Σασπένς και συγκίνηση στα Καλάβρυτα του 1960 (γράφει ο Θανάσης Αγάθος)

0
208

 

γράφει ο Θανάσης Αγάθος (*)

Το βιβλίο Φαρμακωμένη, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πρώτη Ύλη, είναι το πρώτο μυθιστόρημα του πολυτάλαντου και πολύπλευρου Ντίνου Σπυρόπουλου, ηθοποιού, σκηνοθέτη, θεατρικού συγγραφέα (Γκόλφω forever, Αμοίρου Οδύσσεια, Είμαι χάλια, Κυρία Μπέμπα, Η Γιαγιά, Λύκοι, Ταλέντα για σκότωμα, Η Κυρία με τας σαρδελίας), ερμηνευτή έργων του Αριστοφάνη, του Μενάνδρου, του Λόρκα, του Κλάιστ, του Νηλ Σάιμον, των Σακελλάριου-Γιαννακόπουλου, συμπρωταγωνιστή της Αλίκης Βουγιουκλάκη, της Κάτιας Δανδουλάκη, του Χάρρυ Κλυνν, του Βλαδίμηρου Κυριακίδη και του Γιάννη Μπέζου και συνιδρυτή, μαζί με την Ελένη Τσακάλου, του «Θεάτρου Εξ Αρχής».

Θρίλερ μυστηρίου, σε ένα πρώτο επίπεδο, η Φαρμακωμένη τοποθετείται στο 1960 και περιστρέφεται γύρω από την προσπάθεια του Θανάση Δαγρέ, ενός νεαρού χωροφύλακα, να εξιχνιάσει, σε ένα χωριό των Καλαβρύτων (τη Βερβερίτσα), τη μυστηριώδη υπόθεση του θανάτου της Μαρίας, μιας όμορφης και πλούσιας κοπέλας, που, εκ πρώτης όψεως, δεν είχε εχθρούς. Ξετυλίγοντας το κουβάρι μιας μάλλον σκοτεινής ιστορίας, που φτάνει πίσω στα σκληρά χρόνια του Εμφυλίου, ο άπειρος αλλά ευφυής και φιλόδοξος χωροφύλακας παίρνει καταθέσεις από τους κατοίκους του χωριού, παρατηρεί συμπεριφορές, συλλέγει στοιχεία και αγωνίζεται να εξηγήσει τα ανεξήγητα και να δει τι κρύβεται πίσω από φαινομενικά αδιάφορες λεπτομέρειες.

Γύρω από τον Δαγρέ κινείται η ανθρωπογεωγραφία του χωριού: ο Αποστόλης, κουρασμένος αριστερός αγωνιστής, ο Νικολάκης, γιος του Αποστόλη και αγαπημένος της νεκρής Μαρίας, η Ιουλία, η γηραιά μαμή του χωριού, η Δέσποινα, θεία της Μαρίας, ο Καπαρδέλης, πρόεδρος της κοινότητας, ο Ιορδάνης, ο καλοκάγαθος καφετζής του χωριού, ο Φάνης, ο τρελός του χωριού, ο παπα-Γιώργης, ο ιερέας του χωριού, ο Θύμιος, ο βοσκός, και, βεβαίως, ο Μιχάλης, ο αγροφύλακας του χωριού, που σύντομα γίνεται επιστήθιος φίλος του Δαγρέ και βοηθός του στην εξιχνίαση της υπόθεσης. Και ένα ύποπτο πρόσωπο από το παρελθόν σε ρόλο-κλειδί: ο Νιόνιος, πατέρας της Μαρίας, που είναι πεθαμένος εδώ και χρόνια αλλά η βαριά σκιά του πλακώνει όλο το χωριό.

