της Μαριάννας Τζιατζή
«Μαρτυρίες των τελευταίων εν ζωή εργατών στα μεταλλεία» είναι ο υπότιτλος του βιβλίου Στα σπλάχνα της Σερίφου που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις «Πυξίδα της Πόλης». Αυτοί οι «τελευταίοι» είναι οι συγγραφείς του βιβλίου ενώ η δημοσιογράφος Αλεξάνδρα Χριστακάκη, με συνέπεια και γνώση, ανέλαβε την έρευνα, τις συνεντεύξεις και την επιμέλεια της έκδοσης.
Μακρά είναι η ιστορία των ορυχείων σιδηρομεταλλεύματος στη Σέριφο, που έπαψαν να λειτουργούν το 1963. Για πρώτη φορά το οκτάωρο καθιερώθηκε χάρη σε μια ηρωική απεργία των μεταλλωρύχων το 1916 – μια κορυφαία στιγμή του εργατικού κινήματος στη χώρα μας. Στο βιβλίο περιλαμβάνονται οι μαρτυρίες οκτώ υπερήλικων Σερφιανών που ήταν ανήλικοι μεταλλεργάτες το 1953-1963, όπως και η μαρτυρία μιας 95χρονης γυναίκας, κόρης και συζύγου μεταλλεργάτη, καθώς και οι αφηγήσεις τεσσάρων παιδιών και εγγονών μεταλλεργατών.
«Πριν χαράξει μπαίνανε στις στοές και βγαίνανε μετά τη δύση του ήλιου. Τρεις ώρες ποδαρόδρομο καθημερινά. Ξυπνούσανε στη μία τα χαράματα, όταν λαλούσε ο πετεινός. Δεν υπήρχαν ρολόγια. Ξυπνούσε ο ένας τον άλλον. Με βροχή και κρύο κινούσαν με τα πόδια για τη δουλειά. Μαζευόντουσαν μπροστά στη στοά όλοι οι εργάτες. Ο επιστάτης έβγαζε το μπαστούνι –τέτοιες εντολές είχε από τα αφεντικά– και χώριζε τους εργάτες σε εκείνους που ήταν τυχεροί και θα δούλευαν εκείνη την ημέρα και στους άτυχους που θα γυρνούσαν στα σπίτια τους χωρίς μεροκάματο και πάλι με τα πόδια».
Οι τραυματισμοί, οι θάνατοι, οι επαγγελματικές ασθένειες ήταν στην ημερήσια διάταξη. Μάλιστα, μεταπολεμικά δούλευαν στα ορυχεία ξενωμερίτες από άλλα νησιά των Κυκλάδων, καθώς και από το Μαντούδι της Εύβοια Ακόμα και από το Δίστομο είχαν έρθει γυναίκες που εργάζονταν στη «χειροδιαλογή μεταλλεύματος» όπως αυτές στη φωτογραφία του εξωφύλλου του βιβλίου: «ορφανές, χήρες, φτωχές, χωρίς τόπο να μείνουνε». Όπως λέει ο Μιχάλης Κουζούπης, εργάτης κι αυτός στα μεταλλεία: «Ξέρεις πόσοι εργάτες που ήρθαν από τη Μύκονο σκοτώθηκαν στην περιοχή Μουντάκι; Λένε πάνω από 100. Ποιος να τους αναζητήσει τότε; Ούτε τηλέφωνα, ούτε τηλέγραφο, ούτε βάρκες». Και όταν κάποιοι συγγενείς έφταναν στο νησί για να τους αναζητήσουν, η απάντηση της εταιρείας ήταν «Έφυγαν». Έτσι απλά, χωρίς να διευκρινίζουν για πού.
Εκείνα τα χρόνια η παιδική ηλικία τελείωνε βίαια. «Η ανάγκη μάς οδηγούσε στις στοές. Μπορεί να ήμασταν και εκατό παιδιά που δουλεύαμε από τα 15 μας χρόνια. […] Δεν πηγαίναμε Γυμνάσιο, μετά το Δημοτικό όλοι δουλεύαμε στο μεταλλείο», λέει ο Τάσος Κουζούπης.
Με σεβασμό και συγκίνηση μιλούν οι περισσότεροι για το Σωματείο τους. Όταν κάποιος μεταλλεργάτης τραυματιζόταν, η εταιρεία δεν έδινε αποζημίωση ούτε κάλυπτε τα έξοδα νοσηλείας. Με έξοδα του σωματείου μεταφέρθηκε στην Αθήνα ένας βαριά τραυματισμένος νέος που στη συνέχεια νοσηλεύτηκε για πολλούς μήνες στη Βούλα με χαρτί απορίας.
