της Αλεξάνδρας Χαΐνη
Πρόσφατα διάβασα δύο βιβλία που με συγκίνησαν πολύ. Αναφέρομαι στα «Γράμματα στην Παναγία» του Κυριάκου Χαρίτου και «Η δεσμοφύλακας» του Νίκου Δαββέτα. Και τα δύο κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Πατάκης. Ξεκινώ αυτό το σημείωμα με κοινή αναφορά στα δύο βιβλία όχι ακριβώς επειδή μου θυμίζουν το ένα το άλλο στο ύφος ή στην ανάπτυξη του θέματος, αλλά γιατί θα ήθελα να πω δυο λόγια για τη μεγάλη εικόνα, την αφετηρία που μοιράζονται: που δεν είναι άλλη από την αγάπη για τη μητέρα· και μέσα από αυτήν, εν τέλει, τον φόβο του αναπόφευκτου θανάτου, με την έννοια της αποσύνδεσής (μας) από την αρχή.
Τόσο ο Δαββέτας όσο και ο Χαρίτος απευθύνονται στη μάνα τους· ο μεν γράφοντας σχεδόν σε πραγματικό χρόνο, όσο την παρακολουθεί να εξαφανίζεται στις ανηφοριές του Αλτσχάιμερ, ο δε σε μορφή επιστολής ιερής, ως ένας νέας κοπής Ιησούς προς την Παναγία. Ο Δαββέτας, με πολλά και βραβευμένα βιβλία στους ώμους του, χειρίζεται το θέμα του με τρόπο λιτό, με σύνεση και σεβασμό θα έλεγα, χωρίς ακραίους συναισθηματισμούς και βεβιασμένα δράματα. Ο Χαρίτος, νεότερος, έχει έναν λόγο πιο ποιητικό, συχνά λοξό· οι λέξεις στα κείμενά του, δεν περισσεύουν, αποκτούν ιδιαίτερη σημασία, δεν τις ξεχνάς.
Μητέρες & Γιοι
Διαβάζοντας τα δύο αυτά βιβλία, έφερα αναπόφευκτα στο νου μου το μυθιστόρημα «Μητέρες και Γιοι» του Θοδωρή Καλλιφατίδη. Κυκλοφόρησε το 2007 από τις Εκδόσεις Γαβριηλίδης και αφηγείται μια επίσκεψη του συγγραφέα στην Ελλάδα με αφορμή τα 92α γενέθλια της μάνας του (ηλικία που έχασε τον πατέρα του αρκετά χρόνια νωρίτερα), με τα δύο μέρη να ξέρουν καλά ότι αυτή θα είναι κατά πάσα πιθανότητα και η τελευταία τους συνάντηση. Το βιβλίο του Καλλιφατίδη είναι αρκετά νοσταλγικό, είναι μια αναδρομή στο παρελθόν, ένας απολογισμός, με μνήμες από την δική του παιδική ηλικία, από τα πάθη και τις χαρές της οικογένειάς του στους Μολάους Λακωνίας τις οποίες συνδυάζει με μαεστρία με τις ιστορικές συνθήκες που διαμόρφωσαν τον ίδιο και τη χώρα. Είναι όμως και μια συνειδητοποίηση, που του δίνει δύναμη να πάει παρακάτω: «Αυτό θα πει να έχεις μια μητέρα. Πάντα κουβαλάς μέσα σου μια αρχή.»
Για μένα τα τρία αυτά βιβλία συνδέονται με ένα νήμα μαγικό που βρίσκεις μόνο στην πεζογραφία – και είναι σαν το ένα να περίμενε το άλλο.
