Γιάννης Αντάμης: τι θα ξανάγραφα…(συνέντευξη στην Γιούλη Αναστασοπούλου)

1
1903

 

 

Η Γιούλη Αναστασοπούλου μιλαέι με τον διηγηματογράφο Γιάννη Αντάμη

 

Tι πρέπει να γνωρίζουν οι αναγνώστες σου για σένα και τους ηρωές σου;

Για εμένα δεν χρειάζεται να γνωρίζουν τίποτα. Για τους ήρωες των ιστοριών μου τα ξέρουν ήδη όλα.

 Τι σε κινητοποιεί να γράφεις;

Το ένστικτο της επιβίωσης. Αν σταματήσω θα μου κόψει ο σουλτάνος το κεφάλι.

Με ποιο άλλο έργο συνομιλεί το έργο σου; Αν συμβαίνει αυτό.

Δεν είμαι σίγουρος. Στις κακές μου μέρες ίσως με τα διηγήματα του Μπόρχες, στις καλές με το δημοτικό τραγούδι.

Πώς γράφεις και πού;

Κυρίως πληκτρολογώ. Και όπου βρω. Φτάνει να έχει φασαρία.

Αισθάνεσαι ότι ανήκεις σε μια συγκεκριμένη γενιά δημιουργών;

Ναι, στη γενιά του ’30, του 2030. Σοβαρά τώρα, στην Ελλάδα δεν υπάρχουν πια γενιές, έτσι όπως θέλουν τουλάχιστον να τις ορίζουν οι φιλόλογοι. Μόνο παρέες υπάρχουν.

Αν μπορούσες να αλλάξεις ένα αγαπημένο σου έργο ποια θα ήταν η παρέμβασή σου;

Θα ξανάγραφα το δεύτερο βιβλίο μου, «Σχέδιο Τρόμου» (Εκδόσεις Οξύ, 2007), βασιζόμενος στη μετάφρασή του στα ισπανικά («El Proyecto», Εκδόσεις S.T.I., Σαραγόσα, 2015). Θα μετέφραζα τη μετάφραση δηλαδή και μετά θα ζητούσα από τον μεταφραστή μου, τον κύριο Isaac Gomez, να το ξαναγυρίσει στα ισπανικά, αλλά χρησιμοποιώντας το νέο κείμενο, για να το πάρω και να το ξαναμεταφράσω πάλι στα ελληνικά και ούτω καθεξής, μέχρι να βάλει τα γέλια -ή έστω μέχρι να πεθάνει- ο ένας από τους δυο μας.

Γράφεις κάτι τώρα;

Ναι, τελειώνω μια νέα συλλογή μικρών διηγημάτων που θα κυκλοφορήσει τον Μάιο ξανά από τις Εκδόσεις Χαραμάδα, ένα σενάριο για ταινία μεγάλου μήκους μαζί με τον φίλο μου τον Γιώργο Μαστρακούλη και τη διατριβή μου, γιατί είμαι και υποψήφιος διδάκτορας, ξέρετε.

Tι θεωρείς ότι λείπει από το Λογοτεχνικό τοπίο σήμερα;

Οι αναγνώστες.

Έχεις δημιουργήσει οπαδούς διαδικτυακά, πες μας για αυτό;

Ε, όχι και οπαδούς! Εντάξει, έχω συναντηθεί μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης με αναγνώστες, που δεν γνώριζαν τα βιβλία μου, αλλά αφού διαβάζουν τις εξυπνάδες που ανεβάζω σχεδόν καθημερινά, με ψάχνουν μετά και στα βιβλιοπωλεία. Αυτός είναι και ο βασικός λόγος που διατηρώ τα ακκάουντ μου. Επίσης το κάνω γιατί μου αρέσει να εκτίθεμαι. Δια της εκθέσεως προχωράει, νομίζω, και η γραφή μου, εξελίσσεται και αναλόγως προσαρμόζεται. Ποιος ξέρει… μπορεί κάποια στιγμή και να ωριμάσει.

