Αυτή η τρίτη, ιδανική θεία   (της Ελένης Γεωργοστάθη)

0
335

της Ελένης Γεωργοστάθη

 

Είναι φανατική αναγνώστρια. Αυτό που λέμε βιβλιοφάγος. Βέβαια, τελευταία, στο μεταίχμιο μεταξύ παιδικής κι εφηβικής ηλικίας, ζορίζεται. Σπάνια βρίσκει βιβλίο που να την ενθουσιάζει, που να κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον της. Άλλα αισθάνεται ότι υποτιμούν τη νοημοσύνη της, άλλα ότι πάνε να της πουν μια ιστορία που την έχει ακούσει ένα σωρό φορές. Πριν από λίγες μέρες η μαμά της μου είπε ανακουφισμένη «Επιτέλους το παιδί μου βρήκε ένα βιβλίο που δεν μπορεί να το αφήσει από τα χέρια του». Ρώτησα τον τίτλο του κι ευθύς το αναζήτησα μ’ εκείνη τη συνωμοτική χαρά που ένιωθα όταν, στην ηλικία πάνω κάτω της μικρής βιβλιοφάγου, περιμένοντας υπομονετικά στην ουρά της σχολικής μας βιβλιοθήκης, μοιραζόμασταν με τους συμμαθητές μου τον ενθουσιασμό μας για ένα βιβλίο που κάποιος ή κάποια απ’ όλους μας είχε διαβάσει. Κάπως έτσι, με τις ίδιες προσδοκίες, με την ίδια παιδική λαχτάρα, έπιασα στα χέρια μου τη Λαμπίτσα.

Το πολυβραβευμένο αυτό μυθιστόρημα της Ανέτ Σχάαπ εκτείνεται σε κάτι παραπάνω από 300 σελίδες και διαρθρώνεται σε έξι μέρη. Η συγγραφέας, εκτός από το κείμενο, είναι υπεύθυνη και για τις ασπρόμαυρες εικόνες που φιλοτεχνούν το βιβλίο της. Ηρωίδα του η μικρή Αιμιλία, η Λαμπίτσα του τίτλου, ένα κορίτσι ορφανό από μητέρα, που ζει σ’ έναν φάρο μαζί με τον ανάπηρο, αλκοολικό και βίαιο φαροφύλακα πατέρα της. Στην ουσία, χρέη φαροφύλακα και φροντιστή του πατέρα της, του Αύγουστου, έχει αναλάβει η ίδια η μικρή, αφού εκείνος, παραιτημένος ολοκληρωτικά μετά τον θάνατο της μητέρας της, δεν είναι σε θέση να κάνει τίποτα. Όταν όμως ένα βράδυ με κακοκαιρία ο φάρος δεν ανάψει, με αποτέλεσμα το ναυάγιο ενός πλοίου, οι Αρχές θα απομακρύνουν διά της βίας το κορίτσι από τον πατέρα της και η Λαμπίτσα θα βρεθεί παρά τη θέλησή της στο σπίτι του Ναυάρχου, όπου θα πρέπει να δουλέψει σκληρά για μια ολόκληρη επταετία προκειμένου να ξεπληρώσει τη ζημιά που προκάλεσε ο Αύγουστος. Μόνο που στο σπίτι εκείνο οι φήμες λένε ότι ζει κι ένα φοβερό τέρας. Η Λαμπίτσα όχι απλώς θα το συναντήσει αλλά και θα βρεθεί επιφορτισμένη με τη φροντίδα του. Ποιο είναι το άγριο, τρομακτικό αγόρι με τις απίστευτες γνώσεις, που όμως δεν έχει βγει ποτέ έξω από το δωμάτιό του, ούτε μπορεί να σταθεί στα πόδια του; Ποιο είναι το βαρύ χρέος που έχει φορτώσει στις πλάτες του ο πατέρας του και πόσο εφικτό είναι να ανταποκριθεί το παιδί στις προσδοκίες του; Και πόσο καταλυτική θα σταθεί για τον ίδιο η γνωριμία του με τη Λαμπίτσα;

Πριν απαντήσουμε στα παραπάνω ερωτήματα, θα πρέπει να σταθούμε στη συγγραφική επιλογή της χωροχρονικής απροσδιοριστίας. Το σκηνικό της ιστορίας περιλαμβάνει τον φάρο, τη θάλασσα, την πόλη, το λιμάνι, το δάσος, το μεγάλο σπίτι, το τσίρκο. Αυτός είναι όλος κι όλος ο κόσμος που μας συστήνει η Ανέτ Σχάαπ. Μπορεί να μην είναι εύκολο να τον ταυτίσουμε με κάποια συγκεκριμένη χώρα ή περιοχή, διαθέτει όμως όλα τα απαραίτητα συστατικά για να πυρπολήσει τη φαντασία μας. Ο χρόνος, αντίστοιχα, κινείται κάπου απροσδιόριστα μακριά από την εποχή μας –ίσως όχι απελπιστικά μακριά, αφού κάπου αναφέρεται ένας φωτογράφος ή τα τροχόσπιτα των ανθρώπων του τσίρκου–, στο πρώτο μισό ίσως του προηγούμενου αιώνα. Η σκόπιμη αυτή χωροχρονική απροσδιοριστία βοηθά τη συγγραφέα να μπολιάσει μια –ρεαλιστική φαινομενικά, στην αρχή τουλάχιστον– αφήγηση με μια αύρα παραμυθιού. Και να εισαγάγει αβίαστα στοιχεία που ενισχύουν την ατμόσφαιρα αυτή – η πρωταγωνίστριά της, για παράδειγμα, συνδιαλέγεται νοερά με τα άψυχα, όπως και με τη νεκρή μητέρα της. Μέσα σ’ ένα τέτοιο κλίμα, η συνάντησή της με ένα πλάσμα βγαλμένο από παραμύθι, έναν γοργόνο –γιατί αυτό είναι στην πραγματικότητα το αγόρι-τέρας στο σπίτι του Ναυάρχου–, έρχεται σχεδόν σαν φυσικό επακόλουθο.

