του Γιάννη Μουγγολιά
Ογδόντα τεσσάρων ετών έγινε πριν λίγες μέρες, στις 20 Μαϊου ο σπουδαίος Μαυροβούνιο-Γάλλος συνθέτης, ενορχηστρωτής, μαέστρος, μουσικός (πλήκτρα, κρουστά), τραγουδιστής και παραγωγός Janko Nilovic που δραστηριοποιείται από το 1960 στη Γαλλία ως κάτοικος της χώρας. Στις 20 Μαϊου 1941 γεννιόταν στην Κωνσταντινούπολη από Μαυροβούνιο πατέρα και Ελληνίδα μητέρα, ενώ από τα 19 του βρέθηκε στη Γαλλία αφήνοντας ένα έντονα διακριτό αποτύπωμα στην ευρωπαϊκή και όχι μόνο μουσική, χωρίς να απεμπολήσει τις βαλκανικές του ρίζες.

Το ογκώδες και εντυπωσιακό σε ποιότητα έργο του αποτυπωμένο τόσο στη δισκογραφία σε 35 άλμπουμ όσο και σε library ετικέτες που δεν είναι διαθέσιμα προς πώληση στο κοινό, αγγίζει μια τεράστια γκάμα στιλιστικών ειδών που περιλαμβάνουν κλασική, τζαζ, φανκ, τζαζ ροκ, ποπ, την ποπ, psyche, and easy listening με έντονο κινηματογραφικό χαρακτήρα. Είναι πραγματικά αξιομνημόνευτη η πληθωρική παραγωγή του σπουδαίου αυτού συνθέτη, ο οποίος δουλεύει ακατάπαυστα έως σήμερα αντλώντας στοιχεία από τόσες διαφορετικές μουσικές πηγές.
Μέλος του ελληνικού τρίο Les Doussis
Σπούδασε πιάνο, όμποε και κρουστά ως παιδί και δημιούργησε το δικό του ροκ εν ρολ συγκρότημα στα τέλη της δεκαετίας του 1950. Ωστόσο η μετακόμισή του στο Παρίσι τον έφερε ως πιανίστα σε νυχτερινά κέντρα και λίγο αργότερα να γίνεται μέλος ενός τρίο Ελλήνων μουσικών με το όνομα Les Doussis παίζοντας κυρίως κοντραμπάσο αλλά και κιθάρα και πλήκτρα και τραγουδώντας.
Τα άλλα δυο μέλη του τρίο ήταν οι Stelilos Doussis (τραγούδι) και Andreas Doussis που έπαιζαν μπουζούκι και κιθάρα αντίστοιχα. Το ψευδώνυμο του Janko Nilovic στο συγκρότημα ήταν Jako Doussis.To τρίο ηχογραφούσε τότε για την Barclay Records. Το 1961 και το 1962 το βρίσκουμε να ηχογραφεί στην Bel Air αντίστοιχα τα 45άρια επτάιντσα EP «Yassu» και «Escale Aux Iles Grecques» στα οποία ακούγονται ελαφρές διασκευές του παραδοσιακού «Γερακίνα», του πασίγνωστου «Μαργαρίτα Μαργαρώ» του Μίκη Θεοδωράκη, του «Ιλισσός» του Μάνου Χατζιδάκι, συνθέσεις των Στέλιου Δούσση, D. Tiomkin, M. Naim, E. Barclay-G. Kelly-L. Missir.
Σιγά-σιγά ο Nilovic άρχιζε να βρίσκει δουλειά ως ενορχηστρωτής για σχήματα με ποπ μουσικούς και για τηλεοπτικές εκπομπές, ενώ συνέχισε να παίζει σε τζαζ κλαμπ. Το 1967, μαζί με τον Γάλλο τραγουδιστή Davy Jones ίδρυσε τη δισκογραφική εταιρεία Ju Ju Records, γράφοντας και δημιουργώντας μια σειρά από σινγκλ του τραγουδιστή. Αργότερα ο Νilovic δούλεψε ως παραγωγός για την Éditions Montparnasse 2000, στην οποία κυκλοφόρησε και σπουδαία προσωπικά του άλμπουμ. Η μουσική του για τη σειρά δίσκων του με γενικό τίτλο «Impressions» χρησιμοποιήθηκε ευρέως σε πολλά τηλεοπτικά ντοκιμαντέρ. Παράλληλα δούλεψε ως οργανίστας στην παραγωγή «Hair» στο Παρίσι, χρησιμοποιώντας μέλη του καστ σε ορισμένες από τις ηχογραφήσεις του. Αφού άφησε την Éditions Montparnasse 2000 στα τέλη της δεκαετίας του 1970, ο Nilović ίδρυσε μια εταιρεία έκδοσης μουσικής και επικεντρώθηκε στη σύνθεση μουσικής.

