γράφει η Χλόη Κουτσουμπέλη
Ο κεντρικός μύθος του βιβλίου είναι μία ερωτική ιστορία, υπάρχει ένας Αυτός και μία Αυτή. Όμως ο Βασίλης Τσιαμπούσης έχει το χάρισμα να αφηγείται τόσο γλαφυρά και με τόση αληθοφάνεια την ιστορία του που διαβάζουμε το βιβλίο του μονορούφι. Να φανταστούμε την πλοκή του βιβλίου αυτού να ξετυλίγεται υπό τον ήχο της μουσικής Μάλερ του οποίου καθόλου τυχαία αναφέρεται ένα παραφρασμένο απόσπασμα από κάποιο σημείωμά του στην αρχή του βιβλίου. «Δεν υπάρχει κρίση μετά θάνατον, δεν υπάρχει τιμωρία και ανταμοιβή. Μόνο ένα συναίσθημα συντριπτικής αγάπης που μπορεί να φωτίσει την ύπαρξή μας». Στη συνέχεια θα δούμε πόσο τεκμηριώνονται αυτές οι φράσεις του Μάλερ κατά τη διάρκεια του μυθιστορήματος.
Η αρχή ενός μυθιστορήματος είναι πάντα πολύ σημαντική, οι πολύ καλοί συγγραφείς το γνωρίζουν αυτό, συνήθως μέσα στις αρχικές προτάσεις τους περικλείουν όλη την ουσία του.
Η πρώτη πρώτη πρόταση του Βασίλη Τσιαμπούση είναι σημαδιακή:
«Ο Κώστας Τσακ. όταν ήταν δώδεκα χρονών, διέκοψε τη φοίτησή του στο σχολείο για έξι μήνες. Αιτία ήταν τα μεγάλα ψυχολογικά προβλήματα που του προκάλεσε ο θάνατος της αδελφής του.».
Ευθύς αμέσως λοιπόν αναφέρεται το καθοριστικό τραύμα που θα επηρεάσει τη ψυχολογία και τη διαμόρφωση της ζωής του κεντρικού χαρακτήρα.
Ο Κώστας Τσακ. ζωγραφίζει και σχεδιάζει, κυρίως ως μέθοδο επούλωσης του τραύματος και θέλει να μπει στην Αρχιτεκτονική. Τελικά περνάει στη σχολή Πολιτικών Μηχανικών στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και φεύγει από την επαρχιακή πόλη στην οποία ζει. Η Θεσσαλονίκη θα είναι ο τόπος της πραγματικής και πολλαπλής του διαμόρφωσης ως άτομο, τα ερεθίσματα και οι προσλαμβάνουσες θα είναι ποικίλα και καθοριστικά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι αυτό το μυθιστόρημα είναι ένα μυθιστόρημα ενηλικίωσης.
Η εποχή που ξετυλίγεται το μυθιστόρημα είναι η εποχή της Χούντας, ο τόπος είναι η Θεσσαλονίκη. Ο Τσιαμπούσης παρουσιάζει κινηματογραφικά όλο το σκηνικό της Θεσσαλονίκης αλλά και ολόκληρης αυτής της εποχής. Η ανάγνωση των τοπικών εφημερίδων Μακεδονία, Θεσσαλονίκη και Βορράς, η περιγραφή της πόλης με συγκεκριμένες αναφορές σε γνωστούς δρόμους όπως Δεσπεραί, Πρίγκηπος Νικολάου (σημερινή Σβώλου), Βασ. Όλγας, Βας.Σοφίας (σημερινή Εθνικής Αμύνης) Τσιμισκή, σε κινηματογράφους όπως Βακούρα, Ανατόλια, σε νευραλγικά σημεία όπως στον Λευκό Πύργο και στον Πύργο του ΟΤΕ, στο βιβλιοπωλείο Ραγιάς, στο ζαχαροπλαστείο του Μουτάφη και του Αγαπητού, στη γκαλερί Κοχλίας, στη γκαλερί Τύμβος, στο πάρκο της ΧΑΝΘ, αλλά και σε συγκεκριμένες γνωστές προσωπικότητες της πόλης όπως ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, δίνουν πειστικότητα και συνέπεια στην αφήγηση.