«Ένα ελάχιστο ίχνος κοινής ζωής»
Το μυθιστόρημα «Η δεσμοφύλακας» ανήκει στο είδος του autofiction – είναι αυτοβιογραφικό, ή μάλλον είναι η ζωή του συγγραφέα μέσα από εκείνη της μητέρας του. Ο Νίκος Δαββέτας το ξεκαθαρίζει εξαρχής, ήδη από τον πρόλογο: «άρχισα […] να γράφω ανελλιπώς έως και τον θάνατό της […] προσπαθώντας να διασώσω […] ένα ελάχιστο ίχνος της κοινής μας ζωής…» Το έγραψε από τον Ιούνιο του 2022 έως τον Νοέμβριο του 2024, όσο εξελισσόταν ουσιαστικά η ασθένεια της μητέρας του, μέχρι τον θάνατό της.
Η γραφή του Δαββέτα είναι γραμμική, και, παρόλο που ξέρουμε το τέλος της ιστορίας, παρακολουθούμε την πορεία της νόσου μέσα από τις συζητήσεις με τους γιατρούς και τη γυναίκα που την προσέχει, από τις κάθε λογής εξετάσεις και την αντίδραση του σώματός της σε αυτές. Στην αφήγηση όμως της καθημερινότητας παρεμβάλλονται, εν είδει flashback, σκηνές από την δουλειά της μητέρας Δαββέτα ως δεσμοφύλακα στις φυλακές Αβέρωφ και Κορυδαλλού. Οι σκηνές εμφανίζονται συνήθως με αφορμή κάποια αναλαμπή της ίδιας ή ως ανάμνηση του αφηγητή από τις επισκέψεις του ως παιδί στα σωφρονιστικά ιδρύματα και τις συναντήσεις με κάποιες κρατούμενες στο σπίτι της οικογένειας.
Τα περιστατικά αυτά, παρότι χωρίς χρονολογική σειρά και κάποιες φορές αρκετά συγκεχυμένα, ρίχνουν φως στην κατάσταση των γυναικείων φυλακών από την πλευρά των «άλλων» όμως, εκείνων που στο συλλογικό ασυνείδητο έχουν καταχωρηθεί στους «σκληρούς», σε αυτούς που δεν κάνουν χάρες. Ο Δαββέτας δεν επιχειρεί να καταρρίψει το στερεότυπο, δεν προσπαθεί να αμβλύνει τις άκρες και να παρουσιάσει την ανθρώπινη πλευρά της δεσμοφύλακα-μητέρας (για τις κρατούμενες όχι για τον ίδιο). Αυτό γίνεται ωστόσο από μόνο του, μέσα από την αφήγηση και το συμπέρασμα ότι τελικά αυτή η γυναίκα τυχαία βρέθηκε σε εκείνη τη θέση, δεν είχε άλλη επιλογή, και έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε. «Πρέπει να ντρεπόταν για τη δουλειά της περισσότερο απ’ ό,τι εγώ. Όταν τύχαινε και τη ρωτούσαν τι επαγγέλλεται, απαντούσε ξερά: “δημόσιος υπάλληλος”.»
Παράλληλα όμως παρακολουθούμε και τα ψυχολογικά σκαμπανεβάσματα του αφηγητή-συγγραφέα και γιου πρωτίστως, από οργισμένο αρνητή «με την κυνική ειλικρίνεια του υγιούς ανθρώπου», πίσω στο μικρό αγόρι με τα ορθοπεδικά παπούτσια που αποζητά την αγκαλιά της μονίμως απούσας και σκληρά εργαζόμενης μάνας του, κι από εκεί στον προσεκτικό και ανήσυχο φροντιστή και εν δυνάμει δεσμοφύλακα που προσπαθεί να κρατήσει τις ισορροπίες και να αναγνωρίσει (να αποχαιρετίσει;) τη μάνα που ήξερε έστω για μια στιγμή.
