συνέντευξη στον Γιάννη Ν. Μπασκόζο
Ο θάνατος του Βασίλη Παπαβασιλείου μας στέρησε το λόγο όχι μόνο ενός σκηνοθέτη αλλά κι ενός δημόσιου διανοούμενου. Ο Βασίλης Παπαβασιλείου, σκηνοθέτης, ηθοποιός αλλά πάνω από όλα ενεργός διανοούμενος των καιρών του είχε τιμηθεί το 2021 από το περιοδικό «Επίλογος». Eπαναφέρω μια συζήτηση μαζι του γιατί διατηρεί το σκωπτικό πνεύμα του Παπαβασιλείου και την κριτική των δύσκολων εποχών. Τον είχα βρει στο σπίτι του στο Παγκράτι. Είχε διάθεση, βούτηξε στο παρελθόν του, μίλησε για το μπλέξιμο από τα παιδικάτα του με το θέατρο, τη γαλλική κουλτούρα, τον Κουν και τις μετέπειτα θεατρικές του δουλειές. Μέγιστο ενδιαφέρον είχαν οι πολιτικές του απόψεις σε μια τόσο ρευστή εποχή όπου «μας έχουν τραβήξει το χαλί του μέλλοντος» και κινούμεθα σε πλήρη σύγχυση. Μίλησε για το δημιουργικό μυστικό στο θέατρο και τη ζωή. Η συζήτηση μας κύλησε σαν νεράκι και γι αυτό άφησα τον προφορικό του λόγο να ρέει χωρίς διακοπές.
Και κάτι τελευταίο: Η Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου είναι πλέον κάτοχος της βιβλιοθήκης του Βασίλη Παπαβασιλείου. Ίσως δεν μπορούσε να πάει σε καλύτερα χέρια. Θερμά συγχαρητήρια σε όλους και όσες φρόντισαν ώστε αυτή η σπουδαία παρακαταθήκη να είναι στη διάθεση ενός χώρου θεατρικής εκπαίδευσης
Η αρχή
Πώς έμπλεξα με το θέατρο; Κλείνω φέτος 50 χρόνια από την ημέρα που έδωσα εισαγωγικές εξετάσεις στην Θεατρική Σχολή του Κουν και θυμάμαι μάλιστα ότι ήταν η ημέρα της κηδείας του Σεφέρη, Σεπτέμβριος 1971.
Κανείς δικός μου δεν είχε σχέση με το θέατρο ή με κάποιο είδος τέχνης. Προσωπικά ανακάλυψα το θέατρο μέσω της ανάγνωσης. Είχα μια ιδιαίτερη σχέση με τον παππού μου από τη μεριά του πατέρα μου, ο οποίος ήταν αρχιμανδρίτης με σπουδές στο Σχολαρχείο της Τραπεζούντος και μαθηματικός. Είχε έρθει στη Θεσσαλονίκη έχοντας μια μεγάλη βιβλιοθήκη. Έξη χρονών εγώ πήγαινα από τις Σέρρες και τον έβλεπα, με έβαζε κάτω και μου διάβαζα λήμματα από την Εγκυκλοπαίδεια του Πυρσού και του Ηλίου δίνοντας μου ταυτόχρονα φουντούκια. Με δωροδοκούσε να γίνω ακροατής. Αυτό ενεργοποίησε και το αναγνωστικό μου ένστικτο, οπότε πριν πάω σχολείο ήξερα να διαβάζω. Όταν πήγα σχολείο συνεχίσαμε με μια παρωδία αλληλογραφίας Σέρρες- Θεσσαλονίκη και αυτός απαντούσε «βλέπω μετά χαράς ότι εφήρμοσες το ρητό εργάζου και κοπίαζε ενόσω είσαι νέος δια να μην μετανοείς το ύστερον ματαίως». Υπήρχε μία κωμική διάστασις που βεβαίως την συνειδητοποιείς κατόπιν εορτής.
