Plásmata και καταπλάσματα (του Δημήτρη Σαραφιανού)

0
563

του Δημήτρη Σαραφιανού (*)

 

Τι είναι το Πεδίο του Άρεως (το Πάρκο για όσους το χάρηκαν τις δεκαετίες ’60-’70); Ένα αστικό άλσος που (θα) μπορούσε να αποτελεί πνεύμονα πρασίνου για το δύστυχο λεκανοπέδιο; Μια έκταση προς εκμετάλλευση μέσω ψυχαγωγικών δράσεων, εκθέσεων και παζαριών; Ένα ανοιχτό γήπεδο που, αν μαραζώσει από την έλλειψη προσωπικού και ενδιαφέροντος, θα μπορούσε να ιδιωτικοποιηθεί και να αποφέρει κέρδος; Έναν μη τόπο στον οποίο θα μπορούσαμε να στριμώξουμε τους «απόβλητους» της κοινωνίας μας; Μήπως όλα τα παραπάνω μαζί, αφού όλα, μα όλα, αποτελούν στοιχεία της ιστορίας του Πάρκου;

Η πραγματικότητα είναι ότι το Πεδίο του Άρεως είναι (και αυτό) ένα διακύβευμα. Ένα διακύβευμα που διαπερνάται από τις ιστορίες των ανθρώπων που πάλεψαν γι’ αυτό: από τους κατοίκους που αντιστάθηκαν στην ιδιωτικοποίησή του, στις περιφράξεις, στις επεκτάσεις του Πανελληνίου και των κέντρων διασκέδασης, από τα παιδιά που παίξαν ποδόσφαιρο στα σκάμματά του, κρυφτό στη σπηλιά του, ξεδίψασαν στις πέτρινες βρύσες του και βράχηκαν στα συντριβάνια του, από τους φοιτητές που στεφάνωσαν τις προτομές των ηρώων του 1821 στις 25 Μαρτίου τόσο του 1942 όσο και του 1943, με τραυματίες και νεκρούς από τις επιθέσεις των Ιταλών, από τους πρόσφυγες της μικρασιατικής καταστροφής που κατέλυσαν στον πρόχειρο συνοικισμό εκεί που είναι σήμερα το Άλσος και τα καφενεία της Ευελπίδων, αλλά και τους πρόσφυγες από τη Συρία που φιλοξενήθηκαν στην πλατεία Πρωτομαγιάς, από τους αντάρτες που πολέμησαν ενάντια στη ΣΣΕ που ο χίτης λοχαγός της είχε δολοφονήσει όσους υποψήφιους Ευέλπιδες αρνήθηκαν να χτυπήσουν τον λαό της Αθήνας στα Δεκεμβριανά, από τους φοιτητές που ξεσηκώθηκαν ενάντια στη βαυαροκρατία με τα «Σκιαδικά» το 1859 και γιόρτασαν στον ίδιο χώρο την έξωση του Όθωνα στις 12 Οκτωβρίου 1862.

Αλλά και από τις προσπάθειες του σκοταδισμού να χαράξει μέσα στο Πάρκο τη δική του ιστορική μνήμη: με το ανάθεμα που οργάνωσε η Μητρόπολη Αθηνών ενάντια στον «τρισκατάρατο προδότη» Ελευθέριο Βενιζέλο, από το άγαλμα του Κωνσταντίνου που εγκαινίασε η μεταξική δικτατορία το 1938, από τους Ιερολοχίτες, που μαζί με την Ταξιαρχία του Ρίμινι ήταν τα μόνα σώματα που αποτέλεσαν τη βάση του εθνικού στρατού μετά την άγρια καταστολή του κινήματος της Μέσης Ανατολής (και που όχι μόνο στήσαν το μνημείο τους στον χώρο της πρώην Στρατιωτικής Ιππικής Σχολής που καταστράφηκε στα Δεκεμβριανά, αλλά και επενέβησαν «αναθηματικώς» στο άγαλμα του Ιερού Λόχου του 1821), από το μνημείο που στήθηκε το 1952, με το τέλος του Εμφυλίου και την ένταξή μας στο ΝΑΤΟ, για τους συμμάχους μας Βρετανούς, Αυστραλούς και Νεοζηλανδούς και που, παρότι πρόκειται για ένα πολύ ωραίο άγαλμα της Αθηνάς του Βάσου Φαληρέα, ο λαός μας δεν δίστασε να το λοιδορήσει ως «η Αθηνά η Κουλοχέρα», όταν το δόρυ της λειτούργησε ως αλεξικέραυνο…