Το Μαγέρικο της Άννας, ένα ημιυπόγειο με έξι τραπεζάκια θα του δώσει όχι μόνον τροφή για το σώμα, αλλά κυρίως τροφή για σκέψη. Εκεί μαζεύονται τα κορίτσια από ένα μπαρ της Δαγκλή, εκεί θα έχει ο Κώστας Τσακ την ευκαιρία να γνωρίσει μία άλλη όψη της πραγματικότητας, έξω από τις συμβάσεις της επαρχιακής του πόλης και της κατεστημένης ηθικής. Θα κάνει έρωτα για πρώτη φορά στη ζωή του σε μπορντέλο, θα επισκεφτεί γκαλερί και θα έρθει σε επαφή με σύγχρονα ρεύματα όπως ο αφηρημένος εξπρεσιονισμός που θα σπάσουν τα στερεότυπα του, θα μυηθεί στη μαγεία του βινύλιου από τον θυρωρό της πολυκατοικίας του, θα αρχίσει να παρακολουθεί τις συναυλίες της Κρατικής Ορχήστρας Θεσσαλονίκης στο Θέατρο της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών.
Παράλληλα θα εμπλακεί σε συζητήσεις για το αν η τέχνη πρέπει να είναι παραστατική και κατανοητή ή εναπόκειται στον καλλιτέχνη να υλοποιήσει το δικό του όραμα χωρίς να νοιάζεται αν ο θεατής θα το κατανοήσει, για τη σχέση μοντέλου και ζωγράφου, για τα στοιχεία του εσωτερικού κόσμου που πρέπει να προβάλλονται στα πορτρέτα, αναζητήσεις γύρω από την ύπαρξη ή όχι του Θεού, που προσδίδουν στο μυθιστόρημα και μία πολυδιάστατη απόχρωση και ένα βάθος.
Στο Πανεπιστήμιο θα γνωρίσει τον φοιτητικό συνδικαλισμό, που γίνεται σε ένα ψεύτικο κλίμα φιλελευθεροποίησης, μετά από πέντε χρόνια δικτατορίας και που αποκλείονται από τα όργανα οι αντικαθεστωτικοί υποψήφιοι. Εκεί θα γνωρίσει και τη συμφοιτήτρια του, Ιωάννα-Χυμευτή Κωνσταντινίδου. Στην αρχή θα μείνει αμέτοχος και στις δύο αυτές καταστάσεις.
Η Γιάννα δεν πληροί τις προϋποθέσεις της συμβατικής ομορφιάς. Ενώ το επίθετο Χυμευτή υπόσχεται μία γυναίκα χυτή και ζουμερή, αυτή δεν έχει καμπύλες, το σώμα της είναι σανίδα, το πρόσωπό της συνηθισμένο, σέρνει το πόδι της και φοράει ορθοπεδικά παπούτσια, γεγονός που όμως δεν την ενοχλεί, έχει απαίσια φωνή γεγονός που την ενοχλεί, είναι έξυπνη, επιμελής, αξιοπρεπής.
Η ατμόσφαιρα του στενού κλοιού της δικτατορίας αποδίδεται πιστά, η πρώτη επαφή του Κώστα θα είναι με δύο ασφαλίτες που ελέγχουν ποιοι πήγαν στην αντιφασιστική ταινία του Τσάρλι Τσάπλιν και τους οποίους ο Κώστας θα αντιμετωπίσει με αξιοσημείωτο θάρρος. Μέσα από τον ζωντανό διάλογο μαθαίνουμε έντεχνα ότι ο Κώστας το 1968 στο Εθνικό Στάδιο της πόλης τους είχε πάρει από τα αποδυτήρια τα ρούχα ενός έφεδρου αξιωματικού και τα πέταξε στον καυστήρα των λουτρών.
Σιγά σιγά και κάτω από την επιδέξια πένα του Τσιαμπούση αρχίζουμε να σκιαγραφούμε τον χαρακτήρα του Κώστα, ενός νέου πολύ έξυπνου, αδιάλλακτου και ισχυρά προσκολλημένου στις αρχές του, ενός σχετικά «δύσκολου» και ψυχικά τραυματισμένου ανθρώπου που όμως έχει σθένος και πυγμή, διψάει για εμπειρίες και ερεθίσματα που θα του ανοίξουν το μυαλό και θα τον διαμορφώσουν.
Ο Κώστας αρχίζει σταδιακά να εμπλέκεται. Αφενός στην αντιδικτατορική δράση, αφού δέχεται να δημοσιευτεί μία αντιφασιστική του γελοιογραφία σε ένα αντιστασιακό περιοδικό με αποτέλεσμα να τον συλλάβουν μαζί με έναν συμφοιτητή του, ο οποίος ήταν και αυτός που τον κάρφωσε, αλλά και με τη Γιάννα, την οποία ερωτεύεται.