Μια μέρα πήγα σε ένα πρακτορείο εφημερίδων για να αγοράσω κάποιο περιοδικό, δεν θυμάμαι αν ήταν Το ελληνόπουλο ή Η Διάπλασις των Παίδων. Εκεί βρήκα ένα πολύ εντυπωσιακό περιοδικό , όφσετ με ωραίες εικόνες. Ήταν το τεύχος νούμερο δύο του περιοδικού Θέατρο του Κώστα Νίτσου. Το είχα πει αργότερα στον μακαρίτη Κώστα Νίτσο «εσύ φταίς που έμπλεξα με το θέατρο» , «Φταίω επιτέλους και για ένα καλό», μου απάντησε. Υπήρχε τότε το δίδυμο των καταπληκτικών περιοδικών Θέατρο και Εποχές. Μέσα από κάτι τέτοια εμείς οι παλιότεροι έχουμε το μέτρο αλλαγής των εποχών. Αργότερα επεκτάθηκα στο ετήσιο «Θέατρο » του Θεόδωρου Κρίτα . Εκείνη την εποχή είχε ιδρυθεί και το ΚΘΒΕ με τον αείμνηστο Σωκράτη Καραντινό και τον Γιώργο Θεοτοκά, Πρόεδρο του ΔΣ. Είδα δυο τρεις παραστάσεις του όταν ήρθε στις Σέρρες. Σε ηλικία 15 χρονών κατέβηκα στη Θεσσαλονίκη και είδα μέσα σε ένα Σαββατοκύριακο στο Θέατρο του Κήπου δύο παραστάσεις , τους «Όρνιθες» και τους «Πέρσες» με το Θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν. Ήταν σα να άστραψε κάτι μέσα μου και σκέφτηκα «θέλω να πάω να συναντήσω τον άνθρωπο που είναι πίσω από αυτό το πράγμα». Πέρασαν κάποια χρόνια, τελείωσα το εξατάξιο τότε Γυμνάσιο και έδωσα εξετάσεις στην Ιατρική Σχολή. Όμως ήδη σκεφτόμουν να πάω προς το θέατρο. Εκείνη την εποχή η τάση αυτή δεν ενθαρρυνόταν, όπως έγινε μετά το 1990 με τον εκδημοκρατισμό της εικόνας του ηθοποιού μέσω της ιδιωτικής τηλεόρασης αλλά αναχαιτιζόταν, παρεμποδιζόταν κυρίως από το οικογενειακό περιβάλλον και τους γύρω σου. Πήγα στην ιατρική σχολή ξέροντας ότι θα την διακόψω. Και πράγματι την διέκοψα στο τρίτο έτος. Ο πατέρας μου ήταν αυτός με τις περισσότερες επιφυλάξεις και τις θεμελιωμένες αντιρρήσεις «πώς θα ζήσεις», «τι ακριβώς είναι αυτό το επάγγελμα» κ.ά. Η μητέρα έδειξε μεγαλύτερη κατανόηση. Και έτσι κατέβηκα στην Αθήνα, έδωσα εξετάσεις και πέρασα στη Σχολή του Κουν.
Στη σχολή Κουν
Ήξερα βεβαίως ότι η Σχολή Κουν είχε ως αντικείμενο την ηθοποιία και όχι τη σκηνοθεσία και είχα συνείδηση ότι έπρεπε να διαβώ το στάδιο της ηθοποιίας για να φτάσω στον τελικό μου στόχο, την σκηνοθεσία. Δεν κατέπνιξα μέσα μου το σκηνοθετικό ένστικτο αλλά ανέλαβα εκατό τοις εκατό τον ρόλο του μαθητή της Δραματικής Σχολής ελπίζοντας να δω τι θα φέρει το μέλλον. Έτσι πέρασα επτά χρόνια ως σπουδαστής και αργότερα ως επαγγελματίας ηθοποιός στο Τέχνης που ήταν μοναδικά χρόνια. Η σχέση μου με τον Κουν ήταν ένα δώρο. Μία πρόβα του Δάσκαλου σε κατάσταση πλήρους ενέργειας ισοδυναμούσε με μία πλήρη μαθητεία. Ήμασταν πολύ τυχεροί. Φυσικά δεν υπάρχει κανόνας που να λέει πως όσοι συναντήθηκαν με αυτόν τον άνθρωπο πήραν τα ίδια πράγματα. Ο κάθε μαθητής του είχε την δική του προσωπικότητα, είχε την ευθύνη να την αναπτύξει όπως νόμιζε ο ίδιος με ότι άκουσε και είδε στο Υπόγειο. Από τους δέκα περίπου συμμαθητές μου σκηνοθέτης έγινε εκτός από μένα και ο Γιάννης Κακλέας.