Η φήμη και η επιρροή του μεγάλωσαν, και η μουσική του άρχισε να επηρεάζει πολλούς μουσικούς κυρίως από τον χώρο της hip-hop. Το 2010 προτάθηκε για βραβείο Grammy για το ραπ τραγούδι «D.O.A.(Death of Auto-Tune)», μαζί με τους Shawn Carter, Ernest Wilson, Gary DeCarlo, Dale Frashuer, Paul Leka και Dave Sucky. Πολλοί djs επέλεξαν πλήθος κομματιών του Nilovic τα οποία μεταμόρφωσαν εντάσσοντάς τα σε άλλη σφαίρα δίνοντάς τους χορευτική διάσταση και αποδεικνύοντας πόσο σύγχρονος και φρέσκος μπορεί να είναι σήμερα ο ήχος του.
Mε πολλά ψευδώνυμα
Στην πλούσια μουσική του δραστηριότητα ο Janko Nilovic δεν υπέγραφε μόνο με το κανονικό του όνομα τα άλμπουμ του αλλά πολλές φορές χρησιμοποιούσε ψευδώνυμα πίσω από τα οποία κρυβόταν το συνθετικό ή εκτελεστικό ταλέντο του.
Έτσι τον βρίσκουμε ως Andy Loore σε μια σειρά δίσκων όπως το «Musique Pour Films Muets» το 1971, στο οποίο παίζει στο πιάνο τις δικές του συνθέσεις σε ύφος ragtime, ως Johnny Montevideo να κυκλοφορεί δυο άλμπουμ, το «Love Vacances» το 1975 στην Mondiophone, ένα άλμπουμ με το γκρουπ του που περιλαμβάνει γυναικεία φωνητικά, ηλεκτρική κιθάρα, ηλεκτρικό μπάσο, όργανο, Moog συνθεσάιζερ και ντραμς σε ύφος τζαζ, λάτιν, ποπ και με θέματα Bossa Nova, αλλά και το «Boris Katasstroff – Violin Cartoons» το 1976 σε ύφος που αντλεί από το τζαζ ροκ αλλά χαρακτηρίζεται από έντονο κωμικό χαρακτήρα με το βιολί, το πιάνο, το ηλεκτρικό πιάνο, το χάμοντ, τα vibes, το ξυλόφωνο, την ηλεκτρική κιθάρα, τα κρουστά και διάφορα περίεργα όργανα να διαμορφώνουν την περίεργη ακουστική εμπειρία, ως Tonton Roland Et Ses Pianos À Moustaches να υπογράφει το 1970 συνθέσεις σε στυλ ragtime με παιχνιδιάρικη διάσταση και περίεργους ήχους στο άλμπουμ του «Musique En Noir Et Blanc», αλλά και ως Alan Blackwell, Emiliano Orti και με ένα σωρό ακόμα ψευδώνυμα.
Το δισκογραφικό του ντεμπούτο ως συνθέτης
Η παρθενική του δισκογραφική εμφάνιση ως συνθέτης καταγράφεται το 1968 με τον επτάιντσο δίσκο 45 στροφών της τραγουδίστριας Maya Casabianca «La Chanson Des Vagues» (Disques Festival 66) σε ύφος ποπ και σανσόν. Το ομώνυμο τραγούδι της πρώτης πλευράς είναι σύνθεση του Nilovic ο οποίος διευθύνει και το οργανικό συγκρότημα στον δίσκο, ενώ η Maya Casabianca ερμηνεύει τους στίχους του Ed. Saint-Jevin. Στη δεύτερη πλευρά η Maya Casabianca ερμηνεύει το «Mona-Lina» σε στίχους δικούς της και μουσική A. Huruguen.
