Τι διάβασα το καλοκαίρι (από τον Βαγγέλη Χατζηβασιλείου)

0
6691
σύνδεσμος avatar Natália Elizete Franco Pedroso Natália Elizete Franco Pedroso

 

από τον Βαγγέλη Χατζηβασιλείου

Τέλος του καλοκαιρού με μια περιήγηση σε δέκα πρόσφατα πεζογραφικά βιβλία με βάση αναγνώσσεις και κριτικά μου δημοσιεύματα (*)

 

Έλενα Μαρούτσου: Ντόμινο. Η τέχνη των αλυσιδωτών πτώσεων. Διηγήματα. Κίχλη, σελ. 172.

Στην καινούργια, συρταρωτή συλλογή διηγημάτων της Έλενας Μαρούτσου έξι  ανθρώπινες φιγούρες, ένα στρώμα και μία λίμνη συνδέονται μεταξύ τους κατά τον τρόπο του ντόμινο σε μια σειρά διηγημάτων που είναι πιθανόν να σημαίνουν όχι μόνο πτώση, μα και, όπως σπεύδει να δεχτεί η συγγραφέας, επανεκκίνηση ή ξεκίνημα από την αρχή. Εκείνο που έχει σημασία δεν είναι η πτώση ή το ξεκίνημα, αλλά η μέθοδος με την οποία συλλαμβάνει τους ήρωες και τις καταστάσεις του βιβλίου της η Μαρούτσου. Τηρώντας σαφή απόσταση από το συναισθηματικό περιεχόμενο των ιστοριών της (μολονότι φροντίζει να αποδώσει εναργώς τα αισθήματα τα οποία έλκονται εκάστοτε), η συγγραφέας αποφεύγει τόσο το δράμα όσο και την κωμωδία, προτιμώντας μια αποφορτισμένη και πάντως κάθε άλλο παρά ασφυκτική ή έστω στενόχωρη ατμόσφαιρα. Παράλληλα, φροντίζει να τροφοδοτήσει τους πρωταγωνιστές της με ένα σθεναρό ψυχικό δυναμικό, είτε το περιβάλλον των αντιδράσεών τους είναι αρνητικό είτε θετικό. Μεγάλα φυσικά, κοινωνικά, πολιτικά και ιστορικά γεγονότα, που παρεισδύουν ως στιγμιαίο φόντο στη δράση των διηγημάτων, δεν καταφέρνουν να εγγραφούν οργανικά στο εσωτερικό της ή να αποτελέσουν ένα εκ των ων ουκ άνευ στοιχείο του σκελετού  της. Φταίνε γι’ αυτό, πιθανόν, άλλοτε το ίδιο το φόντο με την ελάχιστη αφηγηματική του διάρκεια και άλλοτε τα γεγονότα καθ’ εαυτά, τα οποία με το μέγεθος και με την έντασή τους  αδυνατούν να χωρέσουν ή να προσαρμοστούν σε μια ατομική ιστορία με άλλο βαθμό και τύπο έντασης.

 

Γιάννης Ξούριας: Φύλλα βασιλικού. Διηγήματα. Gutenberg, σελ. 97.

