Μια νύχτα στο Χάρλεμ (του Χρήστου Τσιάμη)

0
248
Τζαζ μπαρ στο Χάρλεμ, μουσικοί και πελάτες γίνονταν ένα
Spread the love

Χρήστος  Τσιάμης (αντάποκριση, Μανχάταν)

                                                                                  Στη μνήμη του Μισέλ Δημόπουλου

Αυτό που ζήσαμε εκείνη τη βραδιά είναι από τα περίεργα που συμβαίνουν σε αυτή τη γειτονιά στη βόρεια άκρη του Μανχάταν.  Το Χάρλεμ των μαύρων ασκούσε πάντα μια γοητεία στη φαντασία των ντόπιων λευκών και των ξένων επισκεπτών που το έκαναν προορισμό των ταξιδιών τους στην πόλη μας.  Κυρίως από αυτά που είχαν δει σε φιλμ για μια εποχή στις αρχές του περασμένου αιώνα, μια εποχή που την είχαν ονομάσει «Η Αναγέννηση του Χάρλεμ».  Η μουσική τζαζ, ο χορός στα κλαμπ και στα πεζοδρόμια της γειτονιάς, οι συγγραφείς μιας λογοτεχνίας που μόλις είχε αρχίσει να ανθίζει.  Έτσι, για χάρη δυο φίλων που είχαν έρθει ταξίδι από την άλλη άκρη του Ατλαντικού κανονίσαμε μια έξοδο εκεί ένα Σάββατο βράδυ. Τρεις τέσσερις ντόπιοι, εμείς, και οι επισκέπτες, το ζευγάρι.

Ήταν το weekend και το στενόμακρο μαγαζί ήταν γεμάτο.  Οι μαύροι της γειτονιάς είχαν φορέσει τα καλά τους, τα φανταχτερά, και είχαν γεμίσει τον μακρύ πάγκο του μπαρ που διάνυε όλη σχεδόν του μαγαζιού τη μια μεριά.  Το φαγητό ήταν ακριβό, και δεν το σήκωνε η τσέπη τους.  Με ένα δυο ποτά όμως και λίγη αργόσυρτη κουβέντα θα το διασκέδαζαν όλη τη βραδιά.  Και από εκεί ψηλά στα σκαμπό του μπαρ θα παρατηρούσαν, με κλεφτές ματιές, και όλους εκείνους κάτω στα γεμάτα τραπέζια που είχαν έρθει εδώ για να παρατηρήσουν αυτούς, το «χρώμα της γειτονιάς», χαζεύοντας τους αδιάκριτα.  Για αυτό και μας φάνηκε εντελώς παράξενο όταν αντιληφθήκαμε ότι μια μεγάλη παρέα από ένα τραπέζι παραπέρα έκαναν, στη γλώσσα τους, ζωηρή κουβέντα και κάθε τόσο και λιγάκι τα βλέμματα τους στρέφονταν επάνω μας.  Αντί να παρατηρούν, δηλαδή, τους μαύρους στο μπαρ, όπως όλοι οι άλλοι τουρίστες, αυτοί παρατηρούσαν εμάς!

Ήταν μια παρέα Γιαπωνέζων.  Τελικά, ένας άντρας και μια γυναίκα σηκώθηκαν και ήρθαν διστακτικά στο τραπέζι μας πλησιάζοντας τη φίλη μας την Έϊμυ.  Αυτή είχε δυσκολία να καταλάβει τι της έλεγαν και αμήχανα ζήτησε τη βοήθεια μας να μεταφράσουμε τα λεγόμενα τους σε πιο στρωτά αγγλικά.  Η Έϊμυ ήταν μια Αμερικανίδα ταλαντούχα ηθοποιός που είχε πρωταγωνιστήσει, στα νεανικά της χρόνια, στην ταινία του μεγάλου σκηνοθέτη Τζον Χιούστον «Wise Blood»  (Σοφό Αίμα), που ήταν βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο της Φλάνερυ Ο’Κόνορ.  Είχε επίσης ρόλους στο έργο του Γούντι  Άλεν «Stardust Memories» (Μνήμες Αστερόσκονης – Ζωντανές Αναμνήσεις στα Ελληνικά σινεμά) και στο έργο «The Accidental Tourist» (Ο κατά λάθος τουρίστας – Οι Αταίριαστοι Εραστές στην Ελλάδα) βασισμένο στο μυθιστόρημα της Ανν Τάϊλερ.  Όλα αυτά κάμποσα χρόνια πριν.  Οι Γιαπωνέζοι όμως σινεφίλ την είχαν αναγνωρίσει και τώρα της ζητούσαν αυτόγραφα!  Πράγμα που το απόλαυσε ο επισκέπτης φίλος, που είχε διεθνή γνώση και ανάμειξη με τον σινεμά, και συγκίνησε πολύ τη φίλη μας την ηθοποιό.  Τόσα χρόνια που ζούσε στην πόλη αυτή δεν είχε τύχει τέτοιας αναγνώρισης από τους συμπολίτες της.  Συμβαίνουν αυτά.  Κοιτάξτε όλους αυτούς τους μαύρους Αμερικάνους μουσικούς της τζαζ του περασμένου αιώνα που βρήκαν την αγάπη του κοινού (και τα προς το ζην με τη μουσική τους) σε πόλεις της Ευρώπης: στο Λονδίνο, στο Παρίσι, στη Στοκχόλμη, και στο Άμστερνταμ.  Ή τον τραγουδιστή, από το Ντητρόϊτ, Ροντρίγκεζ, που ψωμοζούσε στην Αμερική αφού οι δυο πρώτοι του δίσκοι, λέει, δεν είχαν «πουλήσει» καθόλου.  Τον «ανακάλυψαν» όμως δεκαετίες αργότερα στην Αυστραλία και στη Νότια Αφρική!  Και από εκεί έγινε, προς το τέλος της ζωής του, διάσημος και στην πατρίδα του.

