της Βαρβάρας Ρούσσου
Σε προσεγμένη μετάφραση και με εισαγωγή της Έφης Φρυδά κυκλοφόρησε στη σειρά Κλασική Noir του Εξάντα το βικτωριανό μυθιστόρημα Το μυστικό της λαίδης Όντλεϊ (1862) με το οποίο η Mary Elisabeth Braddon (1835-1915) απέκτησε μεγάλη φήμη.
Πρόκειται για ένα sensation novel, αισθηματικό μυθιστόρημα μυστηρίου όπως είναι η προτεινόμενη από τον Ερρίκο Μπαρτζινόπουλο μετάφραση, είδος που ανθεί και είναι εξαιρετικά διαδεδομένο στο ευρύ κοινό της Αγγλίας στις δεκαετίες 1860 και 1870. Δεν ταυτίζεται με το αισθηματικό μυθιστόρημα (sensibility novel) του 18ου αιώνα, όπως η Pamela ή η Clarissa του Richardson αλλά διατηρεί σύνδεση με το γοτθισμό του προηγούμενου αιώνα π.χ. του Horace Walpole ή της Ann Radcliffe. Εισηγητής του είδους θεωρείται ο Wilkie Collins (1824-89) με τη Γυναίκα με τα άσπρα (1860) (ελληνική έκδοση σε μετάφραση, πρόλογο και σημειώσεις του Ερρίκου Μπαρτζινόπουλου από τις εκδόσεις Gutenberg σειρά Orbis literae. Editio Minor 2016) επίγονος του οποίου είναι και η Braddon. Πρόκειται για μυθιστορήματα που συνδυάζουν αισθηματική ιστορία με μυστήριο, δολοφονία, αγωνία, φρίκη. Τα έργα του είδους ονομάστηκαν και «μυθιστορήματα διγαμίας» ή «μυθιστορήματα μοιχείας» καθώς συχνά βασίστηκαν στην τρέχουσα επικαιρότητα και σε πραγματικά εγκλήματα, ιδίως γυναικών, που έγιναν γνωστά μέσω των εφημερίδων. Επομένως, βασίζονται σε πτυχές της ιδιωτικής ζωής που τα δικαστήρια φέρνουν στο φως και δημοσιοποιούνται μεγεθυμένα μέσω της δημοσιογραφίας (και μάλιστα το είδος εκείνο που ονομάστηκε sensational journalism). Ο T. Hardy κατέληξε σε τέσσερα γνωρίσματα της αφήγησης του είδους: μυστήριο, περίπλοκες καταστάσεις, έκπληξη και ηθική εκτροπή. Πράγματι, οι βαριές ηθικές παρεκκλίσεις, οι απίστευτες συμπτώσεις και τα απρόοπτα που ανατρέπουν την πλοκή, ένα πλήθος επεισόδια που δημιουργούν κλίμα μυστηρίου και αγωνία είναι στοιχεία που απαντούν στο Μυστικό της λαίδης Όντλεϊ. Η Braddon αποδεικνύει τη δεξιοτεχνία της στη σταδιακή αποδέσμευση πληροφοριών και στις ενδείξεις που παρακινούν την αναγνωστική συμμετοχή. Μια πλειάδα γυναικών συγγραφέων διέπρεψε στο είδος, εκτός από τη Mary Elizabeth Braddon, όπως οι Ellen Price Wood (1814-87), Rhoda Broughton (1840-1920), Florence Marryat (1833-99) .
Από τις γυναίκες που γράφουν ας περάσουμε στους γυναικείους χαρακτήρες της Braddon: γυναίκες που διαβάζουν, γυναίκες με διπλή φύση, γυναικεία τρέλα, οι πολλαπλοί ρόλοι μιας γυναίκας -κόρη, σύζυγος, μητέρα-, ζητήματα ταξικά (διαφορετικών τάξεων γυναίκες όπως η Φοίβη, πρώην υπηρέτρια της λαίδης που όμως συνδέεται σχεδόν με όρους ισότητας με την κυρία της, πράγμα που παραπέμπει σε μια στάση γυναικείας αλληλεγγύης), θέματα ταυτότητας ακόμη και βιοπολιτικής (στη νεωτερικότητα επιχειρείται η βιορυθμιστική επίλυση προβλημάτων υγείας, όπως εδώ της τρέλας) αποδίδουν τη γυναίκα στη νεωτερικότητα.