Ένας ολόκληρος μικρόκοσμος υπόπτων, που ο καθένας έχει τα δικά του μυστικά και ψέματα, και ένα αστυνομικό μυστήριο που ο Σπυρόπουλος στήνει με μεγάλη άνεση και δεξιοτεχνία, δείχνοντας να έχει μελετήσει τους κώδικες της αστυνομικής λογοτεχνίας και να είναι σε θέση να παίξει με τις αναμονές του αναγνωστικού κοινού. Και ο ήρωάς του, με μια ρομαντική, σχεδόν δονκιχωτική, διάθεση εύρεσης της αλήθειας και απόδοσης δικαιοσύνης, προσπαθεί να ενώσει τα κομμάτια του παζλ, διαβάζοντας μανιωδώς το εξειδικευμένο εγχειρίδιο «Η ανάκρισις μαρτύρων δολοφονίας» και προσπαθώντας να το εφαρμόσει στη συγκεκριμένη υπόθεση.

Το μυθιστόρημα του Σπυρόπουλου, ωστόσο, δεν είναι μόνο ένα θρίλερ, αλλά και ένας νοσταλγικός φόρος τιμής σε μια Ελλάδα που δεν υπάρχει πια, την Ελλάδα της δεκαετίας του ’50 και των αρχών του ’60. Μια χώρα ρημαγμένη από την Κατοχή και τον Εμφύλιο, μια χώρα όπου συνυπάρχουν τα έντονα πολιτικά πάθη και η αλληλεγγύη, όπου κυριαρχούν η φτώχεια και η ελπίδα και όπου οι νέοι αγωνίζονται να επουλώσουν τα τραύματα του παρελθόντος και να χαράξουν μια νέα πορεία, συχνά παίρνοντας τον δρόμο της μετανάστευσης. Ένας νέος αυτής της κατηγορίας είναι ο Νικολάκης, που φεύγει για την Αυστραλία, για να αναζητήσει ένα καλύτερο επαγγελματικό μέλλον και να φέρει μετά την αγαπημένη του.

Το πολιτικό και πολιτιστικό χρώμα της εποχής δίνουν αναφορές στην αμερικανική βοήθεια στην Ελλάδα, στις εξορίες, τα στρατοδικεία και τις δηλώσεις μετανοίας των αριστερών, στους μαυραγορίτες της Κατοχής που ζουν και βασιλεύουν και κατά τη μετεμφυλιακή περίοδο, στους κλεπταποδόχους, στις συγκρούσεις Αστυνομίας και Χωροφυλακής, στον δημοφιλή τραγουδιστή Νάσο Πατέτσο, στον Δημήτρη Χορν, στις επιθεωρήσεις του θεάτρου Παπαϊωάννου.

Στέκομαι λίγο στο επεισόδιο με τον ηθοποιό της επιθεώρησης που παρακολουθεί ο Νικολάκης στο συγκεκριμένο θέατρο μια σκληρή για αυτόν βραδιά και που αποκαλύπτεται ότι είναι ο πολύ γνωστός Κούλης Στολίγκας. Ο ηθοποιός πίνει ποτό μαζί με τον Νικολάκη στο θρυλικό Ζόναρς και, ακούγοντας το δράμα της ζωής του τελευταίου, λέει:

Τραγωδία σκέτη! Τελικά, τις μεγάλες τραγωδίες δεν τις έγραψε  ούτε ο Σοφοκλής ούτε ο Ευριπίδης. Η ίδια η ζωή τις γράφει. Γι’ αυτό θέλω να παίζω κωμωδίες. Για να dιασκεδάζουν οι  άνθρωποι. Αυτός ο λαός πέρασε πολλά. Χρόνια και χρόνια τού  στέρησαν το γέλιο του. Όταν τους βλέπω απ’ τη σκηνή να γελάνε, νοιώθω ότι κάνω το ιερότερο επάγγελμα του κόσμου. Γι’ αυτό γεμίζουν τα θέατρα όταν παίζουν κωμωδίες. Δεν έρχονται για εμάς. Η   χαρά και το γέλιο είναι ο   πρωταγωνιστής που τους τραβάει. Θέλουν  να ξεφύγουν. Να ξεχαστούν για λίγο. (σ. 291)

Τα λόγια που βάζει στο στόμα του Στολίγκα ο Σπυρόπουλος είναι μια συγκινητική αυτοβιογραφική εξομολόγηση ενός συγγραφέα-ηθοποιού, που υπηρετεί με συνέπεια το είδος της κωμωδίας.

