Η ποιητική της δυσανεξίας: ψηλαφώντας με την Κωστούλα Μητροπούλου τη σύγχρονη ελληνική αισθαντικότητα (του Γιώργου Μ. Χατζηστεργίου)

0
1750

του Γιώργου Μ. Χατζηστεργίου (*)

«Ήτανε, βέβαια, λίγο πιο χλωμή από το κανονικό. Τα μάτια της όμως έδειχναν ζωηρά πάντα και σαν να είχαν πριν από λίγο δακρύσει- ίσως κι από ένα γέλιο δυνατό, άξαφνο. Τα χέρια της έτρεμαν στο πρώτο δυνατό κρύο ή και σε μια συναυλία, εντελώς άλλο πράγμα φυσικά…

Ναι, σίγουρα ήτανε λίγο πιο χλωμή από το κανονικό. Όχι όμως τόσο που να προκαλεί την περιέργεια ή και τα σχόλια εκείνων που την έβλεπαν για πρώτη φορά. Το δέρμα της είχε μιάν απόχρωση από λυωμένο κερί, αναλυτό. Εκείνο το φτηνό κερί, της δραχμής, λίγο νοθευμένο ίσως με παραφίνη…

…Όταν τύχαινε να βρεθεί ανάμεσα σε δυνατά φώτα και σε πρόσωπα προσεκτικά μακιγιαρισμένα, ήτανε σάμπως να μην είχε έναν τρόπο να χωρέσει εκεί, μέσα σ’αυτή τη φωτερή ατμόσφαιρα που έπηζε γυάλινη γύρω της. Έστεκε αντικρυστά στα λαμπιόνια, στα μάτια, στα χρώματα κι έλυωνε αργά την κέρινη υπόστασή της μέσα σε μιάν αδιόρατη αίσθηση από μελαγχολία και αναμονή…

…Προτιμούσε μιάν απογευματινή παράσταση σ’ένα θέατρο- δεν πήγαινε ποτέ σε βραδυνή, την έπιανε απόγνωση στη σκέψη πως θάπρεπε να διασχίσει εκείνη την πολυκοσμία την ώρα που έκλειναν τα μαγαζιά…Μόνο το Σάββατο πρόσεχε ιδιαίτερα το ντύσιμό της, φορούσε μάλιστα και κείνο το άρωμα από τα μοσχομπίζελα- ^ακούς μοσχομπίζελα!^ απορούσε η μητέρα- και κατέβαινε στο κεντρικό ταχυδρομείο με τα πόδια. Εκεί, στη μεγάλη αίθουσα αναμονής, περίμενε κόσμος πολύς για τις υπεραστικές συνδιαλέξεις… Έδινε το χαρτάκι με το αντρικό όνομα στον υπάλληλο, το ίδιο κάθε φορά, και έμενε πάντα τελευταία, να περιμένει τον «καλούμενο» που της ήταν ολότελα άγνωστος…Έφευγε αργά, πάντα μ’ένα λεπτό, ευγενικό χαμόγελο στα χείλη της: «Δεν θα πήρε την πρόσκληση…Κρίμα! Μπορώ να το ακυρώσω;»

Ήτανε, βέβαια, πάντα λίγο πιο χλωμή από το κανονικό. Όμως αυτή η παγερή άδεια αίθουσα αναμονής με τους πάγκους στη σειρά να περιμένουν, πόσο πολύ της έδινε την εντύπωση από μιάν ανάγκη, ή ακόμα κι από μιάν επιταγή εσωτερική, να περιμένει άδικα, χρόνια τώρα, με το λυωμένο κερί όλο και πιο κίτρινο, πιο υγρό, πιο μάταια διατηρημένο.»

*

Είχα ανοίξει στην τύχη το βιβλίο που μόλις προμηθεύτηκα από τον φίλο μου περιπτερά- παλαιοπώλη και διάβασα το διήγημα «Απουσία», αποσπάσματα του οποίου παρέθεσα παραπάνω. Το χαρακτηριστικά μικρού μεγέθους βιβλίο ήταν των θαυμαστών προδικτατορικών εκδόσεων «Γαλαξίας», και είχε εκδοθεί το 1962. Το βιβλίο έχει τον τίτλο «Τα δύο πρόσωπα» (περιέχει δυο ενότητες: ^Πολιτεία χωρίς ήρωες^ και ^Πρόσωπα και φιγούρες^), και συγγραφέας του είναι η Κωστούλα Μητροπούλου. Ήταν η πρώτη φορά που ερχόμουν σε επαφή με το έργο της.

Διαβάζοντας το συγκεκριμένο διήγημα, στην αρχή θύμωσα πολύ. Θεώρησα ότι με στρίμωχνε σε ένα είδος στεγνού μελό, σε μια «γραφή της κλάψας» που κάθε τόσο κατακλύζει, έτσι ή αλλιώς, τη χώρα μας. Έβαλα το βιβλίο στην άκρη. Μέρες μετά, όμως, το ξανασκέφτηκα. Υπάρχουν κάποια αινίγματα άλυτα στις ζωές μας, που η ανάδειξή τους- πόσο μάλλον η λύση τους- μπορεί να μας γαληνέψει, και μαζί να μας κάνει σοφότερους για τα πράγματα του Κόσμου. Το βιβλίο- που δεν το έβρισκα πια αδιέξοδα μελό, ίσα ίσα η ποιητική γραφή της Κωστούλας Μητροπούλου είχε σχέση με άψαχτα κοιτάσματα ενέργειας- αισθανόμουν ξάφνου ότι με έφερνε σε επαφή με κάποια από αυτά.

