του Μανώλη Γαλιάτσου
Αν σωστό είναι ότι κάθε συγγραφέας -και κάθε δημιουργός, ευρύτερα- διεκδικεί τη μοναδικότητα της φωνής του, εξ αυτού απορρέει ότι και το κάθε έργο, επίσης, διεκδικεί τη δική του πρωτοτυπία. Τι μπορεί να σημαίνει κάτι τέτοιο για τη σχέση έκαστου δημιουργού με τα έργα των προγενεστέρων και συγχρόνων του δημιουργών, ομοτέχνων ή μη; Τίποτα λιγότερο απ’ το ότι αυτό που πρέπει να ενδιαφέρει στο υπό ανάγνωση, θέαση ή ακρόαση έργο, έγκειται στην ανάδειξη της βαθύτερης χειρονομίας του έναντι της θελκτικής του επιφάνειας. Κάθε άξιο λόγου έργο Τέχνης περιέχει τα ψυχοσυναισθηματικά του κίνητρα, το προσωπικό φορτίο αλλά και τις ανατροπές, τις απρόσμενες συγκυρίες των στιγμών του, ενδεχομένως και ερήμην -κυρίως ερήμην- του δημιουργού του. Κάθε άξιο λόγου έργο, δηλαδή, πραγματοποιείται όχι μόνο από το όραμά του αλλά και από τις ενστικτώδεις –σαν από μηχανής θεότητες- προσεγγίσεις του: τα μυστικά του κλειδιά. Το οργανωμένο από κοινού με το τυχαίο, συστήνουν τη βαθύτερη χειρονομία του έργου. Σε αυτήν τη χειρονομία –τη σχέση του δημιουργού με την Τέχνη του και τα πράγματα κατά τον ιστορικό χρόνο της εξέλιξής τους, μπορεί να εντοπιστεί και η αναγνώριση της «πρωτοτυπίας» του.
Αποτελεί λοιπόν την πλέον αναγκαία προϋπόθεση για τη διαμόρφωση μιας καλλιτεχνικής φύσης η προγενέστερη μελέτη του έργου των «άλλων»; Πρόκειται για τη ληξιαρχική πράξη έναρξης μιας διαδικασίας μύησης; Αλλά και μετά τη διαμόρφωση αυτής της φύσης, το έργο του «άλλου» είναι ένα διαρκές, σταθερό σημείο ανατροφοδότησης, επαναφοράς και άντλησης έμπνευσης για τον καλλιτέχνη; Ενδεχομένως – αλλά όχι απαραιτήτως. Και όταν συμβαίνει, δεν φαίνεται να είναι αυτό το πλέον απαραίτητο ή το καθοριστικό στοιχείο. Υπάρχουν συγγραφείς, αναγνωρισμένα σημαντικοί και πρωτότυποι, οι οποίοι ελάχιστα διάβασαν πριν γράψουν (αλλά και αφού ξεκίνησαν να γράφουν). Ο Φώκνερ ομολογούσε ότι είχε μελετήσει μόνο τη Βίβλο. Ο Ευγένιος Ο’ Νηλ δήλωνε ότι είχε μελετήσει πέντε βιβλία -όλα και όλα- στη ζωή του. Ένας απ’ τους κορυφαίους Νοτιοκορεάτες κινηματογραφιστές, ο Κιμ Κι-Ντουκ, συνειδητοποίησε κάποια στιγμή ότι για τις ελλειπτικές ιστορίες του και τα διαλογικά τους χάσματα, του ήταν αναγκαίες οι κινούμενες εικόνες -με την ευχέρεια των σιωπών τους- και έτσι καταπιάστηκε όψιμα με τον κινηματογράφο, με τον οποίο δεν είχε ιδιαίτερη επαφή μέχρι εκείνη τη στιγμή. Ως συνέπεια, το έργο του, σε κάθε του βήμα, διαπνέεται από την αύρα της πιο πρωτόφαντης αποκάλυψης: ξαφνιάζεται ο ίδιος, πριν απ’ όλους, καθώς «κοιτάζει» κατά πρόσωπο τις μορφές και τα πράγματα που τον απασχολούν και -κατά την αρχή της συμπαθητικής ταύτισης των βλεμμάτων- μεταδίδει αυτό του το ξάφνιασμα και σ’ εμάς. Γι’ αυτό ο κινηματογράφος, στην περίπτωσή του, μοιάζει να επανανακαλύπτεται διαρκώς! Μια τέτοια πρακτική όμως δεν θα υποδήλωνε αγνωστικισμό και ασυνέχεια της Τέχνης; Κατά τα φαινόμενα, πιθανότατα