Σε διεθνές επίπεδο, το στίγμα της περιόδου δίνουν αναφορές στον καταστροφικό σεισμό που λαμβάνει χώρα τη Χιλή τον Μάιο 1960 (μεγέθους 9,5 Ρίχτερ), στο δουλεμπόριο στην Αυστραλία, στις δοκιμές ατομικής βόμβας από τη Γαλλία στην έρημο Σαχάρα αλλά και στην ανεξαρτησία της Κύπρου.

Παράλληλα, μέσα από τις μικροϊστορίες των προσώπων περνούν θέματα κοινωνικού χαρακτήρα, όπως το ασφυκτικό σύμπαν της επαρχιακής κοινωνίας, όπου η ιδιωτικότητα παραβιάζεται καθημερινά και η υποκρισία βασιλεύει, τα αδιέξοδα των οικογενειακών σχέσεων, με αντρόγυνα εγκλωβισμένα σε δυστυχισμένους γάμους, η γραφική αντιμετώπιση της ψυχικής ασθένειας στην Ελλάδα της εποχής, ο θεσμός της προίκας, η σεξουαλική κακοποίηση.

Από αφηγηματολογικής πλευράς, ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι στο μυθιστόρημά του ο Σπυρόπουλος δεν ακολουθεί ευθύγραμμη χρονική σειρά, καθώς η χρονική διαδοχή διαταράσσεται από ασυνέχειες και αναλήψεις στα πέτρινα χρόνια της Κατοχής και του Εμφυλίου. Παράλληλα, ο Σπυρόπουλος επιχειρεί μιαν ευφάνταστη μείξη κειμενικών ειδών, καθώς εναλλάσσονται στην αφήγηση αποσπάσματα από εφημερίδες (της Πελοποννήσου και της ελληνικής ομογένειας της Αυστραλίας) με διεθνείς ειδήσεις και πληροφορίες για την υπόθεση του φόνου της Μαρίας, επιστολές που ανταλλάσσουν ο Νικολάκης και η Μαρία και καταγραφές από το ημερολόγιο της Μαρίας. Επιπλέον, ο συγγραφέας χρησιμοποιεί διάφορα κινηματογραφότροπα στοιχεία όπως ο διάλογος και η βλεμματοκεντρική αφήγηση και το μυθιστόρημα μπορεί πολύ εύκολα να μετατραπεί σε κινηματογραφικό σενάριο.

Ο Ντίνος Σπυρόπουλος με το πρώτο του μυθιστόρημα όχι μόνο κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνωστικού κοινού από την πρώτη ως την τελευταία σελίδα αλλά και κατορθώνει να ανασυνθέσει επιτυχημένα μιαν εποχή μακρινή και κοντινή ταυτόχρονα και να μπολιάσει τη συγκίνηση με το χιούμορ και το σασπένς με τον κοινωνικό προβληματισμό.

(*) Ο Θανάσης Αγάθος είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Τμήμα Φιλολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.

Ντίνος Σπυρόπουλος, Φαρμακωμένη, Πρώτη Ύλη, Αθήνα 2025.

 

 

Προηγούμενο άρθρο“Αυτοχειρία σε χρόνο εξακολουθητικό” (Η Κάτια Γέρου για την Λίνα Φούντογλου)
Επόμενο άρθροΣτον Δημήτρη Αρβανίτη Τιμητικό Βραβείο της Greek Society of Cinematographers

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