Δυο θέματα θεωρώ ότι έχουν για μένα μια εκλεκτική συγγένεια με τα «Δύο πρόσωπα». Το ένα συνδέεται με τη μορφή μιας κυρίας από τα παλιά. Ήταν η ιδιοκτήτρια του φοιτητικού μου διαμερίσματος στην Αθήνα, τον πρώτο χρόνο των σπουδών μου στο Πολυτεχνείο. Την έβλεπα μια φορά τον μήνα στο γραφείο της εφημερίδας που εργαζόταν- της πήγαινα το ενοίκιο σε έναν φάκελλο-, και την πλησίαζα πάντα με μια απορία: δεν έμοιαζε με καμμία από τις γυναίκες ώριμης ηλικίας του γενέθλιου τόπου μου, και περιβαλλόταν από έναν αέρα παγωνιάς, σαν να μην είχε ιδέα για τους ανθρώπους πέρα από τις δουλειές της. Φανταζόμουν το σπίτι της πιο άδειο από το φοιτητικό δικό μου, και απέκλεια την περίπτωση να έτρωγε ποτέ κάτι πέρα από τα απολύτως απαραίτητα, πόσο μάλλον να έφτιαχνε ποτέ λαγό στιφάδο, ή έστω ένα κέϊκ για τον καφέ της το σαββατοκύριακο. Από πού ερχόταν και πού πήγαινε ένας τέτοιος άνθρωπος; Ποια η συνάφειά της με τους άλλους που πλημμύριζαν τους δρόμους και τα σπίτια της μεγαλούπολης; Γιατί, όσο προχωρούσε η ζωή, η εντύπωσή μου ήταν ότι ο τύπος αυτής της κυρίας δεν συνιστούσε μια σπάνια εξαίρεση, μα ένα ολοένα και πιο συχνό φαινόμενο;

Εκλεκτική συγγένεια με τα της Κωστούλας Μητροπούλου βρίσκω πως έχει και το θέμα του «προσώπου του άλλου εαυτού μας», που με απασχολεί από πολύ παλιά. Εφ’όσον ισχύει σχηματικά αυτό που έγραψε ο Μάρκες, ότι δηλαδή «κάθε άνθρωπος έχει μια δημόσια διάσταση, μια ιδιωτική, και μια κρυφή», εμείς εδώ εννοούμε μια «δημιουργικά κρυφή», αυτή του «μόνου ανάμεσα στους άλλους», μια λειτουργία που κάνει όσους την έχουν, διαρκώς να διερωτώνται σιωπηλά για τα της ζωής- αντί να μένουν μόνο στα προφανή και τα ^δηλωμένα^. Σιωπηλή λειτουργία μεν, «κρυφή», μα παρούσα και επενεργούσα. Στα «Δύο πρόσωπα» της Μητροπούλου η λειτουργία αυτή ενεργεί με πλήρη ένταση- συνιστά κρίσιμο στοιχείο της προσωπικότητας των πρωταγωνιστών.

*

Ξανανέβασα το βιβλίο από το υπόγειο, όπου το είχα αφήσει, και δεν το άφησα από τα χέρια μου και τα μάτια μου για μέρες: δια της ευφρόσυνης ανάγνωσης μιας ιδιαίτερης ελληνικής λογοτεχνίας της δεκαετίας του 1960, φώτιζα αλλιώς τα βιώματά μου, και μαζί μ’αυτά την αντίληψή μου για τα της ελληνικής λογοτεχνίας.

Η προσέγγιση που ακολουθεί βασίζεται στο συγκεκριμένο βιβλίο, και δεν έχει σχέση καθ’οιονδήποτε τρόπο με μια συνολική αποτίμηση του έργου της Κωστούλας Μητροπούλου (1933-2004), μια δεινή συγγραφέα την οποία ομολογώ ότι μέχρι «προχθές» δεν είχα την τύχη να γνωρίζω. Σε προσωπικό επίπεδο, αυτή η διαδικασία- με την εκποίηση παλιών βιβλιοθηκών που κάποτε κοσμούσαν διαμερίσματα πολυκατοικιών συνήθως του ευρύτερου κέντρου της Αθήνας, στη συνέχεια τη διάθεση αυτών των βιβλίων από παλαιοπώλες, και τελικά ενδεχομένως μια τυχαία συνάντησή μου με έναν παλιό ^θησαυρό^- κάνει την επανεκτίμηση τέτοιων παλιών ^θησαυρών^ορισμένως με την αναστήλωση παλιών αξιόλογων κτιρίων που αξίζουν και σήμερα την προσοχή μας ώστε να ζήσουν μια δεύτερη ζωή.

