυλής και της ετερότητας, αλλά και να διαλέξει τη γλώσσα της αποδόμησης αν καλείται να αποκωδικοποιήσει κείμενα τα οποία προασπίζονται μια ιδεολογικοπολιτική, οικονομική, ιστορική ή καλλιτεχνική ιδεολογία.

Διατρέχοντας το αχανές τοπίο των γλωσσών της (τα παραδείγματα που προηγήθηκαν δεν είναι εξαντλητικά, αλλά κεφαλαιοποιητικά),  η λογοτεχνική κριτική θα δοκιμάσει εξ ανάγκης και τα όρια της ελευθερίας της. Τα λογοτεχνικά κείμενα δεν συνιστούν ποτέ μία και αδιαίρετη οντότητα (ας θυμηθούμε πως εκκινούν από τον ρεαλισμό και τον μοντερνισμό ή τον μεταμοντερνισμό, για να φτάσουν μέχρι την κωμωδία, το μελόδραμα και την αλληγορία), και οι γλώσσες της κριτικής δεν έχουν ενώπιον ενός τέτοιου γεγονότος άλλο δρόμο από το να συναντηθούν σ’ ένα τεράστιο χωνευτήρι και να καταλήξουν σε μια συνθήκη αδιάκοπης συγκατοίκησης και συνύπαρξης: του δομισμού και της σημειωτικής με την αφηγηματολογία, της αποδόμησης με την ψυχανάλυση, της διακειμενικότητας με τη Νέα Κριτική και τον φορμαλισμό, της πρόσληψης με τον Μπαχτίν και τις φεμινιστικές, τις πολιτισμικές ή τις μετααποικιακές σπουδές.

 

 

 

Προηγούμενο άρθροΤο πολιτικό στη σύγχρονη πεζογραφία, 2010-2019 (του Παναγιώτη Λύγουρη)
Επόμενο άρθρο‘Αλκη Ζέη 1923 – 2020. Ο μεγάλος περίπατος της Άλκης

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