20 σημαντικά δοκίμια για τις φωτεινές και κυρίως τις σκοτεινές πλευρές του παρελθόντος και του μέλλοντος μας (του Σπύρου Κακουριώτη)

4
1774

του Σπύρου Κακουριώτη

 

Από την εργαλειοποίηση της ταυτότητας του θύματος και τις καταχρήσεις της μνήμης μέχρι τη γλώσσα του Γ’ Ράιχ και την ανάδυσή της από τη σκοτεινή πλευρά του Διαφωτισμού· και από τον κοινωνικό δαρβινισμό μέχρι τη μετανάστευση, την άνοδο της ακροδεξιάς, την επίθεση κατά του φεμινισμού και των δικαιωμάτων, τη μετάλλαξη της δημοκρατίας αλλά και του ίδιου του καπιταλισμού, τα δοκίμια και οι μελέτες που παρουσιάζονται στη συνέχεια δεν είναι παρά μορφές με τις οποίες αποτυπώνεται το νοείν προκειμένου να μπορέσει, ενδεχομένως, να μεταβληθεί σε πράττειν

 

Daniele Gilioli, Κριτική του θύματος, Τόπος

«Η θυματική ιδεολογία συνιστά σήμερα την πρωταρχική μεταμφίεση του λόγου των ισχυρών» σημειώνει αφοριστικά, από την αρχή του μαχητικού δοκιμίου του, ο ιταλός συγγραφέας και καθηγητής Συγκριτικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο του Τρέντο. Στη μετανεωτερική και μεταψυχροπολεμική εποχή το θύμα, ο μάρτυρας, έχει μεταβληθεί σε κατεξοχήν ιστορικό υποκείμενο, ένα υποκείμενο, όμως, του οποίου το πάθος έχει αποσυνδεθεί ριζικά από το πράττειν, καθώς πάνω του έχει εγχαραχθεί το στίγμα της αδυναμίας και, συνεπώς, η απαλλαγή από κάθε ευθύνη. Έτσι, η πάσχουσα υποκειμενικότητα μετατρέπεται σε αληθινό πρωταγωνιστή του παρελθόντος, με το οποίο διαμορφώνει μια σχέση ιδιοκτησιακή (πρόκειται για το δικό της παρελθόν), με επίκεντρό της τη φιγούρα του μάρτυρα. Στο ίδιο πλαίσιο, η ανάδυση της μνήμης επιδιώκει να παραμερίσει την ιστορία, υποστασιοποιώντας τα γεγονότα του παρελθόντος σε αξίες, αντί να τα ερμηνεύει. Η κυριαρχία της ιδεολογίας του θύματος αποστερεί τα υποκείμενά της από την εμπρόθετη κοινωνική δράση, τοποθετώντας στο κέντρο του δημόσιου βίου τη δικαστική λογική. Ο συγγραφέας επισημαίνει τη συνακόλουθη κυριαρχία των «ανθρωπιστικών» αντιλήψεων και μηχανισμών, μέσω των οποίων θυματοποιούνται ολόκληροι πληθυσμοί, από τους οποίους στερείται η υποκειμενικότητα και κάθε άλλο δικαίωμα, εκτός από εκείνο της αρωγής. Η κυριαρχία της αντίληψης αυτής, υπογραμμίζει, αποτέλεσε την πηγή νομιμοποίησης όλων σχεδόν των μεταψυχροπολεμικών πολέμων. Η ιδεολογία του θύματος επεκτείνεται και στην ανάγνωση του παρελθόντος, με την τάση αντιμετώπισης του 20ού αιώνα και των κοινωνικών αγώνων που τον χαρακτήρισαν σαν ένα λουτρό αίματος δίχως τέλος, σαν ένα «σφαγείο», όπου η κοινωνική πρόοδος που κερδήθηκε παραγνωρίζεται, αφήνοντας πίσω της μια ιστοριογραφία προσηλωμένη στα πτώματα – και την καταμέτρησή τους… Η μυθολογία του θύματος, την οποία συνδέει στενά με τη σύγχρονη «πολιτική των ταυτοτήτων», αποτελεί, επισημαίνει ο συγγραφέας, μια απάντηση στο τέλος των «μεγάλων αφηγημάτων» της χειραφέτησης, η οποία ενσωματώνει την ήττα. Το δοκίμιο απέδωσε στα ελληνικά ο Παναγιώτης Τσιαμούρας.

 

Tzvetan Todorov κ.ά., Οι καταχρήσεις της μνήμης, Ασίνη

Στις επιπτώσεις της ιεροποίησης της μνήμης, της κατίσχυσής της έναντι της ακαδημαϊκής ιστοριογραφίας ως πρακτικής νοηματοδότησης και αναπαράστασης του παρελθόντος, αλλά και την κυριαρχία των πολιτικών ταυτότητας, που θέτουν στο επίκεντρό τους τη θυματοποίηση και το συλλογικό ή ατομικό τραύμα, αναφέρονται και τα κείμενα του ανά χείρας τόμου. Κεντρική θέση κατέχει το κλασικό δοκίμιο του βουλγαρικής καταγωγής γάλλου στοχαστή Τσβέταν Τοντόροφ (1939-2017), που δίνει και τον γενικό τίτλο του τόμου. Γραμμένο το 1992, σε μια εποχή που άρχιζε να αναδύεται η διεκδίκηση της μνήμης με όρους κυριαρχίας, και δημοσιευμένο στο περιοδικό Esprit, στα ελληνικά περιλήφθηκε στον προ πολλού εξαντλημένο συλλογικό τόμο Εβραϊκή ιστορία και μνήμη (Πόλις, 1998), ενώ εδώ δημοσιεύεται σε μετάφραση και πρόσθετες υποσημειώσεις από τον Ηλία Αθανασιάδη. Στο σύντομο δοκίμιό του, ο Τοντόροφ, αφού εξετάσει τη μνήμη (και τη λήθη) και την αντιμετώπισή της από τις κοινωνίες της νεωτερικότητας, προχωρά στη θεμελιώδη διάκριση μεταξύ κυριολεκτικής και παραδειγματικής μνήμης και σε αυτό το πλαίσιο συζητά το θέμα της μοναδικότητας και της μη συγκρισιμότητας του τραυματικού γεγονότος, προχωρώντας σε λεπτούς διαχωρισμούς, ιδιαίτερα χρήσιμους σήμερα, που η μνήμη της εβραϊκής γενοκτονίας εργαλειοποιείται με τον πλέον κυνικό τρόπο. Με άξονα το θεμελιώδες αυτό δοκίμιο, οι ιστορικοί Γιώργος Κόκκινος και Ζέτα Παπανδρέου επιχειρούν, με τα δικά τους κείμενα, να επικαιροποιήσουν πτυχές του στοχασμού του και να εγκαθιδρύσουν μια γόνιμη σχέση διαλόγου μαζί του. Ο πρώτος, στη μελέτη του «Η εποχή της τραυματικής μνήμης: στον αστερισμό των μουσείων του Ολοκαυτώματος/Shoah», διερευνά τον τρόπο με τον οποίο η σύγχρονη ιστοριογραφία, φιλοσοφία και μουσειολογία προσεγγίζουν και αναπαριστούν το τραύμα της εβραϊκής γενοκτονίας, μέσα από τη μελέτη μιας σειράς μουσείων και τόπων μνήμης του Ολοκαυτώματος. Στη συνέχεια, η Ζέτα Παπανδρέου, με τη μελέτη της «Πτυχές μνήμης και ιστορικών αδικιών στον 20ό και στον 21ο αιώνα» προσφέρει μια  κριτική επισκόπηση των σπουδών της μνήμης και του τραύματος, αποτιμώντας πολιτικές και πρακτικές που απλώνονται στο δημόσιο πεδίο, ενώ σε ένα επιλογικό της κείμενο εξετάζει τις πολιτικές μνήμης στην Ελλάδα της περιόδου 2015-2019 σχετικά με την Κατοχή και την Αντίσταση και την αμφιλεγόμενη στάση της γερμανικής πλευράς.

