Αποστολέας (εκ Βίρτσμπουργκ) : Αναστασία Γκίτση (*)
Παραλήπτης: Βαγγέλης Ευαγγελίου και λοιποί φίλοι και φίλες.
{… το ταχυδρομικό δελτίο είναι οι σκέψεις που τυλίγονται προσεκτικά σε λέξεις και στέλνονται -ως επί το πλείστον- συστημένα σε φυσικά ή και μεταφυσικά πρόσωπα, με εγγύηση ασταθούς ποσού αποζημίωσης έναντι κινδύνου απώλειας, κλοπής ή ζημιάς του ταχυδρομικού αντικειμένου (ή μήπως υποκειμένου;)…}
Ξεκινώ με μία βεβαιότητα που θα την βρείτε -αν πάρετε τη συλλογή- στη σελίδα 131. Διαβάζω τη βεβαιότητα: «Και το πρόβλημα δεν είναι / ο κόσμος εκεί έξω. / Το πρόβλημα είναι ότι / ο κόσμος είναι μέσα μας.» [ τα σκυλιά γαβγίζουν συλλαβιστά. σελ. 131 ] και συνεχίζω να διαβάζω ένα μικρό -τόσο δα μικροσκοπικό- «αμήν» μπλεγμένο στο μηνιαίο κατεβατό των σκέψεων και των εξομολογητικών λέξεων, μαζεμένων και δοσμένων σαν μπουκέτο λουλουδιών από την εξοχή του ποιητή που στέκεται -εννοώ κάθεται στην καρέκλα- απέναντι σας. Ο Βαγγέλης Ευαγγελίου μας συστήνεται με βεβαιότητες ποιητικές -άρα μη βεβαιότητες-, δηλαδή πιθανότητες. Λέει στο αγριο λόγιο, και συγκεκριμένα τον μήνα Αύγουστο, αφού έχουν προηγηθεί οι μήνες Μάρτιος με την αρχή του ταξιδιού, Απρίλιος, Μάιος, Ιούνιος και Ιούλιος: «Ήρθε η ανάγκη να διεκδικήσω / ξανά την επιμέλεια του εαυτού μου. Να επι- / στρέψω σε αυτόν.»
Το ταξίδι διαρκεί 25 εβδομάδες, τις αναφέρει κι αλλιώς ως 175 ημέρες, όπου θέτει τον εαυτό του στο κέντρο της αφήγησης, λειτουργώντας ταυτόχρονα ως παρατηρητής και παρατηρούμενος. Γράφει ο ίδιος: «Στον Ψυχιατρικό Ξενώνα της Χίου, έμαθα ότι η / «τρέλα» δεν είναι παρά ένας διαφορετικός τρόπος / αντίληψης της πραγματικότητας. Οι Ένοικοι που / γνώρισα δεν ζούσαν αποκλειστικά σε έναν φα- / νταστικό κόσμο» [ σελ. 147 ]. Δεν γνωρίζω ποιοι από εμάς θα θέλαμε να εισέλθουμε στον φανταστικό κόσμο των άλλων. Ίσως κάποιοι να καίγονται να εξέλθουν από τον δικό τους και να εισέλθουν σ’ έναν άλλον κόσμο, ΔΗΛΑΔΗ στον κόσμο των άλλων, αυτό ίσως να είναι μεγάλη παρηγοριά. Άλλοι πάλι να το θεωρήσουν πολύ κουραστικό… Πού να κουβαλάνε τώρα και τον φανταστικό κόσμο των άλλων στους ώμους τους! Φτάνει και περισσεύει που έχουν τον δικό τους. Άσε που αν υπήρχε και κανένας τολμηρός ποιητής να τους απαλλάξει, θα του τον έδιναν κατευθείαν. Α νάτος πάλι ο Βαγγέλης Ευαγγελίου… περνάει από έξω με το σκυλί του και τη γάτα του και μαζεύει στα κίτρινα σταράκια του τα βήματα των άλλων… και εγείρει εύλογα στη σκέψη όλων η ερώτηση, μα καλά δεν κουράζεται αυτός ο άνθρωπος; Να… να… να… όμως που ακούω ήδη τη φωνή του να μας λέει «Ίσως για- / τί, μαζί σου, δεν ήμουν άνθρωπος, ήμουν μια ακο- / λουθία χρωμάτων». [ σελ. 84 ]. Αγαπητοί κι αγαπητές μη σας ξεγελά το γκρίζο των μαλλιών του, αγριόχορτα είναι! το λέει εξάλλου κι ο ίδιος «Τα μαλλιά μου είναι πρόσφυγες. / Μικρά γκρίζα σώματα που δραπετεύουν.» [ σελ. 50 ].