Η Maya Casabianca (ψευδώνυμο της Ισραηλινογαλλίδας τραγουδίστριας, γεννημένης το 1941 στην Καζαμπλάνκα του Μαρόκου με πραγματικό όνομα Margalit Azran), σε ηλικία 11 ετών (1956) μετακόμισε στο Παρίσι και μέσω της ανακάλυψης του ταλέντου της από ένα γείτονά της που εργαζόταν στη δισκογραφική εταιρεία Phillips έγινε ιδιαίτερα γνωστή κάνοντας αίσθηση τους παριζιάνικους κύκλους του τραγουδιού. Οι δίσκοι της σημείωσαν τεράστια επιτυχία κάνοντας απίστευτες πωλήσεις φτάνοντας το ρεκόρ των 38 εκατομμυρίων. Τραγουδούσε στα γαλλικά και στα ισπανικά όπως συνηθιζόταν για τις μεγάλες σταρ του γαλλικού τραγουδιού. Η αισθαντική και εκφραστική φωνή της εντυπωσιακής σε ομορφιά και εξαιρετικής αυτής μεσογειακής τραγουδίστριας άφησε έντονο ίχνος εκείνη την εποχή, ωστόσο σήμερα παραμένει στη λήθη. Το 1968 που κυκλοφόρησε το 45άρι της με τον Janko Nilovic που βρισκόταν ήδη 8 χρόνια στο Παρίσι, ήταν και οι δυο τους 27 ετών.
To 1968 o Nilovic υπογράφει τις ενορχηστρώσεις και διευθύνει το σχήμα στον δίσκο «Hommage a Monsieur Charlie Chaplin» που κυκλοφορεί από την Trema, περιλαμβάνει συνθέσεις του Billy Nencioli με αφηγητή τον σπουδαίο Γάλλο ηθοποιό François Périer που είχε αξιοσημείωτη παρουσία στη γαλλική πρωτοπορία και αποτελεί φόρο τιμής στον κορυφαίο ηθοποιό του βωβού κινηματογράφου. Την ίδια χρονιά που αποδείχτηκε ιδιαίτερα παραγωγική για τον Janko Nilovic, υπογράφει δυο ακόμα άλμπουμ με τον τραγουδιστή, μουσικό και συνθέτη Herve Roy (στο δεύτερο προστίθεται και ο φλαουτίστας και συνθέτης Raymond Guiot) στη δισκογραφική εταιρεία Telemusic.

Από εκεί και πέρα ξεδιπλώνεται η πλούσια και πολυποίκιλη δισκογραφική του σοδειά που κατέταξε το όνομα του Janko Nilovic στην αφρόκρεμα των συνθετών της Ευρώπης που είχαν έδρα και ορμητήριο το Παρίσι. Με μια πολύ αυστηρά επιλεκτική ματιά στη δισκογραφία του θα ξεχωρίζαμε:
Janko Nilovic «Psyc Impressions» (Editions Montparnasse, 1969)
Μια εμπορικά επιτυχημένη συνεργασία με τον Dave Sucky (πραγματικό όνομα Louis Delacour), που υπογράφει τις συνθέσεις, ενώ ο Nilovic διευθύνει αλλά και υπογράφει συνθέσεις. Ένα εκπληκτικό μείγμα τζαζ, σουίνγκ, ροκ, φανκ, σόουλ, φολκ, ποπ, easy listening με έντονη ψυχεδελική χροιά που συνδυάζει υποδειγματικά και με εξαιρετική φαντασία τους θορυβώδεις ήχους fuzz κιθάρας με φάνκι τύμπανα και πολλά πνευστά μιας μεγάλης μπάντας. Ήταν το πρώτο άλμπουμ του Nilovic στην Editions Montparnasse και όπως λέει ο ίδιος στο πρώτο αυτό δείγμα ενός συμβολαίου 10 δίσκων αρχικά που θα ανανεωνόταν με άλλους 10 αργότερα, επέλεξε το στυλ τζαζ ροκ. Από αυτόν τον δίσκο και έπειτα ο Nilovic σταμάτησε τις διασκευές γνωστών τραγουδιών και αφοσιώθηκε στην πρωτότυπη σύνθεση. Η μεγάλη επιτυχία αυτού του δίσκου και η αποδοχή από τους ραδιοφωνικούς σταθμούς και τον κόσμο, οδήγησε τον Nilovic σε αυτή την απόφαση.
