του Γιάννη Μουγγολιά
Δυο μοναδικές τραγουδίστριες που οι φωνές τους ξέφυγαν από τα τοπικά όρια των χωρών τους, μια Γιαπωνέζα (Meiko Kaji) και μια Νοτιοκορεάτισσα (Kim Ji-yeon) και άφησαν εξαιρετικά δισκογραφικά αποτυπώματα της τέχνης τους λίγο πριν τα μέσα της δεκαετίας του ΄70 (το 1973 και το 1974) είναι το θέμα του άρθρου. Αφορμή η κυκλοφορία δυο αριστουργηματικών δίσκων που κυκλοφόρησαν πρόσφατα σε επανέκδοση μετά από πολλά χρόνια ζωντανεύοντας τα σπουδαία τραγούδια που ερμήνευσαν.
Μη φανταστείτε κάποια εξωτική παραδοσιακή μουσική που αναφέρεται στις βαθιές ρίζες στο χρόνο που είχε η μουσική σε Ιαπωνία και Κορέα. Εδώ έχουμε να κάνουμε με ψυχεδέλεια, ροκ, φανκ, acid rock, παιγμένα με έναν μοναδικό τρόπο που λόγω της χροιάς των τραγουδιστριών και της γλώσσας διαφοροποιείται αισθητά από ανάλογα δείγματα του είδους σε Ευρώπη και ΗΠΑ κρατώντας ωστόσο πάντα πολύ υψηλά την ποιοτική στάθμη.
Meiko Kaji: ηθοποιός γιαπωνέζικων b–movies και εκλεκτή τραγουδίστρια
Η 78χρονη σήμερα Meiko Kaji, γεννημένη ως Masako Ota (πραγματικό της όνομα) στις 24 Μαρτίου 1947 στην περιοχή Κάντα του Τόκιο, άρχισε να εργάζεται στη βιομηχανία του κινηματογράφου με αυτό το όνομα στο στούντιο Nikkatsu το 1965. Στον κινηματογράφο και στην τηλεόραση ερμήνευσε περισσότερους από 100 ρόλους. Ο πρώτος της δευτερεύων ρόλος στον κινηματογράφο ήταν το 1968 στην ταινία «Retaliation». Το 1969 εμφανίστηκε στην ταινία «Nihon Zankyoden», μία από μια σειρά ταινιών του σκηνοθέτη Masahiro Makino, ο οποίος αναγνώρισε την υποκριτική της ικανότητα και τη βάφτισε Meiko Kaji αποδίδοντάς της το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο το οποίο την ακολούθησε έως το τέλος της καριέρας της.
Το 1970 είχε πρωταγωνιστικό ρόλο στην ταινία «Blind Woman’s Curse» σε σκηνοθεσία Teruo Ishii, και από το 1970 έως το 1971 εμφανίστηκε και στις πέντε ταινίες της σειράς ταινιών «Noraneko Rokku (Stray cat/Alleycat Rock)» του Yasuharu Hasebe με θέμα παραβατικούς νέους και εξεγερμένες συμμορίες, στις οποίες η Kaji είχε ερμηνεύσει διαφορετικούς ρόλους χαρακτήρων.