 

Μαρία Πολίτου, Μνήμη, αναπαράσταση και φιλοσοφία στη λογοτεχνία του στρατοπέδου, Επίκεντρο

Μια συνοπτική ανασκόπηση της στρατοπεδικής λογοτεχνίας ως είδους, με έμφαση στα ζητήματα μνήμης και αναπαράστασης που αναφύονται, επιχειρεί στον παρόντα τόμο η συγγραφέας, εστιάζοντας στις περιπτώσεις τριών σημαντικών λογοτεχνών και των έργων τους: στον Αλεξάντρ Σολζενίτσιν (Μία ημέρα του Ιβάν Ντενίσοβιτς), τον Όμηρο Πέλλα (Στάλαγκ VI C. Ημερολόγιο της ομηρίας) και τον Αντρέα Φραγκιά (Λοιμός), έργα τα οποία αναφέρονται σε διαφορετικές ιστορικές εμπειρίες, με κοινά, όμως, ανθρωπολογικά χαρακτηριστικά. Μετά από μια σύντομη επισκόπηση της εμφάνισης και λειτουργίας των στρατοπέδων συγκέντρωσης, ως πραγμάτωσης της «κατάστασης εξαίρεσης», διερευνάται ο όρος «στρατοπεδική λογοτεχνία» και τα έργα που εντάσσονται σε αυτήν, καθώς και η λειτουργία τους (ντοκουμέντα ή λογοτεχνικά κείμενα), με αναφορά στα πραγματολογικά στοιχεία των εξεταζόμενων συγγραφέων και έργων. Στη συνέχεια, εξετάζεται το «ακραίο κακό» των στρατοπέδων και οι ερμηνείες του μέσα από το έργο της Χάνα Άρεντ και του Τσβέταν Τόντοροφ, καθώς και η κεντρική θέση του απογυμνωμένου σώματος στο στρατοπεδικό σύμπαν, σώμα που μετατρέπεται σε homo sacer, σύμφωνα με τις αναλύσεις του Φουκώ και του Αγκάμπεν. Τέλος, η συγγραφέας εξετάζει την επιβίωση στα στρατόπεδα συγκέντρωσης,  επισημαίνοντας πως όσοι επέζησαν προκειμένου να γίνουν μάρτυρες της κτηνωδίας, φέροντας το βαρύ φορτίο της μνήμης, το κατάφεραν είτε χάρη στην αλληλεγγύη, είτε χάρη στην πίστη, είτε από χρέος προς όσους θυσιάστηκαν. Όπως τόνιζε ο Χόρχε Σεμπρούν, έγκλειστος και ο ίδιος αλλά και συγγραφέας έργων στρατοπεδικής λογοτεχνίας, «η πραγματικότητα συχνά πρέπει να επινοηθεί για να γίνει αλήθεια» και η ακραία εμπειρία του στρατοπέδου μόνο μέσω της λογοτεχνικής ανάπλασης μπορεί να αποδοθεί.

 

Victor Klemperer, Η γλώσσα του Τρίτου Ράιχ, Άγρα

Μια εξαιρετικά σημαντική μαρτυρία, εγχειρίδιο αντίστασης και ταυτόχρονα εμβριθής μελέτη μιας «θανατηφόρας γλώσσας», αποτελεί το ανά χείρας ημερολόγιο του γερμανού φιλόλογου Βίκτορ Κλέμπερερ (1881-1960), ο οποίος, όπως χιλιάδες άλλοι, το 1935 καθαιρέθηκε από την έδρα του στο Πανεπιστήμιο της Δρέσδης και του επιβλήθηκε μια θέση χειρώνακτα σε εργοστάσιο, ενώ θα γλυτώσει τον εγκλεισμό στα στρατόπεδα μονάχα χάρη στην «άρια» καταγωγή της συζύγου του. Σε μια στρατηγική διανοητικής επιβίωσης, αποφασίζει να συνεχίσει την επιστημονική δραστηριότητα που του είχε απαγορευτεί μέσα από το ημερολόγιο που κρατούσε ανελλιπώς. Αντικείμενό του ο τρόπος με τον οποίο ο ναζισμός μετέτρεψε την ιδιόλεκτο του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος σε μια εκπτωχευμένη αλλά κυρίαρχη εκδοχή της γερμανικής, που ο ίδιος ονομάζει «Γλώσσα του Τρίτου Ράιχ». Ο Κλέμπερερ ενδιαφέρεται για το λεξιλόγιο, τις μορφολογικές και συντακτικές ιδιαιτερότητες, τα υφολογικά χαρακτηριστικά αυτής της γλώσσας, και αναρωτιέται αν προϋπήρχαν ή επιβλήθηκαν, και τι φανερώνουν σχετικά με το καθεστώς. Εντοπίζει και εκθέτει τα γενικά χαρακτηριστικά της και παράλληλα κατηγοριοποιεί τα γλωσσικά φαινόμενα ανάλογα με τα χαρακτηριστικά του καθεστώτος στα οποία παραπέμπουν, ενώ συνδυάζει την επικέντρωση σε μεμονωμένες λέξεις ή εκφράσεις με την αναφορά στο εκάστοτε συγκείμενο. Έτσι, για παράδειγμα, συσχετίζει τη φτώχεια της γλώσσας αυτής με την απάλειψη των διαφορών μεταξύ δημόσιας και ιδιωτικής σφαίρας ή δείχνει ότι η άμετρη ρητορικότητά της απευθύνεται στο θυμικό και όχι στη σκέψη. Επισημαίνει, μάλιστα, ότι η ακραία περιστολή των δυνατοτήτων της γλώσσας αποτελεί ένδειξη της βούλησης να μην εκφραστεί παρά μόνο μία διάσταση της ανθρώπινης ύπαρξης. Σύμφωνα με τον Κλέμπερερ, η ολική κινητοποίηση του πληθυσμού που απαιτεί ο ολοκληρωτισμός εξηγεί όχι μόνο τη ρητορική της γλώσσας αλλά και μια σειρά άλλα φαινόμενα, όπως η χρήση του υπερθετικού, η δημιουργία νέων ρημάτων, όπως «αποεβραΐζω», η μεταβολή αμετάβατων ρημάτων σε μεταβατικά ή ο πολλαπλασιασμός της χρήσης συντμήσεων και αρτικόλεξων, συνέπεια της απαίτησης ταχύτητας στην έκφραση, ενώ βάναυσες δραστηριότητες δηλώνονται σχεδόν πάντα με τη χρήση ανώδυνων ουδέτερων εκφράσεων. Μέσα από την ανάλυσή του, ο συγγραφέας δείχνει πως «η γλώσσα είναι εκείνη που εκφράζει τον ναζισμό και που τον υφίσταται, αφού την έχει αναγάγει σε εργαλείο βίας και κυριαρχίας», όπως παρατηρεί στο επίμετρό της η Βίκυ Ιακώβου. Την απόδοση του απαιτητικού γερμανικού κειμένου στα ελληνικά ανέλαβε η Μαργαρίτα Ζαχαριάδου, η οποία συνέταξε και τις απαραίτητες ερμηνευτικές σημειώσεις.

 

Αλεξάνδρα Δεληγιώργη, Νύχτα και ομίχλη, Αρμός

Με τη βαριά σκιά του Μάρτιν Χάιντεγκερ και του έργου του, καθώς και εκείνου των επιγόνων του στη δυτική φιλοσοφία, αναμετράται η ομότιμη καθηγήτρια Φιλοσοφίας του ΑΠΘ σε αυτό το έργο που, όπως η ίδια εξομολογείται, κυοφορούνταν εδώ και τρεις δεκαετίες. Δεν δανείζεται τυχαία για τίτλο της μελέτης της αυτόν του περίφημου φιλμ του Αλαίν Ρενέ (1956) για τη σύλληψη και την εκτόπιση των εβραίων της Γαλλίας στα στρατόπεδα εξόντωσης· αυτό, άλλωστε, το κωδικό όνομα (Nacht und Nebel) είχαν δώσει οι Ναζί στο μυστικό διάταγμα για την κατά παράβαση κάθε νόμου του πολέμου μεταχείριση των μη γερμανών πολιτών που συνελάμβαναν. Κι αυτό γιατί θεωρεί πως ο αντιδραστικός μηδενισμός του φιλοσόφου του Μέλανα Δρυμού, θέτοντας στο στόχαστρό του την ελ­ληνοδυτική παράδοση του αριστοτελικού πλα­τωνισμού, προχώρησε στην αποδόμηση του φιλοσοφικού μοντερνισμού και επιτέθηκε, έτσι, στη χειραφετητική προοπτική που διανοιγόταν μέσα από τις κριτικές επεξεργασίες των στοχαστών του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού. Έτσι, κατασκεύασε τα διανοητικά θεμέλια μιας μηδενιστικής πολιτικής ιδεολογίας, που απέληξε στο Εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα, του οποίου ο ίδιος δεν έπαψε μέχρι το τέλος να είναι μέλος. Η σκέψη του Χάιντεγκερ, ο ρόλος της τεχνικής και η διαμόρφωση της μηδενιστικής μεταφυσικής, καθώς και η διαστρέβλωση της σκέψης του Νίτσε από τον χαϊντεγκεριανό αρνητικό μηδενισμό, απασχολούν το πρώτο μέρος της μελέτης της Αλεξάνδρας Δεληγιώργη. Στο δεύτερο μέρος εξετάζει το έργο μιας σειράς επιγόνων, που από τη δεκαετία του 1970 και μετά άσκησαν καθοριστική επίδραση στη μεταπολεμική δυτική φιλοσοφία. Ξεκινώντας από τον Σαρτρ και τον Φουκώ, τον Ντελέζ και τον Ντεριντά, εξετάζει κριτικά και αντιρρητικά ένα μεγάλο μέρος της σύγχρονης μεταμοντέρνας σκέψης, φτάνοντας μέχρι το έργο πολιτικών στοχαστών με ενεργή επίδραση στον χώρο της αριστεράς, όπως ο Ερνέστο Λακλάου και η Σαντάλ Μουφ, διευρύνοντας έτσι το πεδίο του στοχασμού της, προκειμένου να συμπεριλάβει στην κριτική της εξέταση το σύνολο αυτού που ονομάζει «πρωτοφανή στα χρονικά της σύγχρονης Δύσης σχετικισμό, που αφήνει γνώση και ύπαρξη ανυπεράσπιστες και χωρίς αντιστάσεις στον τεχνογραφειοκρατικό υπερέλεχο».