ναι! Θα αναφερόμασταν τότε στην έννοια της χρονικής ασυνέχειας ή στη ρήξη με μιαν ορισμένη προϋπάρχουσα κατάσταση, όπως τις πραγματεύτηκε αμφότερες, ήδη από τις αρχές του, ως βασικά σημεία των ανατρεπτικών του αιχμών ο μοντερνισμός. Στην πραγματικότητα, όμως, αυτό που προβάλλεται σε μια τέτοια περίπτωση δεν είναι το γεγονός της ξεχωριστής, «αυτόφωτης στιγμής», όπως θα την επικαλείτο ο οίστρος της μοντερνικότητας, όσο μάλλον η αιωρούμενη αντίληψή μας η σχετική με την οντολογία του ξαφνιάσματος· η ενδόμυχη πίστη μας, δηλαδή, στη θεώρηση της συγκεκριμένης ιδιότητας ως σύμφυτης με το ίδιο το γεγονός και τις επιφαινόμενες επιπτώσεις του. Μήπως γι’ αυτήν ακριβώς την ιδιότητα δεν δίνονται τόσες προσωπικές μάχες και δεν της επιφυλάσσουμε θέση κανονικής κατηγορικής αξίωσης γύρω από τη διεκδίκηση της αισθητικής αυτοδυναμίας του κάθε ξεχωριστού έργου Τέχνης; Δεν θεωρούμε ότι ακριβώς αυτό δημιουργεί τις απαραίτητες συνθήκες ώστε το έργο να πετύχει τον στόχο του στην καρδιά της «δικής του φωνής», για να το χαρακτηρίσουμε με τους ίδιους όρους της εναρκτήριάς μας διατύπωσης (πρωτοτυπία); Από πού προέρχεται όμως αυτό το αισθητικό ξάφνιασμα; Ποια η βαθύτερη αλήθεια του; Θα το ξαναβρούμε μπροστά μας, καθώς το κείμενο αυτό θα πηγαίνει προς το τέλος του.
Μπορούμε, κατόπιν όλων αυτών, να θέσουμε ξανά το αρχικό μας ζήτημα, ελαφρώς εμπλουτισμένο αυτήν τη φορά: Αν υποθέσουμε ότι κάθε καλλιτεχνική καταγραφή «άλλου» δημιουργού αποτελεί ένα σημείο επαφής με τον νεότερο -ή συγκαιρινό του- επίδοξο ή εν ενεργεία δημιουργό, άλλο τόσο μοιάζει αναγκαίο να προβούμε σε μιαν ακόμα διάκριση: Για κάθε μελλοντικό, καιρό πριν τη διαπίστωση αυτής της φυσικής του κλίσης, δημιουργό, πριν και από την επαφή του με τα έργα των «άλλων», προηγείται μια «έσωθεν ανάγνωση»· αυτή που αναμένει, στη σιωπή, την κατάλληλη στιγμή για τη συνειδητοποίηση και την ενεργοποίησή της. Το ενδεχόμενο της μεταγενέστερης ανακάλυψης των έργων έρχεται απλώς να την επιβεβαιώσει. Να μια εξήγηση, λοιπόν, γιατί κάποτε ένα έργο μπορεί να μας φαίνεται τόσο σημαντικό και παράλληλα οικείο, το πρώτο μάλλον εξαιτίας του δεύτερου, ώστε να νιώθουμε ότι το ξέραμε από πάντα, πριν καν την πρώτη μας γνωριμία μαζί του: Το είχαμε «συλλάβει» σε πρώιμο χρόνο, χωρίς ακόμη την επίγνωση –ή έστω την αίσθηση- ότι το «δημιουργούμε»; Πράγματι, οι πρώτες δημιουργίες φαίνεται ότι εκδηλώνονται, σε σπερματική μορφή, σε χρόνο πολύ προγενέστερο από την όποια, απόμακρη έστω, υποψία μας ότι κάποτε θα τις υλοποιήσουμε. Πριν την αποφασιστική σκέψη ότι θα θελήσουμε να συνομιλήσουμε μαζί τους – και αργότερα τις βρίσκουμε, πιθανόν, εκπληρωμένες στο έργο κάποιων προγενεστέρων δημιουργών. Αν έτσι έχουν τα πράγματα, πόσες φορές αντέχει μια πρωτότυπη σύλληψη την επανάληψή της και να εξακολουθεί, παρ’ όλα αυτά, να παραμένει αυθεντική; Μα, όσες φορές συμβαίνει να συλλαμβάνεται πρωτότυπα, προφανώς. Όχι γιατί συναντήθηκε