«Η πόλη των τυφλών» Ζ. Σαραμάγκου, Έμιλυ Λουίζου: ένα σπουδαίο βιβλίο, μια επιτυχημένη παράσταση (της Όλγας Σελλά)

0
356

 

της Όλγας Σελλά

Μόνο ένας σπουδαίος λογοτέχνης θα μπορούσε να εξιστορήσει με ακρίβεια, ρεαλισμό, ευαισθησία και διορατικότητα τι συμβαίνει σε μια κοινότητα ανθρώπων που βρίσκεται ξαφνικά μπροστά σε μια ακραία κατάσταση. Τις αντιδράσεις που αναπτύσσονται, τα ένστικτα που κυριαρχούν, τις συμπεριφορές που δεν φανταζόμασταν ότι μπορεί να υπάρχουν. Και μόνο ένας συγγραφέας σαν τον Ζοζέ Σαραμάγκου θα μπορούσε μέσα σε μια δυστοπική κατάσταση να αναδείξει ως συμπρωταγωνιστές το αίσθημα αλληλεγγύης, την αντίληψη αυτοοργάνωσης, τη γενναία προσπάθεια επιβίωσης σε βάρος των πιο αρνητικών δεδομένων. Κι αυτό έκανε στο μυθιστόρημά του «Περί τυφλότητας», που κυκλοφόρησε το 1995 στην Πορτογαλία.

Η σκηνοθέτιδα Έμιλυ Λουίζου παρουσίασε αυτό το συναρπαστικό κείμενο του Πορτογάλο νομπελίστα συγγραφέα στο πλαίσιο του κύκλου «Η σκηνή των βιβλίων», τις προηγούμενες μέρες, στο φετινό Φεστιβάλ Αθηνών, σε διασκευή Σάιμον Στίβενς, σε παγκόσμια πρεμιέρα. Και έστησε μια παράσταση που απέδωσε ισχυρά την ατμόσφαιρα του βιβλίου.

Όλα ξεκινούν από τον ασθενή μηδέν, έναν απλό άνθρωπου που ενώ οδηγεί τυφλώνεται. Για την ακρίβεια τα βλέπει όλα λευκά. Ένας νεαρός προσφέρεται να οδηγήσει το αυτοκίνητο μέχρι το σπίτι του. Σταδιακά διαπιστώνουν όλοι ότι η περίεργη αυτή ασθένεια είναι μεταδοτική. Όσοι επισκέπτονται έναν οφθαλμίατρο τυφλώνονται. Το ίδιο και η σύζυγος του ασθενούς μηδέν, και ο νεαρός που προσφέρθηκε να οδηγήσει το αυτοκίνητό του (αλλά τελικά το έκλεψε) και όσοι βρέθηκαν στον ίδιο οφθαλμίατρο. Και ο οφθαλμίατρος. Μόνο η σύζυγος του γιατρού δεν νοσεί. Η επιδημία εξαπλώνεται στην πόλη ταχύτατα. Και αποκαλύπτει τον ανέτοιμο κρατικό μηχανισμό, τις ερασιτεχνικές κινήσεις διαχείρισης, τη διάψευση των στοιχειωδών προσδοκιών στους πολίτες.

Ο οφθαλμίατρος με τη γυναίκα του (που δεν θέλει να τον αφήσει και παριστάνει ότι κι εκείνη τυφλώθηκε) οδηγούνται σ’ έναν περίεργο χώρο καραντίνας. Χωρίς καμία υποδομή. Σιγά σιγά ο χώρος γεμίζει. Σταδιακά αρχίζει να υπάρχει πρόβλημα στη διανομή φαρμάκων και τροφίμων. Και τότε εμφανίζονται άνθρωποι αδίστακτοι που δεν διστάζουν να τσαλαπατήσουν με κάθε τρόπο τα τελευταία ίχνη ανθρώπινης αξιοπρέπειας. «Ο μικρός πλούτος του καθενός χάθηκε για πάντα», λέει ο Σαραμάγκου, κλείνοντας σ’ αυτή τη μικρή φράση μια τεράστια απελπισία και θλίψη. Επιβάλλονται στη διαχείριση του χώρου, εξευτελίζουν τους έγκλειστους και απαιτούν το γυναικείο σώμα ως συναλλακτικό μέσον για να τους παραχωρηθεί το φαγητό που δικαιούνται.

Πόσο εύκολο είναι να χαθούν τα όρια σε τέτοιες καταστάσεις; Και πόσο δύσκολο είναι να διατηρηθούν αξίες και ελπίδες; Αυτό αποτυπώνει ο Σαραμάγκου στο βιβλίο του, δείχνοντας και τον ολοκληρωτισμό και τη βία που επικρατούν πολύ εύκολα αλλά και τις αχτίδες αλληλεγγύης και συνύπαρξης που διαπερνούν τις ακραίες καταστάσεις. Ο Σαραμάγκου επιλέγει να σταθεί στην ελπίδα, αφού εκείνη η πρώτη ομάδα νοσούντων και εγκλείστων, το σκάει από το σανατόριο-κρατητήριο, φθάνει στο σπίτι του γιατρού και ζουν εκεί όλοι μαζί, με τις αρχές που κατέκτησαν στη διαδρομή, ακόμα και όταν θα ξαναβρούν την όρασή τους, όταν η πανδημία περάσει.

