γράφει ο Βασίλης Μακρυδήμας (*)
Στην άμμο τα έργα στήνονται μεγάλα των ανθρώπων, / και σαν παιδάκι τα γκρεμίζει ο Χρόνος με το πόδι, έγραφε στο ποίημα με τίτλο «Φθορά» ο Καρυωτάκης, τελευταίο της δεύτερης σειράς των «Ελεγειών». Μέσα στην πυκνότητα αυτού του δίστιχου συνοψίζεται η αντίληψη για τον πανδαμάτορα χρόνο, κυρίως για την αρνητική δράση του σε ό,τι αφορά τις μελλοντικές τύχες των έργων τέχνης. Παρ’ όλα αυτά, σχεδόν εκατό χρόνια αφότου γράφτηκε η τελευταία της σελίδα, συζητάμε ακόμα για την ποίηση του Καρυωτάκη, τη διαβάζουμε, την ακούμε μέσα από τις μελοποιήσεις της, την υψώνουμε σε σύμβολο του αδιεξόδου, της κοινωνικής κριτικής και του σαρκασμού. Παραφράζοντας ελαφρά τον εύστοχο τίτλο της μονογραφίας της Χριστίνας Ντουνιά, η «αδέσποτη τέχνη» του Καρυωτάκη αντέχει στον χρόνο. Προκειμένου να αναμετρηθούμε με μεγαλύτερη επάρκεια στα ζητούμενα που αυτή μας θέτει εξακολουθητικά έναν αιώνα τώρα, οι Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, συνεχίζοντας το εκδοτικό πρόγραμμα των εισαγωγικών εγχειριδίων για το έργο σημαντικών Νεοελλήνων ποιητών και πεζογράφων, μας χάρισαν τον δέκατο τρίτο ογκώδη τόμο της σχετικής σειράς αφιερωμένο στην ποίηση του Καρυωτάκη. Για τριάντα και πλέον χρόνια τώρα ο Νάσος Βαγενάς ως διευθυντής αυτής της εκδοτικής σειράς κατευθύνει τη γνωριμία του εξειδικευμένου και μη κοινού με τις ποικίλες πτυχές των έργων του Διονύσιου Σολωμού, του Κωστή Παλαμά, του Κ. Π. Καβάφη, του Γεώργιου Βιζυηνού κ.ά., αναθέτοντας κάθε φορά σε έναν εξοικειωμένο με το έργο του εκάστοτε λογοτέχνη μελετητή να κορφολογήσει τα πιο σημαντικά κριτικά κείμενα που γράφτηκαν για το έργο του και να συστήσει μια σύντομη ιστορία της πρόσληψής του. Η περίπτωση του εμβληματικού αυτόχειρα ποιητή ανατέθηκε στην Έλλη Φιλοκύπρου, μια μελετήτρια που, όπως έχει αποδείξει με τη διατριβή της το 1992, εκδομένη πλέον με τον τίτλο Η γενιά του Καρυωτάκη: «φεύγοντας τη μάστιγα του λόγου» (Νεφέλη, 2009) δεν γνωρίζει καλά μόνο την ποίηση του Καρυωτάκη αλλά και εκείνη των συνοδοιπόρων του, της επονομαζόμενης «γενιάς του 1920». Έκτοτε, η ίδια δεν σταμάτησε να επιστρέφει συνεχώς και με ανανεωμένο το ενδιαφέρον της στην καρυωτακική ποίηση, εξετάζοντάς την είτε στο διευρυμένο πλαίσιο μονογραφιών (Παλαμάς, Καρυωτάκης, Σεφέρης, Ελύτης. Η διαρκής ανεπάρκεια της ποίησης, Μεσόγειος, 2006) είτε σε πληθώρα επιστημονικών άρθρων.
Όπως μπορεί να συμπεράνει κανείς τόσο από την Εισαγωγή του τόμου όσο και από το ίδιο το υλικό των κριτικών κειμένων που ανθολογούνται, το έργο της Φιλοκύπρου δεν ήταν καθόλου εύκολο. Η καρυωτακική βιβλιογραφία μπορεί να συγκριθεί από άποψη όγκου με εκείνες για τον Παλαμά, τον Καβάφη και τον Σεφέρη. Επομένως, τα σαράντα τρία κείμενα που η ίδια επέλεξε να απαρτίσουν τον υπό συζήτηση τόμο αποτελούν μια νησίδα στο πέλαγος των βιβλίων, των επιστημονικών άρθρων, των δοκιμίων και των κριτικών που έχουν γραφτεί για τον Καρυωτάκη. Η ίδια κατάφερε να συγκεντρώσει τα κείμενα εκείνα που πραγματικά αποτέλεσαν τομή στην ιστορία της πρόσληψης του ποιητή και μάλιστα χωρίς να φοβηθεί να εκθέσει τις απόπειρες αμφισβήτησής του. Είναι κοινός τόπος ότι πολύ συχνά εγέρθηκαν ηχηρές ενστάσεις για την αξία του καρυωτακικού έργου. Καθότι αυτές εκφράστηκαν από σημαντικούς κριτικούς, όπως ο Βασίλης Ρώτας, ο Κ. Θ. Δημαράς, ο Μ. Μ. Παπαϊωάννου κ.ά, δεν θα ήταν δυνατό να παραλειφθούν. Άλλωστε, η ιστορία της λογοτεχνικής κριτικής καθορίζεται περισσότερο από τις τεκμηριωμένες αντιρρήσεις και τους διαξιφισμούς και όχι μόνο από τις συναινέσεις. Από την άποψη αυτή, ο τόμος αυτός μας θυμίζει πως το πεδίο της κριτικής για τη γόνιμη ανάπτυξή του έχει ανάγκη τον αντίλογο, ο οποίος στις μέρες μας τείνει να εξαλειφθεί.
