Θὰ γίνουν όλα με τα μάτια ανοιχτά (γράφει ο Σταύρος Ζαφειρίου)

0
342

γράφει ο Σταύρος Ζαφειρίου

 

Θα έπρεπε να ξεκινήσω αλλιώς, από τον χρόνο, ας πούμε, μια και με τον χρόνο αρχίζει ουσιαστικά το βιβλίο της Ευαγγελίας Τάτση Θὰ γίνουν όλα με τα μάτια ανοιχτά, με τους πρώτους στίχους του πρώτου από τα Τέσσερα Κουαρτέτα (Burnt Norton) του T.S. Eliot, τους οποίους προτάσσει, σαν κάποιου είδους μάλλον αναγνωστικό κλειδί. Ωστόσο, προτιμώ καταρχάς να σταθώ στην έννοια του «διπλού» και του «διπλού εαυτού»:

 

Μεγάλωσα σ’ ένα σπίτι που ήταν δυο σπίτια.

Ένα σπίτι που ήταν

κι ένα σπίτι που ήθελε να γίνει

 

Τα τραγούδια ήταν δυο

 

Γύρισα από τη δουλειά σαν να γύρισα από δυο πολέμους·

έναν που κέρδισα κι άλλον ένα που έχασα

κι από δυο ζωές, μια που έζησα και άλλη μια που δεν θα ζήσω ποτέ.

Γύρισα σπίτι με δυο εαυτούς

το ίδιο λυπημένους μαζί και χαρούμενους.

 

Οι δυο εαυτοί μου δεν ξέρουν

αν θα γίνουν ποτέ ένα

 

Μέσα μου δύο ψυχές

‒ας τις πούμε ψυχές

χάριν ευκολίας‒

πλευρικά ολισθαίνουν.

 

Βέβαια, το θέμα του διπλού εαυτού δεν είναι, εν προκειμένω, του τύπου Δόκτωρ Τζέκυλ και Μίστερ Χάιντ, ούτε μιας αναπαράστασης ή διχασμού τού Εγώ, και δεν θα μπορούσα επίσης να φανταστώ εδώ το φροϋδικό «ανοίκειο». Θα έλεγα μάλλον ότι έχει να κάνει με τον εαυτό που είμαστε και θέλουμε να είμαστε, ο οποίος αντιδιαλέγεται με τον άλλον, εκείνον που είμαστε επίσης, αλλά δεν θέλουμε να είμαστε. Πρόκειται δηλαδή για κάποιου είδους διαλεκτική, όπου και η θέση και η αντίθεση είναι ο ίδιος μας ο εαυτός, η σύνθεση όμως «πλευρικά ολισθαίνει».

Αυτή η διαλεκτική του διπλού εαυτού, που ενέχει και μια διαλεκτική της ειρωνείας, κινείται μέσα σε μιαν άλλη, εν δυνάμει διαλεκτική, εκείνη του χρόνου. Αναφέρθηκα στην αρχή στους στίχους του Έλιοτ από τα Τέσσερα Κουαρτέτα, προτασσόμενους ως αναγνωστικά κλειδιά. Τι μας λέει ο Έλιοτ; Ότι ὁ τωρινός χρόνος και ο περασμένος χρόνος ίσως να είναι παρόντες στον μέλλοντα χρόνο και ο μέλλων χρόνος ίσως να είναι μέσα στον περασμένο χρόνο. Και αν όλος ο χρόνος, κατ’ αυτό τον συλλογισμό, είναι αιώνιο παρόν, τότε είναι «unredeemable», μια λέξη που στη μετάφραση της Ελένης Χωρεάνθη, που χρησιμοποιεί η Τάτση, αποδίδεται ως «ανεπανόρθωτος», ο Κλεῖτος Κύρου τη μεταφράζει ως «δεν μπορεί να εξαγοραστεί», οι Αριστοτέλης Νικολαΐδης και Λέανδρος Βατάκας ως «αλύτρωτος», ο Χάρης Βλαβιανός ως «δεν μπορεί να πληρωθεί», ενώ τη βρήκα και ως «δεν μπορεί να ανακτηθεί». Αυτό δηλαδή που μας λέει ο Έλιοτ με το «ίσως» και με το «αν», αυτό που μας λένε οι διαφορετικές μεταφραστικές, άρα και ερμηνευτικές προσεγγίσεις, είναι ο κοινός τόπος, ότι στην πραγματικότητα δεν γνωρίζουμε τι είναι ο χρόνος και ότι κινούμαστε ανάμεσα στις συμβάσεις των κατευθύνσεών του, του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος και μέσα σε ένα περιβάλλον, όπως γράφει ο Έλιοτ αμέσως μετά, αφαιρέσεων, αέναων δυνατοτήτων και εικασιών, σε ένα περιβάλλον όπου τα πάντα είναι δυνατά και τα πάντα, ακόμη και ο ίδιος ο χρόνος, εικάζονται, πιθανολογούνται, ή ακόμη και αν είναι αληθή δεν μπορεί να αποδειχτούν.