Δεν είναι εύκολο αυτό που κάνει ο Δαββέτας. Και παρότι το κάνει απλά, χωρίς καλολογικά στοιχεία και βεβιασμένα δράματα, όπως είπα και παραπάνω, με έκανε να κλάψω πολλές φορές. Όταν τέλειωσα το βιβλίο έγραψα: «κλαίω με τα βιβλία των φίλων μου· από χαρά όταν είναι γραμμένα με βελόνι σαν κέντημα που ούτε ένα ξέφτι δεν είναι περιττό και από συγκίνηση όταν χτυπάνε διάνα τις πιο ευαίσθητες χορδές μου», κι αυτή η φράση τα συνοψίζει όλα.
«Σπαράγματα»
Το βιβλίο του Κυριάκου Χαρίτου «Γράμματα στην Παναγία» είναι ιδιαίτερο. Όχι μόνο σε περιεχόμενο αλλά και σε μορφή. Εικοσιέξι σύντομες επιστολές του Ιησού προς την Παναγία· χειρόγραφα που βρέθηκαν γραμμένα σε περγαμηνή κάπου στα βάθη της Συρίας. Κάποιοι αποφάνθηκαν με βεβαιότητα πως ήτανε πλαστά –«μια πρώιμη συγγραφική κλοπή ταυτότητας»· κάποιοι άλλοι «επιμένουν στην αλήθεια τους».
Ο Χαρίτος εξερευνά τη χριστιανική πίστη, τη δική του πίστη. Το λέει και ο ίδιος άλλωστε στο βίντεο που συνοδεύει την παρουσίαση του βιβλίου από τις εκδόσεις Πατάκη. Μιλάει για το «προσωπικό του προσευχητάρι», για την ανάγκη του να μιλήσει για τη θνητότητα του Θεανθρώπου.
Ωστόσο, τα «Γράμματα στην Παναγιά», διαβάζονται, θεωρώ, πέρα και έξω από αυτό το πλαίσιο. Γιατί τι είναι τα γράμματα του Ιησού προς την Παναγία αν όχι τα τρυφερά λόγια ενός γιου προς τη μάνα του; Μακριά από τη θρησκευτική παράδοση (και με αρκετή προκατάληψη, το ομολογώ), διάβασα τα «Γράμματα» ως μια εξομολόγηση. Ως μια μαρτυρία αγάπης, ή μάλλον ως μια επιβεβαίωση αγάπης από απόσταση – τόσο αναγκαία στη διαδικασία του απογαλακτισμού και της ενηλικίωσης.
Ο γιος-Ιησούς περιπλανάται στην έρημο, κοιμάται σε στάβλους, πληγώνεται, φοβάται ότι δεν θα τα καταφέρει, ότι δεν θα βρει τις απαντήσεις, ότι δεν θα τον καταλάβουν, δεν θα τον αγαπήσουν και δεν θα αγαπήσει. Μάνα είμαι εδώ κι ας έφυγα της γράφει, απλώς πρέπει να μάθω «πώς κρατιέται η ζωή και πού κρύβεται». Ψάχνω να βρω «μια γλώσσα που δεν θα έχουν ξανακούσει οι άνθρωποι». Μην μου κρατάς κακία θα ξανάρθω. Πρέπει να γνωρίσω τον κόσμο, να τσαλακωθώ, να αναμετρηθώ με το θεριό, να μάθω ξανά να περπατάω, να λιώσω τα παπούτσια μου, να πέσω, να σηκωθώ, να δω αν μπορώ και πόσο.
Ο λόγος του Χαρίτου είναι ποιητικός και λεπτοδουλεμένος. Ταυτόχρονα όμως είναι ένας λόγος καθημερινός και ανεπιτήδευτος, γεγονός που δίνει στο κείμενο ξεχωριστή ποιότητα. Αντιγράφω ενδεικτικά μια μόνο φράση που μου άρεσε πολύ: «Έφαγα προχθές ένα κεράσι, μάνα. Ένα τόσο δα μικρό κεράσι. Και είπα, ναι. Πιστεύω.»
Υστερόγραφο: Η τελευταία φράση των «Γραμμάτων», πάντως, είναι μια από τις καλύτερες τελευταίες φράσεις που έχω διαβάσει ποτέ σε βιβλίο.