 

Αλέξης Ηρακλείδης, Η σκοτεινή πλευρά του Διαφωτισμού, Ασίνη

Ο Διαφωτισμός δεν έχει μία μόνο πλευρά, «φωτεινή»· έχει, όπως δείχνει ο ομότιμος καθηγητής Αλέξης Ηρακλείδης στην ανά χείρας μελέτη του, και μια άλλη, περισσότερο «σκοτεινή» πλευρά. Ακριβώς όπως είναι μάλλον ορθότερο να γίνεται λόγος για «Διαφωτισμούς» παρά για Διαφωτισμό, αφού μέσα στο κοινό πολιτιστικό κλίμα που αποκαλούμε με αυτό το όνομα μπορούμε να διακρίνουμε, π.χ., τον ριζοσπαστικό από τον μετριοπαθή Διαφωτισμό, έτσι και η κριτική αντιμετώπιση του διανοητικού αυτού ρεύματος, ιδίως κατά το δεύτερο ήμισυ του 20ού αιώνα, ανέδειξε και ένα περισσότερο σκοτεινό πρόσωπο. Με σημείο εκκίνησης τις επεξεργασίες της Σχολής της Φραγκφούρτης, μια σειρά διανοητές κατέδειξαν ότι ο Διαφωτισμός δεν συνδέθηκε μονάχα με τα χειραφετικά προτάγματα της νεωτερικότητας αλλά και με πτυχές της όπως ο ευρωκεντρισμός και, εντέλει, ο ρατσισμός. Πολλές από τις κεντρικές έννοιες του Διαφωτισμού, όπως ο ορθολογισμός, ο οικουμενισμός ή η ανθρώπινη τελειοποίηση, μετατράπηκαν συχνά, μέσα από τη χρήση τους, σε εργαλειακό ορθολογισμό, σε ιμπεριαλισμό, ρατσισμό και οριενταλισμό, σε κυριάρχηση επί της φύσης. Στις σελίδες της μελέτης του, ο συγγραφέας παραθέτει τις σύγχρονες κριτικές (νεομαρξιστικές, μεταμοντέρνες κ.ά.) του Διαφωτισμού, χωρίς να υιοθετεί τους κάποτε ακραίους, συντηρητικής προέλευσης, ισχυρισμούς που θέλουν να κατασκευάσουν μια αιτιακή σχέση που να συνδέει τον Ρουσσώ με το Άουσβιτς – ή τα γκούλαγκ. Αυτό που κυρίως ενδιαφέρεται να αναδείξει είναι η προέλευση της ρατσιστικής ιδεολογίας από έννοιες που επεξεργάστηκαν οι φιλόσοφοι του Διαφωτισμού, όπως είναι, κυρίως, ο ορθολογισμός, ο εμπειρισμός, ο φιλελευθερισμός και η θεωρία του κοινωνικού συμβολαίου. Έτσι, εξετάζει την παρουσία των φυλετικών θεωριών στην επιστημονική και τη φιλοσοφική σκέψη του Διαφωτισμού, αναζητώντας ακόμη και τις λιγότερο γνωστές ρατσιστικές θέσεις, αναδεικνύοντας επίσης όσους δεν άγγιξαν οι θεωρίες αυτές. Αφού επισημάνει εγγενείς αντιφάσεις στη στάση πολλών από τους θεωρητικούς του Διαφωτισμού, που οι περισσότεροι τάσσονταν κατά της αποικιοκρατίας και του ιμπεριαλισμού, αλλά ταυτόχρονα είχαν οι ίδιοι κέρδη από τη δουλεία ή δικαιολογούσαν την παρουσία των χωρών τους στις αποικίες με το «χρέος του λευκού ανθρώπου» και την «εκπολιτιστική αποστολή» του, τονίζει ότι ο Διαφωτισμός, αφού κατέστησε αναξιόπιστη κάθε παραδοσιακή δικαιολόγηση της ανισότητας, εφηύρε νέες. Όμως, κάθε κριτική της ανισότητας ή του ρατσισμού δεν μπορεί παρά να αντλήσει τα διανοητικά εργαλεία της από την ίδια την παράδοση του Διαφωτισμού.

 

Γιάννης Μανέτας, Τα δαρβινικά δεινά, Διόπτρα

Σκέψεις ενός βιολόγου για τον κοινωνικό δαρβινισμό, τον πόλεμο, τη βία και την ανισότητα καταθέτει, στις σελίδες του ανά χείρας τόμου, ο συγγραφέας, γνωστός ερευνητής και καθηγητής φυσιολογίας των φυτών, με πλούσιο επιστημονικό και εκλαϊκευτικό έργο. Υπάρχει κάτι που να μπορεί να ονομαστεί «ανθρώπινη φύση»; Αυτή καθορίζει την ανθρώπινη συμπεριφορά; Κι αν ο άνθρωπος είναι καλός ή κακός, είναι αυτό «γραμμένο στο DNA του»; Άραγε, διαθέτει η σύγχρονη βιολογία απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα; Κι αν ναι, οι απαντήσεις αυτές οδηγούν στην επικύρωση του νεοφιλελεύθερου δόγματος There Is No Alternative και σε έναν βιολογικό ντετερμινισμό; Εξετάζοντας τον κοινωνικό δαρβινισμό, δηλαδή τη μεταφορά των μηχανισμών της βιολογικής εξέλιξης στις κοινωνικές επιστήμες, ο συγγραφέας έχει στόχο να πείσει τον αναγνώστη του ότι οι άνθρωποι δεν είναι αιχμάλωτοι κάποιου άτεγκτου γενετικού προκαθορισμού, ούτε μεταμορφώνονται σε λύκους απέναντι σε άλλους ανθρώπους, όπως θέλει η λατινική ρήση – όχι πάντοτε, τέλος πάντων. Αυτό συμβαίνει όχι επειδή είναι εγγενώς καλοί αλλά γιατί η ίδια η εξελικτική τροχιά έκανε τους ανθρώπους ζώα κοινωνικά, που ζουν σε ομάδες όπου απαιτείται η συνεργασία όλων και η εξισορρόπηση με διάφορους τρόπους των εγωιστικών τάσεων του καθενός και της καθεμιάς. Θεωρώντας ότι ο άνθρωπος είναι προϊόν τόσο των γονιδίων του όσο και του περιβάλλοντός του, ο συγγραφέας ελέγχει κριτικά τις απόψεις εκείνες που θέλουν την ανισότητα, τον ανταγωνισμό, τον πόλεμο στοιχεία εγγεγραμμένα στην ανθρώπινη «φύση», μετακενώνοντας την έννοια της επιβίωσης του ισχυροτέρου από την εξελικτική βιολογία στην κοινωνική εξέλιξη. Σε αυτή την κατεύθυνση, αναλύει την έννοια του κοινωνικού δαρβινισμού, διευκρινίζοντας, παράλληλα, ποιες ήταν οι παρατηρήσεις του ίδιου του Δαρβίνου τόσο για τον ανταγωνισμό όσο και για τη συνεργασία των εμβίων. Στη συνέχεια εξετάζει μια σειρά ζητήματα, όπως το κοινωνικό περιβάλλον και η κληρονομικότητα, η δημόσια υγεία, αλλά και οι παλαιολιθικές εξισωτικές κοινωνίες, για να επιστρέψει στον κοινωνικό δαρβινισμό, μελετώντας την απεχθέστερη, ίσως, θεσμοποίησή του, τη ναζιστική ευγονική και την προέλευσή της. Τέλος, καταθέτει τις σκέψεις του για τον κοινωνικό δαρβινισμό σήμερα και στο μέλλον, αλλά και για τον χαρακτήρα του πολέμου, τον οποίο θεωρεί πολιτισμικό κατασκεύασμα και όχι έμφυτο βιολογικό χαρακτηριστικό του ανθρώπου. Η αφήγηση ολοκληρώνεται με μια επισκόπηση παλαιών και νέων εξισωτικών και φιλειρηνικών κοινωνιών, εκείνων των «κοινωνιών που αντιστάθηκαν».

 

