Ένας πολεμικός ανταποκριτής από το Μανχάταν  (γράφει ο Βασίλης Λαδάς)

0
153
Άδειοι οι δρόμοι του Μανχάταν επί εποχής govid 19.

 

γράφει ο Βασίλης Λαδάς (*)

 

Ο κορωνοϊός εισέβαλε επί γης πέντε χρόνια και κάτι μήνες από σήμερα (Μάρτιος 2025), στην Κίνα. Από εκεί παίρνοντας ανάποδα το δρόμο του μεταξιού ταχύτατα έφτασε στην Ευρώπη και στην Ελλάδα ενώ στην Αμερική πήγε μέσω Ειρηνικού ωκεανού.  Πανδημία Κορωνοϊού λοιπόν το 2020. Μια λάιτ πανδημία, εν σχέσει με τις μεγάλες πανδημίες χολέρας, πανούκλας, γρίπης που θέρισαν παρελθόντες αιώνες εκατομμύρια, ιδίως στις φτωχογειτονιές, στους στοιβαγμένους σε χαμοκέλες. Ο κορωνοιός είχε την ατυχία να αντιμετωπίσει την επιστήμη του εικοστού πρώτου αιώνα και  οργανωμένα κράτη και συνεπώς να έχει, παρά την μεγάλη δύναμή του λιγότερες επιτυχίες από τους ιούς της πανούκλας κλπ. Στην Ελλάδα, όπως αναφέρεται στο βιβλίο του ΧρήστουΤσιάμη   “Τραγικό Μανχάταν” ήρθε από εκεί που έρχεται το Άγιο Φως. Από τα Ιεροσόλυμα. Μία προσκυνήτρια τον έφερε μαζί με τα σταυρουδάκια που αγόρασε στους Άγιους Τόπους. Λίγο πολύ έχουμε ξεχάσει τους περιορισμούς που επιβλήθηκαν στους πολίτες  παγκοσμίως, από τα κράτη, καίτοι ο Τραμπ είχε αρχικώς διαφορετική άποψη, όπως και ο Μπολσονάρο της Βραζιλίας που τώρα φιλοξενείται στην Αμερική του Τραμπ. Ωστόσο ήταν πανδημία, ήταν θανατηφόρα και ναι, θα έπρεπε να επιβληθούν τα μέτρα, όχι για  την προστασία της Οικονομίας αλλά για τον σεβασμό της ανθρώπινης ζωής. Το θέμα  όμως της πανδημίας, ως μιας φύσης εχθρικής προς την αυτιστική ανθρώπινη φύση και της αναστάτωσης που έφερε στις κοινωνίες των ανθρώπων δεν θα  μπορούσε να αφήσει αδιάφορη την Λογοτεχνία. Οι εγκλεισμοί, οι περιορισμοί, θύμισαν ανάλογους ιστορικούς εγκλεισμούς σε πολιορκημένες πόλεις, σε στρατόπεδα θανάτου, σε σπίτια. Για όλους αυτούς τους εγκλεισμούς έχει γραφτεί σπουδαία Λογοτεχνία Είναι ανίερο να τους θυμίσω  συγκρίνοντάς τους με τους εγκλεισμούς του Κορωνοιού  αλλά το “ Αν αυτός είναι άνθρωπος’’ του Πρίμο Λέβι είναι ένα σπουδαίο βιβλίο για εγκλεισμό σε στρατόπεδο θανάτου. Αλλά  και το “ Ημερολόγιο της Άννα Φρανκ” γράφτηκε για εγκλεισμό – αυτοπεριορισμό σε σπίτι.

Από τον πρώτο μήνα λοιπόν του Κορωνοίου οι εκδοτικοί οίκοι έσπευσαν να κυκλοφορήσουν  βιβλία επιστημονικά προς τιμήν του και την πανδημία την εκμεταλλεύθηκαν  οικονομικά  οι ισχυρές οικονομίες με την παρασκευή εμβολίων, προστατευτικών μασκών, κ.λπ. Ως λάιτ πανδημία όμως άφηνε περιθώρια στους λογοτέχνες, όπως και σε κάθε άνθρωπο άλλωστε- να διατηρήσουν το χιούμορ τους, να μην από -ανθρωποποιηθούν όπως οι έγκλειστοι στο Άουσβιτς κατά τον Άγκαμπεν, στο βιβλίο του για  το στρατόπεδο αυτό του θανάτου. Κι όχι μόνο να διατηρήσουν το χιούμορ τους αλλά και να το στρέψουν και κατά του κορωνοϊού. Με χιούμορ λοιπόν και σιγουριά ότι ο κορωνοϊός θα νικηθεί από την επιστήμη του 21ο αιώνα, γράφει  ο Τσιάμης τις ανταποκρίσεις του ως πολεμικός ανταποκριτής από το  μέτωπο κατά του κορωνοϊού στο Μανχάταν. Από τον Μάρτιο 2020 μέχρι το καλοκαίρι του 2020 και τις δημοσιεύει στο ηλεκτρονικό περιοδικό Αναγνώστης. Με τελευταίο κεφάλαιο στη σειρά των ανταποκρίσεων αυτών για  τους προ κορωνοϊού   δύο μήνες, Ιανουάριο, Φεβρουάριο 2020, όταν ο εχθρός δεν ήταν ακόμα προ των πυλών του Μανχάταν. Ένα έξυπνο φλας μπάκ κινηματογραφικής αφήγησης να τελειώσουν οι ανταποκρίσεις με την ανύποπτη ξαστεριά πριν την θύελλα.

