H xρονιά του γαϊδάρου της Athena Farrokhzad (γράφει η Βαρβάρα Ρούσσου)

0
47

γράφει η Βαρβάρα Ρούσσου

Όπως στο Λευκόσελευκό (2013 και αντίποδες 2016) έτσι και στη Χρονιά του γαϊδάρου (2022), συλλογές μεταφρασμένες από τον Αντώνη Μπογαδάκη, αναγνωρίζονται τα στοιχεία που λειτουργούν συνδυαστικά με τη δράση της και τον δημόσιο λόγο της και που απέδωσαν στην Farrokhzad  ιδιαίτερη θέση  όχι μόνο στη Σουηδία αλλά και στις χώρες όπου μεταφράστηκε.

Στο Λευκόσελευκό η έντονη θεατρικότητα προήλθε από την απόδοση του λόγου στις διαφορετικές φωνές των μελών μιας οικογένειας μεταναστών. Το λευκό σκηνικό, ως χώρος του κενού/άγραφου (χαρτί, νέα «πατρίδα»), με ανοιχτές δυνατότητες γραφής του βιώματος από τα ομιλούντα πρόσωπα της οικογένειας, και συνεπώς εγγραφής τους σε αυτό το λευκό πεδίο, ήρθε σε αντίθεση με το περιοριστικό, πιεστικό, μαύρο πλαίσιο των λευκών γραμμάτων που μετέθετε το βάρος στους λόγους και μόνο των προσώπων. Μεταφέροντας μια ασφυκτική ατμόσφαιρα αναδείχτηκε η ένταση του τραυματικού μεταναστευτικού/προσφυγικού βιώματος εγείροντας πλήθος ζητημάτων που απασχολούν τις σύγχρονες κοινωνίες. Η εμβύθιση της/του αναγνώστριας/στη στο βιβλίο εξασφαλιζόταν από το γραφιστικό αυτό πλαίσιο όσο και από το σφυροκόπημα της ανταλλαγής λόγων μεταξύ της οικογένειας όπου κάθε μέλος επιχειρεί να γράψει/καταθέσει/δηλώσει την οπτική του. Η κόρη είναι εδώ μια κάμερα-μικρόφωνο, υποδοχέας στην οποία εγγράφονται όλα όσα διαμείβονται τα οποία φαίνεται να αναπαράγει.

Η οικογένεια στο Λευκό δεν μένει αρραγής προστατευτικός τόπος ως «πατρίδα» έναντι της νέας, ξένης χώρας. Ο λόγος ορισμένων προσώπων «μολύνεται» από την ξενότητα του μετανάστη αλλά κυρίως την αγωνία αποτίναξής της και ενσωμάτωσης και από το δίλημμα: γλώσσα και  μνήμη ζωντανές  ή σιωπηλές και εσωτερικευμένες.

Η σύγκρουση ανάμεσα στην πατρίδα ως εσωτερικό τόπο της μνήμης/ταυτότητας και στο εξωτερικό περιβάλλον, οι πολιτιστικές και γλωσσικές εντάσεις του Λευκού λειαίνονται αισθητά αλλά είναι διακριτές στη Χρονιά όπου ο οικογενειακός κύκλος συνεχίζει να αποτελεί βασικό άξονα.

Στη Χρονιά του γαϊδάρου η θεατρικότητα διαφοροποιείται με την ενσωμάτωση πλέον αφηγημένων διαλόγων και τον άλλοτε εξομολογητικό άλλοτε αφηγηματικό λόγο σε πρώτο πρόσωπο. Η αφήγηση/αφηγηματικότητα εδώ είναι άμεσα αισθητή με την ύφανση σκηνών και περιστατικών στο πλαίσιο μιας άλλης οικογένειας όπου η ποιητική φωνή έχει τη θέση πλέον της μητέρας και συζύγου όχι της κόρης και όπου οι αντιθέσεις μεταξύ προσώπων είναι ηπιότερες ενώ, καθώς το άλλο πρόσωπο των διαλόγων είναι συχνά η μικρή κόρη, ή ο αγαπημένος αβίαστα έρχεται στην επιφάνεια η τρυφερότητα: «Οι τουλίπες μεγαλώνουν, αναφωνεί η κόρη μου/για τους βολβούς που φύτεψε με τη θεία της/όταν περιμέναμε να γεννηθεί η αδερφούλα της/Τι όμορφα, αγάπη μου, ψελλίζω». Μια άλλη μητρότητα αντικαθιστά εκείνην του Λευκόσελευκό.