James C. Scott, Homo domesticus, Πλήθος

Η παρούσα μελέτη αποτελεί το τελευταίο έργο που εξέδωσε εν ζωή ο πολιτικός επιστήμονας και «ερασιτέχνης», κατά δήλωσή του, ανθρωπολόγος και περιβαλλοντολόγος, Τζέιμς Κ. Σκοτ (1936-2024). Παρά τη γόνιμη συμβολή του σε πεδία αρκετά διαφορετικά μεταξύ τους, ο Σκοτ, σε όλο του το έργο, καταπιάστηκε, στην πραγματικότητα, με ένα κυρίως θέμα: την εξουσία και, ιδίως, το κράτος, όπως επισημαίνει στον πρόλογό του ο Λεωνίδας Οικονομάκης. Έτσι και στον ανά χείρας τόμο, που μετέφρασε ο Βασίλης Γεωργάκης, η έρευνά του αναζητεί τις ιστορικές απαρχές του κράτους ως θεσμού, εξετάζοντας την από μακρού χρόνου κυρίαρχη υπόθεση που συνδέει την εμφάνιση μορφών κρατικής εξουσίας με την γεωργική επανάσταση, την εδραία εγκατάσταση των καλλιεργητών, την παραγωγή αγροτικού πλεονάσματος και την πρώιμη αστικοποίηση. Όπως επισημαίνει όμως ο συγγραφέας, οι σύγχρονες έρευνες έχουν δείξει ότι κρατικές μορφές προέκυψαν αρκετές χιλιετίες μετά την εμφάνιση των σταθερών καλλιεργειών, ενώ οι μόνιμες εγκαταστάσεις είχαν προηγηθεί αυτών των τελευταίων. Επιπλέον, για χιλιάδες χρόνια, πολλοί νομαδικοί πληθυσμοί προτιμούσαν να παραμένουν μακριά από την «ασφάλεια» που προσέφερε το κράτος στους τειχισμένους οικισμούς, που μαστίζονταν από επιδημίες, συνωστισμό και υποβαθμισμένη ποιότητα ζωής και κατοίκησης. Στη μελέτη του, ο Σκοτ συμπυκνώνει σε μια ελκυστική αφήγηση τις γνώσεις που διαθέτουμε για τα ζητήματα αυτά και στη συνέχεια επιχειρεί να διατυπώσει ένα συμπέρασμα σχετικά με το πώς οι εξελίξεις αυτές επηρέασαν τη διαμόρφωση του κράτους, καθώς και να επισημάνει τις ανθρωπολογικές και οικολογικές συνέπειες που είχε η ανάδυσή του. Ο συγγραφέας υπογραμμίζει τον κρίσιμο ρόλο που έπαιξαν τα δημητριακά, καθώς, χάρη στα μοναδικά τους χαρακτηριστικά υπήρξαν, σχεδόν παντού, το κυριότερο φορολογήσιμο αγαθό στο πρώιμο κράτος, ενώ εστιάζει την προσοχή του στη σημασία των μεταδοτικών ασθενειών που συνέβαλλαν στη δημογραφική αστάθεια του αρχαίου κράτους –με αποτέλεσμα τους «σκοτεινούς αιώνες» και την κατάρρευση των άστεων– αλλά και στους πληθυσμούς που αρνήθηκαν να μείνουν σε αυτά ή τα εγκατέλειψαν. Η έρευνα του Σκοτ εστιάζει στη Μεσοποταμία (Σουμερία), όπου εμφανίστηκαν τα πρωτόλεια κράτη, ιδιαίτερα κατά την περίοδο 4000-2000 π.Χ., κάνοντας, παράλληλα, προεκτάσεις στην αρχαία Αίγυπτο, Ελλάδα, Ρώμη, ακόμη και στους Μάγια, στον Νέο Κόσμο.

 

Paulin Ismard, Ο καθρέφτης του Οιδίποδα: Σκέψεις για τη δουλεία, Πόλις

Να αφουγκραστεί ό,τι κατά κανόνα προσφέρεται εν είδει σιωπής επιχειρεί ο γάλλος ιστορικός της ελληνικής αρχαιότητας στο Πανεπιστήμιο Αιξ – Μασσαλίας Πωλέν Ισμάρ: τη σκέψη της δουλείας στην αρχαιότητα. Στο δοκίμιό του, που μετέφρασε ο Γιώργος Καράμπελας, ο συγγραφέας δεν επιδιώκει να εξετάσει τι έγραψαν οι στοχαστές της αρχαιότητας για τη δουλεία ή γιατί κανείς τους δεν επέκρινε τον θεσμό της δουλείας ως τέτοιο· η δουλεία ήταν ένα «ολικό» κοινωνικό φαινόμενο, καθόριζε τον τρόπο ύπαρξης τόσο των δούλων όσο και των ελεύθερων και ένας κόσμος χωρίς δούλους παρέμενε, απλώς, πέρα από τον ορίζοντα του νοητού. Όπως επισημαίνει ο συγγραφέας, στην Πολιτεία οι δούλοι είναι σχεδόν ολοσχερώς απόντες, όχι γιατί ο Πλάτων είναι κατά της δουλείας αλλά γιατί δεν αναγνωρίζονται ως συνιστώσα της πόλης άξια φιλοσοφικής προσοχής. Παρά τη σιωπή των κειμένων, όμως, αναδύεται από αυτά η σκέψη ενός κόσμου που εκφράζεται με αφετηρία τη δουλοκτητική κατάσταση – είναι αυτή που ο συγγραφέας ονομάζει «σκέψη της δουλείας» και, συνήθως, βρίσκεται ανάμεσα στις γραμμές. Εκεί, ο ιστορικός μπορεί να παρατηρήσει τις μορφές με τις οποίες μια κοινωνία αποδίδει μια θέση σε εκείνους κι εκείνες που τη μη ύπαρξή τους την οργανώνει συνειδητά – και την επιβάλλει με τη γυμνή βία και μόνο. Στον χώρο του υπόρρητου, στο περιθώριο των γνωστότερων και πιο σχολιασμένων κειμένων, ο ιστορικός επιδιώκει να ακούσει αυτή τη σκέψη: στην ιστορία του παιδιού που αρνήθηκε να θανατώσει ο βοσκός, παρακούοντας τον βασιλιά της Θήβας, κάνοντάς το να νομίσει πως είναι γιος δούλου· στον καταγωγικό μύθο που θέλει την εισαγωγή της δουλείας στην Αττική αποτέλεσμα του βιασμού που νεαρές Αθηναίες υπέστησαν από τους Πελασγούς· στις εξεγέρσεις των δούλων ή στην ιστορία του δούλου, μαθητή του Πυθαγόρα, που ισχυριζόταν πως είναι αθάνατος ή της υπηρέτριας από τη Θράκη που χλεύαζε τον Θαλή κ.α. Ερευνώντας στα κείμενα όσα παραμένουν «κρυμμένα σε κοινή θέα», ο γάλλος ιστορικός συγκροτεί μια συναρπαστική αφήγηση, ταυτόχρονα έγκυρη και αποστασιοποιημένη από τις ακαδημαϊκές συμβάσεις, απ’ όπου, με τη σειρά της, «ακούγεται» η μνήμη της ευρωπαϊκής αποικιοκρατίας και η σύγχρονη συζήτηση για το δουλεμπόριο.

 

Μάικλ Χέρτσφελντ, Η πολιτισμική συνέχεια και η υλικοποίηση του παρελθόντος, Μουσείο Μπενάκη

Στην ποιητική της ελληνικής πολιτισμικής συνέχειας είναι αφιερωμένο το σύντομο κείμενο του καθηγητή Κοινωνικής Ανθρωπολογίας Michael Herzefeld που περιλαμβάνεται στον κομψό αυτό δίγλωσσο (ελληνικά – αγγλικά) τόμο και βασίζεται στην ομιλία που εκφώνησε, τον Μάρτιο του 2024, στο πλαίσιο της ετήσιας διάλεξης στη μνήμη του πρώην διευθυντή του Μουσείου Μπενάκη, Άγγελου Δεληβορριά. Ο Χέρτσφελντ επικεντρώνεται σε ένα ζήτημα που υπήρξε κομβικό στην αντίληψη με βάση την οποία συγκροτήθηκε και επεκτάθηκε το Μουσείο: την πολιτισμική συνέχεια και, κατ’ επέκταση, τις σχέσεις μεταξύ αρχαιολογίας και λαογραφίας κατά τη διαδικασία διαμόρφωσης της εθνικής συνείδησης στην Ελλάδα. Η αρχαιολογία, υποστηρίζει ο συγγραφέας, οδηγημένη από τον εθνικισμό του 19ου αιώνα, επιδιώκοντας να υπηρετήσει μια ουσιοκρατική αντίληψη περί συνέχειας, αποδίδει δυσανάλογο βάρος στα μνημεία και τα απτά εκθέματα, ενώ η λαογραφία, αναζητώντας τα «λείψανα» της αρχαιοελληνικής σκέψης και ποίησης στις προφορικές παραδόσεις, βρέθηκε υποχρεωμένη να αναζητήσει τρόπους για την υλικοποίηση και τη μουσειακοποίησή τους. Έτσι, η αντιπαράθεση υλικού και άυλου πολιτισμού ενσωματώθηκε στην προσπάθεια των δύο επιστημών να δημιουργήσουν τη βάση για την καλλιέργεια ενιαίας εθνικής συνείδησης, στην οποία πρωταγωνίστησαν, τουλάχιστον μέχρι το 1974. Κι αυτό γιατί αυτή η προσπάθεια γίνεται με άνισο τρόπο, καθώς αναπαράγει την αντίθεση «υψηλού πολιτισμού» και «λαϊκής τέχνης» – η διαχείριση της οποίας από τον Άγγελο Δεληβορριά υπήρξε μια σπάνια εξαίρεση στον γενικό κανόνα. Σε αυτήν την αντίθεση αντανακλώνται, μέχρι και σήμερα, δύο διαφορετικές ερμηνείες για το ζήτημα: αφενός, εκείνη που επιμένει στην αδιάσπαστη συνέχεια με την αρχαία Ελλάδα, υλικοποιώντας όσα πολιτισμικά στοιχεία θεωρούν ότι την αποδεικνύουν και αφανίζοντας ή παραμερίζοντας άλλα, προϊόντα εξωγενών επιδράσεων· αφετέρου, μια περισσότερο ευρύχωρη και αναλυτική ερμηνεία, η οποία αναγνωρίζει την παρουσία και άλλων πολιτισμικών επιδράσεων, εξίσου γόνιμων, μέσα σε αυτή τη μακραίωνη πορεία. Με βάση αυτό το γενικό πλαίσιο, ο συγγραφέας εστιάζει στην ανάγνωση αντικειμένων του μουσείου που αντανακλούν συγκεκριμένες ερμηνείες του παρελθόντος, κινούμενος με χαρακτηριστική διανοητική άνεση μέσα σε ένα μεγάλο χρονικό, αλλά και γεωγραφικό άνυσμα, αλλά και ανάμεσα σε διαφορετικά επιστημονικά πεδία.