 

Αθήνα του ΄60

Πολιτεία χωρίς ήρωες, και τα σχετικά

Η δεκαετία του 1960 υπήρξε μια περίοδος πολύ μεγάλης έντασης για την Ελλάδα. Το σκοτεινό κυνηγητό μεγάλου μέρους του πληθυσμού της χώρας- για τα «πολιτικά του φρονήματα»- συνεχιζόταν για πολλά χρόνια μετά τη λήξη του εμφυλίου πολέμου, με αμείωτη ένταση, με όλα τα επακόλουθα στην εν γένει κοινωνική ζωή. Παράλληλα, κλιμακωνόταν μια αντίδραση σ’αυτές τις συνθήκες, που επιδίωκε μια λιγότερο χλωμή και λιγότερο αναιμική δημοκρατία, και οπωσδήποτε περισσότερες και καλλίτερες ευκαιρίες για οικονομική προκοπή για τη μεγάλη πλειοψηφία της κοινωνίας.

Αυτά συνιστούν έναν πολύ βαρύ ουρανό που επηρεάζει βαθειά τις ζωές των ανθρώπων, μα η Κωστούλα Μητροπούλου δεν αναφέρεται ευθέως σ’αυτά.

Η συγγραφέας εστιάζει επί της ουσίας στη νέα βιοπολιτική της καθημερινότητας, που επικράτησε στις μεταπολεμικές κοινωνίες, και ονομάστηκε σχηματικά «μοντέρνα εποχή». Αυτή που συνδυάστηκε με τη σταδιακή μετάβαση από την ύπαιθρο στην πόλη, με τη σχεδόν ολοκληρωτική (ειρηνική) κατεδάφιση των πόλεων στην Ελλάδα και την ανοικοδόμησή τους σε διαφορετική βάση, με την κατάργηση της έννοιας της γειτονιάς, με μετάβαση μεταξύ άλλων από την «ευρεία οικογένεια», με τους παππούδες, τις γιαγιάδες, τους συγγενείς, στη λεγόμενη «πυρηνική οικογένεια», δηλαδή το ζευγάρι και ιδανικά τα δυο παιδιά του που ιδανικά διαμένει σε διαμέρισμα πολυκατοικίας στην Αθήνα, και όλα τα σχετικά. Κυρίαρχο στις εξελίξεις υπήρξε, μαζί με την αποφασιστική βελτίωση της οικονομικής κατάστασης μεγάλου μέρους του πληθυσμού, και το όραμα των «κομφόρ», από το πλυντήριο, τον ηλεκτρικό φούρνο και το τηλέφωνο στο σπίτι, ως την κορύφωση με το ιδιωτικό αυτοκίνητο- ένα όραμα που κατά την υλοποίησή του, πέραν του ότι άλλαξε ριζοσπαστικά τους όρους της καθημερινότητας,  λειτούργησε και ως εφαλτήριο για έναν πρωτοφανώς καλπάζοντα καταναλωτισμό.

Η κατανάλωση προϊόντων της μαζικής κουλτούρας- κινηματογραφικές ταινίες, δίσκοι μουσικής, διαφημίσεις με καινοφανείς τύπους εικόνων, ρούχα, καλλυντικά, φαγητά και ποτά με ετικέττα- συνδέεται στενά με την ενσωμάτωση νέων συμπεριφορών. Η σχέση των ανθρώπων με το σώμα τους και η εικόνα που έχουν γι’αυτό μεταβάλλεται ριζικά σε σχέση με την προηγούμενη εποχή: πίνοντας, τρώγοντας, διαβάζοντας, ακούγοντας, βλέποντας, χορεύοντας, κάνοντας σπορ, φορώντας ανάλογα ρούχα, φτιάχνοντας τα μαλλιά, βάζοντας μέικαπ, εκθέτοντας το σώμα σε άλλους, δοκιμάζοντας νέες συμπεριφορές- κι’όλα αυτά σε πόλεις νέου τύπου, γιγαντωμένες σε σχέση με την ύπαιθρο. Στην πραγματικότητα, ο ανθρωποτύπος μεταβάλλεται γρήγορα σε σχέση με τους περασμένους αιώνες, κι αυτή είναι μια διαδικασία που ακόμα συνεχίζεται: καινούριες δυνατότητες, μαζί με καινούριες αναστατώσεις.