 Στο Αντάμομπιλ κλείνεις τα μικροδιηγήματά σου με μια, ας την πούμε «κατακλείδα», κάτι που δεν βλέπουμε συχνά στις μικροιστορίες. Πώς το σχολιάζεις;

Αλήθεια; Δεν το είχα προσέξει. Θα το ξανακοιτάξω και αν ισχύει αυτό που λέτε, θα αλλάξω την απάντησή μου στην ερώτηση νούμερο 6 και θα τα ξαναγράψω όλα από την αρχή.

Θες να μας πεις μια ιστορία;

Ναι, αμέ. Λοιπόν… Ήταν, θυμάμαι, ένας τύπος, τότε που ζούσα στην Αθήνα, στα Εξάρχεια, που καθόταν όλη τη μέρα μονός του στα καφενεία της πλατειάς, χωμένος πάντα μες στην εφημερίδα του. Καμία φορά, που τύχαινε να βρεθώ κι εγώ εκεί με την παρέα μου, σε κάποιο διπλανό τραπέζι, τον άκουγα να διαβάζει μουρμουριστά τα νέα της ημέρας και μου έμοιαζε η μουρμουρά αυτή με ξόρκι μαγικό και προσευχή ταυτόχρονα. Και τότε αυτός, μόλις καταλάβαινε πως κάποιος τον προσέχει, κατέβαζε αμέσως την εφημερίδα, μας κοιτούσε και έλεγε πάντα: «Πόλεμος, παιδιά, ε; Πόλεμος!» Δεν κατάλαβα ποτέ αν ζητούσε επιβεβαίωση για τις δυσάρεστες προβλέψεις του ή αν μας έβλεπε έτσι, νέους και χαζοχαρούμενους, και ήθελε να μας τρομάξει. Εμείς μπροστά του κάναμε πως τον παίρνουμε πολύ στα σοβαρά και ψευτοαπελπισμένα κουνούσαμε τα κεφάλια μας για το κακό που μας είχε βρει κι εμάς και ολόκληρο τον κόσμο. Όμως μετά τον κοροϊδεύαμε και όταν αναφερόμασταν σε αυτόν, τον λέγαμε «ο κυρ-πόλεμος» και σκάγαμε στα γέλια.

Πάντως, μια μέρα που φεύγοντας ξέχασε την εφημερίδα επάνω στο τραπέζι, την πήρα , έτσι από περιέργεια, στα χέρια μου και την ξεφύλλισα. Και έκπληκτος, τότε, ανακάλυψα ότι εκείνη τη στιγμή, κάπου στον κόσμο αυτόν, όντως γινόταν πόλεμος.

 Ποιον νέο συγγραφέα θα μας πρότεινες να φιλοξενήσουμε στον Αναγνώστη;

Τους φίλους μου Χρήστο Μαρτίνη και Πάνο Παπαπαναγιώτου.

 

Μικρό βιογραφικό

Ο Γιάννης Αντάμης γεννήθηκε στον Βόλο το 1975. Είναι συγγραφέας των βιβλίων «Πριγκιποδουλειές» (Οξύ 2006), «Σχέδιο Τρόμου» (Οξύ 2007), «Κατά τον Δαίμονα Εαυτού» (Τόπος 2008), «Το Ανταμομπίλ» (Χαραμάδα 2017) και «Λεγεώνα» (Χαραμάδα 2019). Βιβλία του έχουν μεταφραστεί στα ισπανικά και στα γαλλικά, ενώ ένα διήγημά του έχει συμπεριληφθεί στην ανθολογία «Το Ελληνικό Φανταστικό Διήγημα» (Αίολος 2012). Επίσης, έχει δημοσιεύσει άλλους 46 τίτλους στον ιστότοπo www.dreamtigers.gr.

 

Προηγούμενο άρθροΤό ἔργο καί τό ὄνομα, Μέ ἀφορμή τήν περίπτωση τῆς Κικῆς Δημουλᾶ (του Γιώργου Αράγη)
Επόμενο άρθροΑίσθημα και μυστήριο (της Βαρβάρας Ρούσσου)

1 ΣΧΟΛΙΟ

Γράψτε απάντηση στο Μαριάννα Ακύρωση απάντησης

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