 

Μυρσίνη Ζορμπά, Πολιτική του πολιτισμού, Πόλις

Ένα έργο ανολοκλήρωτο αποτελεί ο ανά χείρας τόμος· μολονότι αποτελεί την τέταρτη έκδοση του ομώνυμου βιβλίου που κυκλοφόρησε το 2014, συμπληρωμένου με αναλύσεις για όσα μεσολάβησαν την εποχή της κρίσης, παραμένει ανολοκλήρωτο, γιατί το έργο της Μυρσίνης Ζορμπά (1949-2023) έμεινε ανολοκλήρωτο. Τόσο το έργο της στο Υπουργείο Πολιτισμού, όπου δοκίμασε στην πράξη τις επεξεργασίες και τις προτάσεις πολιτιστικής πολιτικής που μελετά και αναλύει στις σελίδες του βιβλίου, μέσα σε ασφυκτικά χρονικά περιθώρια (καθώς ανέλαβε τη θέση της υπουργού Πολιτισμού πολύ αργά και την εγκατέλειψε πολύ νωρίς), όσο και το διανοητικό της έργο: όπως μας πληροφορεί, στον πρόλογό του, ο ιστορικός Αντώνης Λιάκος, το έκτασης εκατό περίπου σελίδων κεφάλαιο με τίτλο «Ο πολιτισμός στον καθρέφτη της κρίσης» που προστέθηκε στο κείμενο της παρούσας έκδοσης, μαζί με όσες διορθώσεις και αλλαγές είχε προλάβει να κάνει η ίδια, σχεδιαζόταν να αποτελέσει μια αυτόνομη μονογραφία, καθώς η συγγραφέας του ήταν πεισμένη ότι η κρίση συγκροτούσε μια αλλαγή παραδείγματος για την εξέλιξη και τη μελέτη της κουλτούρας στην Ελλάδα. Η αρχική μελέτη της Μυρσίνης Ζορμπά αποτέλεσε μια πρωτοποριακή, για την ελληνική βιβλιογραφία, προσέγγιση της συνάντησης του πολιτισμού με την κοινωνία και την πολιτική, εισάγοντας μια συγκροτημένη και με σύγχρονους όρους ερμηνεία της πολιτιστικής πολιτικής. Στο πρώτο μέρος εξετάζεται η επινόηση της πολιτισμικής πολιτικής στη μεταπολεμική Δυτική Ευρώπη, σε συνάρτηση με τη θεμελίωση και την επέκταση του κράτους πρόνοιας και την εμφάνιση της έννοιας των πολιτισμικών δικαιωμάτων. Στη συνέχεια, με βάση και την εμπειρία της ως ευρωβουλευτή, αλλά και της θητείας της ως επικεφαλής του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου, μελετά την πολιτισμική πολιτική ως δημόσια πολιτική, αντλώντας από την πράξη των ευρωπαϊκών κρατών. Τέλος, το τρίτο μέρος αφορά τη δημόσια πολιτική για την κουλτούρα την Ελλάδα του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα, από τα «πέτρινα χρόνια» και τη χαμένη άνοιξη του ’60, μέχρι την ευφορία της Μεταπολίτευσης και της Αλλαγής. Η πραγμάτευση εδώ ολοκληρώνεται με έναν απολογισμό των ευρωπαϊκών χρηματοδοτήσεων και των μεταμορφώσεων του πολιτισμού στο γύρισμα του 21ου αιώνα, προκειμένου να ανταποκριθεί σε αυτές. Το τέταρτο μέρος του παρόντος τόμου, ανέκδοτο μέχρι σήμερα, αναλύει την πολιτισμική πολιτική στα χρόνια της οικονομικής κρίσης και τους μετασχηματισμούς στην κουλτούρα. Αφού αναφερθεί στις πολιτισμικές αναπαραστάσεις τη κρίσης στον τύπο και στο οπτικοακουστικό πεδίο, εξετάζει τον εκδημοκρατισμό της κουλτούρας, τους μετασχηματισμούς της λαϊκής κουλτούρας και τον πολιτισμό της καθημερινής ζωής μέσα στις συνθήκες έκτακτης ανάγκης που δημιούργησε η οικονομική κρίση. Τέλος, ένα ακόμη κεφάλαιο μελετά τις πολιτισμικές αναπαραστάσεις της πανδημίας και τις μεταβολές που προκάλεσε ώστε να οδηγηθούμε σε μια συνολική αλλαγή παραδείγματος. Ο τόμος ολοκληρώνεται εξετάζοντας την πολιτισμική δημοκρατία στην πράξη, μέσα από την εμπειρία της εμπλοκής της με θεσμούς, είτε του κράτους είτε της κοινωνίας των πολιτών.

 

Γιάννης Μυλωνάς, Η ελληνική κρίση στα ΜΜΕ, Ψηφίδες

Απέχοντας πλέον μια δεκαπενταετία από το έτος που, τυπικά, σηματοδοτεί την έναρξη της ελληνικής κρίσης και της πολιτικο-οικονομικής κατάρρευσης και χρεοκοπίας, μπορούμε να αντιμετωπίσουμε από απόσταση «ασφαλείας» και να αναστοχαστούμε την αναμφίβολα μετασχηματιστική αυτή περίοδο, μολονότι οι συνέπειές της όχι μόνο συνεχίζουν να ρίχνουν βαριά τη σκιά τους στη ζωή της χώρας και των πολιτών της αλλά διαπλέκονται με μια σειρά άλλων κρίσεων – πολεμικής, υγειονομικής, κλιματικής… Σε αυτό το πλαίσιο, ο συγγραφέας, καθηγητής Μέσων και Πολιτισμού σε ευρωπαϊκά πανεπιστήμια –ένας ακόμη από τη γενιά που η κρίση ανάγκασε σε μετανάστευση– εξετάζει τη δημόσια κατασκευή της ελληνικής κρίσης. Ειδικότερα, αναλύει τον τρόπο με τον οποίο νοηματοδοτήθηκε η ελληνική κρίση από φιλελεύθερους πολιτικούς και διανοούμενους, αναλύοντας τα μέσα ενημέρωσης σε τρεις χώρες της Ε.Ε., τη Γερμανία, τη Δανία και την Ελλάδα, και τον τρόπο με τον οποίο αναπαρέστησαν κομβικά γεγονότα, όπως οι εκλογές, τόσο στην Ελλάδα όσο και στη Γερμανία, η υπογραφή των μνημονίων, οι διαμαρτυρίες και η βία με την οποία αντιμετωπίστηκαν, το δημοψήφισμα του 2015 κ.ά. Επισημαίνοντας ότι τα βασικά χαρακτηριστικά του ηγεμονικού λόγου της κρίσης υπήρχαν και πριν και διατηρήθηκαν και μετά από αυτήν, αναδεικνύει τα οριενταλιστικά στερεότυπα και τους ταξικούς μύθους που διαμεσολαβούν τη σχέση του αναπτυγμένου ευρωπαϊκού Βορρά με τον υστερημένο Νότο, την πολιτισμική και ηθικιστική λογική πίσω από τα ερμηνευτικά σχήματα της ελληνικής κρίσης (ποιος δεν θυμάται τους «τεμπέληδες Έλληνες», που εκμεταλλεύονται τους τίμιους εργαζόμενους του ευρωπαϊκού κέντρου;) και τα πειθαρχικά και τιμωρητικά νεοφιλελεύθερα μέτρα τα οποία κλήθηκαν να δικαιολογήσουν. Έτσι, ένα ηθικολογικό και φαινομενικά απολίτικο αφήγημα, κάποτε διασκεδαστικό για ορισμένους, μετατράπηκε σε όχημα για την επιβολή πολιτικών γενικευμένης απορρύθμισης και επίθεσης στο εργατικό εισόδημα, τις οποίες, επιπλέον, φυσικοποιούσε, αποικιοποιώντας την ίδια την πολιτική και κοινωνική φαντασία και εξοβελίζοντας ακόμη και τη σκέψη ότι μπορεί να υπάρχει άλλη εναλλακτική.