Κι εμείς, ακόμα διψάμε να καταλάβουμε όσο γίνεται περισσότερο αυτόν τον αναβρασμό, που ενίοτε γίνεται κοχλασμός, γιατί πώς αλλιώς; Πώς θα βρούμε ασφαλέστερα και δημιουργικότερα τα πατήματά μας; Πώς θα συγχωρέσουμε;- δηλαδή, πώς θα χωρέσουμε με τους άλλους;

****

Παίρνουμε γεύση λοιπόν, δια μιας ιδιαίτερης λογοτεχνίας, αυτού του νέου τύπου αναβρασμού, που ενίοτε γίνεται κοχλασμός:

Γράφει η Κωστούλα Μητροπούλου στην «^Ιστορία για τρεις^: «Αν οι άνθρωποι αυτοί έπαιζαν θέατρο, θα μπορούσαν να είναι πιο πειστικοί στους ρόλους που τάχτηκαν- εντελώς συμπτωματικά- να παίξουν… Εδώ όμως, δυστυχώς, ούτε στην πραγματικότητα, ούτε στο όνειρο, ούτε στο θέατρο θα χωρούσε αυτή η σκηνή…» Μακριά πιά από τις παλιές και τις παμπάλαιες τελετουργίες, οι άνθρωποι της καινούριας, μεταπολεμικής εποχής, προσπαθούν να σχηματοποιήσουν κάποιες καινούριες.

«Η πολιτεία ακινητούσε πολύ πίσω απ’τον κάμπο. Εκείνος ο καυτός άνεμος του μεσημεριού, μνήμη από σώμα, την κρατούσε αμέτοχη στη γρήγορη εναλλαγή του τοπίου. Πίσω από στάχυα ακίνητα, πέτρες και ήλιος σε μάζα πηχτή και τα σπίτια της πολιτείας σάμπως σε μνήμη μονάχα, αόριστα και μακρινά» γράφει στο ^Ορφέας και θάνατος^. «Ένιωσε όπως σε κλειστό δωμάτιο τον Αύγουστο με ψηλό πυρετό… Έμεινε στο σταθμό όπως σε έρημο τόπο τη νύχτα και γύρω της τα πρόσωπα αραίωναν…Εκείνος ο ακίνητος άνεμος του μεσημεριού δεν έλεγε να περπατήσει τον κάμπο, να βγεί στην πολιτεία, να σεργιανίσει τα κορμιά τους, να τραγουδήσει τη φωνή τους…» Μολονότι διαφορετικού τροπισμού, η δίψα που κατακλύζει αυτό το κείμενο κάνει να στριφογυρίζει στο μυαλό μου το «Ωχ πηδώ, χοροπηδώ, κι’έχω ένα τσίρκο ηλεκτρικό μες στο μυαλό μου/ μες στο μυαλό μου που έχει όρια, και μια ελευθερία ζόρικια/ αλλίμονό μου!» στον ^Μπάλο^ του Σαββόπουλου, που κυκλοφόρησε λίγα χρόνια μετά. «Τα κάγκελα πάνω στα πρόσωπα» γράφει η Μητροπούλου αλλού.

Τίποτα δεν είναι απλό. «Είναι ο φόβος που σ’εμποδίζει», επέμεινε ο άντρας, στο διήγημα ^Πιο πολύ κι από μιαν αλήθεια^. «Φοβάσαι». Και δεν της ξαναμίλησε για τις μικρές λεπτομέρειες, ούτε και κείνο το χαμηλό επίμονο κλάμα της για το σπασμένο μπαλόνι…Εκείνη να τον είχε πιστέψει ποτέ; Έδειχνε κοριτσάκι και φοβόταν τους ίσκιους…

Διαβάζω αλλού: «Μπήκε στο σπίτι, αποφεύγοντας να κοιτάξει το μπαλκόνι, που ταξίδευε μέσα στη νύχτα, χωρίς κανένα φως». Ο τίτλος (^Ακινησία^), είναι το επιστέγασμα μιας όχι ασυνήθιστης συνθήκης, παρά τα φαινόμενα που θέλουν να δηλώνουν ότι σ’αυτή τη φάση εξέλιξης της κοινωνίας, όλα (μα όλα!) κινούνται με κινηματογραφικό ρυθμό.

*****

Ανάμεσα στις πολλές και συχνά ριζικές ανατροπές που χαρακτηρίζουν τη «νέα εποχή», προέκυψε- μεταξύ άλλων- μια νέα, κατακλυσμιαία συνθήκη, αυτή που αφορά το σεξ. «Growing up- Sex in the 1960s» είναι ο τίτλος ενός ενδιαφέροντος βιβλίου του Peter Dogget που κυκλοφόρησε πρόσφατα στην Αγγλία, μεταξύ των χιλιάδων επί χιλιάδων βιβλίων γι’αυτό το θέμα που είδαν το φως στην Ευρώπη τις τελευταίες πέντε δεκαετίες- σε αντίθεση με την Ελλάδα, όπου η πρωτογενής παραγωγή είναι συγκριτικά εξαιρετικά χλωμή.

Το βιβλίο του Dogget αναδεικνύει με ουσιαστικό τρόπο ότι όπως συμβαίνει πάντοτε στην Ιστορία της ανθρωπότητας, κάθε καινούρια νόρμα φέρνει μαζί με τις νέες δυνατότητες, και νέους- άλλου τύπου- περιορισμούς, οι οποίοι μεταξύ άλλων σχετίζονται με τη σύγχυση που αναπόφευκτα προκύπτει όταν πρότυπα αιώνων θρυμματίζονται, προκειμένου να δώσουν τη θέση τους σε καινούρια: νέα παιχνίδια εξουσίας και αναγκών μπλέκονται με τη δίψα για τη χαρά της ζωής. Μια πρωτόγνωρη αναστάτωση διαρκείας θολώνει συχνά το τοπίο της αναζήτησης νέων ισορροπιών.