Σκηνοθέτης πια
Ξέρεις η απόδοση των σπουδών σε μια δραματική σχολή χρειάζεται πάνω από δέκα χρόνια για να φανεί ολοκληρωτικά. Κάτι που αντιβαίνει στον μύθο που γνωρίσαμε στα χρόνια της ιδιωτικής τηλεόρασης ότι ο ηθοποιός εκτοξεύεται εν μία νυκτί. Όταν τελείωσε η αναβολή μου πήγα στον στρατό και επιστρέφοντας ξεκινήσαμε στις αρχές της δεκαετίας του ΄80 με τον Λευτέρη Βογιατζή τις προεργασίες που κατέληξε στο θεατρικό σχήμα «Η Σκηνή», όπου σκηνοθετήσαμε μαζί το εναρκτήριο έργο «Η σπασμένη στάμνα» του Κλάιστ. Μεταφερθήκαμε στο «Θέατρο της οδού Κυκλάδων» όπου μπήκαν και οι συνάδελφοι Ράνια Οικονομίδου, Σμαράγδα Σμυρναίου, Δημήτρης Καταλειφός, Άννα Κοκκίνου και Τάσος Μπαντής. Νομίζω κάτι άφησε η όλη προσπάθεια. Έχοντας την εμπειρία από τη Σχολή Κουν, μια μαθητεία δίπλα στον Κουν και τον Λαζάνη, είχα εφόδια και μαζί με τον Λευτέρη πήραμε την ευθύνη της σκηνοθεσίας. Λίγο αργότερα τα παιδιά του Θεάτρου της Καισαριανής μου πρότεινα να σκηνοθετήσω τα «Ταχυδράματα» του Γιώργου Μανιώτη, αυτή ήταν η πρώτη μου σκηνοθεσία. Στη «Σκηνή» έμεινα ενάμιση χρόνο, μετά πήγα στο Θεσσαλικό Θέατρο, όπου σκηνοθέτησα το «Καφενείο» του Γκολντόνι. Μετά τη Λάρισα ανέλαβα διευθυντής του Δημοτικού Θεάτρου Σερρών, όπου έκανα τον πρώτο μου Μαριβώ και κατόπιν γύρισα στην Αθήνα και έστησα το δικό μου θεατρικό σχήμα «Εποχή». Στον θίασο ανήκαν ο Θοδωρής Γκόνης, Σταύρος Ζαλμάς, η Ελένη Κοκκίδου, η Μάνια Παπαδημητρίου, ο Γιάννης Ρήγας, η Αλεξάνδρα Σακελλαροπούλου, η Σοφία Σεϊρλή κ.ά . Ανεβάσαμε πέντε – έξι παραστάσεις : «Κλυταιμνήστρα» του Στάικου, το «Ζουβέ Ελβίρα» του Λουί Ζουβέ, «Το καινούργιο Σπίτι» του Γκολντόνι, «Πίστη, Αγάπη Ελπίδα» του Χόρβατ, «Να βρεις τον εαυτό σου» του Πιραντέλο.