Τι ακριβώς είναι τα διηγήματα του Γιάννη Ξούρια; Πειραματικές προσπάθειες που δοκιμάζουν ένα καινούργιο είδος γραφής και σύνθεσης; Ασκήσεις πάνω σε ένα προσχέδιο για συγκρότηση χαρακτήρων και καταστάσεων; Δοκιμές συστέγασης εντελώς διαφορετικών μεταξύ τους στοιχείων όπως είναι ο σχηματισμός ύφους και η δημιουργία ατμόσφαιρας; Μήπως, τέλος, παιχνίδια μεταξύ των πρωταγωνιστών και του πρωτοπρόσωπου αφηγητή ή κατανομής ρόλων ανάμεσα στους ήρωες και τον τελευταίο στο εσωτερικό μιας πλοκής που εννοεί περισσότερα από όσα συμβαίνουν  τουλάχιστον στο κυριολεκτικό επίπεδο; Θα έλεγα πως όλα αυτά μαζί συν την ιδέα του συγγραφέα για ένα σύνολο κειμένων που ζητούν να μην ξεμπερδέψουμε εύκολα (ή με μια πρώτη ματιά) με την άρθρωση και την τεχνική τους. Ο συγγραφέας δεν βιάζεται να αποσπάσει νόημα από τα κείμενά του ούτε θέλει, σε οποιαδήποτε περίπτωση, να το εκβιάσει. Προτιμά, αντιθέτως, και εδώ συνίστανται κατά τη γνώμη μου το ενδιαφέρον και η τελική επιτυχία των διηγημάτων του, να αφήσει τα δεδομένα του σε διαρκή ρευστότητα και μετακύληση.

 

Νίκος Δαββέτας: Η δεσμοφύλακας. Εκδόσεις Πατάκη, σελ. 160.  

Πυκνή αυτοβιογραφική αφήγηση του Νίκου Δαββέτα για τη μητέρα του ενόσω οδεύει σταδιακά προς τον θάνατο λόγω αλτσχάιμερ. Ο συγγραφέας παρακολουθεί τη διαδικασία αργού εκφυλισμού του προσώπου και της προσωπικότητας της μητέρας, ταξιδεύοντας ανάκατα σε παλαιότερα διαστήματα που διασώζουν τη μητρική μορφή στο ακέραιο: όταν δούλευε ως δεσμοφύλακας στις φυλακές Αβέρωφ και Κορυδαλλού, όταν έσπευδε να καταχωνιάσει κάτω από τη στολή και την ιδιότητά της τα προσωπικά της ζητήματα (τον γάμο της και τον γιο της) ή όταν προσπαθούσε να προσαρμόσει τον εαυτό της στις στενόχωρες απαιτήσεις του επαγγέλματος, κάτι που μπορούσε να γίνει είτε με τη μείωση είτε με την αύξηση των αποστάσεων (αμφότερα εξίσου δύσκολα) ανάμεσα στις κρατούμενες και την ίδια. Ο Δαββέτας είναι αυτοβιογραφικός πλην αποφεύγει εκ συστήματος το εξομολογητικό ύφος, που θα επέβαλλε διάχυση των αισθημάτων και μια στρογγυλή και εξιδανικευτική εικόνα για τη μητέρα. Αξιοποιώντας την προγενέστερη θητεία του στην ποίηση, γεμίζει τα ηθελημένα κενά και τις εσκεμμένες ασάφειες του κειμένου με αφαιρέσεις που αντλούν τη δύναμή τους όχι από τα πραγματικά γεγονότα αλλά από την ικανότητα της γλώσσας να αποδίδει τους δισταγμούς και τις αμφισημίες της, μετατοπίζοντας το κέντρο αναφοράς: από το κυριολεκτικό και το ρεαλιστικό προς το μεταφορικό και το υπερβατικό, από τα γεγονότα καθ’ εαυτά προς τη γλωσσική τους μεταστοιχείωση.

 

Βαγγέλης Μπέκας: Γένεσις. Μυθιστόρημα. Εκδόσεις Ψυχογιός, σελ. 336.

Σε ένα ελληνικό νησί (πρόκειται προφανώς για την Κέρκυρα), το οποίο δέχεται αλλεπάλληλα τουριστικά κύματα, δύο οικογένειες που βρίσκονται σε πολυετή ανταγωνισμό μεταξύ τους για τον παντοειδή έλεγχο της επικράτειάς του, θα μπλεχτούν με απρόβλεπτες και πολλαπλές συνέπειες στην υπόθεση δύο διαδοχικών φόνων. Στο μυθιστόρημα του Βαγγέλη Μπέκα Γένεσις, η αστυνομική πλοκή που αποκαλύπτει τις σύγχρονες κοινωνικές παθογένειες θα συνδυαστεί με την προηγμένη τεχνολογία της τεχνητής νοημοσύνης, οδηγώντας σε ένα κράμα αστυνομικού και κοινωνικοπολιτικού μυθιστορήματος με γενναίες δόσεις επιστημονικής φαντασίας και μελλοντολογικού προβληματισμού. Ο Μπέκας δείχνει με κέφι και πρωτοτυπία τους τρόπους με τους οποίους αλλάζει η αστυνομική λογοτεχνία στις ημέρες μας, αναζητώντας πυρετωδώς καινούργιες κατευθύνσεις.