Κάτι τέτοιο, βέβαια, δεν σημαίνει πως άκριτα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη και ατεκμηρίωτα αρνητικά κείμενα. Ως εκ τούτου, ορθώς η επιμελήτρια δεν ανθολόγησε ένα κείμενο όπως αυτό του Τίμου Μαλάνου, με τίτλο Ένας ηγησιακός. Συμβολή στη μελέτη του Καρυωτάκη. Η συλλογιστική του συγγραφέα, παρά τις παραπλανητικά εκφρασμένες στον τίτλο προθέσεις να θεωρηθεί απότοκη της φιλολογικής «μελέτης», κάθε άλλο παρά λάμβανε υπόψη τα λογοτεχνικά ζητήματα του καρυωτακικού έργου. Ασκημένος, ήδη από το 1933, στον εντοπισμό και την αξιολόγηση της αποκλίνουσας ψυχοπαθολογίας ενός από τους κατεξοχήν «ανωμάλους της νεοελληνικής λογοτεχνίας»,[1] όπως χαρακτήριζε τον Καβάφη, ο κριτικός ομολογούσε στις πρώτες σελίδες της «μελέτης» του, το 1938, ότι «Για κείνον όμως που θέλει κʼ επιμένει σε μια βαθειά κατανόηση [ενός ποιητικού έργου], πολλές φορές η βιογραφία πρέπει να προηγείται του έργου»,[2] καθορίζοντας έτσι και τα εργαλεία που θα επιστράτευε για την προσέγγιση λιγότερο του ποιητή και περισσότερο του ανθρώπου Καρυωτάκη. Ομολογουμένως η ερμηνευτική στάση του Μαλάνου κινήθηκε «στα όρια της παραφιλολογίας», όπως έχει υποστηριχθεί.[3]
Βέβαια, η κριτική στάση του Μαλάνου ως προς τη μεθοδολογική της βάση δεν αποτελεί κάτι μοναδικό στο μεσοπολεμικό τοπίο, στο οποίο εν πολλοίς κυριάρχησε η «βιογραφική κριτική», πολλές φορές σε συνδυασμό με την αρωγή ψυχαναλυτικών εργαλείων. Δέκα χρόνια πριν από τον Μαλάνο, ο Ρώτας αποδομούσε την ποιητική συνεισφορά του Καρυωτάκη με έναν τέτοιο τρόπο: «[…] από εγωπάθεια κατάντησε ένας ανυπόφορος ιδιότροπος, νευρικός και γκρινιάρης, αφημένος στο πάθος του τόσο που να μη μπορεί να ιδεί πόσο ψεύτικο είναι, και να φαντάζεται πως ήλιος και λουλούδια περιμένουν τι και πώς, χ ρ ε ι ά ζ ο ν τ α ι, το θάνατό του».[4] Υπάρχει, όμως, μια κομβική διαφορά. Ο Ρώτας δεν πιστώνει όλο αυτό το δυσβάσταχτο ψυχικό φορτίο στον άνθρωπο αλλά στον ποιητή Καρυωτάκη, ερμηνευτική γραμμή που δεν ακολούθησε ο Μαλάνος με τον στείρο βιογραφισμό του. Ο Ρώτας κινούμενος σε ένα ιδεαλιστικό και ηρωολατρικό σύμπαν απορρίπτει τον ποιητή Καρυωτάκη, διότι αδυνατεί να συνηγορήσει από ιδεολογικής πλευράς σε απαισιόδοξα και πεισιθάνατα ποιήματα.
Με βιογραφικό τρόπο ανατέμνει την καρυωτακική ποίηση και ο Δημαράς το 1938, με αφορμή την πρώτη συγκεντρωτική της έκδοση από τους Χαρίλαο Σακελλαριάδη, Τέλλο Άγρα και Κλέωνα Παράσχο. Όπως έχει υπογραμμίσει ο Γιάννης Δημητρακάκης, ο μεσοπολεμικός Δημαράς είναι δραστικά επηρεασμένος από τη «βιογραφική μέθοδο» του Charles-Augustin Sainte-Beuve, μέσα από τον οποίο διαμορφώθηκε η πίστη του πως «ο λυρισμός συνιστά αδιαμεσολάβητη και ειλικρινή έκφραση του εσωτερικού κόσμου του δημιουργού». Προσεγγίζοντας, όμως, την προσωπικότητα του ποιητή, ο ίδιος επιζητούσε να τον αναγάγει και σε ένα είδος «μεσάζοντα ανάμεσα στον Θεό και τους ανθρώπους»,[5] κάτι που τον έκανε να συμφωνήσει και με τη θεωρία του αββά Henri Bremond για τη σύγκλιση της ποίησης με την προσευχή. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο η ποίηση, αφενός επιφορτίζεται με ηθικό και κοινωνικό ρόλο, αφετέρου αξιολογείται στη βάση της θείας έμπνευσης που λειτουργεί ως κινητήρια δύναμη. Στην περίπτωση του Καρυωτάκη και οι δύο παράμετροι ακυρώνουν το όραμα του Δημαρά: «Οι καλοί στίχοι δεν είναι εκείνοι που γράφονται με το αίμα, αλλά εκείνοι που η θέληση του ποιητού ή η δωρεά της χάριτος ενεφύσησε το πνεύμα της ποιήσεως».[6] Συνεπώς, το ζοφερό κλίμα της καρυωτακικής ποίησης όπως επισφραγίστηκε από τη ζωή του ίδιου του δημιουργού, καθώς και η απουσία της «θείας εμπνοής»[7] την καθιστούσαν αισθητικά αλλά και ηθικά ανεπαρκή.
