γράφει η Χρύσα Ευστ. Αλεξοπούλου (*)
Έχει λεχθεί ότι ένα βιβλίο άξιζε να διαβαστεί, αν ολοκληρώνοντάς το ο αναγνώστης έχει κρατήσει ένα σημαντικό μήνυμα κι έχει μείνει σε μία τουλάχιστον αξιοπρόσεκτη φράση. Το τελευταίο βιβλίο του Ανδρέα Μήτσου, που μόλις κυκλοφορήθηκε, θα προσπαθήσουμε να δείξουμε ότι ανταποκρίνεται με την κάθε του σελίδα, χωρίς υπερβολή, στην παραπάνω αναγνωστική απαίτηση.
Ο πολυβραβευμένος –έχει τιμηθεί με όλα σχεδόν τα βραβεία- συγγραφέας καταθέτει ένα κείμενο μαγικού ρεαλισμού που συνομιλεί με το φαντασιακό στοιχείο συνδυάζοντας σκέψη και τέρψη. Στην αφιερωματική αναφορά του βιβλίου ο Ανδρέας Μήτσου μάς προετοιμάζει γι’ αυτό που θα ακολουθήσει, αφού γράφει: «Στην αδερφή μου, που ακούει καλύτερα με παραμύθια και παραβολές».
Βασική ηρωίδα της νουβέλας η Ελένη, ξεβράστηκε ανάμεσα σε πτώματα μεταναστών ναυαγών –εσώτερη μετανάστρια αυτή, καταδιωγμένη από τους ντόπιους, τους συντοπίτες της. Εξάχρονη αλαφροΐσκιωτη και μαζί ενενηνταεξάχρονη υπέργηρη γυναίκα που αλλοιώνεται μέσα στον χρόνο, όχι κατ’ ανάγκη αρνητικά, όπως θα περίμενε κανείς. Διαφοροποιείται γιατί μαθαίνει εμπειρικά και εμπειρικά κατακτά. Είναι ένα παράξενο μα προικισμένο πλάσμα που κάνει τη θεία της, την Ευτέρπη, να μιλάει για «ευλογία» την οποία η φύση δεν έδωσε σε άλλο πλάσμα. Μπορεί να εκστασιάζεται, να «ταξιδεύει» και κυρίως να τραγουδάει μελωδικά. Αυτό το τελευταίο προσόν της σημαίνει πολλά για την ίδια και για την εξέλιξη του μύθου· το τραγούδι είναι τέχνη σύνθετη, σύζευξη λόγου-μουσικής-φωνής και προσφέρει σε όποιον την επιλέγει εσωτερική δύναμη και απελευθερωτική έκφραση.
Συντροφιά της Ελένης ο Στρούθος, στρουθοκάμηλος που διέφυγε τη θανάτωση, όταν όλα τα άλλα πουλιά του είδους του εξοντώθηκαν γιατί προσβλήθηκαν από ιογενή ψευδοπανώλη, αν και αυτή η νόσος δεν προσβάλλει τον άνθρωπο. Αλλόκοτα, όμως, πουλιά, όπως είναι οι στρουθοκάμηλοι, προκάλεσαν πιο εύκολα την αρνητική διάθεση και δράση των ανθρώπων, γιατί «τον ξεχωριστό πάντα τον σκοτώνουν» (σ. 47). Η Ελένη, λοιπόν, η ξεχωριστή και γι’ αυτό παράξενη, κι ο αλλόκοτος Στρούθος «δύο όμοια και μαζί εντελώς διαφορετικά πλάσματα» (σ.26) συμβιώνουν αρμονικά και γίνονται η νοηματική ουσία της νουβέλας. Όμως, αυτά τα διαφορετικά πλάσματα βιώνουν φόβο, προερχόμενο από το περιβάλλον τους, και το έλλογο ον, η Ελένη, επινοεί ως αντίδραση στον φόβο το τραγούδι. Μάχεται έτσι τον φόβο και «ψηλώνει» αποκτώντας νέο και γενναίο εαυτό, απελευθερώνεται από τα δεσμά του φόβου, ισορροπεί. Ο Στρούθος ως άλογο ον υποτάσσεται, συρρικνώνεται όταν φοβάται και προστασία του γίνεται η μικροκαμωμένη Ελένη.