με το συμπτωματικό γεγονός της συγκεκριμένης ανάγνωσης του «άλλου» έργου αλλά γιατί οδηγήθηκε από την αναγκαιότητα της εσωτερικής της χειρονομίας. Μια ακαθόριστη πρώτη ενόραση δεν απέχει και τόσο, όσο συχνά έχουμε την τάση να πιστεύουμε, από την τελική εκπλήρωση της δημιουργικής της πράξης. Το ήμισυ της ολοκλήρωσης ενός έργου έγκειται στη δυνατότητα της αναγνώρισης εκ μέρους μας ότι αυτό υπάρχει, και βρίσκεται εκεί γιατί αποτελεί (αποτελούσε πάντα) μέρος του δημιουργικού μας κόσμου: το έργο που πρόκειται να γράψουμε μας έχει από καιρό επιλέξει, πολύ πριν το επιλέξουμε εμείς και, απλώς, αναμένει υπομονετικά τη στιγμή της ενασχόλησής μας μαζί του. Για κάθε καλλιτέχνη, εν τέλει, η προσωπική του πορεία δεν είναι τίποτ’ άλλο από τη διαρκή εξιστόρηση του εξασκημένου του βλέμματος: του βλέμματος εκείνου που εκπαιδεύτηκε να «διακρίνει», όταν το συναντά στον δρόμο του -πάλι το τυχαίο;-, ποιο είναι το δικό του έργο (όπως ένας ερωτευμένος ξεχωρίζει το ταίρι του), ακριβώς πριν την απόφαση της πραγματοποίησής του.
Ίσως, χωρίς την ύπαρξη αυτής της «έσωθεν ανάγνωσης», η όποια, κατοπινή, επαφή με τα έργα των «άλλων» να μην καταφέρει ποτέ να υπερβεί τα επίπεδα της αναγνωστικής απόλαυσης ή -και αυτό είναι το χείριστο, προφανώς, αν ο αναγνώστης εν τω μεταξύ έχει προλάβει να γίνει συγγραφέας- τα όρια ενός ντροπιαστικού μιμητισμού. Αλλά και τι σημαίνει ακριβώς αυτή η πολυδιαφημισμένη «απόλαυση» για τον δημιουργό, ο οποίος γεύεται με τα πιο ειλικρινή αισθήματα μεγαθυμίας την εκτίμησή του για τις επιτεύξεις των «άλλων»; Ότι πρόκειται για κάποιον αυθεντικό «φιλότεχνο»; Ένας δημιουργός όμως δεν μπορεί να προβάλλει ως «φιλότεχνος» -και ποιος θα το ήθελε ή θα το χρειαζόταν αυτό;- γιατί οφείλει, πριν απ’ όλα, να είναι καλλιτέχνης· διαφορετικό ρόλο έχει να επιτελέσει και εντελώς άλλη είναι η λειτουργία του. Αν είναι πράγματι ειλικρινής μπορεί –και μάλλον επιβάλλεται- να στοχαστεί επ’ αφορμή του «άλλου» έργου, να αναφερθεί, με θετικό ή αρνητικό τρόπο, σε αυτό, αλλά να το «απολαύσει» είναι κάτι ριζικά διαφορετικό. Απ’ την αντίθετη πλευρά, σε τι συνίσταται η «απόλαυσή» του, καθώς παράγει το δικό του έργο; Άλλη μια (ενδελεχώς καλλιεργημένη) μυθολογία ολότελα ρηχή; Μοιάζει λες και το διεκδικούμενο εδώ να ήταν η ανάδυση της γραφής ως η αύρα μιας γοητείας που χαρακτηρίζει την ιδιαίτερη κατάσταση κοινωνικής και ατομικής άνεσης του συγγραφέα της. Το κείμενο λοιπόν ως δείκτης προσωπικής πολυτέλειας; προνομιούχος χώρος του περιττού; Κανείς δεν μπορεί να φροντίζει ταυτόχρονα το μέσα και το έξω χωρίς να υποστεί τις προβλεπόμενες από την Τέχνη του συνέπειες· το εσωτερικά λεπτοδουλεμένο οικοδόμημα του εαυτού αναλώνεται διά μιας στην αδηφάγα σφαίρα της δημόσιας εικόνας του: Η πολλή έγνοια για την κοινωνική αναγνώριση κατατρώει την ατομική συνείδηση για το βάθος των πραγμάτων. Οι ιδιότητες του κειμένου, εν τούτοις, οφείλουν να είναι αμετάβατες, διαφορετικά