της Μένης Κανατσούλη
Πριν λίγες μέρες, είδα την ταινία του Γίρι Μαντλ «Τα κύματα της άνοιξης» σχετικά με την Άνοιξη της Πράγας και την κατάληξή της με την εισβολή των ρωσικών τανκς τον Αύγουστο του 1968. Ανάμεσα στις κριτικές που διέτρεξα, στέκομαι στο σχόλιο ότι η ταινία δεν διαθέτει ίχνος από τους μοντερνισμούς, τους πειραματισμούς και την αιχμηρότητα του κινηματογραφικού ρεύματος που θέριεψε την περίοδο της φιλελευθεροποίησης του πολιτικού συστήματος και των κοινωνικών ηθών στην Τσεχοσλοβακία και, αντίθετα, ότι πρόκειται για μια ταινία ακαδημαϊκή (Lifo, 25/4/2025). Η ταινία μου άρεσε για τη λιτή και ουσιαστική αφήγησή της αλλά δεν μπορώ να την κρίνω με βάση τη θεωρία και κριτική του σινεμά, φέρνω όμως στο νου μου ένα άλλο −προχωρημένο και νεότροπο− καλλιτεχνικό προϊόν για το ίδιο θέμα που παραδόξως προέρχεται από κει που δεν το περιμένουμε: από το παιδικό βιβλίο. Ή, εν πάση περιπτώσει, από αυτό που εγγράφεται στο χώρο του παιδικού βιβλίου μιας και ο δημιουργός του, κειμενογράφος και εικονογράφος, είναι ο Peter Sís: πρόκειται για το The Wall, Growing Up Behind the Iron Curtain (2007), βραβευμένο με το πιο σημαντικό αμερικανικό βραβείο για παιδικό εικονογραφημένο βιβλίο, το Caldecott, καθώς και με το The Robert Sibert Medal για παιδικά βιβλία γνώσεων.
Έχουν περάσει κοντά 4 δεκαετίες από τότε που πιστεύαμε ότι τα βιβλία για παιδιά είναι γλυκές ιστοριούλες με τις οποίες καθησυχάζουμε τις παιδικές ψυχές και διαφυλάσσουμε την αθωότητά τους. Τα βιβλία για παιδιά −και μάλιστα ακόμη και μικρών ηλικιών− στην πλειονότητά τους μιλούν πια για παιδικά τραύματα, για βία και κακοποίηση μεταξύ ανηλίκων αλλά και μέσα στο σχολείο και στην οικογένεια, για το στίγμα του να είναι το παιδί πρόσφυγας, ξένος ή άλλος, θύτης ή θύμα σε περίοδο πολέμου ή ειρήνης. Οι δύο «μεγάλες», «κλασικές» Ελληνίδες συγγραφείς, Πηνελόπη Δέλτα και Άλκη Ζέη, το έχουν δείξει με το παραπάνω στα βιβλία τους: ο κόσμος του παιδιού ούτε ανέφελος είναι ούτε προστατευμένος και οι ενήλικοι, όταν οι ίδιοι δεν είναι οι φορείς του κακού, συχνά δεν μπορούν ή δεν γνωρίζουν πώς να του αντιταχθούν.
Το ζήτημα δεν είναι να μην μιλάει ο ενήλικος συγγραφέας για «δύσκολα» θέματα στο παιδί, αλλά «πώς» θα μιλήσει για αυτά, όπως το περιγράφει με πολλή προσοχή και ενσυναίσθηση η Annette Wieviorka στο βιβλίο της Το Άουσβιτς, όπως το εξήγησα στην κόρη μου.[1] Γιατί βέβαια δεν υπάρχει θέμα πιο δύσκολο να συζητηθεί με τα παιδιά πέρα από το ανήκουστο, το ανείπωτο, το τρομακτικό που συνέβη στα στρατόπεδα συγκέντρωσης όπως το Άουσβιτς. Παίρνοντας αφορμή από αυτό που υποστηρίζεται −αν και δεν το πολυπιστεύει η Wieviorka−, δηλαδή να κρατηθεί με αφηγήσεις ζωντανή η μνήμη ώστε να μην ξανασυμβούν ποτέ πια παρόμοιες θηριωδίες, θα ήθελα να δούμε τι μας λέει το Wall και πώς μπορούμε να το διαβάσουμε/εξηγήσουμε στους αναγνώστες-παιδιά. Και ακόμη περισσότερο στους ενηλίκους, θα πρόσθετα.