Janko Nilovic & Dave Sucky «Vocal Impressions» (Editions Montparnasse, 1971)
Μια γοητευτική συνύπαρξη τζαζ με έμφαση στη smooth jazz, φανκ, σόουλ και ποπ μας επιφυλάσσει μια αξέχαστη εμπειρία με τις μελωδικές γραμμές να πλημμυρίζουν την ακρόαση. Όπως τα περισσότερα άλμπουμ του Nilovic έχει κάτι νέο να προσθέσει και έρχεται να διαφοροποιηθεί από τα υπόλοιπα της δισκογραφίας του. Η γυναικεία αισθαντική φωνή έχει πρωταγωνιστικό ρόλο όχι όμως αποδίδοντας στίχους σε τραγούδια αλλά με τον ρόλο των μελωδικών φωνητικών που εμπλέκονται με τις μελωδίες και με τους εξωστρεφείς και χαρούμενους ρυθμικούς ήχους προσφέροντας ένα ολοκληρωμένο και εύπεπτο αποτέλεσμα, το οποίο αποκτά επιπλέον δυναμική από την πειραματική προσέγγιση του Nilovic. Οι συνθέσεις των Nilovic και Sucky φλερτάρουν με τη γαλλική ατμόσφαιρα αποδεικνύοντας ότι γνωρίζουν πολύ καλά τα χαρακτηριστικά της γαλλικής μουσικής των δεκαετιών του ΄60 και του ΄70 αλλά και την ακαταμάχητη αίσθηση του ρυθμού.
Janko Nilovic «Pop’ Impressions» (Editions Montparnasse, 1972)
Ένα πραγματικό αριστούργημα πολύπλοκων ρυθμών και θαυμάσιας ενορχήστρωσης που τεκμηριώνει με το καλύτερο τρόπο το δαιμόνιο ταλέντο του Janko Nilovic όχι μόνο στον χώρο της έμπνευσης και των ιδεών αλλά και σε αυτόν των ευρωπαϊκών στούντιο και της δουλειάς που επιτελείται εκεί στο τεχνικό κομμάτι της παραγωγής κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ΄70. Υπέροχο μουσικό υλικό σε ένα σετ από τα καλύτερα του Nilovic με πολλούς διαφορετικούς και ασυνήθιστους ήχους από τύμπανα, όμποε, δωδεκάχορδη κιθάρα και άλλα όργανα που δεν παρατηρούνται συχνά μαζί. Ελευθερία, ρυθμός και ποικίλα ευρήματα σε έναν δίσκο που γέννησε πολλά κομμάτια τα οποία χρησιμοποιήθηκαν και αξιοποιήθηκαν στο έπακρο από πολλούς hip hoppers στο πέρασμα των χρόνων. Από τις πιο ξεχωριστές φανερώσεις ευφυϊας του σπουδαίου συνθέτη.
Janko Nilovic «Rythmes contemporains» (Editions Montparnasse, 1974)
Ο πιο τζαζ δίσκος του Janko Nilovic και μάλιστα για big band. Χωρίς να λείπουν οι αναφορές και τα δάνεια από τη φιούζιον, την τζαζ φανκ, την progressive, την ψυχεδελική ροκ, την επική κλασική αλά Βάγκνερ, τη bossa nova, η ενέργεια αυτού του αριστουργηματικού δίσκου και κατά τη γνώμη μου του πιο ώριμου της δισκογραφίας του, δείχνει τον αξεπέραστο τζαζ Janko Nilovic. Έχοντας στις αποσκευές του αριστοτεχνικές διασκευές, ο Nilovic επέλεξε τον απλησίαστο αριθμό των 45 ατόμων (ανάμεσά τους μερικοί από τους καλύτερους μουσικούς της Γαλλίας) για να υλοποιήσει το προωθημένο όραμά του. Μια από τις πιο σπουδαίες ηχογραφήσεις της δεκαετίας του ΄70 με τον Nilovic να μας σερβίρει μια συγκλονιστική, σχεδόν θεαματική μουσική με τεράστιο εύρος, μοναδική ορχηστρική, ινστρουμένταλ διάσταση, σουρεαλιστικές συχνά παρασπονδίες αλλά και με βαθιά συναισθηματική έκφραση που καθηλώνει τον ακροατή. «Xenos Cosmos», «The Savage Rose», «Giant Locomotion», «Black on White Ground», «Mouvements Aquatiles» είναι μερικά από τα διαμάντια αυτού του δίσκου, ο οποίος ακούγεται με αμείωτη απόλαυση και αστείρευτο ενδιαφέρον. Άλμπουμ απόλυτα ισορροπημένο χωρίς μεταπτώσεις που εντυπωσιάζει με την υψηλή ποιότητά του, την ισορροπία και τη συνοχή του σε όλη του τη διάρκεια. Όπως λέει ο ίδιος ο Nilovic ανάμεσα στους μουσικούς που τον πλαισίωσαν οι André Ceccarelli, Jean Shultheis, Tony Rubio, Michel Barrot, ενώ σχετικά με το στυλ έκανε την επιλογή να ξεχωρίσει από την παραδοσιακή Jazz Big Band συνθέτοντας σε ύφος Jazz-Rock.