 

Ρόζα Βασιλάκη κ.ά., Η Εναλλακτική Δεξιά στην Ελλάδα, Τόπος

Στις μεταμορφώσεις της άκρας δεξιάς στην Ελλάδα κατά τη μεταπανδημική περίοδο εστιάζουν οι τέσσερις συγγραφείς των κεφαλαίων του ανά χείρας τόμου. Σύμφωνα με την ανάλυσή τους, η εμπειρία της πανδημίας και η διαχείρισή της, καθώς και το αντιεμβολιαστικό κίνημα όπου ηγεμόνευσαν ακροδεξιές αντιλήψεις, συνιστούν μια τομή, η οποία, σε συνδυασμό με τη διάλυση της Χρυσής Αυγής ύστερα από την ποινική καταδίκη της ηγεσίας της, επέτρεψε τη στροφή και τον μετασχηματισμό του γαλαξία των ακροδεξιών οργανώσεων και συσσωματώσεων προς το ρεύμα που διεθνώς έχει αποκληθεί alt-right («εναλλακτική δεξιά») και σχηματίζεται την ίδια, πάνω-κάτω, εποχή. Ρεύμα που και στην Ελλάδα δεν περιορίζεται στα ποικίλα πολιτικά κόμματα δεξιότερα της Ν.Δ., αλλά περιλαμβάνει και ένα ευρύ φάσμα δήθεν υπερκομματικών οργανώσεων που ανήκουν στη σφαίρα της κοινωνίας των πολιτών και δραστηριοποιούνται πρωτίστως στον κυβερνοχώρο. Αφού εντοπίσουν τα κοινά χαρακτηριστικά που συγκροτούν το ρεύμα της εναλλακτικής δεξιάς, στην Ελλάδα και διεθνώς (όπως η διαρκής αίσθηση συναγερμού και ηθικού πανικού, η ροπή προς τη συνωμοσιολογία και τον ανορθολογισμό, η ιδιοποίηση της ρητορικής της Αριστεράς, η αντιστροφή των ρόλων θύτη και θύματος κ.λπ.) επισημάνουν ότι, πλέον, η συστηματική επιδίωξη της ιδεολογικής ηγεμονίας προκρίνεται έναντι των βίαιων πρακτικών, χωρίς, βέβαια, αυτές να έχουν εκλείψει. Στα επιμέρους κεφάλαια εξετάζονται το αντιεμβολιαστικό κίνημα και η εκμετάλλευσή του από την άκρα δεξιά ως πολιτική ευκαιρία νομιμοποίησής της μετά την καταδίκη της Χρυσής Αυγής (Γιώργος Σουβλής)· ο ρόλος της θρησκευτικής ταυτότητας στη διαμόρφωση πολιτικών μορφωμάτων που απαιτούν «χριστιανική διακυβέρνηση» (Ρόζα Βασιλάκη)· το πεδίο του κυβερνοχώρου, όπου, με όχημα την αντιπαράθεση στο ακροδεξιό κατασκεύασμα της «woke ατζέντας», αποκρυσταλλώνεται η ιδεολογία ενάντια στο κοινωνικό φύλο και τα ΛΟΑΤΚΙ+ δικαιώματα, με εστίαση στη «Φωνή Λογικής» (Ανδρομάχη Κουτσουλέντη)· και, τέλος, η δημόσια ιστορία της ακροδεξιάς και οι χρήσεις της, με επίκεντρο το «Μακεδονικό» και τα νέα επίδικα ζητήματα που διαμορφώθηκαν με τη Συμφωνία των Πρεσπών και τα συλλαλητήρια της Ν.Δ. και της ακροδεξιάς εναντίον της (Νίκος Αντωνάκος).

 

Hein de Haas, Μετανάστευση: 22 μύθοι και τι κρύβεται πίσω από αυτούς, Μεταίχμιο

Από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και μετά η υποδοχή μεταναστών αποτελεί σταθερό χαρακτηριστικό των δυτικών κοινωνιών, το οποίο αντιμετωπίζεται, συνήθως, μέσα από μια σειρά παραμορφωτικά πρίσματα, τα οποία υψώνουν οι εκάστοτε πολιτικές ελίτ των χωρών τους. Τα πρίσματα αυτά δεν είναι άλλα από τις ψευδείς υποθέσεις, ή μάλλον τους μύθους, για τη φύση, τα αίτια και τον αντίκτυπο της μετανάστευσης. Μάλιστα, όπως παρατηρεί ο συγγραφέας, κοινωνιολόγος στο Πανεπιστήμιο του Άμστερνταμ, οι περισσότερες δημόσιες συζητήσεις εστιάζουν στο τι πρέπει να είναι η μετανάστευση αντί για το τι είναι στην πραγματικότητα, διαιωνίζοντας μια σειρά από μύθους, που παρουσιάζουν το φαινόμενο είτε ως αποκλειστικά αρνητικό είτε ως αποκλειστικά θετικό – κάτι που και στις δύο περιπτώσεις, σύμφωνα με τον συγγραφέα, αποτελεί συνειδητή διαστρέβλωση της αλήθειας. Μέσα από τα 22 κεφάλαια του βιβλίου του (που μετέφρασε ο Γιώργος Μαραγκός), το καθένα από τα οποία ασχολείται με κάποιον εδραιωμένο μύθο περί μετανάστευσης, ο συγγραφέας, αρχικά, περιγράφει τον κάθε μύθο και τα αφηγήματα που τον συνθέτουν, καθώς και την προέλευσή τους, ενώ στη συνέχεια τον αποδομεί, αναλύοντας τι ισχύει πραγματικά, μέσα από τεκμήρια για τις πραγματικές τάσεις, τα αίτια και τον αντίκτυπο της μετανάστευσης. Στις τρεις ενότητες που συγκροτούν τη μελέτη, διερευνώνται οι τάσεις και τα μοτίβα της παγκόσμιας μετανάστευσης, καταρρίπτοντας δημοφιλείς μύθους για τα αίτια που την προκαλούν· ο αντίκτυπος της μετανάστευσης τόσο στις χώρες προορισμού όσο και στις χώρες προέλευσης, όπου ελέγχονται οι ισχυρισμοί για το αρνητικό και το θετικό κοινωνικό, πολιτισμικό και οικονομικό αποτύπωμα της μετανάστευσης· τέλος, αναδεικνύεται το πώς διάφορες διαδεδομένες ιδέες, που έχουν τη στήριξη πολιτικών, ομάδων συμφερόντων ή διεθνών οργανισμών, αποσκοπούν στη διαστρέβλωση της αλήθειας σχετικά με τη μετανάστευση. Στόχος του συγγραφέα, να παρακινήσει τους αναγνώστες σε μια συζήτηση που θα αντιμετωπίζει τη μετανάστευση ως αναπόσπαστο τμήμα ενός ευρύτερου, παγκόσμιου μετασχηματισμού.

 

Judith Butler, Ποιος φοβάται το φύλο;, Αλεξάνδρεια

Εδώ και αρκετά χρόνια, ένα φάντασμα πλανιέται πάνω από τον σύγχρονο κόσμο, το φάντασμα του κοινωνικού φύλου: Ήδη πριν από την εκλογή Τραμπ, αλλά με πολύ μεγαλύτερη σφοδρότητα μετά από αυτήν, το κοινωνικό φύλο (gender) αντιμετωπίζεται ως μείζων απειλή για την πατριαρχική ετεροκανονική οικογένεια, ως επίθεση στη φύση και τη θεϊκή τάξη – μια τάξη που μονάχα ένα ισχυρό κράτος μπορεί να αποκαταστήσει. Έτσι, το κοινωνικό φύλο παύει πλέον να αποτελεί μια αδιάφορη για τους πολλούς ακαδημαϊκή εννοιολόγηση ή ένα ενοχλητικό τετραγωνάκι σε κάποια αίτηση που πρέπει να συμπληρωθεί και μετατρέπεται σε σημείο εστίασης μιας επίθεσης, που εντάσσεται σε ένα ευρύτερο αυταρχικό πρόγραμμα, με στόχο να διαλύσει πρακτικές, θεσμούς και πολιτικές που θέλησαν να διευρύνουν την ελευθερία και την ισότητα. Το μη δυαδικό άτομο Τζούντιθ Μπάτλερ, θεωρώντας ότι, σε αυτό το πλαίσιο, το «φύλο» υποκαθιστά ένα περίπλοκο σύνολο από αγωνίες και μετατρέπεται σε τόπο όπου συγκεντρώνονται ποικίλοι φόβοι καταστροφής, με το έργο αυτό (που μετέφρασε ο Γιώργος Καράμπελας) εστιάζει στη φαντασιωτική διάσταση του «φύλου» και στα άγχη, τους φόβους και τα μίση που κινητοποιεί σε ανθρώπους που ζουν με την αίσθηση ότι όντως κάτι καταστρέφει τον κόσμο τους. Αρχικά εξετάζει τη συμβολή του Βατικανού, και του παγκόσμιου δικτύου που είναι σε θέση να κινητοποιεί, στη ρητορική κατά του φύλου. Στη συνέχεια, μελετά τις πρόσφατες διαμάχες στις ΗΠΑ, οπότε και το «φύλο» μετατράπηκε σε επίδικο όρο, επενδυμένο, από μεριάς του κράτους, με μια φαντασίωση παλινόρθωσης των πατριαρχικών εξουσιών. Κατόπιν στρέφεται στις συζητήσεις περί βιολογικού φύλου στη Βρετανία (που πρόσφατα πήραν και τη μορφή δικαστικής απόφασης), δίνοντας ιδιαίτερη προσοχή στα επιχειρήματα φεμινιστριών υπέρ του αποκλεισμού των τρανς ατόμων. Στα επόμενα, εξετάζει τις προκλήσεις που θέτει για τη θεωρία της κοινωνικής κατασκευής η θεώρηση του φύλου ως «κατασκευασμένου», τεχνητού, τονίζοντας ότι οι υλικές και οι κοινωνικές διαστάσεις του σώματος κατασκευάζονται μέσα από ένα ευρύ φάσμα πρακτικών, λόγων και τεχνολογιών. Μελετά, μάλιστα, παραδείγματα πολιτισμικών και υλικών μορφών κατασκευής της έμφυλης δυαδικότητας που επιστράτευσαν φρικτή βία, όπου τα μαύρα σώματα κλήθηκαν να παίξουν τον ρόλο της «φύσης», αποτελώντας το πειραματικό πεδίο από το οποίο φτιάχτηκαν οι λευκοί έμφυλοι κανόνες. Αφού εξετάσει τον ισχυρισμό ότι το «φύλο» αποτελεί μια συνωμοσία των ελίτ προκειμένου να εξυπηρετηθεί η αποικιοκρατική επιβολή στον παγκόσμιο Νότο, η πραγμάτευση ολοκληρώνεται με μια συζήτηση για τον όρο gender και τη μετάφρασή του, και την έκκληση να συνεχίσουμε να σκεφτόμαστε τι εννοούμε με αυτόν και τι εννοούν άλλα άτομα που του επιτίθενται.