Νομίζω ότι το ομαδικό σχήμα της «Σκηνής» και της «Εποχής» άφησε μια καλή παρακαταθήκη. Στη δεκαετία του ΄90 συστηματοποιήθηκε η διαδικασία των επιχορηγήσεων, κάτι που αποτέλεσε τομή στα θεατρικά πράγματα με τη δημιουργία νέων θεατρικών ομάδων όπως το Θέατρο Αμόρε, το Θέατρο του Νότου, το Απλό Θέατρο, η Στοά που προϋπήρχε, η Σκηνή του Βογιατζή, το Θέατρο Εμπρός κ. ά. Νομίζω ότι αυτές οι ομάδες κρατάνε μια επιρροή από τη δεκαετία του ΄80 και τις πρώτες δικές μας προσπάθειες και φτάνουν μέχρι το 2010 όπου λόγω κρίσης σταματάνε οι επιχορηγήσεις. Τα επιχορηγούμενα έπαιξαν έναν άτυπο ρόλο δημόσιων θεάτρων, ήταν «θέατρα αποστολής» με μακρόχρονο προγραμματισμό, τριετή ή πενταετή, όπως έγινε επί υπουργίας Θάνου Μικρούτσικου.
Το ‘ 90 ανέλαβα για τέσσερα χρόνια διευθυντής του ΚΘΒΕ. Πήγα εκεί γιατί υπήρχαν δύο προκλήσεις: η δημιουργία υποδομών στο θέατρο (σήμερα είναι ο ισχυρότερος θεατρικός οργανισμός εκτός Αθηνών) με αιχμή την ανακατασκευή του Βασιλικού Θεάτρου, που μέχρι τότε ήταν μια παράγκα. Δόθηκε μάχη για να γίνει το έργο. Η δεύτερη πρόκληση ήταν η ένταξη του θεάτρου στον ευρωπαϊκό χώρο με την είσοδο του ΚΘΒΕ το 1996 στην Ένωση των Θεάτρων της Ευρώπης. Ήμουν δίκοπα προνομιούχος αφού το ΚΘΒΕ έφτασε σε πολλές περιοχές της Βόρειας Ελλάδας αλλά από την άλλη ήξερα ότι η θέση μου ήταν επισφαλής και κάποια στιγμή θα έφευγα. Μετά έγινα ελεύθερος σκοπευτής.
Με ρωτάς αν τα διοικητικά με φθείρανε; Αν δεν υπήρχε η πρόκληση δεν θα το έκανα, ήταν όμως και μια επιτυχία να φτάσω το ΚΘΒΕ να παίζει δίπλα στο Πίκολο Τεάτρο. Μπορείς να αντέξεις την καθημερινή φθορά αν έχεις έναν μεγάλο στόχο. Μόνο αυτό σε κρατάει.
Η γαλλική κουλτούρα
Έχω μια ιδιαίτερη σχέση με το γαλλικό θέατρο. Όταν ιδρύθηκε το παράρτημα των Σερρών του Γαλλικού Ινστιτούτου παρακολουθούσα μαθήματα. Εκεί είχα την πρώτη μου εμπλοκή με το θέατρο. Στις εξετάσεις παρουσιάσαμε κάποιες σκηνές από το «Κατά φαντασίαν ασθενή» του Μολιέρου, όπου είχα παίξει τον κεντρικό ρόλο του Αργκάν, στα γαλλικά. Τα γαλλικά με ακολουθούσαν παντού: στο Πανεπιστήμιο στη Θεσσαλονίκη, μόλις είχε γίνει η δικτατορία και οι μόνες αληθινές ειδήσεις που μπορούσα να βρω ήταν στις γαλλικές εφημερίδες. Κάθε Πέμπτη αγόραζα την Μοντ των θεαμάτων και κάθε Παρασκευή την Μοντ των βιβλίων. Και μέσα στην εβδομάδα το Νουβέλ Ομπσερβατέρ. Με αυτά πορεύτηκα εκείνα τα χρόνια. Η γαλλική γλώσσα δεν ήταν για μένα μια στατική γνώση αλλά μοχλός ανάπτυξης της περιέργειας μου για τον κόσμο σε μια δύσκολη εποχή. Αυτό καθόρισε τη σχέση μου με την γαλλική κουλτούρα