Το 1971 τα στούντιο Nikkatsu θα στραφούν περισσότερο προς την παραγωγή ροζ ταινιών, με σαφή, απροκάλυπτο σεξουαλικό χαρακτήρα και προκειμένου να αποφύγει ερμηνείες σε τέτοιους ρόλους η Kaji μεταπήδησε στην Toei Company όπου και πρωταγωνίστησε στη σειρά τεσσάρων επεισοδίων «Female Convict 701: Scorpion», με ταινίες εκδίκησης για γυναίκες σε φυλακές, ως Nami Matsushima/”Matsu the Scorpion”, μια γυναίκα που φυλακίστηκε γιατί επιδίωκε εκδίκηση και προσπάθησε να δραπετεύσει. Το 1972 πρωταγωνίστησε για πρώτη φορά στη σειρά yakuza/gangster ταινιών «Wandering Ginza Butterfly» ερμηνεύοντας τον ρόλο της Higuchi Nami. Το 1973 πρωταγωνίστησε στην ταινία «Lady Snowblood» του Toshiya Fujita, μια ταινία εκδίκησης που διαδραματίζεται στα τέλη του 1800 στην Ιαπωνία. Η συγκεκριμένη ερμηνεία της Kaji θεωρείται η πιο διάσημη της καριέρας της. Που την έκανε πασίγνωστη εκτός Ιαπωνίας. Ένα χρόνο αργότερα, επανέλαβε τον ρόλο της στη συνέχεια της ταινίας “Lady Snowblood 2: Love Song of Vengeance” το 1974. Το 1978 πρωταγωνίστησε στο «Sonezaki Shinjū» όπου κέρδισε υποψηφιότητες για το Όσκαρ Α’ Γυναικείου Ρόλου σε πέντε διαφορετικές απονομές βραβείων, κερδίζοντας τέσσερις από αυτές. Την περίοδο 1980-2020 είχε περιστασιακούς κινηματογραφικούς ρόλους, ενώ εργάστηκε και στην τηλεόραση. Σαν ηθοποιός δέχτηκε κατά επανάληψη προτάσεις να παίξει σε ταινίες εκτός Ιαπωνίας αλλά και στο Χόλιγουντ, όμως δεν ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα αφού πίστευε πως δεν μπορούσε να δώσει τον καλό υποκριτικό εαυτό της σε άλλη γλώσσα πλην της ιαπωνικής.
Ξανά στο προσκήνιο μέσω των σάουντρακ των ταινιών «Kill Bill» του Tarantino

Η σπουδαία Meiko Kaji ήρθε πριν μια δεκαετία στο προσκήνιο και «ακούστηκε» έντονα από αναρίθμητους κινηματογραφόφιλους και απλούς θεατές που παρακολούθησαν σε όλο τον κόσμο στις μεγάλες οθόνες την αμερικανική ταινία πολεμικών τεχνών (συνδύαζε samurai, blaxploitation και spaghetti western) του Quentin Tarantino «Kill Bill 2», τη δεύτερη ταινία της διμερούς σειράς «Kill Bill» του διάσημου Αμερικανού σκηνοθέτη, που υπογράφει το σενάριο και τη σκηνοθεσία. Στο δεύτερο αυτό μέρος όπου η Bride συνεχίζει να ψάχνει τρόπο εκδίκησης ενάντια στον πρώην αφεντικό και εραστή της, Bill, τον μοναχικό πορτιέρη Budd και την ύπουλη, μονόφθαλμη Elle. Η ταινία πρωτοπροβλήθηκε στις 30 Απριλίου 2004 και πρωταγωνιστούσαν οι Uma Thurman, Daryl Hannah, Michael Madsen και David Carradine, Ο Tarantino με τις δυο αυτές ταινίες της σειράς αποτίνει φόρο τιμής στον κινηματογράφο χαμηλού προϋπολογισμού. Το «Kill Bill 2» έγινε δεκτό με θετικές κριτικές και απέφερε 152,2 εκατομμύρια δολάρια παγκοσμίως με προϋπολογισμό παραγωγής 30 εκατομμυρίων δολαρίων, σημειώνοντας εξαιρετική εμπορική επιτυχία. Οι δυο ταινίες σύμφωνα με τον αρχικό σχεδιασμό του Tarantino, προορίζονταν να αποτελούν μια ταινία αλλά η απαγορευτική συνολική διάρκεια του φιλμ που ξεπερνούσε τις τέσσερις ώρες, ανάγκασε τον σκηνοθέτη να προχωρήσει στη δημιουργία δύο ταινιών, οι οποίες προβλήθηκαν με διαφορά έξι μηνών. Η ταινία ήταν υποψήφια για πολλά βραβεία μεταξύ των οποίων το MTV Movie Award for Best Movie αλλά και για Χρυσή Σφαίρα καλύτερης ηθοποιού για την Uma Thurman. Ο Tarantino είχε σχεδιάσει να γυρίσει κι άλλες ταινίες «Kill Bill» τα επόμενα χρόνια, αλλά εγκατέλειψε αυτά τα σχέδια.