Ο συγγραφέας επινοεί το τραγούδι ως αντίδοτο του φόβου, αλλά προσθέτει «με όποιον τρόπο μπορεί να τραγουδάει ο καθένας. Κι ας τον ονομάζει τραγούδι αυτόν, τον προσωπικό του τρόπο, την καταδική του έκφραση» (σ.27). Το «καταδική του» φέρει το βάρος – ο καθένας και η έκφρασή του- γιατί υπονοεί γνησιότητα και αλήθεια, αυθορμητισμό και εφευρετικότητα, μακριά από μιμητισμό ή ανέξοδη προσαρμοστικότητα. Ο Α. Μήτσου μας ωθεί επίσης να μην απορρίψουμε οπωσδήποτε τόν φόβο, αλλά να τον αντιμετωπίσουμε ως συναίσθημα που κινητοποιεί δυνάμεις της ψυχής, γι’ αυτό η ηρωίδα του αναρωτιέται, αν πάψει να φοβάται και να αντιδρά τραγουδώντας, μήπως θα πάψει να είναι «ζωντανή»; Συνειρμικά οδηγούμαστε στο ερώτημα, μήπως όταν αδειάζουμε από συναισθήματα, αδειάζουμε κι από ζωή;
Ως τόπος, στον οποίο εξελίσσεται ο μύθος, έχει επιλεγεί η Νίσυρος, νησί στην εσχατιά της χώρας, με ενεργό ηφαίστειο και ιδιαίτερη τοπογραφία, νησί διαφορετικό που μπορεί αρμονικά να στεγάσει τα Δύο παράξενα πλάσματα. Περιγράφεται με κινηματογραφική γραφή και γίνεται ζωντανό σκηνικό (σ. 70 και 72) ώστε να μας υποβάλει την ατμόσφαιρα του έργου.
Όσο προχωρεί η ανάγνωση του έργου τόσο αντιλαμβανόμαστε ότι ο συγγραφέας με τη φιλοσοφική του σκευή, την ιδιαίτερη υφολογική του άνεση και την εξαιρετική τεχνική του μας οδηγεί σε νέους και βαθύτερους δρόμους στοχασμού. Εμπρός μας το μυστήριο της αγάπης: «Ο καθένας για κάτι συγκεκριμένο αγαπά τον άλλο, είτε το ξέρει είτε δεν το ξέρει. Γιατί το βλέπει αυτό, το συγκεκριμένο, σαν θαύμα. Υπάρχουν εκείνοι που βλέπουν πάνω στον άλλο το θαύμα, υπάρχουν όμως και όσοι δεν μπορούν να το δουν ποτέ. Ένα θαύμα γίνεται ο άλλος όταν τον αγαπήσουμε» (σ.40). Ολόκληρο το κεφάλαιο αυτό συνιστά μια πραγματεία για την αγάπη χωρίς διδακτισμό ή φλυαρία. Λόγος μεστός ανατέμνει την ψυχή και δεν χρειάζεται ερμηνείες, γιατί υπάρχει ο κίνδυνος να τον πληγώσουμε με το περιττό.