Οι οικογένειες του Καρρά και του Στεργίου θα καταλήξουν σε μοιραία και οριστική σύγκρουση που θα σύρει μαζί της έναν δραματικά βαρύ και περίπλοκο χορό: από τον πόλεμο των αλληλοσυγκρουόμενων συμφερόντων και τον ρόλο των μαγαζιών και των επιχειρήσεων μέχρι τη διαφθορά του αστυνομικού και του δικαστικού σώματος, τις δυνάμεις της οικονομικής και της διοικητικής ισχύος οι οποίες κρύβονται στο παρασκήνιο της τοπικής εξουσίας, τις ερωτικές σχέσεις (ομοφυλοφιλικές και μη) που καθορίζουν αποφασιστικά τα αφηγηματικά γεγονότα, τα απρόσμενα οικογενειακά ρήγματα, όπως και έναν ρομαντικό έρωτα ο οποίος όχι μόνο διατρέχει ολόκληρο το μυθιστόρημα αλλά και καταλήγει (όλως περιέργως) σώος και αβλαβής.

 

Μαρία Σκιαδαρέση: Αντιγόνη απ’ το Πουσκάρ. Μυθιστόρημα. Εκδόσεις Πατάκη σελ. 392.

Ο φόνος του επιστάτη ενός μεγάλου αγροκτήματος της Βοιωτίας, του Χόντι, ινδού μετανάστη, θα φέρει στο φως την ιστορία δύο οικογενειών σε Ελλάδα και Ινδία. Η Ανίλα και ο Χόντι είναι αδέλφια, προέρχονται από τις ανώτερες ινδικές κάστες και έχουν ενσωματωθεί δίχως τριγμούς στην ελληνική κοινωνία. Η οικογένεια Πεκμετζή έχει βασανιστεί από τις χρόνιες διαφορές των δύο δικών της αδελφών και ο φόνος του μεγαλύτερου πριν από χρόνια θα ανακινηθεί με τον τωρινό φόνο λόγω ανησυχητικών ομοιοτήτων. Η δράση προωθείται μέσω αλλεπάλληλων, εναλλασσόμενων αφηγήσεων των ηρώων και η δομή της σύνθεσης παραπέμπει στην αρχαία τραγωδία, με την Ανίλα στον ρόλο της Αντιγόνης, ενόσω τα πάντα κινούνται στο πλαίσιο ενός οιονεί αστυνομικού μυθιστορήματος. Η Μαρία Σκιαδαρέση προχωρεί εις βάθος στο οικογενειακό παρελθόν όπως έχει διαμορφωθεί από γενιά σε γενιά στις δύο χώρες, αναδεικνύοντας την προνομιακή κοινωνική θέση τόσο των ινδών μεταναστών όσο και των γαιοκτημόνων της Βοιωτίας. Τα  θέματα της εισδοχής, της υποδοχής και της συνύπαρξης, σε συνδυασμό με τα μοτίβα της ερωτικής συνεύρεσης και των φιλικών δεσμών μεταξύ ανθρώπων  προερχόμενων από εντελώς διαφορετικούς μεταξύ τους πολιτισμούς, αναπτύσσονται πυκνά και με πολυπρισματική μέθοδο.

 

Νάσια Διονυσίου: Μη γράφετε Αρθούρος. Νουβέλα. Πόλις. σελ. 145.