Αν κάποιος μετήλθε με θετικό τρόπο τη σύζευξη βίου και έργου για να υψώσει τον Καρυωτάκη σε εκπρόσωπο μιας ολόκληρης γενιάς, εκείνης του 1920 δηλαδή, αυτός ήταν ο Παράσχος. «Να μιλήσω για το έργο είναι σα να μιλώ για την ψυχική ιστορία όλης της γενεάς μας. Αν η απαισιοδοξία, ή μάλλον, ο βαθμός της απαισιοδοξίας του Καρυωτάκη, είταν κάτι εντελώς δικό του, ο απελπισμένος νιχιλισμός του, όμως, είταν και δικός μας, όπως και δικά μας είναι όλα τα ψυχικά και διανοητικά δράματα που ιστόρησε»,[8] έγραφε χαρακτηριστικά το 1928. Για τον Παράσχο, το προσωπικό βίωμα του Καρυωτάκη αποτελούσε ένα σύμβολο στο οποίο διασταυρώθηκαν τα αποκαρδιωμένα αδιέξοδα της πλειοψηφίας όσων ανδρώθηκαν στη δύσκολη πρώτη μεσοπολεμική δεκαετία. Σύμφωνα με την Αθανασία Ξυνογαλά, ο Παράσχος, παρά τις επιρροές που δέχτηκε από τον Sainte-Beuve, δεν εξάντλησε τον κριτικό στοχασμό του σε μια εξονυχιστική βιογράφηση του εκάστοτε υπό μελέτη συγγραφέα, αλλά ούτε συνηγόρησε σε μια πλήρη αυτονόμηση του λογοτεχνικού έργου από τις εξωκειμενικές (βιογραφικές) αναφορές του. Μένοντας πάντα διχασμένος ανάμεσα στις δύο αυτές ακραίες τάσεις της κριτικής του 20ού αιώνα, δεν αρνήθηκε τη βιωμένη εμπειρία του καλλιτέχνη στον βαθμό που αυτή μπορεί να λειτουργήσει ως μέσο προσέγγισης της καθαρής ουσίας του όπως αυτή αποτυπώνεται μέσα στο ίδιο το λογοτεχνικό κείμενο.[9] Ως εκ τούτου, στο εκτενές του κείμενο για τον Καρυωτάκη, ψυχογραφούσε την αυτοκαταστροφική τάση του ποιητή, όχι του ανθρώπου, αλλά και το πόσο ευεπίφορος ήταν στο «γενικό πνεύμα της εποχής μας»,[10] εννοώντας πως οι πένθιμοι τόνοι των στίχων του αντικατοπτρίζουν το ιστορικά τεταμένο κλίμα της δεκαετίας του 1920, κάτι που θα αρνηθεί επίμονα δέκα χρόνια μετά ο Βάσος Βαρίκας.
Το παράδειγμα του Παράσχου ακολούθησε και ο Άγρας, θέτοντας, όπως έχει υποστηρίξει ο Δημήτρης Αγγελάτος, «ένα ερμηνευτικό σχήμα που φαίνεται να κατευθύνει άμεσα ή έμμεσα τις νεότερες προσεγγίσεις για το έργο του Καρυωτάκη από τη δεκαετία του 1960 μέχρι σήμερα, οι οποίες στρέφονται με τον έναν ή τον άλλον τρόπο γύρω από το καρυωτακικό “παράδοξο”».[11] Με τα λόγια του ίδιου του Άγρα, η παραδοξότητα του ποιητή συνίσταται στη διελκυστίνδα μεταξύ ρομαντικής ψευδαίσθησης και ρεαλιστικού δράματος: «Τι είναι, με δυό λόγια, το αιώνιο θέμα, ο “λυρικός τόπος” του Καρυωτάκη; Το είπαμε, είναι το κυνήγημα του ιδανικού – κ’ έπειτα η αποτυχία˙ ο πόθος – κ’ έπειτα η απάτη˙ η πλάνη – κ’ έπειτα η απογοήτευση».[12] Ο χαλκέντερος κριτικός δεν αρνήθηκε τη σημασία του βιογραφικού πλαισίου του ποιητή, όμως ξεκαθάριζε ότι αυτό το αποτιμούσε μέσα από μια «καθαρά καλλιτεχνική» προσέγγιση. Για τον ίδιο, κάθε ποιητής εκφράζει πεποιθήσεις όπως αυτές διαμορφώνονται υπό το βάρος της προσωπικής του ζωής. Η αξιολόγησή τους, ωστόσο, πρέπει να γίνεται στη βάση της μετουσίωσης του βιώματος σε τέχνη, λαμβάνοντας κανείς υπόψη αισθητικά κριτήρια. Γι’ αυτό και κατέληγε να ταυτίσει το ποιητικό αποτέλεσμα με την ηθική του δημιουργού: «Κάθε ποιητικό περιεχόμενο, όταν κατεβή βαθύτερα μέσα μας, όταν μας γίνη συνείδησις, τότε θα λάβη κάπως και τον δικό του τρόπο να εκφρασθή. Η μορφή, είναι η εφαρμοσμένη ηθική του καλλιτέχνου».[13] Ως εκ τούτου, το ενδιαφέρον του Άγρα ήταν να αναδείξει τον τρόπο με τον οποίο η ποίηση του Καρυωτάκη μεταπλάθει καλλιτεχνικά την τραγική και αδιέξοδη εμπειρία της ζωής του. Ο ίδιος πίστευε πως μέσα από την κατανόηση της αισθητικής επεξεργασίας του βιώματος ο κριτικός και ο αναγνώστης μπορούν να αντιληφθούν και τις μορφικές παραδοξότητες που επιφέρει στο έργο του ο ποιητής: «Από την αποτυχία της ζωής εβγήκεν η ρευστότης της ποιητικής μορφής, όπως την είδαμε. – Από τη σύγκρουση, την ήττα και την ανατροπή, βγαίνει το αναποδογύρισμα της μορφής, η άτακτη μορφή».[14]