Janko Nilovic «Soul Impressions» (Editions Montparnasse, 1975)
Εξαιρετικό άλμπουμ με πολύ έντονο το στοιχείο της έκπληξης αφού οι προβλέψεις για τον ήχο μένουν μετέωρες μπροστά στην διορατική ματιά του σπουδαίου συνθέτη. Δώδεκα πανέμορφα κομμάτια που ενσωματώνουν όλα τα είδη της μουσικής που ο Nilovic αγαπούσε και έπαιρνε αφορμές για τη δική του δημιουργία: ποπ με fuzz κιθαριστικές ακροβασίες, φανκ, ροκ, ψυχεδελική ατμόσφαιρα, μπαρόκ πληθωρισμός. Μια σειρά συγκοπτόμενων ρυθμών που αναπτύσσονται μέσω μιας κινηματογραφικής αισθητικής, συνδυάζονται με στοιχειωμένες αργές και υπόγειες λυρικές μελωδίες δημιουργώντας μοναδικές αντιθέσεις. «Drug Song» και «Soul Impressions» είναι δυο πολύ όμορφα κομμάτια, σίγουρα τα πιο προβεβλημένα και εμπορικά επιτυχημένα από αυτόν τον δίσκο που εμπλούτισαν και ενέπνευσαν πολλούς διάσημους djs οι οποίοι προχώρησαν σε χορευτικά samples. Ωστόσο όλος ο δίσκος είναι πλημμυρισμένος από θαυμάσια κομμάτια όπως το «Black Swan Lake» που αρχίζει με τις κατευθύνσεις της κιθάρας και του μπάσου, είναι ροκ παρότι φλερτάρει με τη φανκ, το χαλαρωτικό και χαρούμενο «Open Country» που συνθέτουν ένα ακόμα συναρπαστικό πορτρέτο του Nilovic στη δισκογραφία. Σημαντικός ο ρόλος του φλάουτου σε αυτόν τον δίσκο, προσδίδει μια αιθέρια αύρα που αξίζει την προσοχή μας.
Janko Nilovic «Balkans Impression» (Selection Records, 1979)
Το άλμπουμ αυτό που κυκλοφόρησε σε βελγική δισκογραφική εταιρεία, παρουσιάζει ξεχωριστό ενδιαφέρον αφού μας ταξιδεύει σε ηχοχρώματα που συνδέονται με την καταγωγή του Nilovic. Μπορεί ο συνθέτης να καταξιώθηκε ως ευρωπαίος συνθέτης και να έχει όλα τα χαρακτηριστικά ενός δημιουργικού καλλιτέχνη που αναπνέει γαλλικό αέρα, ωστόσο ως άτομο με τούρκικα, ελληνικά και γιουγκοσλαβικά στοιχεία στο dna του βεβαίως είχε έναν καταιγιστικό βαλκανικό εαυτό. Αυτόν τον εαυτό αφήνει διακριτικά να φανεί σε αυτό το άλμπουμ φιλτραρισμένο πάντα μέσω της παριζιάνικης φινέτσας του αλλά και ενός καθοριστικού ηλεκτρονικού πλαισίου. Έτσι ακούμε ένα πανέμορφο «Taxim», έναν απρόβλεπτο ρυθμικό τόνο στο «Karagoz» αλλά και άλλα κομμάτια με τίτλους ενδεικτικούς και αποκαλυπτικούς της βαλκανικής ταυτότητας: «Montenegro Star», «Oro Makedonia», «Tsiganski» και «Balkan». Για το τέλος του δίσκου βέβαια ακούμε «Partisan» με τον Nilovic να επανέρχεται στα κανονικά του λημέρια, την τζαζ να κυριαρχεί αναδυόμενη από τα πλήκτρα του ηλεκτρικού πιάνου και τα κρουστά του Nilovic, τα σύνθι του Philippe De Cock, το μπάσο του Evert Verhees και τα ντραμς του Jean-Pierre Onraedt. Απλό, ηχητικά πλούσιο και ποικιλόμορφο, με ανανεωτική φρεσκάδα και με την ανεξίτηλη ποιοτική σφραγίδα του Nilovic το άλμπουμ κατέχει περίοπτη θέση στην προσωπική του δισκογραφία.