Ο Αρθούρος Ρεμπώ βρέθηκε στην Κύπρο το 1878 ως ακαταμάχητος ποιητής, αλλά και ως εξ επαγγέλματος τυχοδιώκτης. Εκεί θα τον συναντήσει με τη νουβέλα της Μη γράφετε Αρθούρος, η Νάσια Διονυσίου. Τα χρόνια του Ρεμπώ στο νησί είναι και τα χρόνια των απαρχών της αγγλοκρατίας. Έτσι, ένα μέρος της βιογραφίας του Ρεμπώ, που καλύπτει, παρ’ όλα αυτά, το σύνολο της ζωής του, θα ταυτιστεί με την αγγλική διακυβέρνηση στην Κύπρο, με τη μόνιμη και εκ βαθέων δυσφορία των Βρετανών για Έλληνες και Τούρκους, με την απέχθεια του πρώτου μεγάλου αρμοστή, του Γκάρνετ Γούλσλεϊ, για τη Λευκωσία, όπως και με την έμμονη ιδέα του να χτίσει μια αγροικία στο όρος Τρόοδος, μακριά από τη ζέστη και την καθυστέρηση μιας ανύπαρκτης και παντελώς άσημης πρωτεύουσας. Οι Βρετανοί υιοθετούν μαζικά τη νοοτροπία του πρώτου αρμοστή. Τόσο η λογική των βασιλικών μηχανικών, που αναλαμβάνουν την ανέγερση του αρμοστείου, όσο και η στάση της αγγλικής ελίτ απέναντι στους χριστιανούς και μουσουλμάνους ντόπιους συγκεφαλαιώνουν το αίσθημα κυριαρχίας και υπεροχής των αριστοκρατών για έναν πλήρως απαξιωμένο τόπο όπου ο βρετανικός νόμος και η βρετανική κουλτούρα συντρίβουν κάθε αντίσταση και διαφορά. Και εδώ η Διονυσίου θα παρεμβάλει ιδιοφυώς τον Ρεμπώ. Πιθανός εγκληματίας και ύποπτος για έναν πρόσφατο φόνο, αδίστακτος στις επιδιώξεις του μα και έντρομος για την τύχη η οποία του επιφυλάσσεται παντού στον κόσμο, ο Ρεμπώ θα διευθύνει στην Κύπρο ένα λατομείο. Δεν είναι πια ο επαναστάτης που υποσχέθηκε άλλοτε η ποίησή του, η μοναχικότητα, όμως, και ο ατομισμός του, μαζί με ένα πνεύμα που μοιάζει ικανό έστω και υπογείως να απεμπολήσει οποιαδήποτε τάξη, αποτελούν το αντίβαρο για τη σαρκοβόρα διοικητική μηχανή των Άγγλων. Η Διονυσίου ενσωματώνει στην αφήγησή της αποσπάσματα από ποιήματα και επιστολές του Ρεμπώ, καθώς και ίχνη από τον Βερλαίν και από τον Σαίξπηρ, από τον Εκκλησιαστή και από την Αποκάλυψη του Ιωάννη, από κυπριακά δημοτικά τραγούδια, από ύμνους για την Παναγία, την Αφροδίτη και άλλες γυναικείες θεότητες της Εγγύς Ανατολής, από κείμενα βρετανών πολιτικών και περιηγητών της βικτωριανής εποχής και από στίχους των Μπομπ Ντίλαν, Τζίμι Μόρρισον και Γιάννη Αγγελάκα (όλες οι παραπομπές δικές της). Σύνθεση με λεπτή και ταυτοχρόνως περίπλοκη ύφανση, σχέδιο εσωτερικά και εξωτερικά δουλεμένο, αναλογίες ιδανικά κρατημένες, αλλά και πολιτικό μήνυμα δίχως εύκολες ή κοινόχρηστες καταγγελίες και το κυριότερο χωρίς περισπασμούς και περιφράσεις.

