Ο παπάς, οι λίρες και η εκδίκηση (του Φίλιππου Φιλίππου)

0
373

του Φίλιππου Φιλίππου

 

Ο Γρηγόρης Αζαριάδης (Αθήνα, 1951) εμφανίστηκε στη λογοτεχνία το 2012 με το μυθιστόρημα Παλιοί λογαριασμοί, όπου δολοφονούνται τέσσερις επώνυμοι Αθηναίοι, οι οποίοι συνδέονται από τα χρόνια της απριλιανής δικτατορίας. Σε αυτό –είναι εμφανείς οι επιρροές του από τον Πέτρο Μάρκαρη και τη μεσογειακή αστυνομική λογοτεχνία– μια ομάδα αστυνομικών αναλαμβάνουν να εξιχνιάσουν τα εγκλήματα. Στη συνέχεια, φάνηκε πως εμπνέεται και από το σκανδιναβικό αστυνομικό μυθιστόρημα, ενώ το πιο άρτιο μυθιστόρημα του είναι ο Σκοτεινός λαβύρινθος.

       Στο βιογραφικό του δηλώνει μεγάλος θαυμαστής του γαλλικού νεοπολάρ και του σκανδιναβικού κοινωνικού αστυνομικού μυθιστορήματος, μνημονεύοντας το συγγραφικό δίδυμο των Σουηδών Μ. Σγιεβάλ-Π. Βαλέε. Οι επιρροές του από τους Σκανδιναβούς, και όχι μόνο από το προαναφερθέν ζεύγος, αλλά κυρίως τους σύγχρονους, οι οποίοι έχουν γίνει αρκετά δημοφιλείς παγκοσμίως, είναι εμφανείς στα βιβλία του. Στο Καμιά προσευχή για τους πεθαμένους (εκδ. Bell), όπου ένας ήρωας ονομάζεται Βαλές ως απόδοση τιμής στον συγγραφέα Π. Βαλέε, μας μεταφέρει σ’ ένα ορεινό χωρίο, το Σκοτεινό, όπου τον Ιανουάριο του 1986 βρίσκεται νεκρός στη μονοκατοικία του το ζεύγος Μπεράτη: κάποιος τους έχει πυροβολήσει. Το χωριό αναστατώνεται, ήταν δύο άγιοι άνθρωποι που έκαναν ευεργεσίες. Ποιος μπορεί να τους σκότωσε και γιατί;

Την υπόθεση αναλαμβάνει ο αστυνόμος Τσαμπούνης, ο οποίος ζητάει βοήθεια από τα κεντρικά γραφεία της υπηρεσίας του. Πληροφορίες μπορεί να δώσει ο παπα-Γρηγόρης που γνωρίζει τα πάντα για τους κατοίκους του χωριού. Ο Μπεράτης πριν από μερικές δεκαετίες απέκτησε πολλά χρήματα, ίσως βρήκε κάπου χρυσές λίρες κρυμμένες την περίοδο της Κατοχής. Ύστερα σε άλλο χωριό, δολοφονείται δεύτερος άντρας και τρίτος. Την ίδια εποχή, μια κοπέλα από την Αθήνα, η Μελίνα, μαθαίνει ότι είναι υιοθετημένη και πηγαίνει στο Σκοτεινό για να ερευνήσει το παρελθόν της.

Η ιστορία έχει την αρχή της τον Φεβρουάριο του 1950, όταν μια ομάδα ανταρτών του Δημοκρατικού Στρατού, παρακινούμενη από έναν παπά, σύντροφό τους, ληστεύουν έναν δοσίλογο, παίρνουν τις χρυσές λίρες του και αποχωρούν για να τις μοιράσουν στις οικογένειες που έχασαν δικούς τους στον Εμφύλιο. Μόνο που ο δοσίλογος τους πυροβολεί με μια καραμπίνα κι ο αρχηγός πέφτει νεκρός. Η συνέχεια θα γραφτεί πολλά χρόνια αργότερα.

Το μυθιστόρημα διαθέτει δράση, απρόοπτα και ανατροπές ενώ τα εγκλήματα έχουν ως κίνητρο την εκδίκηση. Όπως όμως ειπώθηκε στην αρχή, ο Γρηγόρης Αζαριάδης θαυμάζει την σκανδιναβική αστυνομική λογοτεχνία κι αυτό αποβαίνει σε βάρος της αφήγησης. Διότι εκτός από το πλήθος των προσώπων που υπάρχουν σε αυτό, δυσκολεύοντας την ανάγνωση, εκτός από τους αμέτρητους αστυνομικούς, οι οποίοι εμπλέκονται στην υπόθεση (το βιβλίο του ανήκει στο είδος που αποκαλείται police procedural στο οποίο διαπρέπουν οι Σκανδιναβοί), ο συγγραφέας προβαίνει και σε λογοτεχνικά τεχνάσματα. Ένα από αυτά είναι η εμφάνιση στην πλοκή διαφόρων προσώπων που δεν έχουν όνομα (ορισμένα χαρακτηρίζονται ως «ο κοντός» και «ο ψηλός»), αργότερα βεβαίως τα αποκαλύπτει. Ο ερωτικός σύντροφος της Μελίνας που παίζει έναν βασικό ρόλο στην ιστορία περιγράφεται ως «ψηλός, αδύνατος νεαρός».

Σίγουρα ο συγγραφέας διαθέτει αφηγηματικές ικανότητες, ο αναγνώστης όμως αντιμετωπίζει προβλήματα κατανόησης των συμβάντων εξαιτίας των ποικίλων τεχνασμάτων. Κατά τη γνώμη μας, το παιχνίδι της γάτας και του ποντικού ανάμεσα στον συγγραφέα και τους αναγνώστες είναι γοητευτικό, αλλά δεν πρέπει να υπερβαίνει ορισμένα όρια.

 

Γρηγόρης Αζαριάδης, Καμιά προσευχή για τους πεθαμένους, Εκδόσεις Bell, 2025

Προηγούμενο άρθροΕσύ που το μάτι σου είναι χείλι: ερωτική ποίηση και ψηφιακός ερωτισμός (της Κωνσταντίνας Κορρυβάντη)
Επόμενο άρθρο12 αστυνομικά για το καλοκαίρι  (του Μάρκου Κρητικού)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