Η Κωστούλα Μητροπούλου γράφει στο διήγημά της ^Ατμόσφαιρα για εραστές^:

«Τον κάλεσε σ’ένα παιχνίδι ‘ατμόσφαιρας’, έτσι του τόπε. Εκείνος το βρήκε στην αρχή διασκεδαστικό, έπειτα ‘φοβερά ενδιαφέρον’, κι έμεινε να παίξει μαζί της. Εκείνη θα έφτιαχνε την ‘ατμόσφαιρα’: Θα έβαζε πρώτη την αγάπη της για τη λεπτομέρεια κι έπειτα, όλα όσα θα χωρούσαν στη ζωή της, θα τα μεταμόρφωνε σε μικρές αντιστοιχίες από ήχους και χρώματα./   ^Ένα παιχνίδι με μια μάγισσα!^ ενθουσιάστηκε κείνος και δέ ρώτησε τί λογής θάτανε ο δικός του ρόλος σ’αυτό το παιχνίδι… Αυτό κράτησε κάμποσον καιρό κι ήταν επικίνδυνο σαν παιχνίδι κι ενδιαφέρον πολύ, σχεδόν μια επιτυχία για ερασιτέχνες σαν αυτούς!/   Τη μέρα που χρειάστηκε να του γυρέψει βοήθεια, το έκαμε ολότελα χωρίς να σκεφτεί τους ‘κανόνες’ του παιχνιδιού κι ούτε που το φαντάστηκε πόσο άσχετη με την ‘ατμόσφαιρα’ θα φαινόταν άξαφνα και πόσο εκείνος θα μπορούσε να ενοχληθεί από τούτη την παραφωνία./   ^Δεν παίζουμε πιά^, του είπε και περίμενε να έχει συνηθίσει στις μικρές αντιδράσεις του ρόλου του και να μην ξαφνιαστεί./   ^Δεν παίζουμε πιά;^ ενοχλήθηκε κείνος./   Τον κοίταξε τώρα από πολύ κοντά: Ένας άβουλος παίκτης χωρίς τη στολή του, τα χρώματα και την αίγλη από τη δικιά της αγάπη για τις ασήμαντες λεπτομέρειες. Τρόμαξε./ ^Δεν παίζουμε πιά, όχι! Πρέπει να ζήσω κι εγώ, καταλαβαίνεις;^ Την κοιτούσε και δεν καταλάβαινε. Στο τέλος της αράδιασε μερικά άσχετα επίθετα για τη ζωή, και τη συμβούλεψε να προσέξει περισσότερο τον εαυτό της, είχε σίγουρα κουραστεί τον τελευταίο καιρό…»

Βεβαίως, τίποτα δεν ήταν απλό, μέχρι να βρεθεί (να χαθεί, και να ξαναβρεθεί, σε ένα αενάως ρευστό πεδίο) μια νέα ισορροπία. Ενώ οι γιγαντοαφίσες των κεντρικών κινηματογράφων διαφήμιζαν το σεξ, η πραγματικότητα με σάρκα και οστά είχε τα θέματά της. Στο διήγημα «Συνάντηση», σύμφωνα με την ειδησεογραφία της ημέρας «κάπου δυό χιλιάδες άνθρωποι περίμεναν ώρες έξω από ένα έρημο κλειστό σπίτι για να αποδοκιμάσουν ένα παράνομο ζευγάρι, που εντόπισαν οι δυο απατημένοι σύζυγοι». ^Τους φοβάσαι;^ ρωτάει ο άνδρας τη γυναίκα. ^Όχι εγώ, όχι!^ έκλαψε αδάκρυτη εκείνη. ^Αυτοί οι δύο όμως…Νάξερες πόσο φοβούνται! Γι’αυτό φώναξαν και τους άλλους. Φοβούνται τη μοναξιά τους.^

*****

Η μοναξιά είναι ένα κρίσιμο μοτίβο των συνθηκών. Γράφει η Μητροπούλου στον «Αυτοσχεδιασμό»: Έφτασε στο σπίτι της τσακισμένη από την κούραση. Έπεσε στο κρεβάτι με τα ρούχα και τυλίχτηκε στο παλτό της. Κρύωνε ακόμα πολύ, κι αυτή η καταραμένη σόμπα δεν άναβε πιά, είχε μπουκώσει από τα πολλά χαρτιά. Σηκώθηκε κι έρριξε πάνω στο κρεβάτι της ό,τι βρήκε. ^Καλλίτερα να μην γδύνεται κανείς σ’αυτά τα ξενοδοχεία πέμπτης κατηγορίας…Δεν είναι μόνο το κρύο. Πρόκειται για τη μοναξιά…γι’αυτήν ήθελα να σας πω απόψε…^

Οπωσδήποτε η μοναξιά δεν παγώνει μόνο όσους κολυμπάνε στη θάλασσα της νέας εποχής, μα συχνά και όσους μένουν πεισματικά στην παλιά. Στο διήγημα «Πρόφαση» μια κυρία δεν λέει να ξεμυτίσει από το πατρικό της. Η τραπεζαρία της «ήταν γεμάτη πίνακες, πορτραίτα κυρίως, σίγουρα χωρίς καμμιάν αξία, τόξερε. Ωστόσο, τα κρατούσε, πιο πολύ από φόβο, μήπως γκρεμιστούν οι τοίχοι χωρίς τα πορτραίτα, χρόνια ήταν ετοιμόρροποι, κανείς δεν ξέρει πότε μπορεί να γίνει το κακό».

