της Μαριάννας Μίσιου*
Το εικονογραφημένο βιβλίο Μια αρκούδα στην μπανιέρα της Τασούλας Τσιλιμένη, σε εικονογράφηση της Αιμιλίας Κονταίου, αποτελεί ένα παράδειγμα έργου που συνδυάζει περιβαλλοντική ευαισθησία με πολυεπίπεδες αναγνώσεις. Κεντρικός του άξονας είναι η έννοια της επαναχρησιμοποίησης των αντικειμένων. Οι περίπατοι της συγγραφέως και οι απρόσμενες συναντήσεις της με παρατημένα λούτρινα παιχνίδια δίπλα σε κάδους απορριμμάτων αποτέλεσαν το έναυσμα για τη συγγραφή του κειμένου. Η ιστορία αρθρώνεται γύρω από μια τετραμελή οικογένεια – πατέρα, μητέρα, γιο και γιαγιά – η οποία αναλαμβάνει από κοινού τη φροντίδα, την επιδιόρθωση και την ενσωμάτωση των λούτρινων παιχνιδιών στον οικογενειακό τους χώρο.
Η αφήγηση ακολουθεί ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο: την αυγή ο πατέρας φεύγει για μια αδιευκρίνιστη εργασία και επιστρέφει κάθε φορά με ένα καινούριο λούτρινο ζώο, σαν να φέρνει μυστικά δώρα από άλλους κόσμους. Το παιχνίδι, μόλις μπει στο σπίτι, πλένεται στην μπανιέρα από τον πατέρα και τον γιό του, τον Ορφέα, επιδιορθώνεται και ράβεται από τη γιαγιά και, τέλος, τοποθετείται στο δωμάτιο του παιδιού. Η μητέρα προσπαθεί να οργανώσει το πλήθος των λούτρινων, φτάνοντας στο σημείο να κρεμάει καλάθια από το ταβάνι. Όταν η συσσώρευση δεν αφήνει πια χώρο να σταθεί κανείς, ζητά από τον πατέρα να της υποσχεθεί ότι δεν θα φέρει άλλα. Όμως, εκείνος επιστρέφει με ακόμη ένα λούτρινο ζώο– έναν ψεύτικο σκύλο που, όπως λέει, θα προσέχει τα υπόλοιπα – και μιμείται το γάβγισμά του. Η τελική σκηνή λειτουργεί αποσυμπιεστικά, καθώς η μητέρα το βρίσκει αστείο και γελάει. Το γέλιο της λειτουργεί ως αφηγηματική αποδοχή, προσφέροντας ένα ψυχολογικό κλείσιμο, χωρίς όμως να είναι και δομικό, αφού παραμένει ανοιχτό το ενδεχόμενο η κατάσταση να συνεχιστεί με την προσθήκη πολλών ακόμα αντικειμένων στο σπίτι. Έτσι, η οικογένεια συσπειρώνεται γύρω από μια κοινή και συνεχόμενη δράση ανακύκλωσης και φροντίδας, που συνάδει με την οικολογική διάσταση του βιβλίου.
Η οικοκριτική μελετά τη σχέση μεταξύ λογοτεχνίας και φυσικού περιβάλλοντος, και τους τρόπους με τους οποίους τα κείμενα αντανακλούν και επηρεάζουν τις αλληλεπιδράσεις μας με τον φυσικό κόσμο (Glotfelty & Fromm, 1996). Τα κείμενα με περιβαλλοντικό προσανατολισμό δεν αντιμετωπίζουν τη φύση ως τοπίο, αλλά ως έναν σημαντικό παράγοντα που αλληλεπιδρά με την ανθρώπινη ιστορία, αναγνωρίζουν την αξία και τη ζωή των μη ανθρώπινων όντων και τονίζουν την ηθική διάσταση της ανθρώπινης ευθύνης απέναντι στο περιβάλλον (Buell 1995, 7-8),. Επιπλέον, κεντρικό στοιχείο της οικοκριτικής είναι η αναγνώριση της υλικότητας ως φορέα ηθικών σχέσεων (Alaimo, 2010). Η οικογένεια που περιγράφεται στο βιβλίο Μια αρκούδα στην μπανιέρα, με τις πράξεις της, ενσωματώνει ακριβώς αυτήν την ηθική: αναλαμβάνει την ευθύνη να αποκαταστήσει κάτι που έχει απορριφθεί, ενώ η φροντίδα των αντικειμένων, η ανακύκλωση και η αναδημιουργία γίνονται τρόπος σκέψης της. Μέσω αυτής της διαδικασίας, η οικολογική συνείδηση καλλιεργείται τόσο σε προσωπικό και οικογενειακό επίπεδο, όσο και σε κοινωνικό, αναδεικνύοντας την ευθύνη που έχει κάθε πολίτης απέναντι στο περιβάλλον.