Η Έμιλυ Λουίζου αξιοποίησε την εύστοχη διασκευή του Σάιμον Στίβενς, που μετέδωσε όλες τις αποχρώσεις του βιβλίου του Σαραμάγκου, ακόμα κι αν, αυτονόητα, απομακρύνθηκε από το λογοτεχνικό του ύφος και έστησε αυτό το σκηνικό βίας, τρόμου, απελπισίας, φρίκης και των αξιών που επιμένουν να αντιστέκονται.  Αν κάτι θα σημείωνα για την Έμιλυ Λουίζου είναι ότι μοιάζει να δίνει μεγαλύτερη σημασία στο περιβάλλον της παράστασης και να αφαιρεί από τη μεγαλύτερη προσοχή της στην καθοδήγηση των ηθοποιών. Με τη συμβολή της Θάλειας Μέλισσα στο σκηνικό, της Νίκης Ψυχογιού στα κοστούμια (που είναι πολύχρωμα σε πείσμα της τυφλότητας), τους φωτισμούς της Χριστίνας Θανάσουλα στήνει επιτυχώς ένα δύσκολο, ζοφερό και πολυεπίπεδο σύμπαν. Είναι η τρίτη παράστασή της που βλέπω και επιβεβαιώνεται η αρχική μου εντύπωση ως προς τη σκηνική απόδοση της ατμόσφαιρας του κάθε έργου με το οποίο καταπιάνεται. Οι μουσικές της Ειρήνης Σκυλακάκη «έντυσαν» ταιριαστά την ατμόσφαιρα, παρότι ήταν λίγο παραπάνω δυνατές και επαναλαμβανόμενες, ίσως για να μεταφέρουν και στην πλατεία τον τρόμο και την απειλή.

Όσο για τους ηθοποιούς, περισσότερο ήταν μια ομάδα και λιγότερο κάποιοι πρωταγωνιστές. Όμως η ομάδα αυτή κινήθηκε αξιοπρόσεκτα, με κορυφαία σκηνή εκείνην του βιασμού των γυναικών για λίγο φαγητό. Ξεχωρίσε ο Λευτέρης Πολυχρόνης στο ρόλο του γιατρού και ο Αιμιλιανός Σταματάκης, χωρίς να υστερούν οι υπόλοιποι. Όσο για την Κωνσταντίνα Τάκαλου, που έπαιξε τη σύζυγο του γιατρού, εκείνην που βλέπει, σχεδόν έπαιξε με την πείρα της και τον ψυχισμό της, αφού έκανε αντικατάσταση στο ρόλο, τις τελευταίες εβδομάδες.

Συνολικά ήταν από τις επιτυχημένες ελληνικές παραγωγές του Φεστιβάλ ως τώρα, που προσέγγισε επιτυχώς και το βιβλίο του Σαραμάγκου. Και μακάρι να παρουσιαστεί σε κάποια σκηνή, την ερχόμενη σεζόν.

 

* Το βιβλίο του Ζοζέ Σαραμάγκου «Περί τυφλότητας» κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις «Καστανιώτης» σε μετάφραση Αθηνάς Ψυλλιά.

 

 

Η ταυτότητα της παράστασης

Μετάφραση – Σκηνοθεσία Έμιλυ Λουίζου, Κίνηση Ιόλη Φιλιππακοπούλου, Σκηνικά Θάλεια Μέλισσα, Κοστούμια Νίκη Ψυχογιού, Μουσική σύνθεση – Σχεδιασμός ήχου Ειρήνη Σκυλακάκη, Τεχνικός σχεδιασμός ήχου – Ηχοληψία David Blouin, Φωτισμοί Χριστίνα Θανάσουλα, Φωτογραφίες Μαρίζα Καψαμπέλη, Βοηθός σκηνοθέτιδας Θάλεια Γρίβα, Β΄ βoηθός σκηνοθέτιδας Αλεξάνδρα Καραβία, Βοηθός σκηνογράφου Πάρις Παρασκευόπουλος, Βοηθός ενδυματολόγου Ζωή Κελέση, Ειδικές κατασκευές Rodger Fischer, Τεχνικός Συντονιστής Παραγωγής Νίκος Χαραλαμπίδης, Εκτέλεση παραγωγής Polyplanity Productions / Γιολάντα Μαρκοπούλου, Βίκυ Στρατάκη

Παίζουν (αλφαβητικά) Τζωρτζίνα Δαλιάνη, Νεφέλη Κουρή, Νέστορας Κοψιδάς, Λευτέρης Πολυχρόνης, Αιμιλιανός Σταματάκης, Κωνσταντίνα Τάκαλου

Συμμετέχουν (αλφαβητικά) Άννα Αναστασάκη, Πάρης Γαρός, Ορέστης Γεωργίου, Λυδία Δαγκοβάνου, Μπίλιω Μαρνέλη, Ανανίας Μητσιόπουλος, Ελένη-Ελπίδα Μπάνου, Νίκος Μπούζης, Ερωφίλη Παναγιωταρέα, Ισιδώρα Τριβέλλα. Συμμετέχει η Ηδύλη Καπλανίδη

 

 

Προηγούμενο άρθροΊσως να είναι Ταχυδρομικό δελτίο   (αποστέλλει η Αναστασία Γκίτση)
Επόμενο άρθροΣτα σπλάχνα της Σερίφου: Πολύτιμες «παλιές ιστορίες» (της Μαριάννας Τζιατζή)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