Η λαίδη Όντλεϊ του τίτλου μοιράζεται ως χαρακτήρας την πρωτοκαθεδρία μαζί με τον Ρόμπερτ Όντλεϊ, ανιψιό του βαρόνου άντρα της. Έχει ενδιαφέρον ότι πολλά στοιχεία γι’ αυτήν παρέχονται με αντρική διαμεσολάβηση, δηλαδή μέσω αφηγήσεων του πρώτου συζύγου της, όπως και η αποκάλυψή της γίνεται από άντρα, τον Ρόμπερτ Όντλεϊ. Η νεαρή γυναίκα παρουσιάζεται θύμα των συνθηκών της ζωής της (αδύναμος και μέθυσος πατέρας, φτώχεια, εγκατάλειψη από τον πρώτο της σύζυγο και διάψευση των ονείρων της για μια άνετη ζωή μέσω ενός καλού γάμου) και αποφασίζει, σκηνοθετώντας το θάνατό της, να αλλάξει ταυτότητα, εγκαταλείποντας ακόμη και το μωρό της. Οι δύσκολες, ιδιαίτερα για μια γυναίκα, συνθήκες αποκτούν βαρύτητα διότι θα μπορούσαν να αποτελέσουν ένα είδος αιτιολόγησης των παραβατικών της πράξεων (« η κυρία Μαρκς [σημ. η προαναφερθείσα Φοίβη] φοβήθηκε ότι τα τόσα προβλήματα είχαν αρχίσει να τρελαίνουν την κυρία της»). Η τύχη της νεαρής αλλάζει όταν την ερωτεύεται τυφλά ο μεγαλύτερος αλλά πλούσιος βαρόνος Όντλεϊ τον οποίον παντρεύεται εκπληρώνοντας το βασικό γυναικείο στόχο. Εξάλλου, ομολογεί: «…είχα μάθει, όπως όλα τα κορίτσια μαθαίνουν στο σχολείο αργά ή γρήγορα, ότι η μοίρα μου στη ζωή εξαρτιόταν, εντέλει από το γάμο μου…εφόσον ήμουν ομορφότερη από τις συμμαθήτριές μου έπρεπε να κάνω ένα γάμο καλύτερο από των συμμαθητριών μου». Η νεαρή σύζυγος παρουσιάζεται υπό την στερεότυπη οπτική της εποχής, ταυτισμένη με την πολυτέλεια, τα έξοδα για την εξωτερική εμφάνιση που τα παρέχει ο πλούσιος σύζυγος γοητευμένος από την αγνότητα αλλά και τους ακκισμούς και την ελαφρότητα της νέας. Πρόκειται εντούτοις για επιτέλεση, για μια επαναλαμβανόμενη συμπεριφορά επιβεβλημένη κοινωνικά ως ρόλος, ως κύρια φυσική αποστολή των γυναικών.