Ο Βαγγέλης Ευαγγελίου χρησιμοποιεί τις λέξεις ως εικόνες, τις εικόνες τις τεμαχίζει σε συλλαβές και του αρέσει πολύ να παρατηρεί αλλά και να καταγράφει τη διαδικασία αυτής της παρατήρησης. Γράφει: «Παρατηρώ τον κόσμο / όχι ως θύμα / αλλά ως δημιουργός / και δεν είμαι κάτι περισσότερο / από ένας θεατής της ζωής μου… Η παρατήρηση / είναι η μόνη μου / πράξη, / η μόνη μου / κληρονομιά, / ο μόνος εν ζωή / συγγενής μου.» [ σελ. 19 ]. Εδώ θα μείνω για λίγο στη λέξη συγγενής προκειμένου να εισάγω στη συζήτηση την πνευματική συγγένεια του ποιητή μας με τον άλλον πολύ αγαπημένο εικονοπλάστη ποιητή Τάσο Λειβαδίτη, ο οποίος και φιλοξενείται αυτούσιος στις πρώτες σελίδες της ποιητικής συλλογής.
Διαβάζω το ποίημα του Τάσου Λειβαδίτη: «κι αν κάποτε / μ’ άκουσαν να γαβγίζω / ήταν για να δώσω / έναν αέρα εξοχής / στο δωμάτιο.». Έχω την εντύπωση κι ας με διορθώσει ο ποιητής που είναι τώρα εδώ παρών, πως οι ταπεινοί και καταφρονημένοι του Λειβαδίτη συναναστρέφονται τους δικούς του Ένοικους του Ξενώνα και πως τα βράδια που και οι δυο ποιητές (ας πω καλύτερα τρεις συμπεριλαμβανομένου και τον Βιζυηνό) κοιμούνται τον ύπνο του δικαίου, οι τρελοί τους υπερβαίνουν κάθε χωροχρονικό περιορισμό και γαβγίζουν συλλαβιστά δείχνοντας με την ουρά τους κατά τον παράδεισο. « κι οι τρελοί {έχουν} εισιτήριο για όλο / το ταξίδι ή άνοιγε ένας παράδεισος / για τα λόγια τα πιο φτωχά, ακουσμένα μόλις / σ’ ένα διάδρομο ή στα υπαίθρια πανηγύρια» [ Τ. Λειβαδίτης, Μικρή Ραψωδία ].
Ολοκληρώνοντας το ταχυδρομικό αυτό δελτίο δεν μπορώ να παραλείψω την ιδιότυπη επαφή μου με τον ποιητή -αν και λόγω χρόνου έχουν παραλειφθεί πολλά- επιμελώς ωστόσο για να τα ψάξετε και να τα βρείτε μόνοι σας. Μην απορείτε! Ακολουθώ τις οδηγίες του ποιητή κατά το δικό του «Ενδέχεται να χαθείτε». / «Δεν είναι ό,τι χειρότερο». Με τον Βαγγέλη μας συνδέουν μια συνάντηση στην Διεθνή Έκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης πριν δυο χρόνια, δύο ταχυδρομικά δελτία χωρίς φυσική παρουσία, μια φωνή που ηχογραφείται σε βαυαρική πανεπιστημιούπολη κι ακούγεται στο ηλιόλουστο νησί της Χίου κι επειδή η χιλιομετρική απόσταση δεν υφίσταται ανάμεσα σε λέξεις, και τα σύμφωνα και τα φωνήεντα αλλάζουν θέσεις καταπώς αλλάζει η ζωή ανθρώπων ανέφελων αλλά καθόλου ανώφελων θα πω το εξής και θα κλείσω: λέξεις, εικόνες, ήχοι και κυρίως άνθρωποι -εξού και ποιητική αυτό-εθνογραφία_ αναβλύζουν από τις σελίδες της συλλογής. Από όλα όμως τα ποιήματά του το ποίημα με τίτλο «Η ανέφελη» συμπεριλήφθηκε με την μορφή videopoem στη δράση: Video Poetry Wave που έλαβε χώρα στην 21η Διεθνή Έκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης και είχα την χαρά να επιμεληθώ και να συντονίσω. Σας αποχαιρετώ λοιπόν με την ποιητική βεβαιότητα πως όσο και να προσπαθήσουμε να ξεχάσουμε στίχους από τα σκυλιά που γαβγίζουν του Βαγγέλη Ευαγγελίου είναι ανέφελο!
(*) : Το κείμενο εκφωνήθηκε κατά την παρουσίαση της ποιητικής συλλογής στην Θεσσαλονίκη στην 21η Διεθνή Έκθεση Βιβλίου 2025, ως εκ τούτου διατήρησε την προφορικότητά του κατά την δημοσίευση.
Βαγγέλης Ευαγγελίου, Τα σκυλιά γαβγίζουν συλλαβιστά, Κάπα εκδοτική



