Οι χαρακτήρες σκιαγραφούνται μέσα από τις πράξεις τους. Ο πατέρας λειτουργεί ως σταθερός διαμεσολαβητής ανάμεσα στον έξω κόσμο και τον οικιακό μικρόκοσμο, χωρίς να αποκαλύπτει από πού προέρχονται τα παιχνίδια, για ποιον λόγο τα φέρνει ή να ζητά αναγνώριση για την πράξη του. Μοιάζει με έναν οικολογικό ήρωα που διασώζει από τον αφανισμό πλάσματα που κάποτε αγαπήθηκαν και τώρα περιθωριοποιήθηκαν. Ο ρόλος του είναι να επαναφέρει το άχρηστο στον οικιακό χώρο και να αποδείξει ότι ακόμα και εκεί όπου άλλοι βλέπουν σκουπίδια, εκείνος εντοπίζει αξία. Η μητέρα, πιο ρεαλιστική φιγούρα, είναι η φωνή του μέτρου, αλλά και της αποδοχής. Αποτελεί τον αντίποδα του πατέρα-διασώστη και συλλέκτη, καθώς εκφράζει την ανάγκη για τάξη μέσα στο σπίτι. Ωστόσο, οι οικολογικές δράσεις δεν περιορίζονται μόνο σε μεγάλες περιβαλλοντικές πρωτοβουλίες, αλλά περιλαμβάνουν και μικρές, καθημερινές ενέργειες που αφορούν τη σχέση του ανθρώπου με τα αντικείμενα και τη φύση γύρω του. Η διαρκής προσαρμογή και αποδοχή του νέου (των λούτρινων) από τη μητέρα αντανακλά την πρακτική εφαρμογή της οικολογικής σκέψης στην καθημερινότητα: η αναγνώριση της αξίας του υπάρχοντος και η συνύπαρξη με τα αντικείμενα που έχουν επαναχρησιμοποιηθεί. Η φιγούρα της αντιπροσωπεύει τη συνειδητοποίηση ότι ακόμα και η διαχείριση των μικρών πραγμάτων και αναγκών μπορεί να είναι μια πράξη οικολογικής ευθύνης. Η γιαγιά της οικογένειας ενσαρκώνει τη φροντίδα: αυτή που ράβει τις πληγές των λούτρινων, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Μέσα από την πράξη της επιδιόρθωσης, ξετυλίγεται το νήμα που συνδέει το παλιό με το καινούριο, ενεργοποιώντας παραδοσιακές δεξιότητες (το ράψιμο) που κουβαλούν εμπειρία και γνώση. Η παρουσία της αποτυπώνει μια διαγενεακή πράξη φροντίδας και μεταβίβασης αξιών – μια μορφή διαγενεακής ηθικής, σύμφωνα με την οποία η επαναχρησιμοποίηση αντικειμένων γίνεται φορέας συνέχειας, βιωσιμότητας και κοινής ευθύνης. Όπως σημειώνει και ο Agius (2010), η ανθρώπινη κοινότητα γίνεται δίκαιη όταν οι παρούσες γενιές μαθαίνουν να μοιράζονται τους πόρους της Γης με όλα τα μέλη του ανθρώπινου είδους, παρόντα και μελλοντικά.