Απολαύσαμε το φαγητό και ήπιαμε και παραπάνω κρασί για να γιορτάσουμε την καινούργια φήμη της φίλης μας.  Ήταν πολύ αργά όταν βγήκαμε και ψάχναμε για ταξί.  Εμφανίστηκε ένα άλλα ο οδηγός του μας είπε ότι είμαστε υπεράριθμοι.  Έμεινα με τον φίλο επισκέπτη να περιμένουμε για ένα άλλο ταξί, που τέτοια ώρα ήταν σπάνιο.  Είχα τότε αυτή την εικόνα στο νου: εμείς οι δυο οι καλοντυμένοι λευκοί να χαζεύουμε εκεί, στην ερημιά της μαύρης υποβαθμισμένης τότε γειτονιάς, κάτω από τις υπερυψωμένες ράγες του τρένου.  Η αλήθεια είναι ότι είχα μια ανησυχία για την ασφάλεια μας, μολονότι ο φίλος μου ήταν εύσωμος, και με το παραπάνω!  Αυτή η εικόνα και η ανησυχία μου μαζί έκαναν τότε να αναπηδήσουν στη μνήμη μου τού τραγουδιού οι στίχοι αυτοί: ‘Δυο Έλληνες στον Άδη / ανταμώσαν ένα βράδυ.’  Δεν είπα τίποτα στον φίλο μου για να μην τον φοβίσω.  Απλώς του είπα να πάμε λίγο παρακάτω, στην άλλη γωνία, όπου τα φώτα ήταν άπλετα, έτσι ώστε να μας δουν τα ταξί από μακριά, πριν αλλάξουν πορεία.  Και στο νου μου συνέχισαν να ηχούν του παλιού ρεμπέτικου τα λόγια: «Ως κι ο διάβολος ακόμα /μένει μ’ ανοιχτό το στόμα / και του έρχεται ζαλάδα / στων Ρωμιών την εξυπνάδα.»  Φαίνεται ότι εκεί πόνταρα, στα χαρακτηριστικά της φυλής μας δηλαδή, για να διατηρήσω την ηρεμία μου…  Κάμποσα χρόνια αργότερα, όμως, σε ένα νέο άκουσμα, διαπίστωνα πως στο τραγούδι δεν ήταν δυο αλλά «πέντε» οι πανούργοι και άφοβοι Έλληνες που βρέθηκαν παρέα στον Άδη!  Και διερωτήθηκα: αν ήξερα τότε, όταν στεκόμαστε στο σκοτάδι της νύχτας τού Χάρλεμ ό φίλος μου απ’ την Ελλάδα κι εγώ, αν ήξερα, λέω, ότι είχαμε έλλειμα τριών ακόμα «Ελλήνων», θα λειτουργούσε άραγε το τραγούδι εκείνο, για μένα, το ίδιο σαν καταπραϋντικό;  Τι όμορφα παιχνίδια που παίζει το μυαλό!

 

Προηγούμενο άρθροΠώς μυρίζει μια σχολική τάξη; (της Μαρίζας Ντεκάστρο)
Επόμενο άρθροΟι γάτες του Παλέρμο, ένα ερωτικό αφήγημα ή σουρεαλιστικό μιούζικαλ (του Ανδρέα  Αντωνιάδη)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