Τόνισα τις λέξεις, επειδή η Τάτση χτίζει το βιβλίο της κατά την ακολουθία των στίχων του Έλιοτ που παραθέτει. Μετά το εισαγωγικό, εν είδει προανακρούσματος Άνεμε, έπονται οι ενότητες: Του παρελθόντος, Των αφαιρέσεων, Οι εικασίες Α΄, Του παρόντος, Οι εικασίες Β΄, Του μέλλοντος, Αέναη δυνατότητα και το τελικό Επιμύθιο.

Έγραφα για το προηγούμενο ποιητικό βιβλίο της Τάτση Φυτά εσωτερικού χώρου: «Πίσω από αυτόν τον εσωστρεφή τίτλο αναπτύσσονται οι δύο ενότητες του βιβλίου, υποβάλλοντας διαθέσεις ενός κλειστού φαινομενικά, ανοιχτού όμως, στην πραγματικότητα, ποιητικού χώρου. Κλειστού, επειδή ό,τι φύεται έχει τις ρίζες του σε μια εσωτερική θεώρηση των πραγμάτων και ανοιχτού, επειδή ανοιχτή έως ειρωνείας είναι η χρήση της γλώσσας, με τη μεταφορά να καθίσταται το κυρίαρχο στοιχείο και να γίνεται αυτή η ουσία του ποιήματος, ενώ οι ευρηματικές εικόνες διαμορφώνουν τη διάστασή του».

Στο βιβλίο εκείνο, λοιπόν, το «διπλό» σήμαινε κάποιου είδους καταβύθιση, σαν να ήθελε η ποιήτρια να εισβάλει στη συνείδησή της, να γνωρίσει και να κατανοήσει τον μέσα της εαυτό και να τον φέρει στην επιφάνεια πλάι στον άλλον, μέσω της γλώσσας.

Με το νέο της βιβλίο πηγαίνει ένα βήμα πιο μπροστά. Τοποθετώντας ήδη στον τίτλο το ΘΑ και το ΑΝΟΙΧΤΑ: Θα γίνουν όλα με τα μάτια Ανοιχτά, μας λέει ότι η γλώσσα δεν υπάρχει μόνον ως μεταφορά και αναπαράσταση αλλά και ως αγώνας και ως η αγωνία μιας υπόσχεσης, για να αποκαλύψει και να αποκαλυφθεί.

Με αφετηρία τη μνήμη, με εκείνα τα ποιήματα που τιτλοφορεί «Του παρελθόντος», μας δίνει ένα καταρχήν ιδεολογικά ταξικό πλαίσιο, από το οποίο δεν θα παρεκκλίνει, αλλά και ένα γλωσσικό ύφος που προσιδιάζει στην εξομολόγηση. Η γειτονιά, το μωσαϊκό των ανθρώπων της, η σταδιακή, μέσω του βιώματος, αντίληψη των πραγμάτων, ο αόριστος ως ιστορικός χρόνος, ως ανάκληση μνήμης και ως ιστορία. Εκεί νομίζω ότι μας κατευθύνουν οι στίχοι:

 

Σκέφτομαι τώρα πως οι γονείς μου

έχτισαν ένα σπίτι για να ζήσουν

κι ένα για να θυμούνται.

 

Και αμέσως μετά:

 

Σε δέκα οικογένειες εφτά οικοδόμοι

δύο ιδιωτικοί υπάλληλοι

κι ένας χαφιές […]

 

Κάπως έτσι χώρισαν όλα

τα σπίτια, οι γειτονιές, η πατρίδα ξανά.