 

Κωνσταντία Σωτηρίου: Η κεφαλή του Τσάτσγουερθ. Μυθιστόρημα. Εκδόσεις Πατάκη, σελ. 144.

Η κεντρική αφήγηση στην Κεφαλή του Τσάτσγουερθ ανήκει στην ηλικιωμένη (ξεχασμένη από τον χρόνο) σύζυγο ενός εργάτη των αγγλικών μεταλλείων στο Μιτσερό ο οποίος αρνούμενος να παραιτηθεί από την δουλειά του στην εξόρυξη δεν γλιτώνει την πνευμονοκονίαση με αποτέλεσμα να μετατοπίσει το βάρος της επιβίωσης της οικογένειας στη νεαρή τότε σύζυγό του. Πολλά χρόνια μετά, μια άλλη νεαρή από το Νεπάλ θα μπει στην υπηρεσία της ηλικιωμένης πλέον γυναίκας για να συνδεθεί με την αλυσίδα των επτά φόνων (πέντε γυναικών και δύο παιδιών) στο Μιτσερό το 2019 από τον πρώτο κατά συρροήν δολοφόνο στο νησί. Ύστερα από μια άνυδρη περίοδο, η έντονη βροχόπτωση θα φέρει στην επιφάνεια τη σορό του πρώτου θύματος των δολοφονιών, μιας τριανταοκτάχρονης μετανάστριας από τις Φιλιππίνες. Η σορός ανακαλύφθηκε σε φρεάτιο του μεταλλείου της Κοκκινόγειας στο Μιτσερό και θα συνδέσει στο μυθιστόρημα της Σωτηρίου την αποικιοκρατία των Άγγλων τη δεκαετία του 1950 με το ρατσιστικό μίσος κατά των μεταναστριών από τις Φιλιππίνες στο τέλος της δεύτερης δεκαετίας του 21ου αιώνα. Μια δεύτερη, συλλογικού τύπου αφήγηση (επίσης θηλυκού γένους) θα εξιστορήσει την τύχη των γυναικών στην Κύπρο. Η πολιτική εξουσία των Άγγλων και η οικονομική τους βία εις βάρος των εξαθλιωμένων μισθολογικά Κυπρίων θα συναντηθεί με τις δολοφονίες των μεταναστριών σε μια κοινωνία όπου η γυναίκα δεν κατάφερε να διεκδικήσει ποτέ την αυτονομία της.

 

Στρατής Πασχάλης: Η κατακόμβη των Αγίων αγνώστων. Μυθιστόρημα. Κάπα Εκδοτική, σελ. 334.