Ο Sís γεννήθηκε το 1949 στο Μπρνο της κομμουνιστικής Τσεχοσλοβακίας, μεγάλωσε και σπούδασε Καλές Τέχνες στην Πράγα και το 1982 ζήτησε άσυλο από τις ΗΠΑ. Έζησε ως έφηβος τη μεταστροφή της Τσεχοσλοβακίας προς ένα πιο φιλελεύθερο πολιτικό καθεστώς και με άνοιγμα προς τη δυτική κουλτούρα μέχρι που το 1968 εισέβαλαν τα ρωσικά τανκς. Το βιβλίο του, το The Wall, με πρώτη έκδοσή του το 2007, αν θέλαμε να το ορίσουμε με ακρίβεια είναι ένα graphic memoir, ένα γραφιστικό «ημερολόγιο»[2], συνδέοντάς το έτσι με την ευρύτερη κατηγορία του graphic novel. Για την ακρίβεια είναι έτσι δομημένο ώστε ανάμεσα σε εικονογραφημένα δισέλιδα που περιγράφουν τα γεγονότα, που βιώθηκαν από τον Sís-παιδί και έφηβο, να παρεμβάλλονται χρονολογημένες σελίδες του ημερολογίου του καθώς και ολόκληρα δισέλιδα ταμπλό εικονογράφησης, εν είδει τοιχογραφίας θα λέγαμε.
Η κάθε σελίδα του βιβλίου είναι μελετημένη. Ο Sís χρησιμοποιεί στις περισσότερες σελίδες του μια παλέτα τριών χρωμάτων, λευκό, μαύρο-γκρι και κόκκινο (για να «σημαδέψει» τα κάθε είδους κομμουνιστικά εμβλήματα), και οργανώνει την καθεμιά σε κομίστικα καρέ, με το κείμενο που τα συνοδεύει, συνοπτικό και καίριο, να υπάρχει στο περιθώριο της σελίδας. Επί παραδείγματι, αφού έχει δείξει παραδειγματικά τις κόκκινες σημαίες να υπάρχουν παντού στη χώρα και την απόλυτη εξάρτηση της από τη Μόσχα, αναφέρει: «τα παιδιά ενθαρρύνονται να καταδίδουν τις οικογένειές του και τους συμμαθητές τους. Οι γονείς μαθαίνουν να κρατούν τις απόψεις τους για τον εαυτό τους», με τον καθιστό πατέρα να έχει ένα φίμωτρο στο στόμα. Στο επόμενο δισέλιδο, περνάμε στα σημαντικά ιστορικά γεγονότα που συμβαίνουν στις κομμουνιστικές χώρες, όπως π.χ. το 1961 που κτίσθηκε το τείχος του Βερολίνου και έτσι ενισχύεται ακόμη περισσότερο ο διαχωρισμός κομμουνιστικού κόσμου και δυτικού. Οι πάμπολλες απαγορεύσεις στην καθημερινότητα των ανθρώπων, η λογοκρισία ιδεών και καλλιτεχνίας παρουσιάζονται μία προς μία αλλά σχεδόν μονολεκτικά: βιβλία και ταινίες λογοκρίνονται, το δυτικό ραδιόφωνο απαγορεύεται, η αλληλογραφία ανοίγεται και λογοκρίνεται, για την αγορά προϊόντων υπάρχουν ατέλειωτες ουρές κ.λπ.