Τα δυο παιδιά δε θα μπορούσαν να είναι πιο διαφορετικά – αυτός γιος ενός πανίσχυρου ανθρώπου, βιβλιοφάγος, αλλά εντελώς αποκομμένος από τον έξω κόσμο, ενώ το κορίτσι, από την άλλη, κόρη ενός πάμφτωχου φαροφύλακα, που δεν ξέρει καν να γράφει κι έχει φάει τον κόσμο, στην πιο σκληρή του εκδοχή, με το κουτάλι. Κι όμως, η Λαμπίτσα κι ο Εδουάρδος, όπως λένε το αγόρι, έχουν δυο κοινά: τον πόνο τους για την απώλεια των μητέρων τους –το αγόρι δε θυμάται καν τη δική του– και την τραυματική σχέση με τους πατέρες τους – το κορίτσι είναι βαθιά πληγωμένο από τη βίαιη συμπεριφορά του φαροφύλακα, ενώ το αγόρι δεν μπορεί να σταθεί στο ύψος των προσδοκιών του Ναυάρχου. Αυτός ο δεύτερος μοιάζει να μην κατανοεί στο ελάχιστο ότι δεν μπορεί να πάει κόντρα στη φύση του παιδιού του, ζητώντας του το αδύνατο. Και προτιμώντας, εντέλει, να απαρνηθεί τον γιο του, παρά να τον δείξει όπως είναι στην κοινωνία.

Μια κοινωνία αφόρητα καθωσπρέπει, υποκριτική και σκληρή, που στοχοποιεί τον αδύναμο, χλευάζει το διαφορετικό, τιμωρεί την αναπηρία, δαιμονοποιεί τη φτώχεια. Η δασκάλα, για παράδειγμα, στο μυαλό των περισσότερων από μας φορέας της γνώσης και της αγάπης για τα παιδιά, όχι μόνο δε στηρίζει την επιθυμία της Λαμπίτσας να μορφωθεί, αλλά και υποστηρίζει ότι άνθρωποι σαν και το κορίτσι δε διαθέτουν την πνευματική επάρκεια να μάθουν γράμματα. Σ’ έναν κόσμο εξάλλου στον οποίο το έγκλειστο γοργονόπαιδο δεν είναι το μόνο «τέρας», η μετατροπή της αναπηρίας, της δυσμορφίας, της όποιας ιδιαιτερότητας σε κερδοφόρο θέαμα, η μέχρι θανάτου εκμετάλλευση είναι μάλλον ο κανόνας. Κι όμως, είναι αυτός ακριβώς ο θίασος των αλλόκοτων, σιαμαίων, των νάνων, των ανθρώπων με νοητική υστέρηση που θα στηρίξουν με όποιες δυνάμεις διαθέτουν τη Λαμπίτσα και θα τη βοηθήσουν να θέσει σε εφαρμογή ένα φιλόδοξο σχέδιο για τη σωτηρία των αγαπημένων της. Κατά τρόπο ειρωνικό, ακόμα κι ο παντοδύναμος Ναύαρχος δε θα μάθει ποτέ την αλήθεια για την τύχη της μητέρας του γιου του, αλήθεια που κρατά μέσα του ένα από τα περιφρονημένα πλάσματα που τον υπηρετούν.