Το μυθιστόρημα του Στρατή Πασχάλη αποτελεί πριν και πάνω απ’ όλα ένα ασταμάτητο παιχνίδι, όντας, όμως, εκ παραλλήλου κι ένα ιδιότυπο στοίχημα με τον χρόνο. Ξεκινώντας από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και από την Οκτωβριανή Επανάσταση, και βαδίζοντας προς τον Μεσοπόλεμο και τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Πασχάλης θα φτάσει μέχρι την Κατοχή, τον Εμφύλιο και τον Ψυχρό Πόλεμο. Τόπος της δράσης, ένα φανταστικό νησί της δεκαετίας του 1970 και βασικές φιγούρες η κυρία Δαμβέργη, σκιτσαρισμένη ως πολύπειρη και κάπως παρακμασμένη καθηγήτρια γαλλικών, τρεις έφηβοι (δύο αγόρια κι ένα κορίτσι), μια ηλικιωμένη αριστοκράτισσα κι ένας παλαιοβιβλιοπώλης. Δεν πρόκειται για ιστορικό μυθιστόρημα όπου το παρελθόν καλείται να ξεκλειδώσει και να αποκωδικοποιήσει το παρόν (ή και το αντίστροφο) ούτε για γραμμική αφήγηση, παρά το γεγονός πως η διαδοχή των επιπέδων χρονικής αναφοράς παραμένει  διακριτή. Οι εποχές επίσης που αγκαλιάζει το βιβλίο δεν προβάλλονται δίκην τοιχογραφίας, αλλά επιμερισμένες σε καθημερινά επεισόδια από τη ζωή στη Ρωσία ή στην Ελλάδα προσώπων που έχουν συνδεθεί με τις αναμνήσεις και με τα βιώματα των κεντρικών ηρώων, των ηρώων της δεκαετίας του 1970. Οι διώξεις των Εβραίων και η εμπειρία του ναζισμού στην Ελλάδα και στην Ευρώπη θα δώσουν το παρών σε αυτές τις αναδρομές, πλην η κεντρική κατεύθυνση του μυθιστορήματος δεν έχει να κάνει ούτε με τη μνήμη ούτε με την πολιτική και με την ιστορία. Παρωδιακός με τη γλώσσα, με την κουλτούρα, με την κοινωνική τάξη, με τις επαγγελματικές συνήθειες και με τη νοοτροπία τόσο των κυρίων όσο και των δευτερευόντων προσώπων, ο Πασχάλης θέλει πιο πολύ να στήσει ένα μεταμοντέρνο πανηγύρι μαζί τους. Βασισμένος σε μια μυξοκαθαρεύουσα που υπονομεύει διαρκώς το κύρος και τη σαβαρότητά της (το κύρος και τη σοβαρότητα του μυθιστορηματικού λόγου γενικώς), ο συγγραφέας προτιμά την αποκαθήλωση ή και τη διαπόμπευση των μυθιστορηματικών συμβάντων αντί για τη δραματουργική τους νομιμοποίηση και δικαίωση.

 

Κωνσταντίνος Τζαμιώτης: Θα πέσει η νύχτα. Μυθιστόρημα. Μεταίχμιο,  σελ. 720.  

Από τον θεσσαλικό κάμπο, την πλατεία Βικτωρίας και το Κολωνάκι μέχρι τα βουνά του ελληνοϊταλικού πολέμου το 1940 εκτείνεται το καινούργιο μυθιστόρημα του Κωνσταντίνου Τζαμιώτη, επιδιώκοντας να αγκαλιάσει ένα μεγάλο μέρος της σύγχρονης ελληνικής πραγματικότητας ενόσω ανατρέχει σε ένα τμήμα του ιστορικού παρελθόντος ξεχασμένο από τους πάντες. Κεντρικός πρωταγωνιστής, ο Λευτέρης Διαμαντόπουλος, ο οποίος κυριαρχεί στη Θεσσαλία με τις επιτυχημένες αγροτικές του επιχειρήσεις και συνοδεύεται από έναν κύκλο συγγενικών προσώπων που αποδίδουν με ανάγλυφους τόνους τα χαρακτηριστικά των κοινωνικών στρωμάτων από τα οποία προέρχονται. Η εμφανέστερη επιτυχία του Τζαμιώτη σημειώνεται με τον τρόπο διαγραφής των χαρακτήρων του: ερωτικοί και βαθιά μοναχικοί, στυλοβάτες μα και υπονομευτές των ευθυνών οι οποίες τους αναλογούν, καταστροφικοί αλλά και φορείς γονιμότητας ή ανανέωσης, σανίδες επιβίωσης και σωτηρίας και εκ παραλλήλου πελώρια κενά έτοιμα να καταπιούν τον εαυτό τους και να αφανίσουν τους άλλους, οι χαρακτήρες προβάλλονται με εξαντλητικές λεπτομέρειες στην οθόνη μιας κοινωνίας που είναι προφανές πως έχει πλαστεί μέσα από τις ατομικές συνειδήσεις των μελών της. Είναι προφανές, θα έλεγα, και κάτι άλλο: η πρόθεση του συγγραφέα να συστήσει ένα μυθιστόρημα-ποταμό, ποντάροντας σε μια πολυεπίπεδη αφήγηση που θέλει να ανασύρει και τις ιστορικές εκδοχές του παρόντος ή αναπτύσσοντας σε πολυσέλιδη έκταση πολλές και αρκετά διαφορετικές μεταξύ τους ιστορίες. Η απουσία ενός απαραίτητου συγκολλητικού δεν επιτρέπει στο μυθιστόρημα τη ροή ενός ποταμιού γιατί τα φερτά υλικά  δυσκολεύονται να δέσουν το ένα με το άλλο. Εκτός από ένα γενικό κλίμα συλλογικής διάψευσης, δεν βλέπω πώς επικοινωνούν οι άταφοι νεκροί της Αλβανίας με τα μη ιστορικά συμφραζόμενα ενώ και το υπόγειο αστυνομικό μυθιστόρημα που επιζητεί την ενσωμάτωσή του στην οικονομία της συνολικής μυθοπλασίας μένει στο τέλος κάπως εκκρεμές, αναζητώντας μια δραματουργική συσχέτιση η οποία δεν προκύπτει.