Κι επειδή ακριβώς ένας τόπος είναι συμπυκνωμένος χρόνος, έμπλεος ιστορικής μνήμης, υπάρχουν εικαστικά έργα που μπορούν να σταθούν και να λειτουργήσουν μέσα στον χώρο του και άλλα που δεν το καταφέρνουν. Η έκθεση Plasmata 3 της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση, σε επιμέλεια Αφροδίτης Παναγιωτάκου, επιχειρεί για δεύτερη φορά να μετατρέψει το Πεδίο του Άρεως σε ένα πανηγύρι ψηφιακής τέχνης, κάτι που καταρχήν έρχεται σε πλήρη σύγκρουση με τον δασικό του χαρακτήρα. Σε σύγκριση όμως με τα Plasmata 1, που μέσα από τη σύγκρουση αυτή θέταν κατ’ ανάγκη κι έναν προβληματισμό για το εντυπωσιακό μεν, αλλά άνυδρο μέλλον της ψηφιακής τεχνολογίας, στα Plasmata 3 τα έργα δεν επιβάλλονται μεν στο χώρο, σε μεγάλο όμως βαθμό δεν μπορούν και να συνομιλήσουν μαζί του. Εάν το Πάρκο ήταν απλώς το πρόσχημα για την έκθεση, τα πράγματα θα ήταν μάλλον απλά, θα παραμέναμε στα ίδια τα έργα. Όμως και η επιμελητική πρόταση το βάζει στο επίκεντρό της και ως εκθεσιακό αποτέλεσμα το Πεδίο του Άρεως είναι ο πρωταγωνιστής και μάλιστα σε μια πολύ καλή του στιγμή (με το ερώτημα, βέβαια, αν η συντήρησή του θα είναι ανάλογη ή θα αρχίσουν πάλι οι προβληματισμοί για το κατά πόσο χρειάζεται η παρέμβαση ιδιωτών για να λειτουργήσει – ας κρατήσουμε μάλιστα ότι το Πάρκο παραχωρήθηκε δωρεάν προς τη Στέγη, ενώ το κόστος φύλαξης των εκθεμάτων, ύψους 37.200 ευρώ, καταβλήθηκε από την Περιφέρεια).

Υπάρχουν, βέβαια, έργα που δημιουργούν τοπόσημα, τα οποία δένουν αρμονικά με το περιβάλλον, όπως ο Πανκθενώνας των Callas. Πρόκειται για ένα μεγαλιθικό μνημείο από πλάκες των αθηναϊκών δρόμων, στιβαρό, όσο και σε ασταθή ισορροπία, που δένει και εννοιολογικά με το Πάρκο, αφού σε όλη του την ιστορική διαδρομή το Πεδίο του Άρεως ερχόταν σε ανοιχτή αντιπαράθεση με τις προσπάθειες καταπάτησής του, είτε από τα στρατιωτικά κτίσματα, είτε από τους οικοπεδοφάγους, είτε από τον Πανελλήνιο του Κυριακού. Ποιος, αλήθεια, θυμάται τον άθλιο τσιμεντένιο σκελετό που κατασκεύασε η Χούντα για να στεγάσει τη Συλλογή Πασσά; Εδώ η πλάκα, μετατρεπόμενη σε Stonehedge, υποτάσσεται στη λειτουργία του Πάρκου. Αντίστοιχα, η υπέροχη υδάτινη διαδρομή που έχει κατασκευάσει η Στέγη και που κοσμείται από τα περιστρεφόμενα κοχύλια του Moritz Simon Geist, τα οποία αναπαράγουν τον ήχο του νερού, μας θυμίζουν ότι γύρω από το Πάρκο κατέβαιναν δυο ρέματα, αυτό του Αγίου Στυλιανού, από τη μεριά της Κοδριγκτώνος, κι αυτό του Κυκλόβορου, από τη μεριά της Μπούσγου και της Αλεξάνδρας. Και πρώτιστα το εξαιρετικό Shadow Procession του William Kendridge, ένας σύγχρονος χορός της ζωής και του θανάτου, τόσο κοντά στην Έβδομη σφραγίδα του Μπέργκμαν, όσο και στο 8 1/2 του Φελίνι, αλλά με όλη την ταξικότητα, τον εκτοπισμό και την προσφυγιά να αναμετριέται με τον παραλογισμό της εξουσίας που συμβολίζει ο Βασιλιάς Υμπύ. Μέσα στους συμβολισμούς του Πάρκου ανήκει σίγουρα και το Love me, lick me, forgive me της Τζάνις Ράφα, μια αναφορά για την εκμετάλλευση των αλόγων, με δεδομένο ότι το Πεδίο του Άρεως ήταν για πολλά χρόνια χώρος γυμνασίων του Βασιλικού Ιππικού, ο τρόπος όμως έκθεσής του είναι ένα φάντασμα του έργου που μπορεί κανείς να δει αυτή τη στιγμή στο ΕΜΣΤ.