Το σάουντρακ του «Kill Bill 2» που κυκλοφόρησε στις 13 Απριλίου 2014 από τη δισκογραφική εταιρεία Maverick Records και όπως συμβαίνει σε όλες τις ταινίες του Tarantino χαρακτηρίζεται από μια ευρύτατη γκάμα τραγουδιών και μουσικών στυλ που κρατούν το ενδιαφέρον του θεατή και ακροατή αμείωτο ενώ έχουν συγκεκριμένο και λειτουργικό ρόλο στην προώθηση της πλοκής και της υπόθεσης του φιλμ. Παράλληλα η μουσική προσθέτει δραματικότητα και ένταση στις σκηνές και αναδεικνύει τον χαρακτήρα και τον πολυδιάστατο κόσμο που δημιουργεί ο Tarantino. Κάθε κομμάτι εξυπηρετεί την ατμόσφαιρα της κάθε σκηνής και το τελικό αποτέλεσμα χαρακτηρίζεται από έναν εντυπωσιακό πλουραλισμό, που ωστόσο είναι απόλυτα ενταγμένος στη σκηνοθετική φιλοσοφία. Εδώ ακούμε από εναλλακτικό ροκ, surf rock, garage rock και ροκαμπίλι έως κάντρι, φλαμένκο, λάτιν ροκ, χιπ χοπ, μουσικά θέματα των Ennio Morricone, Luis Bagalov, Johnny Cash και γιαπωνέζικα κομμάτια από σημαντικούς καλλιτέχνες που επιλέχτηκαν. Τραγούδια και κομμάτια που προϋπήρχαν και επιλέχτηκαν αλλά και αυθεντική μουσική γραμμένη ειδικά για την ταινία από τον Αμερικανό συνθέτη και σκηνοθέτη Robert Rodriguez, προσωπικό φίλο του Tarantino και δημιουργό της ταινίας «El Mariachi». Το σάουντρακ έφτασε στο Νο58 στο Billboard 200 και στο Νο2 στο Billboard soundtrack chart στις ΗΠΑ, ενώ εισήλθε και στα ARIA Top 50 album charts στην Αυστραλία. Η ενορχήστρωση έγινε από τον Robert Rodriguez, καθώς και από τον RZA από τους Wu-Tang Clan.
Προτελευταίο τραγούδι του σάουντρακ το εκπληκτικό «Urami Bushi», το τραγούδι θέματος για τη σειρά Female Prisoner Scorpion που είχε σκηνοθετήσει ο Shunya Ito και πρωταγωνιστούσε η Meiko Kaji, με την ερμηνεία της κορυφαίας εντυπωσιακής τραγουδίστριας και ελκυστικής περσόνας ακούγεται στο «Kill Bill 2» κάτι παραπάνω από 40 ολόκληρα χρόνια μετά από την κυκλοφορία του στο αριστουργηματικό άλμπουμ «Hajiki Uta» που πρωτοεκδόθηκε το 1973 από την ιαπωνική δισκογραφική εταιρεία Teichiku Records και επανεκδόθηκε το 2023 από την Wewantsounds σε έναν δίσκο βινυλίου πραγματικό κόσμημα.

Ένα τραγούδι σε στίχους του 88χρονου σήμερα σκηνοθέτη Shunya Ito και μουσική του διάσημου Ιάπωνα συνθέτη Shunsuke Kikuchi (1931-2021), ερμηνευμένο από μια βαθιά αισθαντική φωνή Γιαπωνέζας τραγουδίστριας που ωστόσο παρά τη δυσκολία στην πρόσβαση του νοήματος, έχει τη μοναδική αίσθηση να ακούγεται με μια οικουμενική διάσταση σε μια διεθνή γλώσσα απόλυτα κατανοητή. Και αυτό οφείλεται τόσο στη βαθιά εκφραστική, γεμάτη ψυχή φωνητική ερμηνεία, όσο και στον λυρικό, έντονα συναισθηματικό τρόπο της μουσικής με την υπέροχη μελωδία. Ένα βαθιά μελαγχολικό τραγούδι με όλη τη γνησιότητα και την ένταση του συναισθήματος που μπορεί να βιωθεί από τον ακροατή, τον αμύητο και αδαή στα Γιαπωνέζικα.

Μεταφράζοντας ωστόσο τους γιαπωνέζικους τίτλους, αυτοί έχουν ως άξονα το πάθος της μνησικακίας από την πλευρά μιας γυναικείας ματιάς που «νιώθει» να την κατατρώει χωρίς ποτέ να μην μπορεί να ξεχάσει το κακό που της έγινε. Τραγούδι εσωτερικού πόνου και θλίψης, ίσως προερχόμενης από ερωτική απογοήτευση, από το οποίο σταχυολογούμε τα παρακάτω αποσπάσματα
«Είσαι όμορφη, είσαι το λουλούδι», σε επαινεί.