εξαφανίζεται το ίδιο το εγχείρημα της γραφής· χάνεται ο κρίσιμος χαρακτήρας της, με την κυριολεκτική και τη μεταφορική έννοια του όρου. Διότι είναι άλλη υπόθεση η ενδεχόμενη κειμενική παρουσία του συγγραφέα ως δραματοποιημένου, αναμεμειγμένου με την αφήγηση, προσώπου (autofiction), και άλλη η μεταβίβαση του κειμένου στο «πραγματικό» του πρόσωπο, ως πολύφερνου μέλους της λογοτεχνικής –ή όποιας άλλης- κοινότητας. Με λίγα λόγια, ο συγγραφέας μπορεί να είναι ο ήρωας του κειμένου του, το κείμενο όμως δεν διαθέτει άλλην επιλογή απ’ το να πάρει τις ευδιάκριτες αποστάσεις του κι από τους δύο. Σε αντίθετη περίπτωση φαίνεται σαν να έχει εκχωρήσει τις ιδιαίτερες αξιώσεις της ύπαρξης και της σημασίας του στον υποτιθέμενο φυσικό του γεννήτορα: έχει αυτοκαταργηθεί.
Δεν υπάρχει λοιπόν απόλαυση; Απόλαυση δεν μπορεί παρά να είναι το πεδίο επιθυμίας, όπως ορίζεται μέσα από το ίδιο το κείμενο, κατά την πρόβλεψη και την επιδίωξη του δημιουργού: είναι η μέριμνά του για τον αναγνώστη, τον θεατή, τον ακροατή του· σε αυτόν αποκλειστικά απευθύνεται, δεν υπάρχει η έννοια της απόλαυσης χωρίς αυτόν: η απόλαυση όμως -του αναγνώστη, για παράδειγμα- είναι κάτι που έρχεται μετά· δεν περιλαμβάνεται ως μέρος της δημιουργικής διαδικασίας, παρά μόνον ως επιθυμία για την επιθυμία του «άλλου». Άρα; Τι απομένει τότε για τον δημιουργό; Για τον δημιουργό μένει η ανάγνωση του κόσμου καθώς μεταμορφώνεται σε ήχο, χρώμα, σχέδιο, εικόνα, κίνηση, λέξη· η «χαρούμενη γνώση» των μορφοποιήσεων, οι μυστικοί ρυθμοί της ζωής, οι αισθητικές εκμυστηρεύσεις της πραγματικότητας, οι αναπάντεχες εκπλήξεις (όταν κάπου αλλού νόμιζες ότι στόχευες), η ικανοποίηση για την άσκηση της προσωπικής έκφρασης, το νοηματοδοτημένο από την Τέχνη του βαθύ αίσθημα ελευθερίας που μεταγγίζει στο έργο του, μέχρι το έργο με τη σειρά του να μεταφέρει αυτούσιο αυτό το πνεύμα στην κοινωνία. Τι αξία θα είχε όμως τότε η υπέρμετρη περί την απόλαυση θέρμη του επιμελούς αναγνώστη δημιουργού, στο κυνήγι της αναζήτησης καλλιτεχνικού κίνητρου και εκφραστικών τρόπων; Και τι θα σήμαινε άλλο μια τέτοια αναζήτηση από το ότι, στην πραγματικότητα, δεν έχουμε τι να πούμε, γι’ αυτό και δεν ξέρουμε καν πώς να το θέσουμε; Πολύ φτωχό ακούγεται. Ή, για να το ορίσουμε εξ αντιθέτου, στη θετική του αυτήν τη φορά εκδοχή: τι άλλο θα υπεδείκνυε η αναζήτηση από το ότι αυτό που έχουμε να πούμε και ο τρόπος για να το πούμε, δεν μπορεί παρά να είναι -εξαρχής(;)- αδιαχώριστα; Τι θα σήμαινε όμως τότε ο ηδονικός δίαυλος ανάμεσα σ’ εμένα και τον «άλλον» δημιουργό; Όχι κάτι το ιδιαίτερα σπουδαίο: Θα έμοιαζε πολύ κοντινό με γνωμικό ή αίνιγμα, ή με μικρό ηθικό περί διαφθοράς, κλεισμένο σ’ ένα ευσύνοπτο αλληγορικό σχόλιο, αν δεν ήταν, για τους ίδιους πάντα λόγους, διφορούμενα περιπαικτικό: «Δεν έχω να πω τίποτα και αυτό το τίποτα δεν έχω βρει ακόμη τρόπο για να το πω. Προς το παρόν, επιδίδομαι στην προσποίηση».