Η πολυφωνικότητα, την οποία η ίδια η ποιήτρια επισημαίνει ως γνώρισμα και ζητούμενο του έργου της στην επιδίωξή της να αναδεικνύει φωνές που τους στερήθηκε ο δημόσιος χώρος, παίρνει εδώ μια άλλη τροπή χωρίς να υπολείπεται η νοηματική διαύγεια που κάνει κατανοητή κι έτσι περισσότερο δραστική την ποίησή της.

Το βιωματικό υπόβαθρο ως υλικό εμπλουτίστηκε στη δεκαετία που πέρασε από το πρώτο βιβλίο (ενδιάμεσα εξέδωσε άλλα δυο αμετάφραστα στα ελληνικά) και ο τρόπος με τον οποίο στη Χρονιά το συνθέτει σε μια αμφίδρομη άμεση συσχέτιση προσωπικού συλλογικού όπου το προσωπικό  αποτελεί ήδη μορφή δημόσιου, άρα πολιτική πράξη, δείχνει την ποιητική ωρίμανση της Farrokhzad. Αυτό είναι, νομίζω, φανερό, ακόμη και στον χειρισμό των τρυφερών οικογενειακών στιγμών που επαναφέρουν το σπίτι/οικογένεια ως καταφύγιο αλλά όχι χωρίς ρηγματώσεις του παρελθόντος και παρόντος: το παρελθόν των συγγενών, οι απώλειες, η αίσθηση μιας μακρινής πατρίδας και μιας άλλης γλώσσας αφήνουν τα ίχνη ενός τραύματος που επαναδραστηριοποιείται καθημερινά, ενός ομολογημένου ρητά πένθους για όσους και ό,τι χάθηκε για πάντα.

Στα παραπάνω συντείνει το ιδιαίτερο εύρημα της συλλογής, ο γάϊδαρος, όπως φαίνεται και στον τίτλο, που ανοίγει συσχετισμούς στο επίπεδο του συμβόλου και των μεταφορών αλλά και αλληγορικών αφηγήσεων. Εισάγεται από το πρώτο ποίημα με την αφήγηση ενός τυχαίου περιστατικού «στο παλιατζίδικο» όπου «κάτι τόσο επονείδιστο μπορεί να σκαλιστεί στην πορσελάνη» και «Παίρνω στο σπίτι το γαϊδούρι και το τοποθετώ πάνω στην ηλεκτρική κουζίνα».

Πολυχρησιμοποιημένο αυτό το μη ανθρώπινο ζώο από την αρχαιότητα τόσο στη λογοτεχνία όσο και στον καθημερινό λόγο ως ταυτόσημο της υπομονής, αδιαμαρτύρητης υποταγής και εργατικότητας αντικείμενο απόλυτης εκμετάλλευσης και κακοποίησης επανέρχεται πολλαπλά σχεδόν σε όλα τα ποιήματα της συλλογής πολιτικά φορτισμένο (στα καθ’ ημάς να ανακαλέσουμε την «Μπαλλάντα του κυρ Μέντιου του Βάρναλη μέρος της οποίας μελοποιημένο τραγουδήθηκε από τον Νίκο Ξυλούρη.).[1]

Παρότι στην προμετωπίδα από το μεσαιωνικό (12ος -13ος αι.) Conductus ad tabulam: Orientis Partibus ο γάιδαρος εμφανίζεται fortissimus (= πανίσχυρος)[2] στην πορεία αποκτά τα σταθερά οικεία γνωρίσματά του, διόλου τυχαία επαναλαμβανόμενα και στο παραπάνω ποίημα του Βάρναλη: ο απόλυτος προλετάριος που αρχίζοντας να σκέφτεται αφυπνίζεται συνειδητοποιώντας ότι τα πράγματα δεν ανατρέπονται τόσο εύκολα.