Αλλά αν ανθίσεις, θα σε σκορπίσει.
Ηλίθια. Τόσο ηλίθια.
Γίνομαι τόσο ηλίθια τραγουδώντας τη μελαγχολία μου από την μνησικακία.
Μπορείς να αποδεχτείς την αξιολύπητη μοίρα σου.
Αλλά όταν κλαις, θα σε κάνει να κλαις περισσότερο.
Γυναίκες, ω γυναίκες,
Τα δάκρυα των γυναικών είναι που κάνουν τη μελαγχολία μου από την μνησικακία.
Σε μισώ. Γεμάτη τύψεις, ποτέ συγχωρημένη.
Προσπαθώ να σβήσω τη μνήμη μου, αλλά δεν μπορώ να σε ξεχάσω.
Δεν τελειώνει ποτέ, ποτέ,
Δεν τελειώνει ποτέ, γιατί αυτή είναι η μελαγχολία μου από την μνησικακία.
Τα πορφυρά τριαντάφυλλα έχουν τα αιχμηρά τους αγκάθια.
Δεν θέλω να σε πληγώσω, αλλά πρέπει να σε μαχαιρώσω με το δικό μου αγκάθι.
Καίει, καίει,
Καίει συνέχεια μέσα στη μελαγχολία μου από τη μνησικακία.
Κανένα λουλούδι δεν θα άνθιζε στο νεκρό μου σώμα.
Έτσι θα ζήσω κρεμασμένη από τη μνησικακία μου.
Γυναίκες, ω γυναίκες,
Η γυναικεία μου ζωή ανήκει στη μελαγχολία μου από τη μνησικακία.
Μια μνησικακία που εμπεριέχεται στους στίχους και η οποία κυριαρχεί στα συναισθήματα της πρωταγωνίστριας Bride (Uma Thurman) «δένοντας» υποδειγματικά τραγούδι και κινηματογραφική σκηνή.
Όμως και ένα άλλο τραγούδι ερμηνευμένο από την σπουδαία, μελαγχολική, λυρικών τόνων φωνή της Meiko Kaji ακούγεται στο σάουντρακ του πρώτου μέρους της διμερούς ταινίας «Kill Bill», δηλαδή της ταινίας «Kill Bill 1» του Tarantino. Πρόκειται για το θαυμάσιο «The Flower Of Carnage» (ιαπωνικός τίτλος: «Shura No Hana»), γραμμένο το 1973 για την ταινία «Lady Snowblood (Θύελλα αίματος)» του Toshiya Fujita σε στίχους του Kazuo Koike και μουσική του Masaaki Hirao (1937-2017), συνθέτη και ηθοποιού που είχε συνεργαστεί με την Kaji στην ταινία. Το τραγούδι αυτό δεν συμπεριλαμβάνεται στον δίσκο της Meiko Kaji «Hajiki Uta». Όμως τα δυο τραγούδια που ακούστηκαν με τη φωνή της στις δυο ταινίες του Tarantino αναζωπύρωσαν το ενδιαφέρον του κόσμου και των κριτικών για μια κορυφαία φωνή που είχε ξεχαστεί. Έτσι Το 2009, κυκλοφόρησε ένα σινγκλ και το 2011 το πρώτο της νέο άλμπουμ μετά από 31 ολόκληρα χρόνια χρόνια και όπου εμπεριέχονταν τραγούδια των Ryudo Uzaki και Yoko Aki.