Κατά το μάλλον ή ήττον, στη μεσοπολεμική πρόσληψη του Καρυωτάκη πρωταγωνίστησε η βιογραφική προσέγγιση του έργου του, αλλά με ετερόκλητα αποτελέσματα. Ίδια εργαλεία αλλά διαφορετικές τελικά στοχεύσεις. Ο Paul Celan είχε γράψει πως «Όποιος έχει την τέχνη μπροστά στα μάτια του και μέσα στο νου του, τούτος έχει […] ξεχάσει τον εαυτό του. Η τέχνη δημιουργεί απόσταση από το Εγώ».[15] Αυτήν την απομάκρυνση του δημιουργού από το έργο του την αρνήθηκαν πάρα πολλοί κριτικοί του Καρυωτάκη, όπως φαίνεται και από τα ανθολογημένα κείμενα. Και παρά τη σοβαρή προσπάθεια του Παράσχου και του Άγρα να αναδείξουν το ταλέντο του ποιητή, τις περισσότερες φορές αυτός ο άρρηκτος συσχετισμός ανθρώπου και έργου λειτούργησε αρνητικά. Μάλιστα, η βεβιασμένη διάγνωση του ποιητικού μηδενισμού ως απότοκου μιας ψυχικά αρρωστημένης ζωής του Καρυωτάκη στάθηκε η αφορμή για την ανάδυση και καθιέρωση του όρου «καρυωτακισμός», υπό τον οποίο στεγάστηκαν νεότεροι δημιουργοί, θεωρούμενοι ποετάστροι, που μιμήθηκαν αβασάνιστα τη μελαγχολική ψυχολογία των στίχων του προπάτορά τους. Στον ανά χείρας τόμο, θα βρει κανείς τόσο το καταστατικό κείμενο ίδρυσης του όρου από τον Αντρέα Καραντώνη το 1935 όσο και μεταγενέστερες μελέτες, ιδίως του Ευριπίδη Γαραντούδη, που αποτιμούν την προϊστορία του φαινομένου ψύχραιμα, αναδεικνύοντας τις άστοχες αιτιάσεις για την αρνητική επίδραση του Καρυωτάκη στους νεότερους. Ο Γαραντούδης, συνηγορώντας στη διάκριση που είχε εισηγηθεί ο Mario Vitti μεταξύ «καρυωτακισμού» και «βιώματος Καρυωτάκη», αναδεικνύει τις άστοχες, φιλολογικά αινιγματικές και αβάσιμες προϋποθέσεις του πρώτου και την πριμοδότηση του δεύτερου ως καταλληλότερου για να συνοψίσει την κυριαρχία ενός αρνητικού ψυχισμού στην ποίηση της δεκαετίας του 1920.[16]
Πάντως, παρά το γεγονός ότι στη διάρκεια του Μεσοπολέμου οι δυσμενείς κριτικές ήταν ουκ ολίγες και η ζωή του ποιητή συχνά αξιολογήθηκε σύμφωνα με τα μέτρα και τα σταθμά της αισιοδοξίας και της ψυχικής ευρωστίας, στα οποία δεν ανταποκρινόταν, αξίζει να σημειωθεί πως η ενίοτε ψυχαναλυτική διάγνωση της μελαγχολίας δεν οδήγησε στη σκανδαλοθηρία, όπως συνέβη τα ίδια χρόνια με τον Καβάφη.[17] Η έξω από τα στερεότυπα σεξουαλικότητα του τελευταίου συνάντησε τα συντηρητικά αντανακλαστικά της κοινωνίας, οδηγώντας την κριτική στην αποκάλυψη, με πιπεράτες λεπτομέρειες, της προκλητικής για την εποχή ομοφυλοφιλίας του. Δεδομένου ότι στο μεσοπολεμικό τοπίο η προσβολή του Καρυωτάκη από τη σύφιλη δεν επιβεβαιώθηκε, ο ποιητής δεν πολεμήθηκε ως εκφραστής μιας επικίνδυνης για την κοινωνική υγιεινή ερωτικής ζωής. Οι σκανδαλώδεις εντυπώσεις γύρω από το πρόσωπό του περιορίστηκαν στα συμπτώματα μιας έντονα αρνητικά φορτισμένης ψυχολογίας, την οποία αρκετοί είδαν ως έκφραση μισανθρωπισμού και μισογυνισμού.