Συμπερασματικά, σχεδόν, η απόλαυση είναι από τα πλέον απαράγραπτα δικαιώματα του αναγνώστη. Όταν την επικαλείται ο συγγραφέας μοιάζει να υπαινίσσεται κάτι διαφορετικό, όπως την έπαρση για τον απόλυτο έλεγχο της έκφρασής του. Η έκφραση όμως αποτελεί το αξεπέραστο όριο· πάντα θα υπολείπεται, γιατί πάντα θα τρέφεται από την αγωνία της. Να γράφεις και την ίδια στιγμή να υπαινίσσεσαι την «αφ’ υψηλού» επίβλεψη της έκφρασής σου, σημαίνει την αναίρεση του πιο ζωτικού στοιχείου για την εκπλήρωσή της. Χωρίς αυτήν την αγωνία θα είχε βληθεί η καρδιά της κινητήριας δημιουργικής δύναμης και, ακόμα, της ίδιας της ιδέας του δημιουργού. Τι θα ήταν η γραφή χωρίς τον πυρετό της; Τι θα απέμενε από τη δημιουργία χωρίς την αμφιβολία της; Ένα παιχνίδισμα των υφολογικών και μορφολογικών της φωσφορισμών; Δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο, οι ψυχικές παρορμήσεις να αντικαθιστούν βαθμιαία τον αρχικό στόχο με τον εξατομικευμένο ζήλο επιβολής του εαυτού και τότε το κείμενο γίνεται, παρά την πολλαπλότητά του – αλλά και μάλλον εξαιτίας αυτής του της πολλαπλότητας, ο ακριβής και αδιάψευστος μάρτυρας στο καθρέφτισμα της καταχρηστικής επιλογής. Όσο, με άλλα λόγια, ο δημιουργός επιδίδεται στην πράξη υστερικής διεκδίκησης, ως α πριόρι ατομικής του ιδιότητας, ενός κειμενικού σημείου, τόσο η εύθραυστη ύφανση των σχέσεων εμπιστοσύνης και εκτίμησης του αναγνώστη ως προς το κείμενο θα συναντιέται με την εξάχνωση και διάλυσή της. Η σκοπιμότητα είναι –και στη γραφή- δηλωτική της οσμής του ψέματος και, ψέμα, όπως πολύ καλά έχουμε πλέον μάθει, είναι η απαρχή κάθε λογής αδήλωτης (όχι φανερής, δηλαδή, γιατί η φανερή μπορεί και να έχει το δικό της ενδιαφέρον) προδοσίας.
Ας επιστρέψουμε λοιπόν –υποχρεωτικά!- στην «έσωθεν ανάγνωση». Ποια είναι και τι σημαίνει ακριβώς για εμάς; Εμφανίζεται τη στιγμή κατά την οποία η Τέχνη χτυπάει απρόσκλητη την πόρτα μας για πρώτη φορά και μπορεί να κρύβεται, ας πούμε, στο παιχνίδι με τη ζωγραφική που η πρώιμη φαντασία διακρίνει στους ρόζους ενός τοίχου, καθώς «ανακαλύπτει» κρυμμένες παραστάσεις, μετακινούμενα και «στερεωμένα» μοτίβα, σχήματα διαυγή και ταυτοχρόνως αόρατα· ή, να γεννιέται στους μονολόγους και τους διαλογικούς αυτοσχεδιασμούς ενός ανυποψίαστου παιδιού. Ίσως γι’ αυτό, κάθε πρωτογενής, με την πλήρη έννοια του όρου, δημιουργία είναι, στη βάση της, πάντα ανυποψίαστη. Η όποια απόπειρα να ανασυρόταν κάποτε αυτή η άγνωστη Ιστορία της δημιουργίας, η «προϊστορία» της, (ας την ονομάσουμε, προς χάριν μιας αλληλουχίας του Λόγου: «Η Άγραφη Τέχνη»), θα συνιστούσε πρόβλημα απείρως δυσκολότερο και απ’ αυτό που έθετε ο F.M. Cornford στην κριτική του μελέτη «Η Άγραφη Φιλοσοφία», καθότι το σχετικό ιστορικό στην περίπτωση της Τέχνης