Στον υπέροχο δίσκο της Meiko Kaji «Hajiki Uta» (1973) εμπεριέχεται ένα ακόμα θαυμάσιο τραγούδι που η Meiko Kaji είχε ερμηνεύσει για ταινία. Πρόκειται για το τραγούδι «Onna No Jumon», το τραγούδι των τίτλων της ταινίας «Female Prisoner Scorpion – Jailhouse 41». Μαζί ακούγονται εξαίσια ατμοσφαιρικά τραγούδια με έντονο το συναίσθημα της μελαγχολίας αλλά και με έναν υποδειγματικό συνδυασμό αργών ρυθμών, funk ήχων, ιαπωνικής ποπ και πολλών μουσικών καινοτομιών, δοσμένο μέσα από υψηλού επιπέδου κινηματογραφικές ενορχηστρώσεις. H επανέκδοση που κάνει για το κοινό πλέον προσιτό αυτό το χαμένο διαμάντι δεν θα είναι η μοναδική αφού η δισκογραφική εταιρεία Wewantsounds έχει προγραμματίσει επανεκδόσεις σε δίσκους βινυλίου των πέντε πρώτων άλμπουμ της Meiko Kaji που κυκλοφόρησαν στην Ιαπωνία μεταξύ 1972 και 1974. Επανεκδόσεις με το αυθεντικό ιαπωνικό τους εξώφυλλο και με μια εξαιρετική δουλειά που αναδεικνύει τις ηχογραφήσεις. Πρόκειται για τη συναρπαστική ενασχόλησή της με το τραγούδι που εξελίχτηκε παράλληλα με την καριέρα της στην Ιαπωνία ως ηθοποιός. Συχνά μάλιστα αυτές οι δυο ιδιότητές της ήρθαν πολύ κοντά αφού με τη φωνή της πρόσφερε παρέχοντας τα επίσημα τραγούδια των ταινιών στις οποίες πρωταγωνίστησε.
«Χάνοντας το μυαλό μου» με τη Νοτιοκορεάτισσα Kim Ji-yeon
Η Νοτιοκορεάτισσα τραγουδίστρια Kim Ji-yeonΣε ένα ανάλογο ύφος και με συγγενή στιλιστικά ιδιώματα αναπτύχθηκε η επίσης καταπληκτική φωνή της Νοτιοκορεάτισσας τραγουδίστριας Kim Ji-yeon, η οποία ήταν γνωστή για τη συνεργασία της με το acid rock συγκρότημα του εμβληματικού Νοτιοκορεάτη συνθέτη, κιθαρίστα, τραγουδιστή και τραγουδοποιού Shin Joong-hyun, The Men.

Γνωστός με τον χαρακτηρισμό-ψευδώνυμο «Ο Νονός του Ροκ στην Κορέα», ο 87χρονος σήμερα Shin Joong-hyun ίδρυσε το 1962 το πρώτο ροκ συγκρότημα της Νότιας Κορέας, τους Add 4, ενώ παρέμεινε στην αφρόκρεμα της ψυχεδελικής ροκ σκηνής της χώρας τις δεκαετίες του 1960 και του 1970 μέσα από αρκετά γκρουπ που δημιούργησε όπως τους Donkeys και τους Questions. Το πιο διάσημο τραγούδι του και ένα από τα ωραιότερά του, το «Beautiful Rivers and Mountains» το έγραψε το 1972 διαμαρτυρόμενος στη στρατιωτική δικτατορία που επέβαλε ο Πρόεδρος της χώρας την περίοδο 1963-1979, στρατηγός και πολιτικός Park Chung Hee. Η δικτατορία αυτή είχε προκαλέσει τη σφοδρή αντίδραση των κατοίκων και κυρίως των νέων και είχε στηριχτεί από τους εφαρμοστές της στο όνομα μιας οικονομικής ανάπτυξης και του μετασχηματισμού της χώρας.

Ο Shin αργότερα φυλακίστηκε και βασανίστηκε από το καθεστώς του Park, και η μουσική του κυνηγήθηκε άγρια και απαγορεύτηκε μέχρι τη δεκαετία του 1980. Στη δεκαετία του 1990 το ενδιαφέρον για τη μουσική του αναθερμάνθηκε και τελικά αναγνωρίστηκε όπως έπρεπε η συμβολή του στη λαϊκή μουσική της Νότιας Κορέας. Κάτι που συνοδεύτηκε με πλήθος διακρίσεων που απέσπασε.