Η επιστροφή του πρώτου συζύγου της λαίδης και μια αλυσίδα συμπτώσεων κάνουν επίφοβη την αποκάλυψη του πρότερου βίου της. Ο κύριος γυναικείος χαρακτήρας έτσι προσλαμβάνεται ως εγωκεντρική «μάγισσα»: καταλήγει σε μια σειρά εγκλημάτων με σκοπό να υπερασπιστεί τη νέα της ζωή με μέσο ψέματα, απόπειρες δολοφονίας και φόνο, μαζί με υποχωρήσεις σε εκβιασμούς. Ωστόσο η ζωή της λαίδης έχει δύο πλευρές. Εάν η μια κυριαρχείται από φόβο αποκαλύψεων και αγωνία η άλλη σηματοδοτείται από κοσμικότητα, τρυφηλό και πολυτελή βίο, παιδικές αντιδράσεις και ανάλαφρη συμπεριφορά. Ο συνδυασμός θα μπορούσε να παραπέμπει σε διπολικότητα αλλά και στην σταθερή αντίληψη για τη διπλή φύση των γυναικών: αγγελική («Η λαίδη Όντλεϊ ήταν τόσο φυσικά παιδιάστικη») και δαιμονική («είστε η απόλυτη, η δαιμονική ενσάρκωση του κακού» λέει ο ανιψιός Ρόμπερτ Όντλεϊ που σκέφτεται «εκατοντάδες ιστορίες γυναικείας δολιότητας»). Διαρκώς τονίζεται η παιδικότητα της εξωτερικής εμφάνισης της λαίδης ως συνδήλωση της αθωότητας με κορύφωση το, κατά την περιγραφή, προραφαηλιτικό πορτρέτο της. Αντίθετα λειτουργούν οι πράξεις της (εγκατάλειψη του βρέφους της, φόνος, ψυχρός σχεδιασμός και απόπειρα δολοφονίας των εκβιαστών της, έξυπνα καταστρωμένα σχέδια για να καλύψει τα εγκλήματα). Ο κύριος λοιπόν γυναικείος χαρακτήρας, η λαίδη, βασίζεται σε απόψεις της εποχής για τη γυναικεία φύση: επιρρεπής σε ψυχικές ασθένειες, υστερία, πονοκεφάλους (Ο Charceau και η μελέτη της γυναικείας υστερίας υπόκεινται με την αναφορά στα φάρμακα που η λαίδη χρησιμοποιούσε στην καταπολέμηση των κεφαλαλγιών και των κρίσεών της: «κάμφορα, κόκκινη λεβάντα και άλας αμμωνίας», «έριξε μερικές σταγόνες όπιο σε ένα ποτήρι νερό» ) και κυρίως τρέλα. Η αντίληψη της παράνοιας ως πάθηση των γυναικών λόγω της ευαισθησίας των νεύρων τους και των ορμονών τους (η λαίδη εμφανίζει συμπτώματα της νόσου όταν γεννήσει) απηχείται στο βιβλίο όπως και η κληρονομικότητα (το μυστικό της λαίδης δεν είναι εντέλει ο πρώτος της γάμος και η ύπαρξη ενός παιδιού αλλά η τρελή μητέρα της και ο φόβος της κληρονομικής τρέλας «η τρέλα της ήταν μια νόσος κληρονομική που την είχε από τη μητέρα της» εξομολογείται) αλλά και η ιατρικοποίηση που οδηγεί στην κανονικοποίηση της ζωής του νεωτερικού ανθρώπου (ζητήματα βιοπολιτικής). Έτσι, η εμφάνιση του ψυχίατρου συνοδεύεται από τη σκέψη του Ρόμπερτ «Οι γιατροί κι οι δικηγόροι είναι οι εξομολόγοι του πεζού δέκατου ένατου αιώνα μας». Υπό αυτή την οπτική στη βικτωριανή αντίληψη οι πράξεις γίνονται αντιληπτές ως παρανοϊκή συμπεριφορά.
Παρούσα είναι, ακόμη μια φορά, η ταξική διαφορά: το αστικής ευπρέπειας ψυχιατρικό ίδρυμα στο οποίο εγκλείεται, αντί φυλακής, η λαίδη δεν έχει καμιά σχέση με τις φυλακές στις οποίες ρίχνονται οι ψυχικά ασθενείς κατώτερων τάξεων.
Στον αντίποδα της παρανοϊκής λαίδης βρίσκεται η Κλάρα, μια γυναίκα με προσωπικότητα, αληθινά συναισθήματα αλλά και γενναιότητα, μια γυναίκα δηλαδή κοντά στο θεωρούμενο αντρικό ήθος. Αν και ο χαρακτήρας της δεν είναι κεντρικός, εντούτοις λειτουργεί αντιστικτικά με εκείνον της λαίδης, προϊδεάζοντας ίσως για τη Νέα Γυναίκα και τα μυθιστορήματα αυτού του είδους που θα ακολουθήσουν τις δεκαετίες 1880 και 1890.
Ενδιάμεσα κινείται ο χαρακτήρας της κόρης Όντλεϊ, της Αλίσια: ισορροπημένη, μεταξύ παιδικής αφέλειας και γυναικείας ωριμότητας, ερωτευμένη με τον εξάδελφο Ρόμπερτ εκλογικεύει τα συναισθήματά της στοχεύοντας σε έναν ευτυχή γάμο, εκπροσωπεί το «υγιές» γυναικείο στερεότυπο της νεαρής μεγαλοαστικής τάξης. Η Αλίσια είναι και η μόνη γυναίκα που λειτουργεί, ως ένα βαθμό τουλάχιστον, καθώς ο έρωτάς της δεν την παρασύρει ως πάθος, ως φορέας επιθυμίας. Οι λοιποί γυναικείοι χαρακτήρες, και ιδίως η λαίδη, αποτελούν το αντικείμενο της επιθυμίας.