Zonar ΄s, κεντρικό στέκι μιας μοντέρνας πόλης , όπως η Αθήνα εκείνης της εποχής

Μικρή Πόλη, Μεγάλα Μυστικά

Είναι σαφές ότι η Κωστούλα Μητροπούλου αναφέρεται στην «καινούρια ζωή» στην Αθήνα ή έστω σε μια μεγαλούπολη, όπως αυτή τείνει να συγκροτηθείτη δεκαετία του 1960, και μάλιστα για μια συγκεκριμένη κατηγορία του πληθυσμού, μα αυτό είναι μόνο ένα μέρος του συνολικού πουλόβερ των βιωμάτων της εποχής.

Προσπαθώντας να εμβαθύνω περισσότερο, ανακάλεσα στην προσοχή μου το πρώτο μου βιβλίο, «Μικρή Πόλη, Μεγάλα Μυστικά», που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια το 2000. Είναι γραμμένο δεκαετίες μετά την πρώτη μεταπολεμική εποχή, μα αναφέρεται κι αυτό στα χρόνια του 1960, άντε και λίγο στα 1970- με τη διαφορά ότι τα διηγήματά του εξελίσσονται σε μια πόλη της ελληνικής επαρχίας, και όχι στην Αθήνα.

Πόσο διαφορετικός είναι ο αέρας της μικρής πόλης! Εδώ οι ατομικές ζωές εξελίσσονται με κόσμο γύρω, σε στενό συσχετισμό με το θέατρο του δημόσιου χώρου. Όχι μόνο στη συγχρονικότητα: μια τέτοια πόλη νοείται πάντοτε ως κοινότητα τόσο αυτών που ζουν εκεί σήμερα μόνιμα, όσο και των ξενιτεμένων, αυτών που ζουν με το ένα πόδι εκεί και με το άλλο αλλού, ακόμα και των πεθαμένων.

Στα περισσότερα διηγήματα, «οι πολλοί» είναι πανταχού παρόντες: από τη «Νυχτερινή διασκέδαση», το «Τί τη θέλεις να την πάρεις την τσιγγάνα;», «Το γράμμα που έστειλε ο Άγιος», ως το «Ο άνθρωπος που περιβάλλεται από ηλίθιους» και το «Κι ως εκεί που έφτασαν, πολύ είναι». Ακόμα και ο πρωταγωνιστής στο «Τί όμορφα που θα είναι…», που «Είναι ψηλός, λεπτοκαμωμένος, με ωραία λιτά χαρακτηριστικά. Πλησιάζει τα πενήντα, αλλά τίποτα πάνω του δεν προμηνύει τα γερατειά- περισσότερο μοιάζει με έφηβο που μεγαλοδείχνει…Δεν μπορείς να μην προσέξεις αυτό τον άνθρωπο σε μια κοινωνική συναναστροφή, έχει κάτι που τον κάνει να μη μοιάζει με τους άλλους…^Είναι μόνος;^ ρωτάνε κάποιες καλοφτιαγμένες ώριμες κυρίες, και μας κλείνουν το μάτι./ Ναι, είναι μόνος. Όταν μάλιστα έρχεται να μείνει για λίγες μέρες στη γενέθλια πόλη δεν είναι απλώς μόνος, γίνεται σχεδόν αγοραφοβικός…/ Μα πάλι, δεν είναι δα και τόσο μεγάλος για να τα μαζεύει. Δεν είναι ακόμα τελειωμένος. Και τι όμορφα που θα είναι, πόσο γοητευτικά, όταν έρθει η ώρα που θα αποφασίσει να ανοίξει τη σκουριασμένη εξώπορτα και τα μεγάλα παντζούρια, όταν βαλθεί να καθαρίσει το δίπατο παλαιϊκό σπιτικό του, και θα οργανώσει εκεί μια λαμπρή γιορτή…Μη διστάσετε εκείνη την ώρα. Η γιορτή είναι και για σας, η πόρτα θα είναι ανοιχτή, και ο οικοδεσπότης, κομψός, υψιπετής και χαλαρωμένος, μ’ένα χαμόγελο θα σας περιμένει…»

Σε αντιδιαστολή, η σύγχρονη ζωή στην απέραντη και αενάως μετασχηματιζόμενη μεγαλούπολη, συνήθως- πέρα από την όποια οικογένεια, και μικρούς, προσωρινούς κύκλους συναναστροφών, όπως μπορεί να είναι οι γονείς των συμμαθητών των παιδιών- είναι ξένη προς το θέατρο του δημόσιου χώρου: σχεδόν κανείς δεν ενδιαφέρεται για όσα κάνεις ή δεν κάνεις, πόσο μάλλον για τα μυστικά σου ή τα όνειρά σου. « Ο άντρας μου. Η κυρία…Μου διαφεύγει το επίθετό σας. Ξέρετε, πάντα το παθαίνω αυτό με τα επίθετα. Το δικό μου, ας πούμε, το θεωρώ κάτι εντελώς περιττό. Θέλω να πώ, δεν με αντιπροσωπεύει. Πώς θα μπορούσε άλλωστε;» διαβάζουμε στα κείμενα της Μητροπούλου.