Οι εμμονές μου
Έχω σταθερές αγάπες, ας πούμε εμμονές. Η μία είναι ο Μαριβώ, η άλλη ο Γκολντόνι. Πιστεύω ότι μπορεί κανείς να είναι άτακτος σε ότι αφορά την ερωτική του ζωή αλλά όχι σε ότι αφορά στην ψυχοδιανοητική του σύνθεση. Η θητεία στο μέτωπο της σταθερής αγάπης είναι προσοδοφόρος γιατί σε αυτές υπάρχει πάντα ο πειρασμός του ανεξάντλητου, ψάχνεις διαρκώς να βρεις «τι άλλο έχει αυτός». Π.χ. η αγάπη για τον Σαίξπηρ, για τον Γκολντόνι, τον Μαριβώ δεν τελειώνει. Και αυτή η σχέση με αυτά τα «θηρία» καθορίζει και το μέτωπο της δουλειάς σου.
Δούλεψα στην Πάτρα όπου δοκίμασα τη συγγραφική πλευρά του εαυτού μου κάνοντας μια διασκευή στο έργο του Ντε Φίλιππο «Άνθρωπος και αρχοντάνθρωπος» και ανέβασα ακόμα Γκολντόνι (Τέλος Καρναβαλιού) κι έναν Μαριβώ (Ψευτοϋπηρέτρια). Από το 2010 με την χρεωκοπία της χώρας αρχίζει μια περίοδο στη δουλειά μου που καλύπτει τη δεκαετία 2010-2020. Αρχίζει με μια διασκευή του «Τυχοδιώκτη» του Χουρμούζη, συνεχίζεται με σταθμούς στο «Του Κουτρούλη ο γάμος» και το «Κύκλωπας» του Ευριπίδη, μετά κάνω μια γκολντονική παρένθεση ( Καβγάδες στην Κιότζα) στο Δημοτικό του Πειραιά.
Την περίοδο 2015-19 μεταφέρομαι στη Φρυνίχου και αναμετριέμαι με το παρόν ως σκηνοθέτης, συγγραφέας και ηθοποιός. Προηγουμένως άρχισα να γράφω στα ΝΕΑ, πράγμα καθοριστικό για τη διαμόρφωση της επόμενης φάσης μου, καθώς ερχόμουν καθημερινά σε επαφή με την επικαιρότητα. Ξεκίνησα με το «Σιχτίρ ευρώ», «Ριλάξ Μαϊνότις» και «Τους ζυγούς λύσατε» και ενδιάμεσα επανάφερα στη σκηνή την «Ελένη» του Ρίτσου, που είχα πρωτοπαίξει το 1999.
Στην πολιτική σκηνή
Ήταν άραγε ένα ρίσκο να βγω στην πολιτική σκηνή; Νομίζω ήταν μια αντιστροφή ρόλων, να βγαίνει η θεατρική σκηνή και να λέει «εγώ είμαι ο πολιτικός». Η Ελλάδα συναντήθηκε τελικά με τον κόσμο του γελοίου. Στο θέατρο υπάρχει ειδικότητα στο γελοίο, όταν όμως έρχεται ένας πολιτικός και μου κλέβει την ειδικότητα τότε κι εγώ κλέβω τη δική του. Το κοινό ανταποκρίθηκε, έκλαιγε και γέλαγε μαζί. Το πρώτο από αυτά τα κείμενα γράφτηκε και παίχτηκε τρεις μήνες μετά το δημοψήφισμα. Δεν περίμενε η σκηνή να βγει το τελικό πόρισμα των γεγονότων. Ήταν στην ουσία η ενεργοποίηση ενός αρχαίου ρεφλέξ που έρχεται από τον Αριστοφάνη, που όπως και αυτός δεν περίμενε να έχει δίκιο για να γράψει. Όπως μου είπε κάποιος «αυτή ήταν η επιθεώρηση του καιρού μας». Ίσως μόνον ο κόσμος του stand up comedy να είχε μια παρόμοια αντίδραση, κανείς άλλος.