Θα ήθελα να κλείσω με μια παρατήρηση για τη σειρά noir του Εξάντα. Μαζί με το Έγκλημα στο Όρσιβαλ του Emile Gaboriau, κυκλοφορούν Οι περιπέτειες του Σέρλοκ Χόλμς του Conan Doyle (detective stories) αλλά και Ο ξυλοκόπος του κατά πολύ νεώτερου Hill Reginald. Επίκειται η έκδοση της Florence Marryat με το γοτθικής έμπνευσης Αίμα του βαμπίρ που εκδίδεται το 1897, το ίδιο έτος με τον Δράκουλα του Bram Stoker. Η μετάφραση αυτή ανοίγει ένα άλλο πεδίο, δίπλα σε εκείνο των αισθηματικών έργων μυστηρίου, τα μυθιστορήματα βαμπίρ, είδος που μας οδηγεί στις αρχές του αιώνα με το Βαμπίρ του Polidori (1819) ή την Carmilla του Joseph Le Fanou (1872).
Το εγχείρημα του Εξάντα θα μπορούσε να συστηματοποιηθεί σε θεματικούς κύκλους και να φέρει στο ελληνικό κοινό, μέσα από εμβληματικά βιβλία, τόσο τη γενεαλογία του νουάρ όσο και το ιδιαίτερο βικτωριανό είδος του sensation novel και κυρίως τις γυναίκες συγγραφείς. Θα άξιζε τον κόπο να γίνει μια επιλογή μεταφράσεων από τα επιτυχημένα βιβλία γυναικών βικτωριανών που διαβάζονται και σήμερα με ιδιαίτερο ενδιαφέρον καθώς, μεταξύ άλλων, παρέχουν μια εικόνα της ζωής αυτής της περιόδου (η νεωτερικότητα φαίνεται απ’ τη μια να εκτυλίσσεται κατά τα διαφωτιστικά προτάγματα με την απεικόνιση της τεχνολογικής προόδου -π.χ. στο βιβλίο της Braddon το τρένο παίζει το ρόλο του στην εξέλιξη της πλοκής- απ’ την άλλη να πληθαίνουν τα σημεία όπου αυτά τα προτάγματα ακυρώνονται -π.χ. η αθλιότητα των φτωχών που απεικονίζεται στο καπηλειό ή στα σπίτια του Σαουθάμπτον έρχεται σε αντίθεση με τη ζωή των τιτλούχων). Επίσης, μια τέτοια ολοκληρωμένη σειρά θα γνωστοποιούσε στο ελληνικό κοινό μια ακόμη ψηφίδα στην ιστορία των Ευρωπαίων γυναικών συγγραφέων. Στην περίοδο 1860-70 οι Ελληνίδες συγγραφείς και ιδίως πεζογράφοι αδυνατούν να αναμετρηθούν με τους άντρες ομότεχνούς τους ενώ αριθμητικά είναι ελάχιστες συγκριτικά με τις αντίστοιχες Αγγλίδες. Όσο κι αν αυτή η παρατήρηση φαίνεται περιφερειακή έχει ιδιαίτερη σημασία για τη συγκριτική εξέταση και τοποθέτηση της ελληνικής γυναικείας πεζογραφίας του 19ου αιώνα, όπως φυσικά και ολόκληρης της ελληνικής πεζογραφίας καθώς είναι δεδομένο ότι η συγκριτική μελέτη προτύπων, ύφους, στερεοτύπων κλπ απομακρύνει τον κίνδυνο φιλολογικού απομονωτισμού και αναδεικνύει διαφορές, ομοιότητες, δυναμικές, ωσμώσεις που διαφορετικά μένουν στο σκοτάδι.
info: Mary Elisabeth Braddon, Το μυστικό της λαίδης Όντλεϊ, Έφης Φρυδά, Εξάντας 2019