Έτσι σε μια ομάδα ποιημάτων ο γάιδαρος παίρνει φωνή και διηγείται τις δικές του ιστορίες εκμετάλλευσης: «Είμαι εγώ ο προλετάριος του ζωικού κόσμου, ακούστε τις κατηγόριες μου/Για αιώνες ήμουν το αντικείμενο της πλύσης εγκεφάλου που σας γινόταν/όμως τώρα το παραμύθι τελειώνει/» (σ. 29)[3] ή ανθρωποποιείται «Μια γαϊδάρα επισκέπτεται ξανά το γυναικολογικό τμήμα/Τη ρωτά η μαία, νιώθεις ότι η καθημερινότητά σου είναι γκρίζα,/» (σ. 33) ή γίνεται αποδέκτης της εξομολόγησης της της ποιητικής φωνής: «Έλα πουλαράκι μου, έλα να σου τραγουδήσω/για το πώς συννέφιασε ο ουρανός όταν τους έχασα/Ήταν μια φορά κι έναν καιρό δυο αδερφοί, όμως τώρα δεν υπάρχουν πια/». Κυρίως όμως η Farrokhzad συνθέτει αλληγορίες, μικρούς μύθους, στο πρότυπο των διδακτικών αισώπειων μύθων με κύριο πρόσωπο το γάϊδαρο προλετάριο-επαναστάτη:  «Στο ορυχείο μας ο Γκαρής όρθιος ξεσηκώνει τους εργάτες/Οι μέρες μας είναι μια ατελείωτη εξαθλίωση, χρεμέτισε/» (σ. 51). Μια ομάδα ποιημάτων άλλοτε ειρωνικά άλλοτε με την απόσταση που προσδίδει η σύνθεση ενός μύθου συγκροτεί αφηγήσεις των επαναστατικών αγώνων: ολομέλειες, διαφωνίες, διασπάσεις (ποιήματα σ. 44, 52, 53). Συγκροτείται ένα σώμα αφηγήσεων όπου αποφεύγεται ο άμεσος διδακτικός τόνος αλλά συντίθεται σταδιακά μια επαναστατική ηθική αντλημένη από την άμεση εμπειρία του γαϊδάρου.

Η αλληγορική και συμβολιστική λειτουργία αυτή δεν προκαλεί μετατοπίσεις από το έντονο πολιτικό στοιχείο, θέματα κοινωνικής και οικονομικής υποταγής, εκμετάλλευσης, ρατσισμού και μάλιστα σε σύνδεση με τη μετανάστευση. Αντίθετα, η συχνά απροσδόκητη εμφάνιση στο ποίημα ενός όντος τόσο κοινά γνωστού για τις ιδιότητές του,  παράγει άμεσα τις ανάλογες συνδέσεις. Ο γάϊδαρος εισβάλλει π.χ. σε μια συζήτηση των συζύγων δίνοντας την αίσθηση ότι το οικογενειακό καταφύγιο, το προσωπικό και ατομικό δεν μένουν αμόλυντα από ό,τι συμβαίνει έξω από το όριο του σπιτιού και ότι το μη ανθρώπινο ζώο αυτό (όπως και άλλα που αναφέρονται) βρίσκεται πολύ πιο κοντά στο ανθρώπινο ζώο που είμαστε, θέτοντας σε αμφισβήτηση την έννοια της κυριαρχίας και του ανθρωποκεντρισμού. Η αμφίδρομη αυτή κίνηση συμπυκνώνεται στον γάϊδαρο ενώ παράλληλα η πολιτικοκοινωνική συνθήκη στην οποία αναφέρεται και στην οποία εναντιώνεται η ποιητική φωνή συνυφαίνεται με το σύμβολο.