WHO IS WHO
Νίκος Δαββέτας
Ο Νίκος Δαββέτας, συγγραφέας και κριτικός, εµφανίστηκε στα γράµµατα το 1981 από τις σελίδες του περιοδικού Διαγώνιος του Ντίνου
Χριστιανόπουλου. Έχει εκδώσει 14 βιβλία (7 ποιητικά, 7 πεζογραφικά). To μυθιστόρημά του «Άντρες χωρίς άντρες» (Εκδόσεις Πατάκη, 2020) τιµήθηκε το 2022 µε το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήµατος και µε το Βραβείο Ελληνικού Μυθιστορήµατος Athens Prize for Literature. Τέσσερα µυθιστορήµατά του – «Το θήραµα», «Λευκή πετσέτα στο ρινγκ», «Η Εβραία νύφη», «Ο ζωγράφος του Μπελογιάννη»– συµπεριλήφθηκαν στις βραχείες λίστες των κρατικών βραβείων· «Η Εβραία νύφη» (Εκδόσεις Πατάκη, αναθεωρημένη έκδοση, 2019) τιµήθηκε το 2010 µε το βραβείο µυθιστορήµατος της Ακαδηµίας Αθηνών. Από τις Εκδόσεις Πατάκη κυκλοφορούν επίσης τα βιβλία του «Ωστικό κύμα» (2016), «Ο ζωγράφος του Μπελογιάννη» (2022), «Η δεσμοφύλακας» (2025). Έργα του έχουν µεταφραστεί στις κυριότερες ευρωπαϊκές γλώσσες. Aπό το 2017 διδάσκει Δημιουργική Γραφή στα μεταπτυχιακά προγράμματα του ΕΑΠ.
Κυριάκος Χαρίτος
Ο Κυριάκος Χαρίτος γεννήθηκε στη Χαλκίδα και μεγάλωσε στην Αυστραλία. Σπούδασε στην Αθήνα και στην Αγγλία. Έχει γράψει 7 παιδικά βιβλία: «Φον Κουραμπιές εναντίον Κόμη Μελομακαρόνη», «Το βιβλίο των δικών σου Χριστουγέννων», «Το τραγούδι του ύπνου» (Μεταίχμιο), «Ο μικρός Μανού και το φεγγάρι» (Ποταμός), «Το όλο και το λίγο» (Καστανιώτης), για τα οποία ήταν υποψήφιος για το Κρατικό Βραβείο Παιδικής Λογοτεχνίας και για το Κρατικό Βραβείο Εικονογραφημένου Βιβλίου, καθώς και το «Για φαντάσου» (Μεταίχμιο) που έλαβε τις εξής διακρίσεις: Κρατικό Βραβείο Παιδικού Λογοτεχνικού Βιβλίου 2023, Βραβείο λογοτεχνικού βιβλίου για παιδιά 2023 του περιοδικού «Ο Αναγνώστης», Τιμητική διάκριση White Ravens για το 2023 από τη Διεθνή Παιδική και Νεανική Βιβλιοθήκη του Μονάχου. Το 2024 κυκλοφόρησε παιδικό βιβλίο, «Το μεταξένιο» (Μεταίχμιο). Έχει μεταφράσει παιδική λογοτεχνία και τις κωμωδίες του Αριστοφάνη σε κόμικς για το Μεταίχμιο. Το 2007 βραβεύτηκε στη Δράμα για το σενάριο της ταινίας «Εν θερμώ». Το 2016 κυκλοφόρησε το ποιητικό έργο «Το επί ματαίω» (Κέδρος). Το 2022 κυκλοφόρησε το βιβλίο «Μικρή εγκυκλοπαίδεια του θανάτου» (Στερέωμα). Το 2025 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πατάκη τα «Γράμματα στην Παναγία».
