 

Ανδρέας Μήτσου: Δυο παράξενα πλάσματα. Νουβέλα. Εκδόσεις Καστανιώτη, σελ. 112.  

Με ποιον τρόπο μπορεί ένα κορίτσι έξι ετών να αγαπήσει μια αρσενική στρουθοκάμηλο και ποια σχέση είναι δυνατόν να έχει κάτι τέτοιο με τα κύματα μετανάστευσης που σηκώνονται κάθε τόσο στο Αιγαίο; Δεν έχει σημασία αν το κορίτσι είναι τώρα υπερήλικη γριά που ανακαλεί το παρελθόν, αν η αλλόκοτη ιστορία της είναι αληθινή, αν η ίδια εντοπίστηκε όντως ανάμεσα σε ξεβρασμένους μετανάστες στη Νίσυρο να παραληρεί ή αν όλα αυτά συνιστούν μια πειστική ή όχι αφήγηση. Ο Ανδρέας Μήτσου έχει παρεμβάλει από πολύ παλιά στην πεζογραφία του ένα φανταστικό και παραμυθιακό στοιχείο στο οποίο επανέρχεται τώρα, δοκιμάζοντας να μιλήσει εμμέσως πλην σαφώς όχι μόνο για τον ρατσισμό και την ξενηλασία, που γεννιούνται καθημερινά μπροστά στα μάτια μας, μα και για την έννοια της αλληλεγγύης και της αγάπης όταν αποκτά αίφνης τη μορφή μιας πολλαπλά σημαίνουσας παραβολής. Το κορίτσι της ιστορίας μας τραγουδάει για να διώξει μακριά τον φόβο και την ανασφάλεια που την κυκλώνουν και η μικρή στρουθοκάμηλος σπεύδει αντί να παραχώσει τρομαγμένη κάπου το κεφάλι της να ανταποκριθεί στο συναίσθημα του κοριτσιού και να φουσκώσει (να γίνει τεράστια) από την αγάπη της. Τι κι αν η θεία του κοριτσιού συμβουλεύει προσοχή και σύνεση, τι κι αν ο επίβουλος εχθρός καραδοκεί για να κάνει το κακό, τι κι αν το κορίτσι βρίσκεται ανάμεσα σε μετανάστες ή αν το ταξίδι της επάνω στη στρουθοκάμηλο αποτελεί έναν ύμνο στην ελευθεροφροσύνη και στην πηγαιότητα;

 

(*) αρχικά δημοσιεύματα στην εφημερίδα Το Βήμα της Κυριακής, το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων και το συνδρομητικό KReport.

Προηγούμενο άρθροΘέατρο: Τι θα δείτε που δεν προλάβατε πέρυσι (της Όλγας Σελλά)
Επόμενο άρθροΗ ζωγραφική της Εύας Περσάκη στη Σύρο (6 έως τις 21 Σεπτεμβρίου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