Η Τερατώδης Θεία: Φύλο, Εξουσία και Τρόμος στον Walter de la Mare (της Κωνσταντίνας Κορρυβάντη)

0
329

 

της Κωνσταντίνας Κορρυβάντη

 

Ποιον φοβόμαστε περισσότερο στις ιστορίες τρόμου; Το αόρατο; Το άγνωστο; Ή μήπως το υπερβολικά οικείο; Στο διήγημα Seaton’s Aunt που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Στερέωμα ως Η Θεία του Σίτον, με εισαγωγή και μετάφραση της Ευαγγελίας Κουλιζάκη, ο Walter de la Mare δεν μας συστήνει έναν αναμενόμενο δαίμονα. Μας συστήνει μια γυναίκα, μία συγγενή. Μια θεία, ως «άλλη» μητέρα που στοιχειώνει ολόκληρη την ιστορία με έναν τρόμο ψυχρό, βαθιά υπαρξιακό.

Ο ντε λα Μέαρ (1873–1956), είχε ήδη από τις αρχές του 20ού αιώνα καθιερωθεί ως μια διακεκριμένη φυσιογνωμία της αγγλικής υπερφυσικής και ψυχολογικής λογοτεχνίας, για την ιδιότυπη συνύπαρξη παιδικότητας και σκοτεινού ρομαντισμού στο έργο του. Η Θεία του Σίτoν πρωτοδημοσιεύτηκε το 1922 και εντάχθηκε στη συλλογή The Riddle and Other Stories το 1923, σε μια περίοδο όπου η βρετανική λογοτεχνία βρισκόταν σε διαρκή διάλογο με την ψυχανάλυση, τη μνήμη και τη μεταπολεμική απώλεια.

Η υποδοχή της ιστορίας υπήρξε θερμή, ιδίως ανάμεσα στους κύκλους της γοτθικής παράδοσης. Ο H. P. Lovecraft επαίνεσε το έργο για την ατμόσφαιρα εσωτερικού τρόμου, επισημαίνοντας την ικανότητά του να γεννά φόβο όχι με εξωτερικά φαντάσματα, αλλά με την αποξένωση της καθημερινότητας. Η Θεία του Σίτον, λοιπόν, ανήκει σε εκείνο το είδος ιστοριών όπου ο τρόμος δεν προέρχεται από κάτι «άλλο», αλλά από κάτι που θεωρούσαμε οικείο.

Η φιγούρα της θείας ενσαρκώνει την τερατώδη θηλυκότητα που περιγράφει η Barbara Creed: την γυναίκα-σκιά, την γυναίκα-παραμόρφωση, την γυναίκα-δύναμη. Σε μια αφήγηση που μοιάζει να ξεκινά σαν ιστορία μαθητικής φιλίας, η θεία αποκαλύπτεται σιγά σιγά ως κάτι πολύ πιο ανησυχητικό: το απόλυτο abject της πατριαρχικής φαντασίας.

Η Κουλιζάκη σημειώνει στην εισαγωγή της πως: «η ιδιότητα της γεροντοκόρης είναι κρίσιμης σημασίας, καθώς μία γυναίκα χωρίς παιδιά και χωρίς την δυνατότητα πλέον να κάνει παιδιά θεωρείται κάτι αφύσικο κι ωστόσο για τον ίδιο λόγο βρίσκεται ήδη στην αντίπερα όχθη της δύναμης, όπου, απαλλαγμένη (και όχι απαραίτητα στερημένη) από την αναπαραγωγική δυνατότητα, κρούει την εξώθυρα ενός νέου κόσμου εξωλογικών δυνατοτήτων και αναδύεται προικισμένη με μία νέα σοφία. Αποκομμένη από δύο βασικούς χυμούς της ζωής, το γάλα και το αίμα, υπό το φως μίας παγανιστικής ελευθερίας, μπορεί να κατασκευάσει τα δικά της ελιξίρια, θεραπευτικά ή δηλητηριώδη».

Η θεία του Σίτον εμφανίζεται ως μια απόκοσμη, απρόσφορη και πανίσχυρη μορφή που αποδομεί τις παραδοσιακές προσδοκίες για το φύλο και την οικογένεια. Δεν πρόκειται για έναν ακόμη γυναικείο χαρακτήρα που ενσαρκώνει τη στοργή ή τη θυματοποίηση, αλλά για μια μορφή  αμφιλεγόμενη και αμφίσημη, που τρομάζει όχι μόνο επειδή υπερβαίνει την πραγματικότητα, αλλά κυρίως γιατί αρνείται να υποταχθεί σε αυτήν.

Η παρουσία της δεν είναι φασματική με την κλασική έννοια, αλλά φορτισμένη με μια αλλόκοτη, σχεδόν πνευματική ισχύ. Παρακολουθεί, ελέγχει, χειραγωγεί και καθορίζει το πεπρωμένο του Σίτον, όχι μέσω κάποιας μεταφυσικής δύναμης, αλλά μέσω μιας βαθιάς ψυχολογικής κατοχής. Στο πρόσωπό της ενσαρκώνεται η «τερατώδης θηλυκότητα»: η γυναίκα ως απειλή, όχι επειδή αποτυγχάνει να εκπληρώσει τα κοινωνικά της καθήκοντα, αλλά επειδή τα απορρίπτει πλήρως. Δεν είναι μητέρα, ούτε σύζυγος· είναι κάτι άλλο, κάτι που δεν χωράει στις παραδοσιακές αφηγήσεις, μια φιγούρα που ανατρέπει τις βεβαιότητες του πατριαρχικού κόσμου.