Ιστορίες αναλγησίας, βίας, καταπάτησης χωραφιών των νησιωτών, δικαστικοί αγώνες, εκβιασμοί. Η εκμετάλλευση κάνει κάποτε τους ανθρώπους να εξεγείρονται αλλά και να λυγίζουν. Μέσα δύο μόλις αράδες περνά όλο το ανθρώπινο δράμα: «τα δύο αδέλφια του σκοτωμένου εργάτη έχουν πάει μάρτυρες [στο δικαστήριο] υπέρ της εταιρείας γιατί φτωχύνανε και τους “λαδώσανε”».
Στον πρόλογό του ο καθηγητής του ΕΜΠ Νίκος Μπελαβίλας επισημαίνει την ανάγκη για τη διατήρηση και τη διαχείριση των ιστορικών καταλοίπων και για μια βιώσιμη ανάπτυξη που θα σέβεται το περιβάλλον και την ιστορία του νησιού. Ο καθηγητής Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας του ΕΚΠΑ, Βαγγέλης Καραμανωλάκης, αναφέρεται διεξοδικά σε ένα πολύτιμο τεκμήριο, το ατομικό βιβλιάριο ενός μέλους του Σωματείου Εργατών Μεταλλευτών Σερίφου με ημερομηνία εγγραφής τον Ιούλιο του 1916, ένα μήνα πριν την αιματοβαμμένη απεργία του Αυγούστου του ίδιου χρόνου. Το εντόπισε η συγγραφέας στη Σέριφο μέσα σε συρτάρια, «ανάμεσα σε καλά φυλαγμένες φωτογραφίες». Επίσης η έκδοση συνοδεύεται από πλούσιο φωτογραφικό υλικό.
Εντυπωσιάζει ο γλωσσικός πλούτος των αφηγήσεων, όπως και η αμεσότητα, η ακρίβεια της έκφρασης. Λίγα δείγματα: «Το μισό νησί είναι ξεκουφωμένο» ή «όσους χτύπησε και δολοφόνησε το κράτος σε εκείνη την απεργία τον Αύγουστο του 1916 ήταν αυτοί που πολέμησαν στους Βαλκανικούς Πολέμους και φάγανε το μπαρούτι με τη χούφτα τους». Στις σελίδες του βιβλίου παρελαύνουν μιναδόροι, ξυλοδέτες, πιστολαδόροι, μπαζαδόροι, μουλαριτζήδες… άλλοι ενήλικες και άλλοι αμούστακα παιδιά. Δεν τραγουδούν, αλλά κουβαλούν, σκάβουν, σέρνονται στις στοές και κάποτε «μπαζώνονται» ή «πετρώνονται». Αξίζει να διαβάσουμε τις ιστορίες τους κι ας είναι τόσο «στενάχωρες» που κάποιος λέει ότι δεν θέλει να τις αφηγείται στα παιδιά του.
(Ας μου επιτραπεί μια παρέκβαση. Σήμερα δεν βλέπουμε παιδιά να εργάζονται σε ορυχεία ή εργοστάσια. Βλέπουμε όμως ασπρομάλληδες συμβασιούχους κηπουρούς του Δήμου να δουλεύουν κάτω από τον καυτό ήλιο, μαθαίνουμε για 62χρονους και 65χρονους εργάτες και οικοδόμους που έχασαν τη ζωή τους εν ώρα εργασίας, «επωφελούμενους» από το πρόγραμμα 55-74 που επιτρέπει σε ηλικιωμένους να συγκεντρώσουν ένσημα ώστε να συνταξιοδοτηθούν.)
Αυτά που αφηγούνται οι 13 Σερφιανοί δεν είναι απλώς «παλιές ιστορίες» που μας επιτρέπουν να νιώσουμε κάποια ανακούφιση επειδή σήμερα η εργοδοτική αυθαιρεσία δεν παίρνει τόσο βάρβαρες μορφές. Αυτές οι «παλιές ιστορίες» μάς βοηθούν να τεντώσουμε τα αυτιά μας και να ανοίξουμε τα μάτια μας μπροστά στην εκμετάλλευση και τις αδικίες, τις κραυγαλέες και τις σιωπηλές, που διαπράττονται σήμερα – και όχι μόνο στο πεδίο της εργασίας. Από αυτή την άποψη, οι ιστορίες των 13 αφηγητών δεν θα παλιώσουν. Το βιβλίο της Αλεξάνδρας Χριστακάκη δεν είναι ένα στεγνό τεκμήριο, αλλά έχει ψυχή και θα έχει ακόμα και όταν φύγουν από τη ζωή οι τελευταίοι των τελευταίων μεταλλεργατών.




