Όμως ως ανήσυχος δημιουργός, ο Sís με τα δύο συνεχόμενα δισέλιδα σαλόνια αλλάζει το ύφος του: το πρώτο, για να μας θυμίσει τις μνημειώδεις τοιχογραφίες του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, φέρει κυρίαρχες τις μορφές των Στάλιν, Λένιν, Μπρέζνιεφ και Χρουτσέφ που φαντάζουν απειλητικές καθώς από παντού περιβάλλονται από όπλα. Το δεύτερο δισέλιδο είναι και πάλι διαφορετικό, σελίδες ημερολογίου με χρονολογίες που αφορούν κυρίως την παιδική ηλικία του Sis. Ανάμεσα στα παραθέματα −από το ημερολόγιο του, όπως υποτίθεται ή έτσι μοιάζει να είναι− διακρίνουμε σχόλια ειρωνικά, αν και φαινομενικά αθώα ως παιδιάστικα. (Εικόνα 2) Εδώ είναι που ο Sís υπολογίζει στον ενήλικο αναγνώστη. Π.χ. στη χρονιά 1956, το κύριο γεγονός αφορά τον εξάδελφο του πατέρα του, τον Lamin, «εχθρό του λαού», ο οποίος ως μέλος της ομάδας βόλεϊ ταξίδεψε στη Δύση για έναν αγώνα και όλη η ομάδα σχεδίαζε να αυτομολήσει εκεί. Η μυστική αστυνομία τους ανακάλυψε και γι’ αυτό, αν και μόλις 20 ετών, ο Lamin θα περάσει όλη την υπόλοιπη ζωή του στη φυλακή. Η οικογένεια, όταν αναφερόταν στον εξάδελφο μπροστά στα παιδιά, μιλούσε γερμανικά για να μην καταλαβαίνουν οι μικροί!
Στο ίδιο αυτό δισέλιδο είναι εξαιρετικά έξυπνη και υψηλής αισθητικής η μπορντούρα που περιβάλλει το κείμενο: μια φαινομενικά ανώδυνη διακόσμηση όπου φωτογραφίες του μικρού Peter εναλλάσσονται με παιδικές ζωγραφιές −έργα ίσως του ίδιου− όμως σχεδόν σε όλες αναγνωρίζουμε είτε το πεντάκτινο κόκκινο αστέρι είτε ποικίλων ειδών άρματα μάχης. Η εκπαίδευση στα κομμουνιστικά ιδεώδη πρέπει να ξεκινά από νωρίς.

Στα επόμενα τρία τρισέλιδα αρχίζουν και μπαίνουν χρωματιστές πινελιές με αποκορύφωση το τρίτο όπου πια η εισβολή της δυτικής κουλτούρας είναι φανερή: κιθάρες και ντραμς αντί άρματα μάχης, νεαροί με μακριά μαλλιά, κόντρα στα σοβιετικά ιδεώδη, ντυμένοι πλουμιστά και με ονόματα σκόρπια στο φόντο όπως αυτά του Allen Ginsberg και των Beatles επισφραγίζουν την πολιτισμική, πολιτική και, έστω δειλή, δυτικότροπη στροφή της Πράγας.

Μάλιστα με έναν συμβολικό τρόπο η ολοσέλιδη σπείρα που περιστοιχίζεται από μικρά χρωματιστά εικονίδια αναπαρασταίνει ως σχήμα την απορρόφηση του παλιού και το άνοιγμα στο καινούργιο.

Άλλωστε το όνομα του επικεφαλής της ολιγόμηνης κυβέρνησης, Alexander Dubček, γίνεται σύμβολο των νέων −και ηχεί ακόμη στα αυτιά μας!
Ακολουθεί το δισέλιδο ημερολόγιο του έφηβου πια Peter που αναφέρει τα ανοίγματα της δικής του ζωής: ότι ο Louis Amstrong δίνει κοντσέρτο στην Πράγα, ότι ο πατέρας του επισκέπτεται το Παρίσι, ότι αφήνει τα μαλλιά του −επιτέλους− να μακρύνουν, ότι κυκλοφορούν ελεύθερα οι νέοι φορώντας μπλουτζίν (!), ότι ο Peter και οι φίλοι του μπορούν να φτιάξουν τη δική τους μπάντα και να παίζουν την −επίσης απαγορευμένη μέχρι πρότινος− ροκ μουσική… Ότι αίρεται η λογοκρισία. Ότι οι νέοι κάνουν την επανάστασή τους, όπως ακριβώς συνέβαινε στις δυτικές ελεύθερες κοινωνίες της εποχής.
Μόνο που δεν συμφωνούν όλοι… οι εκτός Τσεχοσλοβακίας και στις 21 Αυγούστου 1968 στρατεύματα 5 κρατών (ΕΣΣΔ, Βουλγαρία, Ανατολική Γερμανία, Ουγγαρία και Πολωνία) εισβάλλουν σε μια ξένη χώρα και, όπως δείχνει η εντελώς αφαιρετική απεικόνιση του χάρτη της Πράγας, οι κόκκινες κουκίδες που υπάρχουν σε κάθε στενό της πόλης είναι τα ρωσικά τανκς.