Η απαιτητική επανέκδοση του άλμπουμ της Kim Ji-yeon με τίτλο «Loosing my mind» που κυκλοφόρησε για πρώτη φορά τον Απρίλιο του 1974 από τη νοτιοκορεάτικη δισκογραφική εταιρεία Asia Record τη φέρνει μαζί με το νεοσύστατο τότε συγκρότημα Revival Cross να μας χαρίζουν κορυφαίες στιγμές ροκ, acid rock, funk, soul και ψυχεδέλειας όπως αναπτύχθηκαν στη Νότια Κορέα. Οι Revival Cross είχαν ιδρυθεί από τον εκλεκτό, δημιουργικό και ταλαντούχο κιθαρίστα και συνθέτη Hahm Joong-ah μετά τη διάλυση του πρώτου του συγκροτήματος με το όνομα The Golden Grapes. Ένας αριστουργηματικός δίσκος που αποτελεί ένα πανόραμα των τρόπων που ο Hahm Joong-ah υλοποίησε τα μουσικά του οράματα στη δεκαετία του ΄70 και κυρίως στα μέσα αυτής.

Η μουσική του Hahm Joong-ah που αργότερα, την περίοδο 1978-1982 δημιούργησε τη δημοφιλή κορεάτικη ροκ μπάντα Hahm Joong-ah and the Yankees αλλά και άλλες μπάντες ενώ πρόσφερε εκλεκτά δείγματα στη σόλο πορεία του, τα χρόνια των Revival Cross ήταν βαθιά επηρεασμένη από τη μουσική του Shin Joong-hyun, ο οποίος ήταν και ο παραγωγός του δίσκου. Τα υπόλοιπα μέλη των Revival Cross είναι οι Shin Chang-ho (κιθάρα), Jung Dong-kwon (μπάσο και φωνητικά), Han Taegon (όργανο) και Lee Soohan, (ντραμς) που μαζί με τον κιθαρίστα και συνθέτη Hahm Joong-ah αποτέλεσαν την ιδανική οργανική και ουσιαστικά λειτουργική συνοδεία για να ξεδιπλωθεί η καθηλωτική φωνή της Kim Ji-yeon. Για τα νοτιοκορεάτικα δεδομένα και τις ροκ απόπειρες της εποχής στη χώρα ο συνδυασμός μιας γυναίκας τραγουδίστριας στην κορυφή της μπάντας με την ευφάνταστη ενορχηστρωτική γραμμή που ενσωμάτωνε καθοριστικά έγχορδα και όργανα από καλάμι, ήταν κάτι που δεν συνηθιζόταν.
Ο δίσκος περιλαμβάνει υπέροχα κομμάτια από την αρχή έως το τέλος και χαρακτηρίζεται από μια σπάνια ποιοτική ισορροπία καθ΄ όλη τη διάρκειά του, από την αρχή μέχρι το τέλος, χωρίς να παρουσιάζει μεταπτώσεις. Μοναδικής ομορφιάς τραγούδια με τη σφραγίδα της funk και των ξεσηκωτικών ρυθμών παιγμένα με το ομαδικό πνεύμα της μπάντας όπως τα «My Heart Wavers» και «Please Smile», υπέροχες μελωδικές στιγμές με έντονο το ψυχεδελικό στοιχείο και την σαγήνη της μπαλάντας όπως το «When Night Falls on the Beach» αλλά και το αριστουργηματικό «Green Planet», που χαρακτηρίζεται για την πειραματική του μορφή και τα στοιχεία αναζήτησης και κατέχει περίοπτη θέση στην κορεάτικη ψυχεδελική ροκ και ένα σωρό ακόμα θαυμάσιες στιγμές με τους στοιχειωμένους acid τόνους που μετατρέπουν την ακρόαση σε απολαυστικό, αξέχαστο ταξίδι μύησης. Τραγούδια βουτηγμένα σε μια ονειρική ψυχεδελική μπλουζ ατμόσφαιρα με έξοχες ενορχηστρώσεις εγχόρδων και βασικών οργάνων που συνδυάζουν εξαιρετικά όργανο, σαξόφωνο και fuzz κιθαριστικούς αυτοσχεδιασμούς.

Ένα πανέμορφο, μελαγχολικό άλμπουμ από τη Νότια Κορέα που ο ήχος του ακούγεται περίεργα διαχρονικός αφού θα μπορούσε να δημιουργήθηκε αντί για το 1974 τη δεκαετία του ΄60 αλλά και μετά τα 1970s, που θα μπορούσε να είναι η νοτιοκορεάτικη εκδοχή της μουσικής της Jane Birkin και του Serge Gainsbourg με την έντονα ερωτική διάθεση και τον παθιασμένο αλλά αιθέριο εκλεκτισμό.