Υπάρχουν και έργα που, αν και νοηματικά δεν συνδέονται με τον χώρο, συνομιλούν αισθητικά μαζί του, όπως το CloudQatsi των John Fidgerald και Godfrey Reggio, που εκμεταλλεύονται με ενδιαφέροντα τρόπο τη Σπηλιά του Πανός, ή τα μαγευτικά σουρεαλιστικά πλάσματα του Μανούσου Μανουσάκη, που εμφανίζονται και εξαφανίζονται μέσα στον χώρο ενθουσιάζοντας τα παιδιά (μέσα μας).

Άλλα έργα, παρότι θα μπορούσαν κάλλιστα να σταθούν σε μια άλλη έκθεση, όπως η κεραμική μητέρα-τοτέμ της Ναταλίας Μαντά, με τις άπειρες αναγεννητικές δυνατότητες ή τα σύγχρονα φεμινιστικά μηχανοκαθάψια της Έφης Γούση ή τα φαντασιακά πλάσματα του πάρκου που ξέφυγαν από τα υπόγεια του Μεταξά στο ψευδοντοκιμαντέρ του Αία Κόκκαλη, δεν μπορούν να συνομιλήσουν αισθητικά με τον χώρο.

Το βασικό όμως πρόβλημα της έκθεσης έγκειται στις ίδιες τις επιμελητικές προθέσεις και στο ότι τα περισσότερα έργα ανταποκρίνονται σε αυτές: λίγη γλύκα, λίγο κέφι, να περάσουμε καλά, ξέρουμε ότι η ζωή είναι δύσκολη, ας την αφήσουμε για λίγο έξω απ’ το Πάρκο.

Όταν, λοιπόν, ξαπλώνουμε στις μαλακές πουφοκολώνες της «αναρχαιολογικής αναπαράστασης» του Ανδρέα Αγγελιδάκη, που στολίζονται με αναρχικά σύμβολα για να τρανσάρουμε, να πιούμε τα ποτάκια μας, να ακούσουμε chill out μουσική κάτω από τις ντισκόμπαλες, άντε και να προβληματιστούμε για τα deep fake της τεχνητής νοημοσύνης, τότε δεν συνδέουμε το Πεδίο του Άρεως με τα Εξάρχεια, αλλά επιχειρούμε μια συμπερίληψη που ξεδοντιάζει τελείως τις κινηματικές αντιστάσεις, οι οποίες στρέφονταν και ενάντια σε πολιτιστικούς κολοσσούς που, αν μη τι άλλο, αντικειμενικά ξεπλένουν και τον τρόπο που αποκτήθηκαν τα κέρδη των ιδιοκτητών τους (αδικώντας έτσι και τον ίδιο τον δημιουργό του έργου, που σε προηγούμενες βερσιόν του έθετε στο προσκήνιο την κινηματική αρχαιολογία του lgbtq+ χώρου). Το ίδιο ισχύει και με τα κειμήλια της Κατερίνας Κομιανού, που συνδέονται με το Ιδιώνυμο της Κατερίνας Γώγου, ιδίως όταν δίπλα τους στέκει το επιχρυσωμένο ντάτσουν του Dionysios, στην καρότσα του οποίου μπορείς ν’ ανέβεις να διαλογιστείς ή να πιείς μια μπύρα, όπως λένε και οι πινακίδες της έκθεσης. Στο πλαίσιο του chill out κινείται και το κιόσκι διαλογισμού του Pierre Christophe Gam, που τιτλοφορείται The sanctuary of dreams και τα γυάλινα φαναράκια της Noemi Iglesias Barrios, που υποτίθεται ότι φωτίζουν διαφορετικά αν αγκαλιαστείς μπροστά τους και ο μετρονόμος του Ziad Antar, αλλά και ο φύλακας του πάρκου των Kallos & Clio, που υποτίθεται ότι φέρει πληθώρα συμβολισμών (τον πλανήτη Κρόνο, το δέντρο της ζωής), αλλά στην πραγματικότητα είναι φτιαγμένος από ψηφιακά λέγκο και που σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να μας θυμίσει ότι το Πάρκο είναι ένας τόπος ειρήνης, ενότητας, ανάπτυξης και δημοκρατίας, όπως λέει το επιμελητικό κείμενο, σε ένα κρεσέντο φιλελεύθερης πομφολυγίας.