 

Françoise Vergès, Μια φεμινιστική θεωρία της βίας, Εκτός Γραμμής

«Η βία δεν γνωρίζει ανάπαυλα»: γυναικοκτονίες, δολοφονίες αυτοχθόνων ακτιβιστών και ακτιβιστριών, βία ενάντια σε ηλικιωμένους και παιδιά, αστυνομική βία, ρατσιστική βία· επιπλέον, στρατόπεδα εγκλεισμού προσφύγων και μεταναστριών, μαζική χρήση του βιασμού στις ένοπλες συρράξεις, εκτόπιση εκατομμυρίων ανθρώπων λόγω πολέμου, οικονομικής ή κλιματικής κρίσης. «Πώς να φανταστούμε ότι θα αντιμετωπίσουμε μονάχα ένα μέρος της βίας αυτής χωρίς να ασχοληθούμε με το υπόλοιπο;» αναρωτιέται η πολιτική επιστήμονας, ιστορικός και ανεξάρτητη επιμελήτρια Φρανσουάζ Βερζές στο σύντομο αυτό βιβλίο της, που κυκλοφορεί στα ελληνικά σε μετάφραση της Αριάδνης Μοσχονά. Εκκινώντας από την ανάδειξη του ρόλου του κράτους στην οργάνωση και τη διαιώνιση της βίας κατά των γυναικών, καθώς και την παραδοχή ότι αυτή η βία δεν θα μπορούσε να απομονωθεί από το παγκόσμιο καθεστώς βίας, επιχειρεί να σκιαγραφήσει τις προϋποθέσεις για μια αντιρατσιστική πολιτική της προστασίας, ασκώντας κριτική στην προσφυγή στην αστυνομία και στη δικαστικοποίηση των κοινωνικών προβλημάτων. Βασισμένη στις αποαποικιακές και αντιρατσιστικές φεμινιστικές αναλύσεις, επιχειρεί να στοχαστεί μια πολιτική που θα προστατεύει τα ανθρώπινα όντα χωρίς να τα θυματοποιεί και χωρίς να θεωρεί την αδυναμία ελάττωμα. Όπως υποστηρίζει, η εξέταση του ζητήματος της προστασίας από τη σκοπιά της τάξης, της φυλής και της ετεροκανονικότητας διευρύνει το πεδίο δράσης μιας διαθεματικής φεμινιστικής προσέγγισης, που βρίσκεται στους αντίποδες του σωφρονιστικού και τιμωρητικού φεμινισμού, που απαιτεί την ποινικοποίηση ορισμένων πράξεων χωρίς να αναρωτιέται ποιοι θα ποινικοποιηθούν. Η συγγραφέας ασκεί πυκνή και δριμεία κριτική στον θεσμοποιημένο φεμινισμό που συμπλέει ή, μάλλον, εργαλειοποιείται από τον νεοφιλελευθερισμό, προωθώντας μια πολιτική προστασίας που εξαρτάται από κριτήρια φυλής, τάξης, φύλου και σεξουαλικότητας, πολιτική που έτσι χαράσσει όρια ανάμεσα σε όσες γυναίκες έχουν δικαίωμα στην προστασία και σε εκείνες που αποκλείονται από αυτήν. Απέναντι σε έναν τέτοιο φεμινισμό, η γαλλίδα θεωρητικός προκρίνει μια συμμαχία όχι μονάχα με φεμινίστριες που επιδιώκουν την αποαποικιοποίηση και αποφυλετικοποίηση των θεωριών και των πρακτικών τους, αλλά και με άνδρες, μη δυαδικά, κουίρ και τρανς άτομα που πολεμούν την ανδροκρατία και τον ρατσισμό.

 

rgen Habermas, Μια νέα μεταβολή δομής της δημόσιας σφαίρας, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης

Εξήντα και παραπάνω χρόνια έχουν συμπληρωθεί από την έκδοση του έργου Αλλαγή δομής της δημοσιότητας (Νήσος, 1997), με το οποίο έγινε για πρώτη φορά γνωστός ο γερμανός φιλόσοφος και το οποίο παραμένει ακόμη και σήμερα από τις σημαντικότερες συμβολές του στη μελέτη της σύγχρονης αστικής δημοκρατίας και του διαμορφωτικού ρόλου που διαδραματίζει ο Τύπος στη συγκρότηση της δημόσιας σφαίρας. Έχοντας κατά νου τις καταιγιστικές και ριζικές αλλαγές που επιφέρει ο ψηφιακός μετασχηματισμός των μέσων μαζικής ενημέρωσης στη δημόσια σφαίρα και, κατ’ επέκταση, στη διαβουλευτική φύση της δημοκρατικής πολιτικής, ο 96χρονος σήμερα επίγονος της Σχολής της Φραγκφούρτης επανέρχεται στο έργο του εκείνο, συμπληρώνοντας και «επικαιροποιώντας» το, επισημαίνοντας μια νέα μεταβολή δομής της δημόσιας σφαίρας, όπως ακριβέστερα επέλεξε η μεταφράστρια του σύντομου αυτού δοκιμίου, Φανή Παραφόρου, να αποδώσει τους χαμπερμασιανούς όρους. Ο φιλόσοφος, αφού υπενθυμίσει τους επισφαλείς όρους σταθερότητας της, επιρρεπούς σε κρίσεις, καπιταλιστικής δημοκρατίας, επισημαίνει ότι η εξέλιξη της ψηφιακής επικοινωνίας ευνοεί τον κατακερματισμό της δημόσιας σφαίρας και το θόλωμα, αν όχι την κατάργηση, των ορίων. Πλάι στη δημοσιογραφική δημόσια σφαίρα αναπτύσσεται, χάρη στον χαρακτήρα πλατφόρμας που έχουν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ένας χώρος επικοινωνίας όπου αναγνώστες, ακροατές και θεατές αναλαμβάνουν τον ρόλο του συγγραφέα, με τρόπο αυθόρμητο αλλά και ανεξέλεγκτο ως προς την επαλήθευση, την αξιολόγηση και την ιεράρχηση του περιεχομένου. Αφού παρατηρήσει ότι η εξάπλωση του Διαδικτύου συνδυάζεται με την κατακόρυφη πτώση της κυκλοφορίας του έντυπου Τύπου –αλλά και τη συγκράτηση της ακροαματικότητας ραδιοφώνου και τηλεόρασης– επισημαίνει με καίριο τρόπο ότι ο αρρύθμιστος χαρακτήρας της διαδικτυακής επικοινωνίας μετατρέπει τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης σε ένα χώρο ημι-δημόσιας, κατακερματισμένης επικοινωνίας που στρέφεται γύρω από τον εαυτό της, παραμορφώνοντας την αντίληψη των χρηστών για την πολιτική δημόσια σφαίρα ως τέτοια – κάτι που διαπιστώνουμε καθημερινά γύρω μας… Το σύντομο αυτό δοκίμιο συμπληρώνεται με μια συνέντευξη και ένα κείμενο όπου ο γερμανός φιλόσοφος διευκρινίζει τι σημαίνει «διαβουλευτική δημοκρατία», απαντώντας σε παρανοήσεις και ενστάσεις.