 

Ακολουθώντας τη σειρά των στίχων του Έλιοτ, η επόμενη ενότητα έχει τίτλο «Των αφαιρέσεων». Ας θυμηθούμε τι γράφει ο Έλιοτ: «αν όλες οι διαστάσεις του χρόνου εισβάλλουν η μία στην άλλη και αν όλος ο χρόνος είναι ένα αιώνιο παρόν, τότε ό,τι θα μπορούσε να έχει υπάρξει, να έχει συμβεί, είναι μία αφαίρεση». Τι σημαίνει αυτό το σχήμα υποθέσεων, όπου ως πραγματικότητα προβάλλεται η αφαίρεση; Και αφαίρεση με ποια έννοια; Αυτού που αφαιρείται από ένα σύνολο ή του αφηρημένου, του μη αντιληπτού, του μη αισθητού; Όπως και να το δούμε, μιλούμε για την ατελή ανθρώπινη εμπειρία του χρόνου και της ίδια της ζωής. Ἡ Τάτση αναζητά αυτή την αφαίρεση στο ανάμεσα. Αυτό που χάνεται, μας λέει, ή το μη αντιληπτό, είναι το ανάμεσα στο «γιατί;» που ρωτά και στο «γιατί» που γνωρίζει. Αυτό που χάνεται είναι «μια λέξη που υπάρχει μέσα σε κάθε λέξη». Αυτό που χάνεται, ακόμη, είναι το ανάμεσα στο ποιητικό εγώ ‒στο δημιουργικό ένστικτο δηλαδή‒ και στο ποίημα.

Και αν οι «αφαιρέσεις» είναι η μάχη ανάμεσα στο ποίημα και τον ποιητή, ανάμεσα στις λέξεις και την αλήθεια τους, οι «Εικασίες Α΄» που ακολουθούν επιτείνουν την αίσθηση αυτού του «ανάμεσα», μέχρι εκεί όπου τα πάντα εικάζονται, τα πάντα είναι πιθανά. Βέβαια, η λέξη «speculation» που χρησιμοποιεί ο Έλιοτ έχει και αυτή πολλές ερμηνείες. Πέρα από το «εικασία» μπορεί να σημαίνει «βγαίνω έξω από το γεγονός και στοχάζομαι πάνω σε αυτό», «ρεμβάζω» την αποδίδει ο Κύρου, ενώ κατά τον Πλάτωνα «εικώς λόγος» είναι η εύλογη εξιστόρηση, η μεγαλύτερη δυνατή αληθοφάνεια.

Στις «Εικασίες» λοιπόν της Τάτση έχουμε αυτή την «εύλογη εξιστόρηση». Από το «Κάθε άνθρωπος γεννιέται με μια ηλικία / και ζει σ’ αυτήν όλη του τη ζωή» μέχρι το «Έτσι κι αλλιώς από θαύμα ζούμε / για να θυμόμαστε αυτό που ποτέ δεν υπήρξε» ‒τους πρώτους, δηλαδή, και τους τελευταίους στίχους αυτή της ενότητας‒, η Τάτση μας αφηγείται. Δηλώνοντάς μας τη ηλικία στην οποία γεννήθηκε η ίδια, μας μιλά για το Είναι και το Δεν Είναι των πραγμάτων, γι’ αυτό που ζούμε και γι’ αυτό που δεν ζούμε, για τους δυο εαυτούς, τον έναν που κερδίζει και τον άλλο που χάνει, τον έναν που είναι λυπημένος και τον άλλο που είναι χαρούμενος, που δεν ξέρει αν ποτέ αυτοί οι δυο εαυτοί ενωθούν, που δεν ξέρει αν το ταξίδι είναι προς ή από τα Κύθηρα, ξέρει όμως ότι «Κάθε Παρασκευή μεσημέρι μετά τη δουλειά, στο καφενείο της οδού Κρέσνας στο τραπέζι απέναντι κάθεται μόνος πάντα ο ίδιος γέρος, ρουφά τον καφέ του και την κοιτάζει και αν της μιλούσε θα την έλεγε Κατερίνα».