*****

Φυσικά, η υποχρεωτική ζωή στο θέατρο του δημόσιου χώρου δεν είναι απαραίτητα ευεργετική: ώρες ώρες, μπορεί η ζεστασιά της να είναι η ζεστασιά του λασπόλουτρου. Η συνεχής, αδιαπραγμάτευτη εγγύτητα των ανθρώπων, η σκοτεινιά που ενίοτε προκύπτει από τη συνθήκη ενός κοινού πλαισίου που έχει επιβληθεί από άλλους, επειδή ^έτσι είναι το σωστό^ (“Obscure Familiar Relations” λεγόταν ένα ωραίο δοκίμιο γι’αυτά τα θέματα- το αναφέρω εδώ μόνο για τον χαρακτηριστικό τίτλο του), δοκιμάζουν τη ζωή διαφορετικά από όσο στην απρόσωπη μεγαλούπολη.

Κλείνουμε αυτή την αναφορά με αποσπάσματα από το “Ένα από τα καλά της ζωής στην επαρχία” (της “Μικρής Πόλης…):

“Η αλήθεια είναι ότι στην επαρχία γνωρίζεις τους ανθρώπους από κοντά. Προσωπικά./ ^Δηλαδή;^ Δηλαδή, να: στην πρωτεύουσα, σε αντίθεση με την επαρχία, ο περιπτεράς δεν μπορεί παρά να εντυπωθεί στο μυαλό μας ως ένας άνθρωπος μέσα σ’ένα κουτί. Αυτή η παράσταση είναι αναμφίβολα πλούσια από πλευράς εντυπώσεων, αφού δεν αφορά κάτι το συνηθισμένο αλλά ένα σχεδόν μυθολογικό πλάσμα που μοιάζει με κένταυρο ή γρύπα, μόνο που, αντί να έχει κεφάλι ανθρώπου ή πουλιού και κάτω άκρα αλόγου ή λιονταριού, η σύνθεση είναι διαφορετική: πρόσωπο και στέρνο ανθρώπου, φτερά από εφημερίδες, ζώνη από σοκολάτες και καραμέλες και τέλος πόδια από περιοδικά…Αποκλείεται λοιπόν να έχει κανείς για τον περιπτερά μια οπτική παράσταση που να ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα του παρουσιαστικού του./  Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο στην επαρχία. Τον περιπτερά, για παράδειγμα, θα τον δούμε στο γήπεδο με τον γιό του, στην κεντρική πλατεία να κάνει βόλτα με τη γυναίκα του, στη συνέλευση των γονέων μαθητών του γυμνασίου, στο καφενείο με τους φίλους του. Όλοι είναι άνθρωποι με σάρκα και οστά, κανονικοί. Θα τους δούμε να τρέχουν, να περπατάνε, να κάθονται, να χειρονομούν…Στην επαρχία οι εικόνες των ανθρώπων δεν είναι στατικές, δεν είναι μονοδιάστατες./  ^Μα^, θα παρατηρήσετε, ^καλά είναι όλα αυτά, αλλά τί συμβαίνει αν οι άνθρωποι προτιμούν να κρύβουν αντί να αποκαλύπτουν τα πόδια τους ή την κοιλιά τους; Ή ανάποδα, αν εμείς δεν έχουμε καμιά διάθεση να τα δούμε, ακόμα κι αν μας τα αποκαλύπτουν;^/  Αυτό είναι μια άλλη ιστορία. Στο κάτω- κάτω δεν είπαμε πως η επαρχία συγκεντρώνει όλα τα καλά.”

Τί σχέση έχουν όλα αυτά με τα σημερινά και τα μελλοντικά;

Έχουν περάσει πολλά χρόνια από εκείνες τις εποχές, μα ενδεχομένως τα γραφόμενα για τότε- όπως τα επισημάναμε παραπάνω- έχουν ακόμα μεγαλύτερη σημασία σήμερα, όχι μόνο επειδή τα φαινόμενα αυτά έχουν πολλαπλασιαστεί, απλωθεί και ενταθεί, αλλά και γιατί έτσι μπορεί να τα παρατηρήσεις στην εποχή της γέννησής τους, οπότε να αντιληφθείς τη φύση τους διαυγέστερα.