 

Σωτήρης Βανδώρος κ.ά., Το παράδοξο της δημοκρατίας και οι εχθροί της, Αλφειός

«Ποια δημοκρατία για τους εχθρούς της δημοκρατίας;» Σε αυτό το παλιό ερώτημα συμπυκνώνεται το εγγενές παράδοξο της ανεκτικότητας σε μια φιλελεύθερη δημοκρατία: Πώς οφείλει να αντιμετωπίσει τους μη ανεκτικούς; Αν παραμείνει ανυποχώρητη ως προς τις ελευθερίες και τα δικαιώματα που αναγνωρίζει, κινδυνεύει να δώσει στους εχθρούς της τα μέσα για να την καταλύσουν· αν υιοθετήσει μη ανεκτική στάση απέναντι στους μη ανεκτικούς, τότε κινδυνεύει να αναιρέσει τον ίδιο της τον εαυτό, μέσα από την περιστολή δικαιωμάτων, πρακτικές λογοκρισίας κ.ά. Αυτό το παράδοξο εξετάζουν, μέσα από δύο πρόσφατα παραδείγματα, την αντιμετώπιση της Χρυσής Αυγής στην Ελλάδα και της ισλαμιστικής τρομοκρατίας στη Γαλλία μετά την επίθεση της 13ης Νοεμβρίου 2015 στο Παρίσι, οι τέσσερις συγγραφείς του ανά χείρας τόμου στις συμβολές τους, αποτέλεσμα ερευνητικού προγράμματος του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου. Στο πρώτο κεφάλαιο, ο Σωτήρης Βανδώρος εξετάζει την αντιμετώπιση της Χρυσής Αυγής, αξιοποιώντας τις έννοιες της «μαχόμενης» και της «ανοσοποιημένης» δημοκρατίας, με βάση τις οποίες αξιολογείται το νομικό και θεσμικό πλαίσιο του ελληνικού πολιτικού συστήματος ως προς την αντιμετώπιση των αρνητών της δημοκρατίας. Στη συνέχεια, ο Δημήτρης Ροζάκης μελετά την αντιμετώπιση της ισλαμιστικής τρομοκρατίας από το κοσμικό («laïque») γαλλικό κράτος και τον χαρακτηρισμό των μαχητών της ως εγκληματιών αλλά και, ταυτόχρονα, εχθρών, με την προσφυγή στη θεωρία περί δικαίου πολέμου να αποτελεί εγγύηση για μια δικαιοσύνη αποστασιοποιημένη από την κρατική σκοπιμότητα. Στο επόμενο κεφάλαιο ο Χρήστος Γροσδάνης αναλύει τη στάση που κράτησαν τρεις μεγάλες γαλλικές εφημερίδες (Le Monde, Libération, Le Figaro) απέναντι στις τρομοκρατικές επιθέσεις και τα αίτιά τους, αλλά και τους κινδύνους εκτροπής από το δημοκρατικό πλαίσιο και το κράτος δικαίου. Τέλος, ο Αλφρέδος Σταϊνχάουερ επισημαίνει μια κρίσιμη όψη της σχέσης της δημοκρατίας με τη βία και την τρομοκρατία, εστιάζοντας στο πώς η σφαίρα της δημοσιότητας κατακερματίζεται σε ψηφιακές κοινότητες που αναιρούν την εγγενή οικουμενικότητά της, αποτελώντας πρόσφορο έδαφος για την καλλιέργεια της βίας.

 

Χάρης Ναξάκης, Τεχνοκόσμος, Κουκκίδα

Ο συγγραφέας μοιράζεται με αρκετούς άλλους μελετητές την πεποίθηση ότι οι κοινωνίες μας, κοινωνίες του ύστερου καπιταλισμού, βρίσκονται στο κατώφλι ενός μετασχηματισμού που οδηγεί στην υπέρβαση του καπιταλισμού και στην ανάδυση ενός νέου κοινωνικού σχηματισμού. Από το σημείο αυτό και μετά οι αναλύσεις τους διαφοροποιούνται, διατηρώντας κοινή την αντιμετώπιση αυτού του εν εξελίξει μετασχηματισμού ως μιας εφιαλτικής δυστοπίας στην οποία κυρίαρχο ρόλο διαδραματίζει η ψηφιακή τεχνολογία και η τεχνητή νοημοσύνη. Ο συγγραφέας, ο οποίος υπήρξε καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, δεν συμμερίζεται τις αναλύσεις που κάνουν λόγο για τη μετάλλαξη του καπιταλισμού σε ψηφιακό, γνωσιακό, κατασκοπευτικό κ.ά. που έχουν προταθεί κατά καιρούς. Αντιθέτως, θεωρεί ότι το βασικό στοιχείο της εν εξελίξει μετάλλαξης είναι η αλλαγή της προέλευσης και του τρόπου απόσπασης της υπεραξίας: δεν είναι πλέον η ανθρώπινη εργασία που παράγει την υπεραξία από την οποία γιγαντώνεται το ψηφιακό κεφάλαιο αλλά τα δεδομένα, οι πληροφορίες που εθελοντικά και συχνά ανεπίγνωστα προσφέρουμε όλοι οι χρήστες δωρεάν, χωρίς καμία ανταμοιβή, στις ψηφιακές πλατφόρμες και τους εταιρικούς κολοσσούς που τις διαχειρίζονται. Επίσης, μεταβάλλεται η ίδια η φύση του εμπορεύματος, που πλέον χάνει την υλικότητά του και μετατρέπεται σε άυλο, ενώ όλο και πιο συχνά ακόμη και τα υλικά εμπορεύματα επενδύονται με συμβολική αξία πολύ μεγαλύτερη από την όποια ανταλλακτική αξία διαθέτουν. Ο συγγραφέας αποκαλεί «τεχνοκόσμο» αυτόν τον νέο κοινωνικό σχηματισμό, ενώ θεωρεί πως οδηγεί σε μια μετανθρώπινη κατάσταση, όπου η ανθρώπινη σωματικότητα συμφύρεται με ψηφιακά τεχνουργήματα. Πηγή αυτού του εφιαλτικού ορίζοντα που διαγράφεται στις σελίδες της μελέτης αποτελεί η εργαλειακή ορθολογικότητα που κληροδότησε στον δυτικό άνθρωπο μία τάση του Διαφωτισμού η οποία ωθεί προς την κυριαρχία επί της φύσης, αλλά και, μέσω του μύθου περί ουδετερότητας της τεχνολογίας, επί των ανθρώπων. Επιλεκτική αποανάπτυξη, περιορισμός της εκμηχάνισης του ανθρώπου και του κόσμου, περιορισμός της εξάρτησης από την υπολογιστική νοημοσύνη των μηχανών, έξοδος από τα κοινωνικά δίκτυα είναι μερικοί από τους τρόπους αντίστασης στον «τεχνοκόσμο» που προκρίνει ο συγγραφέας.

 

Mark Rowlands, Η ευτυχία των σκύλων, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου

Σκυλίσια ζωή… Η έκφραση χρησιμοποιείται συχνά προκειμένου να σηματοδοτήσει συνθήκες ζωής έσχατης ένδειας, συνθήκες σκληρές και απάνθρωπες· κάποτε όμως η χρήση της είναι ειρωνική, υπονοώντας το ακριβώς αντίθετο – και τότε, τις περισσότερες φορές, αφορά, όντως, σκύλους. Με αυτήν ακριβώς την έννοια πραγματεύεται τη ζωή των σκύλων ο συγγραφέας, καθηγητής φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο του Μαϊάμι και κυνόφιλος σε ολόκληρη τη ζωή του. Παρατηρεί τη σκυλίσια ζωή των τετράποδων συντρόφων του και διαπιστώνει ότι βρίσκουν αυθεντική ευτυχία ακόμη και στην πιο τετριμμένη δραστηριότητα, ότι αφοσιώνονται με ενθουσιασμό στην πιο μάταια, επαναληπτική και χωρίς νόημα κίνηση. Οι παρατηρήσεις αυτές τον οδηγούν στη σύγκριση, εκφρασμένη με ιδιαίτερο χιούμορ, ανάμεσα στη σκυλίσια και την ανθρώπινη ζωή, σύγκριση η οποία αποβαίνει εις βάρος των ανθρώπων, αν το κριτήριο είναι η πληρότητα ή η ευτυχία. Ο Μαρκ Ρόουλαντς δεν γράφει, βέβαια, κάποιο βιβλίο αυτοβελτίωσης, ούτε προτείνει στον αναγνώστη του δοκιμίου του (μετάφραση: Γιώργος Καράμπελας) να γίνει σαν τον σκύλο του – αντιθέτως, τον διαβεβαιώνει ότι αυτό είναι αδύνατον. Στην υπαρξιστική πραγματεία του, επιχειρεί να δείξει πως, παρά τη ρήση που ο Πλάτων αποδίδει στον Σωκράτη, «ὁ δ’ ἀνεξέταστος βίος οὐ βιωτὸς ἀνθρώπῳ» (Απολογία Σωκράτους, 38a), στην πραγματικότητα είναι ο πιο αξιοβίωτος – αν μη τι άλλο για τους σκύλους. Οι άνθρωποι είναι καταδικασμένοι να αναστοχάζονται· ένα μέρος του εαυτού τους ζει τη ζωή και ένα άλλο μέρος παρακολουθεί το άλλο να ζει και το κρίνει· οι σκύλοι όχι. Συνεχίζοντας τις σκέψεις που του γεννά η παρατήρηση των σκύλων, ο συγγραφέας θέτει ερωτήματα για το κατά πόσον οι σκύλοι μπορούν να ενεργούν ηθικά ή να συλλογίζονται λογικά, διευρύνοντας την κατανόησή μας για τους τετράποδους συντρόφους μας, ωθώντας, παράλληλα, τα όρια της δυτικής φιλοσοφίας προς την κατεύθυνση μιας μετα-ανθρώπινης συνθήκης που θα περιλαμβάνει και τα μη ανθρώπινα έμβια στις επεξεργασίες της.

 

 

Προηγούμενο άρθροΣτην Αθηνά Ψυλλιά το Βραβείο Μετάφρασης ΛΕΑ
Επόμενο άρθροΤο 17ο Φεστιβάλ ΛΕΑ συνεχίζεται….

4 ΣΧΟΛΙΑ

  1. Θαυμάσια επιλογή- παρουσίαση. Μήπως είναι δυνατόν, κύριε Κουκουριώτη, να έχουμε και για το τι μας επιφυλάσει το Μέλλον?
    Σας ευχαριστούμε,
    με εκτίμηση Τάσος Μπαγκέρης

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