Με το πέρασμα στη μεταπολεμική εποχή εγκαινιάζεται μια άλλη περίοδος πρόσληψης των προκλητικών αιτημάτων της καρυωτακικής ποίησης. Κομβικό κριτήριο για πολλούς φαίνεται να είναι το διακύβευμα της ιδεολογίας του ποιητή, την οποία επιχειρούν να ανιχνεύσουν μέσα στο σώμα των στίχων του. Αυτή η περίοδος της ιδεολογικοποιημένης ανάγνωσης του Καρυωτάκη –αν και κάτι ανάλογο είχε ήδη επιχειρηθεί το 1936, με τη διαμάχη μεταξύ Αιμίλιου Χουρμούζιου και Νίκου Παππά–,[18] σημαδεύεται κατά πολύ από τη γνωστή, στην ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, συζήτηση που ανοίγει ο Παπαϊωάννου το 1955, και στον οποίο πολλοί, κατά βάση αριστεροί κριτικοί, θα απαντήσουν. Για τον ίδιο, η απορριπτική του στάση εδράζεται στην πεποίθηση ότι ο Καρυωτάκης ως αστός ποιητής δεν εξέφρασε τίποτα περισσότερο από τα αδιέξοδα της δικής του κοινωνικής τάξης και συνεπώς πρέπει να θεωρηθεί παρακμιακός από τη στιγμή που ο αστισμός έχει καταρρεύσει ως οικονομικο-κοινωνικό οικοδόμημα. Η σχετική κριτική συζήτηση έχει τύχει ενδελεχούς ανάλυσης από την Ντουνιά, μέρος της οποίας ανθολογείται και στον υπό συζήτηση τόμο. Η ίδια επισημαίνει, εστιάζοντας στην απάντηση του Λαμπρίδη στον Παπαϊωάννου, ότι «η έκπτωση των αξιών, η υποκρισία των ανθρωπίνων σχέσεων, όλα εκείνα για τα οποία σαρκάζει [ο ποιητής], υπάρχουν μέσα στην πραγματικότητα, δεν αποτελούν αποκύημα μιας νοσηρής φαντασίας».[19] Μέσα από ένα τέτοιο πρίσμα εξηγείται και η ένθερμη ανταπόκριση πολλών αριστερών διανοουμένων απέναντι στον Καρυωτάκη από τη δεκαετία του 1960 και μετά, καθώς η κοινωνική φθορά που προωθούν οι στίχοι του θεωρήθηκαν απόρροια της περιρρέουσας ατμόσφαιρας και όχι της ψυχοσύνθεσης του ποιητή.
Τη στηλίτευση της αδιέξοδης κοινωνικής πραγματικότητας και της διάψευσης των ιδανικών εκ μέρους του ποιητή υπογράμμισε ο Βύρων Λεοντάρης. Η σημασία της κριτικής του συνεισφοράς έγκειται, επιπλέον, στην έμφαση που έδωσε στην αντίθεση του Καρυωτάκη απέναντι στην προηγούμενη παλαμική και υψηλά ρομαντική παράδοση. Όπως έγραφε χαρακτηριστικά: «Ο Καρυωτάκης ήρθε να ανακόψει και να ανατρέψει την ανάπτυξη ενός παρατεταμένου μεταρομαντισμού».[20] Ως εκ τούτου, ο Καρυωτάκης φαίνεται να ταιριάζει στο αίσθημα της ήττας από το οποίο βασανίζεται ο μεταπολεμικός άνθρωπος –όρο που θεμελίωσε στη μεταπολεμική γραμματεία ο ίδιος ο Λεοντάρης– ακριβώς γιατί αμφισβητεί με το έργο του τα υψηλά ιδεώδη, όταν αυτά στα μεσοπολεμικά χρόνια είχαν δεχθεί ισχυρά πλήγματα και εν τέλει εξανεμίστηκαν μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Για αυτό ακριβώς ως ποιητής και ως κριτικός συνηγόρησε και αυτός στη «μη συμμόρφωση με την υφιστάμενη ποιητική παράδοση του ρομαντικού ηρωισμού»,[21] όπως έχει υποστηρίξει η Αγγέλα Γιώτη.
Η ίδια έχει διαπιστώσει πως η «αρνητική διαλεκτική» του Theodor Adorno διαμόρφωσε δραστικά τη σκέψη του Λεοντάρη, κάτι που αποδεικνύεται και στον τρόπο με τον οποίο προσέγγισε τον Καρυωτάκη. Όπως υποστήριζε σε δοκίμιό του ο Γερμανός φιλόσοφος, «ο λυρισμός είναι η αισθητική δοκιμή» της διαλεκτικής σχέσης που εντοπίζεται μεταξύ ενός υποκειμενικού Εγώ και μιας αντικειμενικής συλλογικότητας. Η νεωτερικότητα, για τον ίδιο, χαρακτηρίζεται από την ανταγωνιστική σχέση μεταξύ ατομικού-εσωτερικού και κοινωνικού-εξωτερικού χώρου και αναπόφευκτα οδηγεί στη δημιουργία μιας αντι-λυρικής ποίησης, η οποία προσπαθεί να κατανοήσει τον «ακάθαρτο, ακρωτηριασμένο, αποσπασματικό και διακεκομμένο»[22] χαρακτήρα των νοημάτων σε μια εποχή γεμάτη κοινωνικούς τριγμούς. Έτσι, κάθε όραμα διαλεκτικής ολοκλήρωσης διαψεύδεται και αυτό που μένει είναι ένα αρνητικό αποτέλεσμα. Μέσα από ένα παρόμοιο πρίσμα υποθηκεύει την αξία της καρυωτακικής ποίησης στη μεταπολεμική περίοδο ο Λεοντάρης:
Περπατώντας κατά μήκος του χείλους του γκρεμού η ποίηση μπορεί να διαιωνίζεται γράφοντας και ανακαλώντας επ’ άπειρον τη διαθήκη της. Όταν όμως ο ποιητής αντικρίσει κατά μέτωπο τον γκρεμό, η ποίηση φτάνει στην οριακή της στιγμή. Παύει πια να είναι σωτηρία, κάθαρση, παρηγοριά, ξόρκι. Γίνεται βασανιστική αγωνία, αίσθηση καταλυτική, ασυμβίβαστη προς οποιαδήποτε ψυχική δομή, γίνεται το τέλος της. […] Γιατί ο άνθρωπος είναι για να ζει και η ποίηση για να πεθαίνει.