Janko Nilovic & The Soul Surfers «Maze of sounds» (Broc, 2020)
Έχοντας δίπλα του ένα εκπληκτικό συγκρότημα, τους Soul Surfers, ο Nilovic δημιουργεί έναν απόλυτα σύγχρονο δίσκο που θα μπορούσε να ηχεί σαν σάουντρακ των ημερών μας, δοσμένο με μια μοναδική διαύγεια. Tζαζ, ποπ, φανκ, σόουλ, «κινηματογραφικοί» ήχοι αναμειγνύονται σε ένα νεωτερικό αριστούργημα library music που ξεχειλίζει από μελωδίες και ρυθμούς. Ένα ευρύτατο φάσμα αναφορών από τη μουσική της Δύσης και της Ανατολής συγχωνεύονται στο υβριδικό φίλτρο του Nilovic που δημιουργεί τη μουσική του «εκ νέου» και μας μεταδίδει την εξωστρέφεια των πλήκτρων του σε ένα κρεσέντο ομορφιάς, γιορτής, χορευτικής διάθεσης και μοναδικής ατμόσφαιρας. Είναι πραγματικά άξιον απορίας πως στη φλέβα του 80χρονου τότε Nilovic έρρεε μια τέτοια αίσθηση του ρυθμού, αρχιτεκτονικά δομημένη από ένα στυλ και μια αισθητική που πολλοί νεότεροί του θα ζήλευαν. Οκτώ μοναδικές συνθέσεις (6 που υπογράφει ο Nilovic με τους G. Molleton και Igor Zhukovsky και 2 του Igor Zhukovsky), η μία καλύτερη από την άλλη, είναι το υλικό του σπουδαίου αυτού δίσκου που αξίζει να ανακαλύψετε. Αν το κάνετε, πιστέψτε με δύσκολα θα τον αποχωριστείτε. Mουσική που βουτάς και δύσκολα βγαίνεις. Eγγύηση για το κέφι σας και την ευφορία σας, χωρίς την παραμικρή ποιοτική έκπτωση από τον Janko Nilovic και τους υπέροχους Ρώσους συνοδοιπόρους του. Τσεκάρετε το υπέροχο αυτό άλμπουμ με το εκτυφλωτικά έγχρωμο εξώφυλλο. Χρώματα και χροιές που μας αξίζουν.
Janko Nilovic, JJ Whitefield, Igor Zhukovsky «Cosmos Giants» (Broc, 2024)
Πριν από έναν ακριβώς χρόνο κυκλοφόρησε ένα ακόμα εκλεκτό δισκογραφικό δείγμα του Janko Nilovic (εδώ παίζει keyboards και σύνθι) αποδεικνύοντας πόσο τεράστιος καλλιτέχνης είναι αλλά κυρίως ότι παραμένει απόλυτα ενεργός και ιδιοφυής, νικητής του χρόνου. Η συνεργασία που άρχισε στο προηγούμενο άλμπουμ με τον συνθέτη, ντράμερ και κρουστό των Soul Surfers, Igor Zhukovsky συνεχίζεται εδώ και διευρύνεται με τον κιθαρίστα, μπασίστα και κρουστό των Poets of Rhythm, JJ Whitefield. Δεκατρείς σχετικά σύντομες ηχητικές περιπέτειες συνθέτουν το ηχητικό σύμπαν του σπουδαίου σύγχρονου αυτού οδοιπορικού που χαρακτηρίζεται για την έντονα μεταμορφωτική του δύναμη. Κατά βάση η φανκ και η σόουλ συναντούν την τζαζ σε γενικές γραμμές, ωστόσο στο ώριμο αυτό έργο του τρίο οι όποιες κατηγοριοποιήσεις και σαφείς στιλιστικές αποτιμήσεις είναι παρακινδυνευμένες. Από τις υπνωτικές ατμόσφαιρες και τους ήπιους, χαλαρούς ρυθμούς των vibes του «Inner Space» και το «φονικό» μπάσο του Whitefield που οδηγεί τις ηλεκτρονικές πλημμυρίδες του Nilovic στο «Through The Fingers» μέχρι τις υπερβατικές, αιθέριες και πνευματικές μελωδίες του «(Wind From) Mount Everest» οι εναλλαγές διαρκείς, οι συγκινήσεις δυνατές, οι εμπειρίες πολλαπλές αλλά η αισθητική πάντα στο απόγειο. Μαγευτικός δίσκος που παρά τη συχνά επική διάθεσή του μαγνητίζει με τη φορτισμένη συγκινησιακή του έλξη και τη σαγηνευτική, εθιστική, ψυχεδελική του δύναμη.