Οι κίνδυνοι του ανθρωπομορφισμού δεν είναι άγνωστοι σίγουρα στην ποιήτρια που γι αυτό διατηρεί την ισορροπία ανάμεσα στα ποιήματα όπου το μη ανθρώπινο ζώο παίρνει φωνή ανθρώπου ή η ανθρώπινη φωνή χρησιμοποιεί το σύμβολο «γάϊδαρος». Η απομάκρυνση από τον ανθρωποκεντρισμό με τις κυριολεκτικές εικόνες κακοποίησης που αφηγείται το γαϊδούρι και η ταύτιση ως προς την εκμετάλλευση ανθρώπινου-μη ανθρώπινου ζώου παρέχει αυτή την εξισορρόπηση καθώς το μη ανθρώπινο ζώο γίνεται φορέας της δικής του και συνάμα της ανθρώπινης ιστορίας. Θα έβλεπα μάλιστα εδώ το ζώο γίνεται συν-υποκείμενο και όχι από σχήμα λόγου: «Στους στάβλους της Κλεοπάτρας  συνωστίζονται τρακόσιες γαϊδάρες/μερικά από τα πιο καλά δείγματα της Αιγύπτου/Η ατμόσφαιρα είναι ανήσυχη, εύκολα διακρίνεται η δυσθυμία/Η Σεσχάτ, η ηγερία του στάβλου, λέει φωναχτά:/ Ως εδώ και μη παρέκει με αυτή την εξουσιομανή μπίίίμπο/Είναι φυσιολογικό να γυρνάμε πέρα δώθε/με τις θηλές μας πρησμένες και γεμάτες πληγές/μόνο και μόνο για να μπορεί αυτή η μουρλή/κάθε βράδυ να βυθίζεται στο γάλα των παιδιών μας/» (σ. 63).  Η Farrokhzad εξάλλου μελέτησε πολύ γύρω από τις συνήθειες, τη ζωή των γαϊδουριών και δεν τους απέδωσε μόνο τις ιδιότητες με τις οποίες φόρτωσε τα ζώα ο άνθρωπος (π.χ. σ. 38).

Η άλλη ομάδα ποιημάτων επικεντρώνεται στην απώλεια και το πένθος, την αποκοπή από τις ρίζες (αδέλφια, πατέρας και άλλα πρόσωπα) που η ποιητική φωνή βιώνει πλέον ως ενήλικη και ως μητέρα και που συνδέονται με την οικογενειακή ιστορία μετανάστευσης («Άχυρο, φανέρωσε/πού είναι το στάχυ που κάποτε ήταν ο αδερφό μου» σ. 20 και: «Η μάνα μου ισχυριζόταν πάντα ότι η νέα της πατρίδα/δεν πλήρωσε ούτε μια κορόνα από τη φοίτησή της στην Ιατρική/Ότι δεν ήταν καμιά πρόσφυγας, παρ’ όλο που ο πατέρας μου/πληρούσε όλα τα κριτήρια της προσφυγιάς/» σ. 55). Εδώ ο γάιδαρος είναι ελάχιστα παρών αφού η φωνή εκφέρει το λόγο απευθείας είναι όμως οιονεί παρών υπό την έννοια του βάρους που η εργασιακή εξουθένωση ή το πένθος απαιτούν από το ανθρώπινο ή μη ζώο να γίνεται αχθοφόρος: «Γιατί δεν μπορώ να φορώ το πένθος όπως το ρούχο μου/γιατί μοναχά να υπάρχουν η καταπίεση της δίψας για ζωή/και το θανατερό ένστικτο της επιστήμη/Στο βάζο μαραίνονται οι τουλίπες κι εγώ/στο πρόσωπο κάθε κακότυχου βλέπω τα πρόσωπα των αδερφών μου/Η θύμηση και μόνο μιας απώλειας με συντρίβει» (σ. 86). «Θέλω να επισκεφθώ ξανά τον τόπο που γεννήθηκα/όσο ακόμα είναι εν ζωή αυτοί που ήταν παρόντες εκείνη τη μέρα/ μόνο όταν εκείνοι γίνουν ένα με το χώμα/ο τόπος αυτός δεν θα είναι πια δικός μου/για να τον επισκεφθώ ξανά» (σ. 91). Η επικοινωνία με τους συγγενείς επιτείνει το πένθος (σ. 16), επιστροφή στην μακρινή πατρίδα γίνεται φανταστική αφήγηση σε ποιήματα που προτείνοντας ανταλλάγματα προβάλλουν την ένταση της επιθυμίας: «Θα έδινα όλες τις νύχτες που μου απομένουν/για να τηλεφωνούσα στους αδερφούς μου» (σ. 100), «Θα έδινα όλα τ’ αντικαθρεφτίσματα του προσώπου μου που μου απομένουν/για να μπορούσα να ξαπλώσω ανάσκελα δίπλα στους αδερφούς μου/[…]