Ο Καρυωτάκης στην πορεία του αντίκρισε σύντομα και κατά μέτωπο το βάραθρο, έχοντας χάσει ήδη στον δρόμο του […] κάθε άμυνα πίστης και αυταπάτης.[23]
Βέβαια, ο Λεοντάρης δεν ήταν ο πρώτος που έθιξε την αμφισβήτηση της υψιπετούς προγενέστερης ποιητικής παράδοσης και της ακύρωσης των μεγάλων οραμάτων της από τον Καρυωτάκη. Στο στοχασμό του, όμως, καθίσταται με ενάργεια η αντίθεση αυτή εξηγητική αρχή της “αντεθνικής” διάστασης της ποίησης του Καρυωτάκη όπως και της επίμονης αντίστασής της στην προώθηση εθνικών μύθων. Η μελέτη των εκφραστικών και μορφικών τρόπων διάψευσης αυτών των ιδεωδών θα αρχίσει πλέον να πυκνώνει από τη δεκαετία του 1960 και έπειτα. Τα χρόνια αυτά το έργο του Καρυωτάκη θα τύχει ενδελεχούς και συστηματικής προσοχής από μια πλειάδα κριτικών, μελετητών και ακαδημαϊκών. Το φαινόμενο μπορεί να εξηγηθεί: αφενός, ο Γ. Π. Σαββίδης με την έκδοση των απάντων του Καρυωτάκη έθεσε τα θεμέλια για τη φιλολογική πλέον εξέταση του έργου του, αφετέρου, και σε συνάρτηση με το προηγούμενο, η καθιέρωση στη μεταπολεμική εποχή της ακαδημαϊκής κριτικής αλλά και η σταδιακή εξάπλωση της θεωρίας της λογοτεχνίας δημιούργησαν τις κατάλληλες προϋποθέσεις για τη χρήση των ενδεδειγμένων επιστημονικών εργαλείων κατά τη μελέτη του Καρυωτάκη τόσο ως ποιητή όσο και ως πεζογράφου (αν και με πολύ περιορισμένη θητεία στην πεζογραφία). Δεν είναι τυχαίο ότι δεκατέσσερα από τα κείμενα που ανθολογούνται από τη Φιλοκύπρου, δηλαδή το ένα τρίτο του συνόλου, προέρχονται από ανθρώπους που υπηρέτησαν ή υπηρετούν τη νεοελληνική φιλολογία σε πανεπιστημιακό επίπεδο. Και ο λόγος της ευρύτερης κριτικής, όμως, στα χρόνια της Μεταπολίτευσης αποδεικνύεται περισσότερο ώριμος απ’ ό,τι στο παρελθόν για να προσπελάσει με νηφαλιότητα τις πολλαπλές προκλήσεις που θέτει στους αναγνώστες με τους στίχους του ο Καρυωτάκης. Σταχυολογώ ενδεικτικά το συμπέρασμα του Νίκου Λάζαρη στην προσπάθειά του να αποσυνδέσει την αυτοκτονία του ποιητή από την αξία του έργου που άφησε πίσω του, κάτι που, σύμφωνα με τον ίδιο, οδήγησε σε μια λανθασμένη μυθοποίηση, αλλά και να εξηγήσει γιατί ο Καρυωτάκης εξέφρασε μεν την εποχή του αλλά ταυτόχρονα ήταν και πιο μπροστά από αυτήν, καθρεφτίζοντας ανησυχίες μεταγενέστερων εποχών, καταφέρνοντας έτσι να παραμένει πάντοτε επίκαιρος. Η συλλογιστική του δεν λαμβάνει υπόψη τίποτε άλλο παρά μόνο τα λογοτεχνικά χαρίσματα της καρυωτακικής ποίησης:
Τι χαρακτηρίζει τη νέα ποίηση που με τον Καρυωτάκη προαναγγέλλεται; Μα τι άλλο εκτός από εκείνα τα στοιχεία, που τόσο ξένισαν τους επικριτές του στην εποχή του. Δηλαδή: ένα λόγος γυμνός, καθημερινός, δίχως μεγαλοστομίες και ακκισμούς˙ ένας λυρισμός ιδιότυπος, σχεδόν στεγνός, που δεν «καταπίνει» ό,τι βρει μπροστά του˙ ποιήματα που αποκαθιστούν το κύρος των λέξεων και υποβάλλουν με σεμνότητα, το «δράμα»˙ εικόνες σαν αναγκαία μέρη ενός συνόλου και όχι σαν διακοσμητικά, άχρηστα στοιχεία˙ τέλος μια ειρωνεία που διαποτίζει τα κείμενα (όχι όλα βέβαια) και λειτουργεί σαν καταλύτης, αυξάνοντας τη δραστικότητά τους.[24]
*