Το δικό του ψυχικό τραύμα που προκάλεσε η αυτοκτονία της αδελφής του και το σωματικό ελάττωμα της Γιάννας έχουν δημιουργήσει και στους δύο μία κοινή πληγή που τους επιτρέπει να δεθούν πολύ πιο βαθιά, μέσα από τις ουλές τους να ανθίσουν.
Λέει στη μητέρα του ο Κώστας στη σελίδα 114 μιλώντας για τη σχέση του με τη Γιάννα:
«Αυτοί που τυραννήθηκαν στη ζωή τους, όταν κάνουν μία σχέση δίνονται με όλη τους τη ψυχή».
Η αγάπη τους όμως πρέπει να αντέξει την απόσταση με την υποχρεωτική διακοπή των σπουδών του Κώστα και τη στράτευσή του, μοίρα που επιφυλάσσεται στους αντιφρονούντες φοιτητές. Ο Κώστας θα βρει ανακούφιση και κουράγιο μέσα από την τέχνη του.
Όμως το κυριότερο εμπόδιο στη σχέση τους θα είναι μία άλλη γυναίκα που έχει όλα αυτά που δεν έχει η Γιάννα. Καμπύλες, παράστημα, εντυπωσιακή ομορφιά.
Ο Κώστας παρασύρεται, αφήνει έγκυο τη γυναίκα, την εγκαταλείπει, η Γιάννα το μαθαίνει και τον χωρίζει.
Ο Zinner γράφει (1989), ότι οι άνθρωποι έχουν μέσα τους μια πανίσχυρη ψυχολογική δύναμη που τους ωθεί επίμονα προς τις παλιές και τις οικείες τραυματικές καταστάσεις του παρελθόντος τους. Είχε ανάγκη ο Κώστας να ζήσει αυτή την ιστορία που στιγμάτισε την αδελφή του και την ώθησε στην αυτοκτονία αφού και αυτή είχε μείνει έγκυος από έναν ανθυπολοχαγό που την παράτησε; Έχουμε εδώ μία πολύ καλά μελετημένη και ψυχολογημένη από τον συγγραφέα επανάληψη του αρχικού τραύματος, μόνο που αυτή τη φορά οι ρόλοι είναι ανεστραμμένοι και θύτης είναι ο Κώστας.
Στο μυθιστόρημα εσωκλείονται και άλλες μικρές και μεγάλες ιστορίες αγάπης όπως αυτή δύο φαντάρων του Νίκου και του Αντρέα, που ο Κώστας τους απαθανατίζει σε έναν πίνακα και που ο ένας αυτοκτονεί, όταν ο άλλος μετατίθεται σε κάποιο τάγμα και πρέπει να χωριστούν.
Όλες ιστορίες αγάπης. Τα λόγια του Πεντζίκη όπως αποδίδονται από μία συνομιλία του με τον Κώστα είναι χαρακτηριστικά:
«Αν θέλεις να ζωγραφίσεις καλά, πρέπει σε κάτι να δοθείς με την ψυχή σου: Στον θεό, στην αγάπη μιας πόρνης, στη σωτηρία της αδελφής σου…Μόνο τότε θα μπορέσεις να κάνεις έργα με περιεχόμενο και ουσία».
Η συγκλονιστική και συντριπτική αγάπη που αναφέρει στο αρχικό σημείωμά του ο Μάλερ και η τέχνη σε οποιαδήποτε μορφή της, αφού όλων των ειδών οι τέχνες αναφέρονται στο βιβλίο, η αγάπη και η τέχνη ως αντίδοτο θανάτου και απώλειας, η αγάπη και η τέχνη ως γιατρειά στα ψυχικά μας τραύματα είναι το κεντρικό θέμα που πραγματεύεται με μεγάλη επιτυχία ο Τσιαμπούσης σ’ αυτό το καλογραμμένο μυθιστόρημα.
Υπάρχει όμως και ένα άλλο πολύ σημαντικό στοιχείο, που θίγεται στο βιβλίο. Η συγχώρεση. Και προς τον εαυτό μας και προς τους άλλους.
Βασίλης Τσιαμπούσης, Χυμευτή αγάπη μου, Εστία

