Η σημασία που αποδίδουμε στην καλλίτερη δυνατή αντίληψη των πραγμάτων δεν έχει σχέση με οποιαδήποτε δραματοποίηση της κατάστασης ή με μια νοσταλγία μιας περασμένης «χρυσής εποχής» (δεν υπάρχει εποχή χωρίς σοβαρή εντροπία) ή με μια κλάψα για την ^κρίση^ που μας έτυχε. Τίποτα απ’όλα αυτά. Είναι χαρακτηριστικό αυτό που ο Μισέλ Φουκώ γράφει για την ^κρίση^: «Η κρίση είναι ένα είδος θεωρητικής γαρνιτούρας που μας προσφέρουν οι πολιτικοί, οι οικονομολόγοι, οι φιλόσοφοι και διάφοροι άλλοι για να προσδώσουν υπόσταση σε ένα παρόν για το οποίο δεν έχουν τα εργαλεία να το αναλύσουν». Αυτό λοιπόν που μας ενδιαφέρει είναι να χαρτογραφήσουμε τα νερά στα οποία καλούμαστε να κολυμπήσουμε, ώστε να μπορέσουμε σε ό,τι μας αντιστοιχεί να συμφιλιωθούμε, να χαλαρώσουμε με το παρόν μας, κατανοώντας το καλλίτερα, και ιδανικά να μπορέσουμε να επέμβουμε στη διαμόρφωση του μέλλοντός μας.

Η διάθεσή μου αυτή με συντόνισε με τα κείμενα της Μητροπούλου: οι πρωταγωνιστές της έχουν μια δυσανεξία σε σχέση με τις συνθήκες της εποχής τους, που δεν ξέρουν «από πού να τις πιάσουν». Δεν πρόκειται απλά για την εκδήλωση μιας δυσφορίας, μα για τη δυσανεξία έναντι συγκεκριμένων αιτίων που μπορεί να μην τα γνωρίζουν, μα δεν είναι ανενεργοί: αναζητούν τρόπους ώστε, φωτίζοντας τις δυνάμεις που επενεργούν και προκαλούν παραμορφώσεις στις ζωές μας, να μπορέσουν να κολυμπήσουν λιγότερο κινδυνωδώς και πιο απολαυστικά  σ’αυτή την άγνωστη θάλασσα.

Η εξαιρετικά μεγάλη ρευστότητα (κοιμάσαι με κάποιες βεβαιότητες, που το πρωΐ που ξυπνάς δεν ισχύουν), η μοναξιά και ο ενίοτε παραλυτικός φόβος της μοναξιάς που τη συνοδεύει, οι τεράστιες δυσκολίες προκειμένου να υπάρξει το «μαζί», η διάχυτη σύγχυση που φυτρώνει όπου δεν προκύπτει ένα δημιουργικό «πλαίσιο του βίου», και η συναφής δυσχέρεια προκειμένου να ξεχωρίσεις το αυθεντικό από το κίβδηλο, είναι κάποια από τα χαρακτηριστικά της εντροπίας που διέπει τη σημερινή εποχή.

Εννοείται ότι η Τέχνη από μόνη της εμπνέει (ιδίως όταν χαρακτηρίζεται από μια υψιπετή ποιητική σαν αυτή της Κωστούλας Μητροπούλου, που δίνει έμφαση στον ανθό και την πιστότητα στην απόδοση του βιώματος, όπως και στη διαύγεια των κινήτρων της αναζήτησης), μα δεν επαρκεί. Υπάρχει μεγάλη ανάγκη για μια νέα θεωρία (τόσο νέα, όσο νέα είναι και η εποχή) που εστιάζοντας στη φύση των αιτίων που προκαλούν τη δυσανεξία, σε συνδυασμό με τις εξελικτική, δημιουργική ενέργεια που ασφαλώς και αναπόφευκτα συνυπάρχει στις συνθήκες (το είπαμε: δεν είναι όλα σκοτεινά, υπάρχει και φως όπου υπάρχει σκοτάδι), θα διευκολύνει την πορεία μας στην ομίχλη- όπως γινόταν πάντοτε κατά τη διάρκεια της διαχρονικής περιπέτειας της ανθρωπότητας.

*****

Μα η λογοτεχνία επιμένει:

«Ήρθε μέσα από όγκους σπιτιών και άχρηστες λεπτομέρειες. Συστήθηκε αόριστα, κάπως σαν νάλεγε πως η βροχή σταμάτησε, ή και ολότελα άσχετα, μόνο με τ’όνομά της: Ήρθα.», μας κλείνει το μάτι φωτεινά η Κωστούλα Μητροπούλου.

 

 

(*) Ο Γιώργος Μ. Χατζηστεργίου είναι πολιτικός μηχανικός και συγγραφέας. Το τελευταίο του βιβλίο «Μεθόριος- η αυτοκρατορία των ορίων» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια από το καλοκαίρι του 2024.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Προηγούμενο άρθροΈνας Βικτόρ «τρομακτικά έξυπνος» αντιμετωπίζει με γέλιο τον τρομακτικό κόσμο (της Όλγας Σελλά)
Επόμενο άρθροBanu Mushtaq: Άρωμα Ινδίας στo φετινό International Booker (της Αλεξάνδρας Χαΐνη)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