Η οικία όπου η θεία ζει με τον Σίτον δεν είναι καταφύγιο, αλλά σκηνή επιτήρησης και ελέγχου. Είναι ένας χώρος κλειστός, ασφυκτικός, όπου το βλέμμα της θείας είναι πανοπτικό. Ο Σίτον παγιδευμένος, καταρρέει ψυχικά· η παιδική του αθωότητα απορροφάται από μια παρουσία που, με ήσυχες φράσεις και ύφος σχεδόν θρησκευτικό, εξουσιάζει. Οι λέξεις της είναι τελετουργικές, μυστικιστικές. Όταν μιλάει για τον θάνατο, το σκοτάδι και τη μνήμη, δεν αφηγείται, υπνωτίζει. Η ισχύς της βρίσκεται στο ψιθύρισμα.

Η Creed στην ανάλυσή της για τη γυναικεία παρουσία στο γοτθικό φαντασιακό, μιλά για την «αποστροφή» (abjection): τη στιγμή που το σώμα –ή η ταυτότητα– ξεφεύγει από τις κανονικότητες, γίνεται ανεξέλεγκτο, απωθητικό, μια μορφή που δεν μπορεί να ταξινομηθεί. Η θεία του Σίτον ενσαρκώνει πλήρως αυτή την ιδέα. Δεν είναι απλώς ένας αυταρχικός χαρακτήρας· είναι το όριο ανάμεσα στη ζωή και τον θάνατο, ανάμεσα στη μητρική αγκαλιά και την ψυχολογική καταβύθιση. Είναι «οικεία» – ανήκει στην οικογένεια – αλλά και ξένη, σχεδόν εξωανθρώπινη.

Η Creed τονίζει πως η τερατώδης θηλυκότητα δεν είναι μόνο προϊόν πατριαρχικού φόβου, αλλά και μορφή αντίστασης. Η θεία του Σίτον δεν αποτυγχάνει ως γυναίκα με τα πατριαρχικά μέτρα· απορρίπτει αυτά τα μέτρα εξ ολοκλήρου. Η επιμονή της στην απομόνωση, στη μοναξιά, στη σύνδεση με «άλλες δυνάμεις» και όχι με ανθρώπους, φανερώνει έναν τύπο ύπαρξης έξω από το αναμενόμενο. Ενσαρκώνει την εναλλακτική θηλυκότητα, αυτή που δεν εξημερώνεται, που δεν χρειάζεται επιβεβαίωση από την κοινωνική ή οικογενειακή δομή. Δεν είναι «κακιά», είναι τρομακτική γιατί είναι αυτάρκης.

Ο Σίτον είναι το αντίθετο: ευάλωτος, παθητικός, αδύναμος μπροστά στη δύναμή της. Το ίδιο και ο αφηγητής, που παρατηρεί, καταγράφει, αλλά ποτέ δεν επεμβαίνει. Οι άνδρες της ιστορίας μοιάζουν υπνωτισμένοι ή αδύναμοι να κατανοήσουν τι πραγματικά συμβαίνει. Έτσι, η γυναικεία εξουσία αναδεικνύεται, όχι επειδή τους επιτίθεται ευθέως, αλλά επειδή εκείνοι αδυνατούν να τη διαχειριστούν. Η θεία επιβάλλεται επειδή οι άλλοι δεν μπορούν να την κατανοήσουν  και η ίδια δεν ενδιαφέρεται να την κατανοήσουν.

Η τελική της πράξη –η μετά θάνατον «παρουσία» της, σφραγίζει τον κύκλο του ελέγχου. Ο θάνατος δεν τη σταματά· αν μη τι άλλο, επεκτείνει την επιρροή της. Η μνήμη, η αφήγηση, ο χρόνος , όλα παραμένουν υπό την σκιά της. Όπως η Creed παρατηρεί, το θηλυκό τέρας είναι αθάνατο στο φαντασιακό· δεν σκοτώνεται, επιστρέφει με νέα μορφή. Η θεία του Σίτον δεν είναι ένας χαρακτήρας: είναι ενσάρκωση της συλλογικής αγωνίας απέναντι σε μια γυναικεία δύναμη που δεν υπακούει, δεν εξημερώνεται και δεν συγχωρεί.

Σε μια εποχή όπου η λογοτεχνία τρόμου και το γοτθικό στοιχείο επανεξετάζονται μέσα από το φύλο και την ταυτότητα, η ιστορία του Ουόλτερ ντε λα Μέαρ παραμένει εντυπωσιακά επίκαιρη. Η θεία του Σίτον μας καλεί να αναρωτηθούμε ποιον ακριβώς τρομάζει και γιατί.

 

Walter de la Mare, Η θεία του Σίτον, μτφρ. Ευαγγελία Κουλιζάκη, Στερέωμα

Προηγούμενο άρθροΟ Βαν Γκογκ στην Καλλιθέα (του Φώτη Θαλασσινού)
Επόμενο άρθροΓια τον Γ.Μαρκόπουλο, “Ιαματική κάθαρση” (του Αντώνη Καρτσάκη)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