Ακολουθεί η προσέγγιση στο διαφορετικό και τη σημασία του. Το διαφορετικό μπορεί να αγαπηθεί, γιατί περιέχει τη μοναδικότητα, η οποία όμως, για να αξιολογηθεί, απαιτεί εκείνος που την παρατηρεί να είναι «ο ίδιος ξεχωριστός» και να «μπορεί να δει τη μοναδικότητα του άλλου» (σ.41). Σήμερα, που ο κενός εντυπωσιασμός και οι ανερμάτιστες απόψεις δημιουργούν μόνο θόρυβο ή και σύγχυση, ο Α. Μήτσου με τεκμηριωμένους και σταθερούς συλλογισμούς «χτίζει» θέσεις που βοηθούν να εννοήσουμε τα ερείσματα της μισαλλοδοξίας και τα ελλείμματα όσων την υπηρετούν κι έτσι οχυρωμένοι να την αρνηθούμε και να την πολεμήσουμε με επίγνωση και συνέπεια.
Τον συγγραφέα, ως ικανό κι έμπειρο τεχνίτη του λόγου, τον απασχολούν και τα υλικά του: οι λέξεις. Γνωρίζει καλά όχι απλώς τη λειτουργία και τη δύναμή τους, αλλά γνωρίζει επιπλέον να διακρίνει το γνωστικό από το βιωματικό περιεχόμενό τους και αναλόγως να το χρησιμοποιεί: «Πολλές φορές οι λέξεις λένε περισσότερα απ’ όσα μπορούμε ν’ αντέξουμε, γι’ αυτό τον λόγο τις ντύνουμε, τους βάζουμε φτιασίδια, για να μην είναι γυμνές» (σ. 38). Παράλληλα, μας θυμίζει ότι η γλώσσα είναι ζωντανός οργανισμός, παρακολουθεί τη ζωή και τις εκφραστικές της ανάγκες, επομένως διαφοροποιείται και εξελίσσεται, λέξεις πεθαίνουν, λέξεις γεννιούνται, η δε εμμονή σε ό,τι ξεπερασμένο φθίνει αποκαλύπτει μόνο φοβική ανασφάλεια. Έτσι, ο Α. Μήτσου με τον ιδιαίτερο τρόπο του στην αφήγηση, με ρυθμό και σαγήνη, μας ανοίγει συνεχώς νέα κεφάλαια στοχασμού και μας σπρώχνει προστατευτικά στην εσωτερική αναζήτηση δυνάμεων, σε δοκιμές αυτογνωσίας.
Ο μύθος εξελίσσεται, η σκέψη προκαλείται, το συναίσθημα διεγείρεται: το ιερό και το μυστήριο, η ελευθερία της «πτήσης», το «θαύμα», οι συμβιβασμένοι με τη «χθαμαλή» ζωή τους, οι ανάλγητοι εμπρός στο δράμα του άλλου, ο θάνατος και η υπαρξιακή αγωνία, ο χρόνος ως βιωμένο μέγεθος συνθέτουν τα κεφάλαια της νουβέλας.
Ο Ανδρέας Μήτσου, συνειδητός αρνητής της προβολής του συγγραφικού Εγώ του δημιουργού, επιλέγοντας την τριτοπρόσωπη αφήγηση δεν γράφει εκ του ασφαλούς, δεν τον ενδιαφέρει η επισκόπηση γεγονότων και καταστάσεων, γράφει τολμηρά και υπαινικτικά, ακροβατεί πάντα με μόνο δίχτυ ασφαλείας το πείσμα της αναζήτησης πίσω από το προφανές, επιχειρεί τη συνεπή καταβύθιση στην ερμηνεία του απρόσμενου. Έτσι κι η παρούσα νουβέλα είναι ένα κείμενο σύγχρονο και συνάμα προδρομικό που δεν αρκείται στο να αφηγείται μόνο την εποχή του, αλλά προετοιμάζει τον αναγνώστη του και για το μετέπειτα. Πρόκειται για ένα βιβλίο που τακτοποιεί τα πράγματα γύρω μας και μέσα μας. Ας το απολαύσουμε!
(*) Η Χρύσα Ευστ. Αλεξοπούλου είναι επιτ. Σχολ. Σύμβουλος-ποιήτρια
Ανδρέας Μήτσου, Δύο παράξενα πλάσματα, νουβέλα, εκδ. Καστανιώτη, 2025.