Το επίθετο Τραγικό λοιπόν χαρακτηρίζει την εικόνα της πόλης του Μανχάταν ως σκηνικό χωρίς την συνηθισμένη πολύβουη κίνηση πεζών τρόλει αυτοκινήτων, μοτοσυκλετών ακόμη και αμαξών με άλογα. Το Μανχάταν ήταν άδειο από τουρίστες εκείνες τις ημέρες. Άδειο και από πολλούς κατοίκους του αφού δόθηκε η δυνατότητα να εργάζονται διαδικτυακά. Το Μανχάταν ήταν και είναι ένας μύθος εν εξελίξει. Το 2001 με την τζιχαντιστική επίθεση στους διδύμους πύργους, αγιοποιήθηκε, σταυρώθηκε και αναστήθηκε. Είναι πλέον ύλη και πνεύμα. Στις συνοικίες  περί το Σόχο, Γκρίνουιτζ Βίλατζ, Τσέλσυ και την Ουάσιγκτον Σκουέαρ- με τα πολλά μπαρ, τα καφέ, τους ίσκιους των Γκίνσμπεργκ, Ουίλιαμ Μπάροουζ και άλλων θλιμμένων γιγάντων, κινείται ο Χρήστος Τσιάμης. Στο Μανχάταν που δεν κοιμάται ποτέ. Σκεφτείτε πόσες ταινίες έχουν γυριστεί περί το Μανχάταν και τη Νέα Υόρκη. Πολύβουη αγορά και μουσείο μαζί. Στο Μανχάταν σταυρώνονται καθημερινά χιλιάδες αμερικανικά όνειρα και άλλα τόσα ανασταίνονται. Στον κορωνοϊό, αντέδρασε όπως όλες οι πόλεις του κόσμου. Μανχάταν όμως και Κορωνοιός είναι ένα εκρηκτικό μείγμα για ένα καλό βιβλίο.

Ο Τσιάμης  δεν βλέπει το Μανχάταν από το παράθυρό του ή την τηλεόραση. Είναι μέσα στο μέτωπο, στην αγαπημένη του πόλη που μάχεται κατά του αόρατου εχθρού, νικά, και παραμένει ζωντανή. Ο Τσιάμης κινείται στις λεωφόρους της, περπατώντας ή οδηγώντας το αυτοκίνητο του και βλέπει πως με την ερημιά της η Νέα Υόρκη θρηνεί τους θανάτους των κατοίκων της. Οδηγώντας το αυτοκίνητό του ένα βράδυ, κατευθυνόμενος στο σπίτι του, σε μια στροφή της διαδρομής βλέπει στον ουρανό να εμφανίζεται μια πελώρια σελήνη. « έχει μια όψη ζεστή, χρώματος πορτοκαλί και φαίνεται να έχει γύρει με συμπόνια χαμηλά- χαμηλά και να σκύβει πάνω από του αρρώστου συντρόφου της το κεφάλι». Ο άρρωστος είναι η Νέα Υόρκη. Η Νέα Υόρκη που σε άλλο σημείο των ανταποκρίσεων του στον Αναγνώστη γράφει: « Η Νέα Υόρκη έχει μια ιδιόμορφη ζεστασιά. Δεν χρειάζεται να την ψάξεις. Έρχεται και σε βρίσκει στα όνειρά της». Παρόμοιες ζεστές εικόνες εναλλάσσονται με το χιούμορ. Το βιβλίο δεν αφήνει το δάκρυ να κυλήσει από το μάτι του αναγνώστη. Οι νέοι άλλωστε της Νέας  Υόρκης – όπως κι εδώ- και ιδιαιτέρως  οι καρναβαλιστές στο απαγορευμένο καρναβάλι  του 2020– δεν έδιναν και τόση σημασία στα μέτρα. Σε περιπάτους του ο Τσιάμης είδε σε μπαρ τους νέους να συνωστίζονται στην μπάρα, ενώ τα καθίσματα του μπαρ γύρω από τα τραπεζάκια- που κάθονταν οι μεγάλοι – ήταν άδεια. Στα μικρά πάρκα, έβλεπε αρκετούς να παίζουν σπορ. Προπάντων μπάσκετ « Φαίνεται », γράφει πως αυτοί δεν είχαν κάνει τον συσχετισμό ότι το αντάλλαγμα της μπάλας μηδενίζει την απόσταση ( του ενάμισυ μέτρου που μας είχαν συστήσει να απέχουμε ο ένας από τον άλλο), «ή ότι ..», συνεχίζει ο Τσιάμης « μια στιγμιαία πρόσκρουση μπορεί να είναι αρκετή για να μεταδώσει τον ιό». Αλλού παρατηρεί ότι ένας καθολικός παπάς μετέτρεψε το αυτοκίνητό του σε εξομολογητήριο και εξομολογούσε πιστούς που πλεύριζαν το αυτοκίνητό του  με τα δικά τους αυτοκίνητα. Μια εικόνα που θα αντέγραφε ο Φελίνι σε ταινία του ή και ο Γούντυ  Άλεν.