Και φυσικά μας θυμίζουν μια πολύ πιο πρόσφατη εισβολή! Οι επόμενες εικόνες του Sís ξαναγίνονται ασπρόμαυρες και μόνο τα όνειρα ή οι εφιάλτες παίρνουν έναν αχνό χρωματισμό και οι τοίχοι ή τα τείχη που πάνω τους απλώνονται ζωγραφιές για να… σβηστούν. Τα πράγματα, όπως λέει με δύο λέξεις ο Sís «γίνονται χειρότερα και χειρότερα», ενώ το ασπρόμαυρο των καρέ που συνδέονται σε βουστροφηδόν ανάπτυξη δείχνει τις απελπισμένες απόπειρες των ανθρώπων να «πετάξουν» ή να πετάξουν κυριολεκτικά πάνω από το σιδηρούν παραπέτασμα.
Το τελευταίο δισέλιδο είναι το τέλος της τραγωδίας: μπαίνει ξανά το χρώμα, ενώ χιλιάδες άνθρωποι βρίσκονται πάνω στο τείχος για να το γκρεμίσουν, και η τελευταία φράση είναι μόνο μία: «Μερικές φορές τα όνειρα πραγματοποιούνται. Στις 9 Νοεμβρίου 1989 το τείχος έπεσε».
Αν και οι αισιόδοξοι επιβιώσαντες γενοκτονιών και τα θύματα των ποικίλων δικτατοριών θα ήθελαν να διαψευστούν πως « ό,τι έγινε δυνατόν να διαπραχθεί στο παρελθόν μπορεί να επιχειρηθεί ξανά στο μέλλον» [3], η πραγματικότητα έρχεται κάθε λίγο για να τους/μας διαψεύδει. Για να εστιάσουμε στο θέμα του βιβλίου και της ταινίας, η λογοκρισία της σκέψης, των ιδεών, του τρόπου ζωής, του πολιτισμού είχε και έχει ποτίσει βαθιά άτομα και ομάδες ακόμη μέχρι σήμερα. Το παιδικό βιβλίο ως πιο «αθώο» (ή λιγότερο απειλητικό;) είναι περισσότερο απαλλαγμένο από λογοκριτικές παρεμβολές, παρόλα αυτά δεν γνωρίζω άλλα εικονογραφημένα βιβλία που να έχουν για κύριο θέμα τους τη λογοκρισία εκτός από το Wall, όσο και αν αυτό γίνεται με καθυστέρηση 20 χρόνων από την πτώση του τείχους. Και φυσικά δεν υπήρχε περίπτωση να έχει μεταφραστεί για το ελληνικό κοινό. Για να δώσει χειροπιαστά, κατ’ αυτόν τον τρόπο, την πραγματική διάσταση του τι σημαίνει «λογοκρίνω».
Αλήθεια, τα παιδιά γνωρίζουν τι θα πει λογοκρισία; Οι ίδιοι οι ενήλικοι −παρόλο που αρκετοί πια 50ρηδες και άνω έχουν μια αμυδρή ή λιγότερο αμυδρή ενθύμηση της ελληνικής χούντας− έχουν ιδέα τι μπορεί να σημαίνει ο όρος; Αναγνωρίζουν ότι −εν ονόματι μιας συγκεχυμένης αντίληψης περί ελευθερίας− λογοκρισία μπορεί ανά πάσα στιγμή να επιβάλει ο οποιοσδήποτε, απλώς γιατί έτσι θέλει; Και, σε τελευταία ανάλυση, τι κάνει ο λογοκριτής πέρα από το να θεωρεί τον εαυτό του ως τον μόνο πραγματικά κατάλληλο (!) και φυσικά πιο έξυπνο για να αποφασίσει για σένα χωρίς εσένα −που είσαι ένας άλλος με τις δικές σου εμπειρίες και καταβολές− «τι θα διαβάσεις, πώς θα ντυθείς, ποια μουσική θα πρέπει να προτιμήσεις, ποια έργα ζωγραφικής θα βλέπεις, για τη λογοτεχνία ποιων χωρών θα συζητήσεις, πώς ονειρεύεσαι τη δική σου ζωή, πώς θα σκέφτεσαι».