Τα φωνητικά της Kim Ji-Yeon εξαιρετικά φορτισμένα συναισθηματικά προσεγγίστηκαν με ιδιαίτερο τρόπο κατά την ηχογράφηση και αποδίδονται με ηχώ προσθέτοντας στην αίσθηση του τελικού αποτελέσματος και φέρνοντας στο μυαλό εκλεκτές στιγμές της ιαπωνικής ποπ της δεκαετίας του 1960. Μάλιστα η ανοικτή προσέγγιση των πλήκτρων και της δυναμικής κιθάρας που καταφεύγουν συχνά σε πιο εκκεντρικές και πειραματικές περιοχές καθιστούν το πάντρεμα του οργανικού ήχου με τη μοναδική φωνή της Kim Ji-Yeon αποδεκτό και άξιο αυξημένου ενδιαφέροντος και για τον δυτικό ακροατή. Άλλωστε το άλμπουμ πέρα των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του και της μαγευτικής ιδιοσυγκρασίας του, λειτουργεί σαν μαγνήτης για τους ακροατές που αρέσκονται στην ερωτική ποπ που αναπτύχθηκε στην ευρωπαϊκή σκηνή από το τέλος της δεκαετίας του ’60 έως την αρχή της δεκαετίας του ’70. Αξίζει να αναφέρουμε ότι στο άλμπουμ αυτό η Kim Ji-Yeon εκπαιδεύτηκε φωνητικά από τον Shin Joong-hyun.
Πειραματικό αλλά και χορευτικό δισκογραφικό ντεμπούτο
Το άλμπουμ για την εποχή του αντιμετωπίστηκε στη Νότια Κορέα ως ιδιαίτερα πειραματικό και για αυτόν τον λόγο τότε δεν κυκλοφόρησε ευρέως αλλά η διανομή του έγινε στο πλαίσιο της διαφημιστικής χρήσης. Έτσι απέκτησε για πολλά χρόνια θρυλικές διαστάσεις λόγω της σπανιότητάς του και η απόκτησή του αποτέλεσε σκοπό δεινών συλλεκτών που το κατέταξαν στα ιερά αντικείμενα του πόθου τους. Η επανέκδοσή του το 2018 από την Cobrarose Records και την Beatball έρχεται να καλύψει ένα πολύ καθοριστικό κενό της νοτιοκορεάτικης και γενικότερα ασιατικής μουσικής ιστορίας ανασύροντας από τη λήθη ένα άκρως σημαντικό όσο και ελκυστικό κομμάτι της δισκογραφίας. Ουσιαστικά αποτελεί την πρώτη κυκλοφορία (ντεμπούτο) του θαυμάσιου αυτού μουσικού υλικού σε πιο εκτεταμένη μερίδα ακροατών και σε διεθνή κλίμακα.
Στις φωτογραφίες που υπάρχουν στην εξαιρετικά επιμελημένη και καλαίσθητη έκδοση που συνοδεύεται από τετρασέλιδο ένθετο, βλέπουμε την Kim Ji-Yeon να χορεύει μαζί με μέλη των Revival Cross. H εκρηκτική, δυναμική, αισθησιακή όσο και παρακμιακή εμφάνισή της απηχεί την αντισυμβατική στάση της εκείνο τον καιρό. Σίγουρα μια ελκυστική εικόνα που αντιπροσωπεύει τόσο τη χορευτική παρουσία της γοητευτικής τραγουδίστριας όσο και τον χαρακτήρα της μουσικής που έπαιζε το γκρουπ και ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με τον χορό. Άλλωστε η Kim Ji-Yeon σπούδασε χορό στο Λύκειο Θηλέων Hanyang και στο Πανεπιστήμιο Τέχνης Seorabeol και κέρδισε 16 βραβεία στο Εθνικό Φεστιβάλ Λαϊκής Τέχνης που διοργάνωσε το Υπουργείο Παιδείας της Νότιας Κορέας. Σε κάθε περίπτωση όμως οι χορευτικές της επιδόσεις με τους Revival Cross δεν ήταν αποτέλεσμα της χορευτικής της εκπαίδευσης αλλά κυρίως της φλόγας και της αίσθησης του ρυθμού που είχε μέσα της και απελευθερωνόταν όταν τραγουδούσε.