Δεν είναι βέβαια καταγγελτικό ούτε διδακτικό βιβλίο η Λαμπίτσα. Μολονότι όσοι αρέσκονται να βάζουν στα βιβλία ταμπέλες και ετικέτες δε θα ξέρουν ποια λέξη-κλειδί να πρωτοδιαλέξουν για να το περιγράψουν –διαφορετικότητα, γονεϊκές προσδοκίες, κακοποίηση, παρενόχληση, κοινωνικές ανισότητες κτλ.–, το βιβλίο της Σχάαπ φιλοδοξεί και πετυχαίνει πρώτα και κύρια να είναι ένα απολαυστικό ανάγνωσμα. Μια ιστορία με πειρατές και αλλόκοτα πλάσματα, με κρυμμένα μυστικά κι ανείπωτες αλήθειες, με χωρισμούς και συναντήσεις, με ελπίδες και ματαιώσεις, εν ολίγοις με όλα εκείνα τα συστατικά που ξεσηκώνουν τη φαντασία των παιδιών και όχι μόνο. Με έναν έξοχο αφηγηματικό ρυθμό στον οποίο η δράση ούτε εκβιάζεται ούτε βαλτώνει. Με ένα ύφος που, όπως τουλάχιστον φτάνει σ’ εμάς μέσα από την προσεγμένη, αβίαστη μετάφραση από τα ολλανδικά, δεν κυνηγά την εκζήτηση αλλά απογειώνεται από μικρές ποιητικές εκλάμψεις και κλείνει το μάτι στον αναγνώστη με την υποδόρια ειρωνεία του. Με ήρωες τρωτούς, ευάλωτους, ατελείς. Κι απρόβλεπτους. Με το καλό και το κακό, το λάθος και τη συγγνώμη, τη σκληρότητα και τη γενναιοδωρία να πηγαίνουν χέρι χέρι. Πάνω απ’ όλα, με μια ειλικρινή συγγραφική φωνή η οποία χαίρεται να αφηγείται, χωρίς στρογγυλέματα, αποσιωπήσεις, διδαχές και γενικεύσεις, χωρίς να υποτιμά τη νοημοσύνη του αναγνώστη, χωρίς δεύτερες ή τρίτες σκέψεις. (Και η οποία δε διαλαλεί καν την επιλογή της να διαφοροποιηθεί από τη γραμμή της παραμυθικής παράδοσης βάζοντας στη θέση της συνήθους γοργόνας έναν γοργόνο – γνωρίζοντας ότι και η ανατροπή των έμφυλων στερεοτύπων καταντά κι αυτή στερεοτυπική όταν διαλαλείται.)

Έτυχε τις μέρες που διάβαζα τη Λαμπίτσα να πέσει στα χέρια μου και το εξαιρετικό βιβλίο του Μακ Μπαρνέτ Η μυστική πύλη – Γιατί τα βιβλία για παιδιά είναι πολύ σοβαρή υπόθεση , σε μετάφραση της Βασιλικής Νίκα. Σ’ ένα σημείο του βιβλίου του ο Μπαρνέτ παραλληλίζει χαριτωμένα τα βιβλία για παιδιά με τρεις θείες απ’ αυτές που ξέραμε όταν ήμασταν παιδιά: «Η πρώτη θεία» μας λέει «μόλις βλέπει ένα παιδί, γίνεται ένα εντελώς διαφορετικό άτομο». Αλλάζει στάση, τρόπο ομιλίας, έκφραση. Σαν τα βιβλία που είναι γεμάτα «πράγματα που αρέσουν στα παιδιά» αλλά δεν έχουν ιδέα γιατί τους αρέσουν. «Η δεύτερη θεία είναι αυστηρή, ψυχρή και βαρετή. Δε σου μιλάει, σου δίνει εντολές». Αραδιάζει κανόνες, πρέπει και απαγορεύσεις. Αυτή η θεία, εξηγεί ο Μπαρνέτ, είναι τα διδακτικά, ηθοπλαστικά βιβλία. Όσο για την τρίτη, εκείνη λοιπόν «ίσως έχει ταξιδέψει σε άλλες χώρες ή έχει παίξει κιθάρα σε μια μπάντα πανκ ή είδε κάποτε ένα φάντασμα. Ίσως ξέρει κόλπα με χαρτιά ή λέει καλά αστεία ή μπορεί ακόμη και να αποκαλύπτει κάποια λεπτομέρεια για την ερωτική της ζωή. Ίσως της αρέσουν τα ζώα ή το διάστημα ή τα μαγικά ξόρκια και, όταν ανακαλύπτει ότι κι εσύ ξέρεις πράγματα για τα ζώα ή το διάστημα ή τα μαγικά ξόρκια, σου ζητάει να της μάθεις όλα όσα ξέρεις». Αυτή η τρίτη, η ιδανική θεία, καταλήγει ο Μπαρνέτ, είναι τα καλά βιβλία. Αυτή την τρίτη, ιδανική θεία συνάντησα κι εγώ διαβάζοντας τη Λαμπίτσα.

INFO

Ανέτ Σχάαπ, Η Λαμπίτσα, Mτφρ. Μαργαρίτα Μπονάτσου, Εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2025.

 

 

 

Μακ Μπαρνέτ,  Η μυστική πύλη – Γιατί τα βιβλία για παιδιά είναι πολύ σοβαρή υπόθεση,Mτφρ. Βασιλική Νίκα, Εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2025.

 

 

 

Προηγούμενο άρθροΛογοτεχνικά Βραβεία Αναγνώστη 2025: Στην Ιφιγένεια Θεοδώρου το Βραβείο Νίκου Θέμελη
Επόμενο άρθροΛογοτεχνικά Βραβεία Αναγνώστη 25: Στον Γιάννη Μαμάη το Βραβείο Καλλιτεχνικού Σχεδιασμού και Τυποτεχνίας

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