Αυτά και πολλά άλλα και ιδίως οι κοινωνιολογικοί στοχασμοί επί της αναστατώσεως που έφερε ο ιός στην εθισμένη σε πάγιες γκρίνιες της καθημερινότητάς μας ζωή.  Ίσως αυτός ο λάιτ εφιάλτης να ήταν ένα ταρακούνημα, να ξυπνήσουμε με άλλα όνειρα. Γι αυτό και οι λογοτέχνες στον εγκλεισμό τους στρώθηκαν στο γράψιμο και ξοδεύτηκε πολύ χαρτί. Υπάρχουν και τώρα βέβαια  θάνατοι από κορωνοϊό αλλά οι στατιστικές τον μπερδεύουν με αυτές της κοινής γρίπης υποβιβάζοντας τον ιό.

Αναφέρθηκα στους στοχασμούς του Τσιάμη στο βιβλίο του. Έχουν ιδιαίτερη αξία υφολογική. Άμεση και ακριβόλογη γλώσσα, απολύτως κατανοητή. Φαίνεται πως οι ποιητές πάντα – αν κρίνω από Σεφέρη, Σολωμό, Καβάφη, Ελύτη, Αναγνωστάκη στον κριτικό τους χρησιμοποιούν λόγο ακριβόλογο και περιεκτικό. Όμως στην αφήγηση της καθημερινότητάς του στο Μανχάταν, χαλαρώνει τη γλώσσα. Δεν πειθαρχούν τα επίθετα πλάι στα ουσιαστικά σε μια ομοιόμορφη σειρά. Ο προφορικός απείθαρχος λόγος εισβάλει στα κείμενα και  τούτο γίνεται συνειδητά και  με κόπο ώστε να αποκτήσει το κείμενο την χάρη του προφορικού λόγου.

Το Τραγικό Μανχάταν ξεκινά από τον Ιανουάριο του 2020 και φτάνει μέχρι το καλοκαίρι του 2020.  Ο Αύγουστος περνάει στην επικράτεια του βιβλίου συλλογής ποιημάτων του με τίτλο Δώρα Δωρίδας, που κυκλοφόρησε κι αυτό από τις εκδόσεις Μελάνι παράλληλα με το Τραγικό Μανχάταν

Όμως και το Τραγικό Μανχάταν περιέχει  ποιήματα που έγραψε ο Τσιάμης επί πανδημίας. Την ποίηση αγαπά ο Τσιάμης. Σε ένα από από τα καλύτερα κεφάλαια του βιβλίου του αναφέρεται στην αναζήτηση περί του τι  θα διαβάσει στον εγκλεισμό του. Κατέληξε στην Ποίηση. Ποιήματα άλλωστε που έγραψε επί εγκλεισμού περιέχονται και στο Τραγικό Μανχάταν.

Ένα από αυτά μου θύμισε Μεγάλη Παρασκευή. Τίτλος του – Ποιήμα χωρίς Ποίηση.« Όταν η φαντασία είναι /μια γυμνή άδεια πόλη/ τότε σκέπασε το ποίημα/(από πέλμα ως κεφαλή)/ με του νεκροτομείου/το κάτασπρο σεντόνι./Πάρτο απόφαση/ Κάθε σου λέξη θα πέφτει / σαν κέρμα σε παντελόνι/ με τρύπια τσέπη.

 

(*) O Βασίλης Λαδά είναι ποιητής και πεζογράφος, ζει στην Πάτρα.

 

 

 

Χρήστος Τσιάμης, Τραγικό Μανχάταν, Μελάνι 

Προηγούμενο άρθροΗ Αθήνα ως μη τόπος (3): η Πλάκα ως τουριστικό προϊόν (της Έφης Κατσουρού)
Επόμενο άρθροΦεστιβάλ Αθηνών-Επιδαύρου 2025: ετών 70 και πάντα νέο – Όλο το πρόγραμμα (της Όλγας Σελλά)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