Το πένθος προέρχεται από το τραύμα της απόσπασης από την πατρίδα ταυτισμένη με τους οικείους ανθρώπους της και την απώλειά τους ακόμη και όσο είναι αυτοί εν ζωή.  Το πένθος δεν αποτελεί στάδιο προς την κάθαρση ή και τη λήθη αλλά μορφή επιβίωσης που συνεχίζεται: «Γέννησα τις κόρες μου δίπλα στο πένθος μου[…] Βάσανο θανάτου ενάντια στις ωδίνες, ζωή για τη ζωή» (σ. 82). Στη Farrokhzad, η θλίψη δεν καθαίρεται· μεταφέρεται, στάση που συνομιλεί με την αντίληψη για το πένθος ως επιτελεστική παραμονή του άλλου εντός μας. Ο γάιδαρος, εξάλλου, γίνεται το υποκείμενο που κουβαλά: τη μνήμη των νεκρών, το βάρος της μητρότητας, το φορτίο της διασποράς.

Οι δύο όχι αυστηρά διακριτές ομάδες ποιημάτων, όπως συνοπτικά ανέφερα, μαζί με άλλα συναφή θεματικά ποιήματα, συλλειτουργούν, παράγοντας εντέλει μια σύνθεση και ταυτόχρονα ένα πολυστρωματικό συν-αίσθημα, μια συν-κίνηση που ενεργοποιεί τη σωματική και κινητική ανταπόκριση. Η ποίηση έτσι έχει στόχο: γίνεται ένα πεδίο affective συντονισμού, όπως θα το ονόμαζε ο Massumi, και η ανάγνωση γίνεται κίνηση και συγκίνηση ταυτόχρονα: «Όταν θα έχουν κουρδιστεί οι χορδές τότε θα ‘ρθω κι εγώ».

[1]Για την πλήρη μορφή του και τα άλλα ποιήματα της συλλογής Ποιητικά (1956) βλ. : https://www.greek-language.gr/digitalResources/literature/tools/concordance/browse.html?cnd_id=8&text_id=509

[2] Υπενθυμίζω το σατιρικό-διδακτικό Συναξάριον του τιμημένου γαδάρου  14ος-15ος αι., αγαπητό λαϊκό ανάγνωσμα που ξεκινά στερεοτυπικά: Ὁ γάδαρος ὁ ταπεινὸς καὶ περιφρονημένος/καὶ πάντα κακορίζικος ἔτυχεν εἰς αὐθέντη/πτωχὸν καὶ κακομάζαλον, κακὰ δυστυχισμένον·ποτέ του ’δὲν ἐχόρτασεν, ποτέ του οὐκ ἀναπαύτη.», ιδιότητες πασίγνωστες και επαναλαμβανόμενες μεταφορικά στη συλλογή της Farrokhzad

[3] Η «Μπαλλάντα του κυρ-Μέντιου»: Χάιντε Σύμβολον αιώνιο!/Αν ξυπνήσεις, μονομιάς/θά ’ρτει ανάποδα ο ντουνιάς.//Κοίτα! Οι άλλοι έχουν κινήσει/κι έχ’ η πλάση κοκκινίσει

 

Athena Farrokhzad, Η χρονιά του γαϊδάρου, μετάφραση: Αντώνης Μπογαδάκης, θράκα, 2025

Προηγούμενο άρθροΑλέκα Πλακονούρη, Τρύπα στο ταβάνι: Οι συμπληγάδες και μια ανατροπή (του Δημοσθένη Κερασίδη)
Επόμενο άρθροΗ γενναιόδωρη άγνοια (του Μανώλη Γαλιάτσου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