Η φιλμογραφία μας έχει δώσει πολύ περισσότερες ταινίες με ανάλογη θεματική −όπως οι εξαιρετικές «Οι ζωές των άλλων» (2006) ή «Μη χαμηλώνεις το βλέμμα» (2018) για τη λογοκρισία και τις απαγορεύσεις στην κομμουνιστική Ανατολική Γερμανία−, ενώ η πρόσφατη «Τα κύματα της άνοιξης», και παρά το ακαδημαϊκό της ύφος, απλώνει με μινιμαλιστικό τρόπο και συχνά υπονοώντας −παρά δείχνοντας− σαφώς το φόβο και το στρες όσων αντιτάσσονται στο καθεστώς. Το βιβλίο του Sís και η ταινία του Μαντλ τοποθετούνται και τα δύο στην υπό κομμουνιστικό καθεστώς Πράγα και αντλούν από το ίδιο απόθεμα μνήμης και ιστορικών ντοκουμέντων και αν και, φαινομενικά, το πρώτο απευθύνεται σε παιδιά και το δεύτερο σε ενηλίκους, θα έλεγα μετά βεβαιότητας ότι τα ηλικιακά όρια δεν ισχύουν, τουλάχιστον όχι για το Wall. Μπορεί, κατά ειρωνικό τρόπο, να αποκρύπτουν οι ενήλικοι της ιστορίας στοιχεία από τα παιδιά τους, αλλά το υλικό του βιβλίου είναι τόσο πολύμορφο και πολύπλευρα δοσμένο που, όσο και αν φαντάζει αθώο, περιγράφει την κατάσταση χωρίς σκιές απευθυνόμενο και στους ενήλικους αναγνώστες.
Τεχνικές αντλημένες από κόμικς, παιδικό σχέδιο, φωτογραφίες, σελίδες ημερολογίου, μπορντούρες που αντί να είναι διακοσμητικές αφηγούνται επεισόδια, αφίσες, ζωγραφικά ταμπλό, άλλα δημιουργώντας κολάζ άλλα αυτόνομα, ακόμη λέξεις που εισβάλλουν στις εικόνες ή που καδράρονται αυτοτελώς, δημιουργούν ένα ολόκληρο σύμπαν λεξικοποιημένων και εικονοποιημένων ιδεών που χρειάζεται ο οποιασδήποτε ηλικίας θεατής να παρατηρήσει προσεκτικά, να αναζητήσει λεπτομερώς για να μπορέσει να τα αποκωδικοποιήσει. Ο συμβολισμός των χρωμάτων επιτείνει την εντύπωση ότι πρόκειται για ένα βιβλίο που σε προκαλεί να το ψάξεις.
Μολονότι οι σημερινοί αναγνώστες, ακόμη και όταν διαβάζουν έντυπα, μεταφέρουν την κακή συνήθεια της βιαστικής ανάγνωσης του διαδικτύου, όμως το βιβλίο αυτό σε εμποδίζει να το κάνεις: πρέπει να το «δεις», για να ανακαλύψεις ότι σε μια εποχή απολιτίκ σαν τη δική μας τα όποια μαθήματα περί ιστορίας, περί ελευθερίας ιδεολογικής και πολιτισμικής, περί δημοκρατίας και των αγαθών της κερδίζονται χάρη σε δημιουργούς που μετάλλαξαν τα (συνήθως οδυνηρά) βιώματά τους, χωρίς δογματισμό και χωρίς φανατισμό, με εξωστρέφεια, σε έργα δημιουργικά, που κυρίως αποστρέφονται την ιδέα να υποτιμήσουν το μυαλό του αναγνώστη/θεατή τους.
Σημειώσεις
- Μετάφραση Κορίνα Δευτεραίου, εκδόσεις Πόλις, 2013.
- Πρόκειται για ένα είδος αποσπασματικής αυτοβιογραφίας που, στην προκειμένη περίπτωση, αποτελείται από αναμνήσεις ατομικές, οικογενειακές και συλλογικές οι οποίες συνδέονται με εξακριβωμένα ιστορικά γεγονότα.
- Primo Levi, Αυτοί που βούλιαξαν και αυτοί που σώθηκαν, μετάφραση Χαρά Σαρλικιώτη, εκδόσεις Άγρα, 2006.
H Μένη Κανατσούλη είναι καθηγήτρια ΑΠΘ
INFO
Peter Sís, The Wall, Growing Up Behind the Iron Curtain, Farrar, Straus & Giroux, 2007.
ka******@***il.com