αγνοείται, πριν απ’ όλους, απ’ τους ίδιους τους πρωταγωνιστές του. Θα ήταν σαν να επιχειρούσαμε, από το απροσδιόριστο έδαφος μιας ολότελα αδιαμόρφωτης ονειρικής πραγματικότητας, την «αποκατάσταση» ασύνειδων στιχουργικών σπαραγμάτων σε συνεκτικό σύνολο, ή την άρθρωσή τους με τις συνάφειες ενός ανυποψίαστου ακόμη για τον εαυτό του έργου, που πόρρω απέχει απ’ το να έχει –καν- συλλάβει ως ιδέα τη ρευστή του ύπαρξη. Τι είναι όμως αυτό που κάνει αυτές τις ανώριμες ενοράσεις των πρώιμων παιδικών ψηλαφήσεων τόσο σημαντικές; Η ακόμη άγουρη, πολύτιμη όμως ως μελλοντική παρακαταθήκη, διαπίστωση ότι μια μορφή εκπληρώνεται, πριν απ’ οτιδήποτε άλλο, από το ίδιο της το κενό. Αλλά μήπως μια κενή μορφή δεν αποτελεί τη θεμελιώδη μορφή, αυτήν που περιλαμβάνει στους κόλπους της –και ταυτόχρονα υποστηρίζει- όλες τις άλλες; Και κάπου από εδώ, ξεκινά η αληθινή ιστορία της Ιστορίας. Αν πρόκειται για την κατ’ εξοχήν γενεσιουργό γνώση ή για το πρωταρχικό ξάφνιασμα της Τέχνης, για την περίπτωση δεν κάνει διαφορά. Αισθητικό ξάφνιασμα είναι η αναπάντεχη αποκάλυψη που εσωτερικεύεται σε μυστική, ανερμήνευτη γνώση, για την οποία δεν έχω να πω και πάρα πολλά: ξέρω ότι υπάρχει, ξέρω από τα σημάδια της ότι εμφανίζεται, και αυτό είναι ό,τι (χρειάζεται να) ξέρω γι’ αυτήν. Ίσως γι’ αυτό, λοιπόν, να πρέπει να υποβάλουμε τις αναγνωστικές μας συνήθειες στις ιδιάζουσες συνθήκες αυτού του ανίδεου, του ανυποψίαστου άγριου -και το παιδί εντός μας είναι ο πιο κοντινός και γνώριμός μας άγριος- γιατί, καθώς διαθέτει την ευεργετική τάση της αναπλάθουσας λήθης, μπορεί να ανασυνθέτει τα πάντα, σαν να επρόκειτο, κάθε φορά, για την πρώτη ακριβώς φορά. Η εξέλιξη της Τέχνης είναι η καταγεγραμμένη εποποιία αυτής της διαρκούς επιστροφής: επιστροφής στον χρόνο, επιστροφής στο αρχέγονο εγώ. Ιδωμένη υπό αυτό το πρίσμα θ’ αποκτούσε τη δημιουργική σημασία της και η ανάγνωση του «άλλου». Μια τέτοια ανάγνωση, καθώς εγώ καταγίνομαι με το έργο μου, ισοδυναμεί με χρόνο της αφύπνισης. Μου υπενθυμίζει το όστρακο της ύπαρξής μου και τις επιφάσεις της πραγματικότητας τις οποίες καλούμαι να διαπεράσω ξανά· την αιώνια καταδίκη του ανολοκλήρωτου και ισόβιου κειμένου στο οποίο είμαι υποχρεωμένος να επανέρχομαι διαρκώς· την ευπρόσδεκτη, τέλος, μοναξιά της γραφής. Γι’ αυτό και τίποτα δεν μπορεί να νοηθεί ως πιο βαθύ και πραγματικό από το έργο Τέχνης. Η ενασχόληση με την επίδοση του «άλλου» αποτελεί την αναγκαία ανάπαυλα από μια προσωπική καταβύθιση προς άγρα θησαυρού μοναδικού. Κυνηγάμε το ξακουστό σεντούκι εκείνο, το ξέχειλο απ’ το τίποτα, με όλην εντός του τη μυθική πληρότητα, την αιωνίως πρόωρη και γι’ αυτό προικισμένη, της πιο γενναιόδωρης άγνοιας: αυτής απ’ την οποία πλάθεται, σιωπηλά, το δικό μας έργο.
.