Στο πλαίσιο της οικοκριτικής θεωρίας, το μυθοπλαστικό παιδί αναδεικνύεται συχνά ως εν δυνάμει φορέας αλλαγής και ελπίδας. Έτσι, οι μικροί αναγνώστες ευαισθητοποιούνται απέναντι στα οικολογικά ζητήματα και διαμορφώνονται ως δρώντα υποκείμενα που μπορούν να συμβάλουν στη μεταμόρφωση του κόσμου (Goga et al., 2018). Αντίστοιχα, η Gaard (2008) αναφέρεται στην ανάγκη για μια «οικοπαιδαγωγική» (ecopedagogy) στην παιδική λογοτεχνία, η οποία θα καλλιεργεί την οικολογική ευαισθησία μέσα από τα κείμενά της. Υπό αυτό το πρίσμα, στο Μια αρκούδα στην μπανιέρα, ο Ορφέας αποτελεί τον συνδετικό κρίκο της ιστορίας και τον τελικό αποδέκτη του μηνύματος του βιβλίου: φέρει το βάρος της συνέχειας, καθώς καλείται να διατηρήσει και να μεταδώσει την οικολογική συνείδηση. Μέσα από τις πράξεις των ενηλίκων μαθαίνει τη δύναμη της φροντίδας, της αποδοχής, της επιδιόρθωσης αντί της απόρριψης — αξίες που διαμορφώνουν έναν τρόπο σκέψης ενάντια στον καταναλωτισμό. Το όνομά του ενισχύει την ιδέα αυτή: όπως ο μυθικός Ορφέας μάγευε ακόμη και τα άψυχα αντικείμενα με τη μουσική του, έτσι και το παιδί αναδημιουργεί και ξαναδίνει ζωή στα πεταμένα παιχνίδια.
Ο κύκλος των επαναληπτικών πράξεων – το πλύσιμο, το στέγνωμα, το μπάλωμα, η τακτοποίηση των λούτρινων ζώων – αποκτά τελετουργικό χαρακτήρα. Γίνεται ρουτίνα που μεταμορφώνεται σε καθημερινή σχεδόν σιωπηλή προτροπή υπέρ της επαναχρησιμοποίησης και της ανακύκλωσης, αντηχώντας τις αρχές του οικολογικού τρίπτυχου: μείωση, επαναχρησιμοποίηση, ανακύκλωση. Τα λούτρινα ζώα αντιπροσωπεύουν την υλικότητα του σύγχρονου καταναλωτισμού, ενώ η πράξη της διάσωσής τους συνιστά μορφή οικολογικής αντίστασης ενάντια στην αλόγιστη αντικατάσταση και σπατάλη των πόρων. Σε αυτό το πλαίσιο, η θεωρία της material agency όπως διατυπώνεται από τη Stacy Alaimo (2010), προσφέρει ένα εργαλείο ανάγνωσης: τα άψυχα αντικείμενα, όπως τα λούτρινα ζώα, αποκτούν δυναμική μέσω της ένταξής τους σε δίκτυα σχέσεων φροντίδας και ευθύνης. Εξάλλου, η υλική οικολογία (material ecology) της Alaimo (2010) προτείνει μια μη-ανθρωποκεντρική προσέγγιση, σύμφωνα με την οποία ο υλικός κόσμος – τόσο τα έμβια όντα όσο και τα άβια αντικείμενα – συμμετέχει ενεργά στη διαμόρφωση της ανθρώπινης εμπειρίας και, ως εκ τούτου, οφείλει να εντάσσεται στις οικολογικές και ηθικές μας συζητήσεις.
Επιπλέον, στην παιδική ψυχολογία, τα «μεταβατικά αντικείμενα» (transitional object), όπως τα λούτρινα ζώα, βοηθούν τα παιδιά να προσαρμόσουν τον εσωτερικό τους κόσμο στον εξωτερικό, παρέχοντάς τους ασφάλεια, συναισθηματική σταθερότητα, και βήματα προς στην αυτονόμηση (Winnicott, 1971). Στο Μία αρκούδα στην μπανιέρα, ο Ορφέας μοιράζεται το κρεβάτι του με τα ζώα, συνομιλεί μαζί τους, τα παίρνει μαζί του όταν βγαίνει βόλτα, τους δίνει ρόλο στην καθημερινότητά του. Τα λούτρινα είναι γι’ αυτόν αντικείμενα που συμμετέχουν ενεργά στον ψυχικό του κόσμο, «μεταβατικά αντικείμενα» προς την κοινωνικότητα, την φροντίδα, την ευθύνη, την αγάπη.