Στην επόμενη ενότητα που επιγράφεται «Του παρόντος», η Τάτση μας δίνει διακριτό πολιτικό στίγμα: ο κομμουνισμός μου και ο καπιταλισμός τους. Κοιτάζει κατάματα τα γεγονότα της δικής της λύπης, «η λύπη είναι ένα μικρό πουλί», μας λέει, που «όπως όλα τα πουλιά / κουρνιάζει όπου βρει». Μιλά για τα Τέμπη και αφήνει κατά μέρος την ποίηση, μετρά ώς το πενήντα εφτά και οι λέξεις της είναι: «έλαια σιλικόνης», «λαμαρίνες», «κοντέινερ», «χαλίκια», «σκυρόδεμα», «μπάζωμα», «μίζες», «συμβάσεις», «εταιρικά στελέχη», «Υπουργοί» και «χρήμα, χρήμα, χρήμα». Και οι λέξεις της είναι:

 

Θα ήταν αλλιώς

αν έγραφα για τη μάνα του,

τον πατέρα της, τον αδερφό του.

Αλλά θέλω να γράψω

κάτι πιο μοναχικό

της μοναξιάς των συγγενών και των θυμάτων.

Πιο μοναχικό της μοναξιάς του πληθυντικού μας.

 

Μιλά για τη Ραμάλα και φωνάζει:

 

Επιτέλους σηκώστε τα κεφάλια σας.

Ο κόσμος ας τελειώσει καλύτερα

με ένα όραμα.

 

Ο έρωτας, που εμφανίστηκε ως «γραφή» στις «Εικασίες Α΄»: «Λέξη λέξη τον χτίζω τον εραστή / που θα με πυροβολήσει», «Για να σ’ ερωτευτώ / έγραψα ένα ποίημα μαύρο δάσος», επανεμφανίζεται ορμητικός έως αφανισμού στις «Εικασίες Β΄», ενώ το ποιητικό και νοηματικό βάρος αυτής της ενότητας το σηκώνει το ποίημα «Εκ του μηδενός»· βιβλικός τόνος, μια εκ των έσω κοσμική δημιουργία, μια διερώτηση στην ουσία ‒απορία, αλλιώς‒ για τη διάσταση της ύπαρξης μέσα στη διάσταση του χρόνου και για την κίνηση του χρόνου εντός μας:

 

Και τότε ήταν η αρχή που ήταν πάντα αρχή

κι έγινε πρωί κι έγινε βράδυ

τότε ο ώμος μου έγινε βότσαλο

και ξεχώρισε από το νερό

κι έγινες νερό να με περιέχεις

και το νερό των ψαριών και των δέντρων μου

να σε ζω.

 

Και παρακάτω:

 

και η αρχή ήταν μόνο αρχή αδιάκοπη

και ο δρόμος πριν γίνει δρόμος ‒η αρχή του.

Τότε έγινε νύχτα και πάλι νύχτα

και το αντίθετό της, τότε.

 

Ένα μάλλον δυστοπικό μέλλον περιγράφει η ενότητα «Του μέλλοντος». Η θάλασσα που χωρά πολλά πτώματα, οι μετανάστες στο Μοναστηράκι, οι ανεμογεννήτριες στις κορυφογραμμές, τα ερείπια και ανάμεσα στα ερείπια σαν λυρικός λυγμός εκείνο το κοριτσάκι με τα σπίρτα:

 

Τρέξε στη θάλασσα

να σωθείς κοριτσάκι

είναι η τελευταία μέρα του έτους

το έτος έχει τελειώσει έναν αιώνα πριν.

Κάθε σου μέρα είναι η τελευταία.

Άναψε όλα τα ποιήματα που μάζεψες στην ποδιά σου.

Ένα ένα, αργά ώσπου να κοιμήσεις τη θάλασσα

ώσπου να πυρώσεις την άμμο.

Σήκωσε ένα αεράκι με τα μαλλιά σου

δάγκωσε ένα βότσαλο στρογγυλό σαν καλή κουβέντα

‒μια φωνή κυματική ψιθυρίζει χωρίς κανέναν θάνατο. (σελ. 52)

 

Κλείνοντας την κατά Έλιοτ ακολουθία, τελευταία ενότητα του βιβλίου είναι η «Αέναη δυνατότητα». Είδαμε τα «αν», τα «ίσως», τις «αφαιρέσεις», τις «εικασίες», είδαμε τις διαστάσεις του χρόνου να αλληλοπεριέχονται, όλα όμως να είναι αφαίρεση, όλα να είναι εικασίες, όλα να παραμένουν μια αέναη δυνατότητα, ένα αέναο εν δυνάμει, δίχως να εκπληρώνουν ένα τέλος, μια τελική σκοπιμότητα.