Αντιλαμβάνεται κανείς ότι η ποίηση του Καρυωτάκη είναι κάτι πολύ παραπάνω από την εξωτερίκευση μιας εφιαλτικής απελπισίας, από το αγκάλιασμα του θανάτου και την αναμέτρηση με τον μηδενισμό˙ κυρίως είναι πολλά παραπάνω από την αυτοκτονία του και τις συναφείς συνυποδηλώσεις της. Πίσω από όλα αυτά κρύβεται η προσπάθεια ενός ποιητή να αναμετρηθεί με τις δυνατότητες του ποιητικού λόγου. Ο Καρυωτάκης διερεύνησε τα καθιερωμένα ποιητικά μέσα της εποχής του και αναζήτησε τον δικό του τρόπο να εκφράσει προσωπικούς στοχασμούς, κοινωνικές διεργασίες, πολιτικές εξελίξεις, συλλογικές στάσεις. Σε όλες αυτές τις πτυχές εστιάζουν οι κριτικοί και οι μελετητές επίμονα και συστηματικά από τη δεκαετία του 1960 μέχρι σήμερα. Όψεις των πλούσιων συμπερασμάτων τους μπορεί να βρει κανείς στο ανθολογούμενο υλικό, το οποίο εκτείνεται σε μια πληθώρα θεμάτων και ζητημάτων: από την κομβική για την άρθρωση του ποιητικού ιδιώματος του Καρυωτάκη σάτιρα και την αντίστασή του στην αυθεντικότητα του υψήγορου λυρισμού μέχρι τις διακειμενικές σχέσεις και συνομιλίες τόσο με Έλληνες ομοτέχνους του όσο και με ξένους (ως επί το πλείστον τους Γάλλους παρακμιακούς), τις υφολογικές διαστρωματώσεις του ποιητικού και πεζού του λόγου, την ιδιότυπη αφομοίωση των μετρικών κανόνων και τη διατάραξή τους, την επίδραση ιστορικών και πολιτικών συμβάντων, την έντονη αυτοαναφορικότητα της ποίησής του. Εν τέλει, όλες αυτές οι μελέτες αποδεικνύουν πως ο Καρυωτάκης δεν έφτασε στην ποίηση ως μια τυραννισμένη ύπαρξη που αποζητούσε την ψυχολογική ομφαλοσκόπηση μέσω της τέχνης, αλλά έχοντας μια στέρεη «ποιητική αυτοσυνειδησία», όπως δηλώνει ο τίτλος του κειμένου της Θάλειας Ιερωνυμάκη.
Η Φιλοκύπρου όφειλε, και το κατάφερε στο μέγιστο δυνατό βαθμό, να συγκροτήσει έναν τόμο που θα εισάγει τον αναγνώστη, είτε αυτός είναι φοιτητής, είτε φιλόλογος, είτε μελετητής, είτε απλά ένας ερασιτέχνης, στις ποικίλες εκφάνσεις της καρυωτακικής ποιητικής. Στο μεστό εισαγωγικό της κείμενο κατατοπίζει κάθε ενδιαφερόμενο γύρω από το περιεχόμενο του τόμου. Δεν επαναπαύεται, όμως, σε μια απλή ιστορικο-γραμματολογική εξιστόρηση του υλικού. Γνωρίζοντας πολύ καλά το πεδίο της καρυωτακικής βιβλιογραφίας, μάς ενημερώνει για τη σχέση του/της κάθε γράφοντος/ουσας με τον ποιητή, τυχόν αντιφάσεις ή παλινωδίες που μπορεί να παρατηρούνται στη στάση, ιδίως των παλαιότερων κριτικών, απέναντι στον Καρυωτάκη, φωτίζοντας έτσι και το ιδεολογικό σύμπαν τους. Με τον πλούσιο υπομνηματισμό της Εισαγωγής της υποδεικνύει στον αναγνώστη ένα μεγάλο μέρος της μη ανθολογημένης βιβλιογραφίας ώστε να μπορεί να την αναζητήσει, εφόσον θέλει να εμβαθύνει περισσότερο. Το εγχείρημά της συμπληρώνεται με την παράθεση ενδεικτικής βιβλιογραφίας στο τέλος του τόμου όπου παρατίθενται, εκτός από τις εκδόσεις του ποιητικού και πεζογραφικού έργου του Καρυωτάκη, τα αφιερώματα των περιοδικών, οι σχετικές μονογραφίες και τα άρθρα. Ο μακρύς κατάλογος όλων αυτών των μελετών επαληθεύει απόλυτα την κατακλείδα της Φιλοκύπρου: η ποίηση του Καρυωτάκη «ηχεί εξακολουθητικά» εδώ και έναν αιώνα.
(*) Ο Βασίλης Μακρυδήμας είναι Διδάκτωρ Νέας Ελληνικής Φιλολογίας Παν/μίου Ιωαννίνων
[1] Τίμος Μαλάνος, Ένας ηγησιακός. Συμβολή στη μελέτη του Καρυωτάκη, χ.ε., Αλεξάντρεια 1938, σ. 15.
[2] Ό.π., σσ. 14-15.
[3] Χριστίνα Ντουνιά, Κ. Γ. Καρυωτάκης. Η αντοχή μιας αδέσποτης τέχνης, Καστανιώτης, Αθήνα 2000, σ. 232.