Το γελοίο
Η έννοια του γελοίου επανέρχεται, μη ξεχνάμε ζήσαμε και το επεισόδιο Τραμπ… Πιστεύω ότι η γελοιοκρατία είναι μια φάση ζωής σε όλα τα καθεστώτα. Πιστεύω ότι ένας κωμικός θεός έπλασε τον κόσμο. Το γελοίο απέκτησε δικαιώματα και στα δύο άκρα της σημερινής ζωής, τόσο στον πόλο της δημοκρατίας όσο και στον πόλο της πίστης. Το γελοίο σε ένα κόσμο απιστίας είναι διαφορετικό από αυτό σε έναν κόσμο πίστης. Από τη μια βλέπουμε τους σιίτες μουσουλμάνους να αυτομαστιγώνονται και από την άλλη τους δυτικούς να καταναλώνουν χωρίς όρια, χωρίς να παράγουν σχεδόν τίποτα, προσμένοντας να βγάζουν χρήματα από τα χρήματα. Έτσι το μόνο που μένει είναι να εκφράζεσαι, και να ενισχύεις «το γελοίον του πράγματος». Επί καθημερινής βάσης το γελοίο είναι μέσα στο σπίτι σου, οπότε ποιος είναι ο ρόλος σου και ο ρόλος μου;
Το θέατρο σήμερα
Το θέατρο στον καιρό μας πληρώνει το τίμημα της ανάπτυξης των άλλων μέσων (τηλεόραση, νετφλιξ, διαδίκτυο κλπ ), πληρώνει το τίμημα του ότι είναι πρωτότυπο, δηλαδή δεν μπορεί να γίνει αντίγραφο, ενέχει τη μοναδικότητα που δεν το κάνει δημοφιλές και μαζικό, άρα και αποδοτικό. Το θέατρο και στις καλύτερες περιπτώσεις δεν αμείβει αλλά ανταμείβει, ή όπως έλεγε και ο Κουν αν πας στο θέατρο για τα λεφτά έχεις χάσει από χέρι – «κάνουμε θέατρο για την ψυχή μας». Ο κόσμος σήμερα είναι η αναπαραγωγή. Υπάρχουν βέβαια φωνές που ξεχωρίζουν π.χ. ο νορβηγός Γιον Φόσε , η Σάρα Κέιν αλλά δεν υπάρχει η μεταπολεμική φουρνιά μεγάλων θεατρικών συγγραφέων, ζούμε σε άλλο καιρό και σε άλλο πλανήτη.
Το θέατρο όμως δημιουργεί στους ανθρώπους την ανάγκη να είναι μαζί και ταυτόχρονα χώρια. Αυτή είναι μια μοναδική εμπειρία, κάτι που στην Ελλάδα ακόμα λειτουργεί, ευτυχώς. Σήμερα έχει πια αφαιρεθεί το χαλί του μέλλοντος, δεν υπάρχει στοιχειώδη πρόβλεψη, είμαστε σε ένα nomads land, που ο άνθρωπος δεν το αντέχει. Σκέπτομαι εάν η εμπειρία της καραντίνας θα πριμοδοτήσει ένα στοιχείο εξοβελισμένο από τα ενδιαφέροντα του ανθρώπου, το στοιχείο της υπομονής. Ο Κάφκα έλεγε δύο είναι τα μεγαλύτερα κακά στην ανθρωπότητα : η νωθρότητα και η ανυπομονησία. Θα έχουμε άραγε μεγαλύτερη υπομονή; Αυτό θεωρώ μέτρο για τις όποιες συνέπειες στο μέλλον.