Η εικονογράφηση της Αιμιλίας Κονταίου υποστηρίζει και ενισχύει τις κεντρικές θεματικές του βιβλίου. Στο εξώφυλλο, βλέπουμε τον Ορφέα να πλένει μια αρκούδα στην μπανιέρα, εικόνα που προϊδεάζει τον αναγνώστη για το θεματικό μοτίβο της φροντίδας, δηλώνοντας από την αρχή τον πυρήνα του βιβλίου: το παιδί δεν είναι παθητικός θεατής, αλλά ενεργός φροντιστής. Στο εσωτερικό, οι εικόνες δείχνουν τη συμμετοχή ολόκληρης της οικογένειας στον κύκλο της φροντίδας. Το παιδικό δωμάτιο μεταμορφώνεται σιγά-σιγά σε ζωολογικό κήπο, όπου κάθε γωνιά φιλοξενεί κι ένα νέο πλάσμα. Οι εικόνες ισορροπούν ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη φαντασία: είναι όντως όλα αυτά παιχνίδια ή μήπως πήραν ζωή;
Συμπερασματικά, το βιβλίο Μια αρκούδα στην μπανιέρα, εμπνευσμένο από πραγματικές εικόνες σωριασμένων λούτρινων στα σκουπίδια και της θλίψης που αποπνέουν, μετασχηματίζεται σε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα παιδικής λογοτεχνίας με οικολογικές, συναισθηματικές και κοινωνικές διαστάσεις. Η συγγραφέας, με την ιδιότητα τόσο της ακαδημαϊκού όσο και της δημιουργού παιδικών βιβλίων, καταφέρνει να ισορροπήσει μεταξύ λογοτεχνικής ποιότητας και οικολογικού μηνύματος. Αναδεικνύει την αγάπη που εκφράζεται μέσα από τη φροντίδα για όσα έχουν ξεχαστεί, εγκαταλειφθεί ή απορριφθεί. Έτσι, το έργο προάγει μια οικολογική ευαισθησία και μια εναλλακτική αντίληψη για τη σχέση μας με τα αντικείμενα, τη φύση και, τελικά, με τον ίδιο τον κόσμο.
*Η Μαριάννα Μίσιου είναι Επίκουρη Καθηγήτρια ΤΕΠΑΕΣ, Πανεπιστήμιο Αιγαίου. Διδάσκει Θεωρία παιδικής Λογοτεχνίας και Εικονογραφημένο Παιδικό Βιβλίο.
Βιβλιογραφία
Agius, E. (2010). Environmental ethics towards an intergenerational perspective. In H. A. M. J. ten Have (Ed.), Environmental ethics and international policy (pp. 89–116). UNESCO Publishing.
Alaimo, S. (2010). Bodily Natures: Science, Environment, and the Material Self. Indiana University Press.
Buell, L. (1995). The Environmental Imagination: Thoreau, Nature Writing, and the Formation of American Culture. Harvard University Press.
Gaard, G. (2008). Toward an ecopedagogy of children’s environmental literature. Green Theory & Praxis: The Journal of Ecopedagogy, 4(2), 11–24. https://doi.org/10.3903/gtp.2008.2.1
Glotfelty, C., & Fromm, H. (1996). The Ecocriticism Reader: Landmarks in Literary Ecology. University of Georgia Press.
Goga, N., Guanio-Uluru, L., Hallås, B. O., & Nyrnes, A. (Eds.). (2018). Ecocritical perspectives on children’s texts and cultures: Nordic dialogues. Palgrave Macmillan. https://doi.org/10.1007/978-3-319-90497-9
Winnicott, D. W. (1971). Playing and Reality. Tavistock Publications.
Τασούλα Τσιλιμένη, Μια αρκούδα στην μπανιέρα, Εικ. Αιμιλία Κονταίου, Ελληνοεκδοτική, 2024.
![]()


