Καλύτερα, βέβαια, να chillάρεις από το να τοποθετείς το βίντεο με τις αρχαιολατρικές προτομές των Joanna Hatjithomas και Khalil Joreige σε συνομιλία με το μνημείο των Ιερολοχιτών του Τσιγάντε, γιατί με αυτό τον τρόπο όχι μόνο δεν μας μιλάς για τους Ξένους και τις στάχτες, αλλά μας προξενείς chills στη σπονδυλική στήλη.

Ατυχής είναι και η σύνδεση των έργων με τη μεταμοντέρνα επιμελητική λογική της άρνησης της αντικειμενικής πραγματικότητας. Γιατί το χαριτωμένο βίντεο Tokyo tonight του Ziad Antar μπορεί να σχολιάζει την επιτελεστικότητα της γλώσσας, με τους βοσκούς να μας καλωσορίζουν λεκτικά στο Τόκιο, πλην όμως εξακολουθούν να βόσκουν τα πρόβατά τους στις άνυδρες πεδιάδες του Λιβάνου. Και οι Callas μπορεί να γαβγίζουν πειστικότατα, αλλά τους βλέπουμε. Άλλωστε το Anatomy of non-fact. Chapter 1: AI hyperrealism της Martyna Marciniak, αναλύοντας τους σύγχρονους μηχανισμούς παραπληροφόρησης, μας δείχνει ακριβώς αυτό: ότι υπάρχει μια πραγματικότητα που διαστρεβλώνεται με συγκεκριμένες τεχνικές από τα ΜΜΕ, τα ΜΚΔ και την ΑΙ. Και σ’ αυτήν την πραγματικότητα επιλέγει να καταλήξει ο αφηγητής του βίντεο.

Οι καλλιτέχνες με τα έργα τους δείχνουν ότι ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός, παρά τις διαβεβαιώσεις του ΤΙΝΑ. Δεν αρνούνται την αθλιότητα του κόσμου που ζούμε, αντίθετα, τον σατιρίζουν αλύπητα, όπως το μοντυπαϊθονικό Focus! του Andreas Wannerstedt, που ρίχνει χαστούκια στη διπρόσωπη (σωστό/λάθος) προτομή του Χρύσιππου, του πατέρα στης υπολογιστικής λογικής ή ο ΑΙ ταχυδακτυλουργός της Μαρίας Μαυροπούλου, που εκστασιάζει τα εξίσου ΑΙ πλήθη πολλαπλασιάζοντας χρήματα και που ίσως λέει πολύ περισσότερα απ’ όσο και ο ίδιος θέλει για τα πλάσματα του κυρίαρχου πολιτιστικού παραδείγματος.

Πού, λοιπόν, καταλήγουμε ως προς την επιμελητική, αλλά και εικαστικά εννοιολογική αναρώτηση «we ’ve met before, haven’t we?» Με ποιους έχουμε ξανασυναντηθεί; Πράγματι, κατά αυτοαναφορικό τρόπο έχουμε ξανασυναντηθεί στον ίδιο χώρο με την Στέγη Ωνάση, τους Στεγίτες της και τους στεγασμένους καλλιτέχνες. Το ζήτημα όμως είναι ότι τα αυτοαναφορικά πλάσματα, που στοχεύουν απλά στη διασκέδαση, έχουν ένα κακό: δεν μπορούν να ξεπεράσουν τον εαυτό τους

 

* Ο Δημήτρης Σαραφιανός είναι νομικός και κριτικός τέχνης, επικεφαλής του χώρου εκθέσεων και εκδηλώσεων «Λόφος art project», στην οδό Βελβενδού 39, στην Κυψέλη.

 

info

Plásmata 3: We’ve met before, haven’t we?

27 Μαΐου – 15 Ιουνίου

Πεδίον του Άρεως

Προηγούμενο άρθροΒρασίδας Καραλής : Είμαστε διαπορθμευτές συγκινήσεων, περαματάρηδες εμπειριών (ομιλία στα Βραβεία Αναγνώστη)
Επόμενο άρθροΛαϊκὸς καὶ λαϊκιστικὸς λόγος (του Τίτου Πατρικίου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