[4] Βασίλης Ρώτας, «[Να ξεθυμάνει πια και ν’ αλλάξει σκοπό]», Ελληνικά Γράμματα, τ. Β΄, τχ. 5, 15 Φεβρουαρίου 1928 [=Εισαγωγή στην ποίηση του Καρυωτάκη. Επιλογή κριτικών κειμένων, επιμ. Έλλη Φιλοκύπρου, ΠΕΚ, Ηράκλειο 2025, σ. 7 (η αραιογράφηση του συγγραφέα)].
[5] Γιάννης Δημητρακάκης, Διαδρομές της σκέψης του Κ. Θ. Δημαρά, Σοκόλης, 2025, σ. 141.
[6] Κ. Θ. Δημαράς, «[Δεν ήταν καν ποιητής]», Ελεύθερον Βήμα, 21.002.1938 [=Εισαγωγή στην ποίηση του Καρυωτάκη, ό.π., σσ. 59-60].
[7] Ό.π., σ. 58.
[8] Κλέων Παράσχος, «Κώστας Καρυωτάκης», Νέα Εστία, τχ. 17, 1 Σεπτεμβρίου 1928 [=Εισαγωγή στην ποίηση του Καρυωτάκη, ό.π., σ. 20].
[9] Βλ. σχετικά, Αθανασία Ξυνογαλά, «Η “βιογραφική μέθοδος” του Κλέωνος Παράσχου: Συγκλίσεις και αποκλίσεις από τη “βιογραφική μέθοδο” του Sainte-Beuve», μεταπτυχιακή διπλωματική εργασία, Τμήμα Φιλολογίας Α.Π.Θ., Θεσσαλονίκη 2007, σσ. 84-89.
[10] Παράσχος, ό.π., σ. 27.
[11] Δημήτρης Αγγελάτος, «Ο Τέλλος Άγρας και η εξακολουθητική διάρκεια του έργου του Καρυωτάκη», Αντί, περ. Β, τχ. 623, 13.12.1996, σ. 65.
[12] Τέλλος Άγρας, «Ο Καρυωτάκης και οι “Σάτιρες”», Τα Νέα Γράμματα, τχ. 12, Δεκέμβριος 1935 [=Εισαγωγή στην ποίηση του Καρυωτάκη, ό.π., σ. 34].
[13] Ό.π., σ. 33 (οι πλαγιογραφήσεις του συγγραφέα).
[14] Ό.π., σ. 41 (οι πλαγιογραφήσεις του συγγραφέα).
[15] Paul Celan, Ο Μεσημβρινός και άλλα κείμενα, μτφρ.-σημ. Γιώργος Σαγκριώτης, Άγρα 2006, σ. 99.
[16] Βλ. Ευριπίδης Γαραντούδης, «Ο καρυωτακισμός πριν από τον Καρυωτάκη. Φιλολογικές και ιστορικές όψεις του φαινομένου», στου ίδιου, Έλληνες ποιητές του μεταιχμίου 1880-1930. Ερμηνευτικές και γραμματολογικές (ανα)θεωρήσεις, Καστανιώτης, Αθήνα 2012 [=Εισαγωγή στην ποίηση του Καρυωτάκη, ό.π., σσ. 348-350].
[17] Βλ. αναλυτικά, Γιάννης Παπαθεοδώρου, «Η γνώση των ηδονών. Ο ιστορισμός του Καβάφη και η κριτική (1932-1946)», Ποίηση, τχ. 24, Φθινόπωρο-Χειμώνας 2004, σσ. 215-255.
[18] Βλ. αναλυτικά, Ντουνιά, ό.π., σ. 171 κ.ε.
[19] Αντλώ από το ανθολογημένο απόσπασμα της ήδη αναφερθείσας μονογραφίας της Ντουνιά, Εισαγωγή στην ποίηση του Καρυωτάκη, ό.π., σ. 331.
[20] Βύρων Λεοντάρης, «Θέσεις για τον Καρυωτάκη», Σημειώσεις, τχ. 1, Σεπτέμβριος 1973 [=Εισαγωγή στην ποίηση του Καρυωτάκη, ό.π., σ. 128].
[21] Αγγέλα Γιώτη, Μεταπολεμικές δοκιμές πολιτικού λυρισμού. Συνομιλίες με τον Κάλβο, Αλεξάνδρεια, 2021, σ. 238.
[22] Για τις έννοιες που δανείζομαι και τα δύο αποσπάσματα, βλ. Theodor W. Adorno, «On Lyric Poetry and Society», στον συλλογικό τόμο Virginia Jackson–Yopie Prins (eds), The Lyric Theory Reader. A Critical Anthology, Johns Hopkins University Press, Baltimore, 2014, σσ. 343-344.
[23] Λεοντάρης, ό.π., σσ. 127-128.
[24] Νίκος Λάζαρης, «Το δίδαγμα μιας τέχνης ταπεινής», Γράμματα και Τέχνες, τχ. 41, Ιούνιος-Ιούλιος 1985 [=Εισαγωγή στην ποίηση του Καρυωτάκη, ό.π., σ. 162].
![]()























Εισαγωγή στην ποίηση του Καρυωτάκη. Επιλογή κριτικών κειμένων, επιμ. Έλλη Φιλοκύπρου, ΠΕΚ, Ηράκλειο 2025