 

Είμαι η απόφαση

δεν είμαι η απόφαση.

Είμαι στο στόμα του κήτους

δεν είμαι ο προφήτης.

 

Καμιά βεβαιότητα. Ένας διπλός εαυτός.

 

Αυτή η γυναίκα φοβάμαι

πως θα μ’ εγκαταλείψει κάποτε

(γι’ αυτό αφήνω έναν στίχο ανολοκλήρωτο)

 

Η ταυτότητα φύλου, η προσέγγιση και η τοποθέτησή της στο πραγματικό και στο φαντασιακό, στο είμαι και στο φαίνομαι

 

Είμαι η γυναίκα που κάθεται

με τα μάτια κλειστά

πίσω απ’ την πλάτη μου

 

Και είμαι το κορίτσι

που εκείνη θυμάται

τα μάτια του να κλείνει

 

Είμαι η εικόνα του άντρα

που κοιτάζει τη γυναίκα του

και η εικόνα όσων με βλέπουν

χωρίς να τους βλέπω.

Και όλα βρίσκονται πίσω μου.

 

Ο χρόνος χάνει τους χρόνους του. Όλα είναι παρελθόν, όλα είναι παρόν, όλα είναι μέλλον. «Θα γίνουν όλα με τα μάτια ανοιχτά» και αυτό το «θα» είναι το μέλλον που ξεκινά από το παρελθόν και διατυπώνεται στο παρόν. Όμως και το «αιώνιο παρόν» παραμένει μια «αέναη δυνατότητα».

Το «Επιμύθιο» δεν είναι ούτε ανακεφαλαίωση ούτε συμπέρασμα ούτε και κάποιου είδους ηθικό δίδαγμα. Είναι και αυτό μια εκκρεμότητα. Ο αρχικός άνεμος, εκείνο το εκτός ενοτήτων πρώτο στιχούργημα, ο άνεμος προς τον οποίο έστελνε τα γράμματά της η ποιήτρια, εδώ γίνεται ένα ψυχρό ρεύμα αέρα, γίνεται χιονονιφάδες κι εντέλει γίνεται αέρας κλιματιστικού που νικά το ποίημα κατά κράτος.

Και το τέλος «είναι μια απροσδιόριστη λέξη / γιατί το τέλος έχει σχεδόν πάντα προηγηθεί». Και αναρωτιέμαι αν την καταγωγή και το νόημα αυτών των στίχων μπορούμε να τα αναζητήσουμε και πάλι στον Έλιοτ και στο δεύτερο από τα Τέσσερα Κουαρτέτα του αυτή τη φορά, στο East Coker: «In my beginning is my end / In my end is my beginning». Και αναρωτιέμαι επίσης αν αυτή η εναλλαγή του τέλους και της αρχής, που είναι η κατά Νίτσε κυκλική έννοια της ζωής, κρατά ως ένα φωτεινό, εντέλει, και όχι μαύρο μετέωρο, τον τελευταίο στίχο του βιβλίου: «Από το τέλος είμαι το χρώμα που λείπει».

Θα γίνουν όλα με τα μάτια ανοιχτά. Το «θα» μιας υπόσχεσης που δεν υπόσχεται αλλά πράττει, σε ένα βιβλίο όπου η αμεσότητα της γλώσσας σε συνδυασμό με τη μεταφορικότητά της, το βίωμα σε συνδυασμό με τον αναστοχασμό του, μας δίνουν ποιήματα έντιμα και θαρραλέα, ξεσπάσματα λυρισμού και εικόνων, που δεν διστάζουν όμως στιγμές-στιγμές να θυσιάσουν τη γλώσσα της ποίησης, για να μιλήσουν τη γλώσσα των πραγμάτων. Άλλωστε αυτό σημαίνει και ο στίχος της Τάτση: «Το ποίημα πρέπει να λέει / μόνο την αλήθεια».

 

Ευαγγελία Τάτση, Θα γίνουν όλα με τα μάτια ανοιχτά, Βακχικόν, 2024

Προηγούμενο άρθρο«Δεξιά της κοίτης», «Συνεδρία πολέμου» και το «αίνιγμα» της Μικρής Επιδαύρου (της Όλγας Σελλά)
Επόμενο άρθροΤο πορτρέτο της γυναίκας που  έλειπε (γράφει ο Φίλιππος Φιλίππου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