της Κωνσταντίνας Κορρυβάντη
Όταν η Γαλλίδα συγγραφέας Ανί Ερνό κέρδισε το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 2022, μεγάλο μέρος της προσοχής στράφηκε στην τολμηρή, εξομολογητική εξερεύνηση της ιδιωτικής ζωής και της συλλογικής ιστορίας σε έργα όπως Τα Χρόνια ή το Μία Γυναίκα.
Κι όμως, ανάμεσα στα πιο αυτοβιογραφικά της βιβλία υπάρχει και ένα σύντομο αλλά εντυπωσιακό για τα δεδομένα του έργο με τίτλο Κοίτα τα Φώτα, Αγάπη μου (Regarde les lumières, mon amour), που εκδόθηκε το 2014 και μεταφράστηκε πρόσφατα στα ελληνικά από την Ρίτα Κολαΐτη για τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
Ένα σύντομο βιβλίο όπως αυτό, θα μπορούσε να θεωρηθεί δευτερεύουσα προσθήκη. Ωστόσο, αυτό το ημερολογιακό κείμενο γύρω από την υπεραγορά, έχοντας ως μελέτη περίπτωσης μια μεγάλη γαλλική αλυσίδα σούπερ μάρκετ στην οποία σύχναζε η συγγραφέας, αποτελεί μια έγκυρη συμπύκνωση του λογοτεχνικού της εγχειρήματος. Η Ερνό μετατρέπει έναν χώρο που συχνά χαρακτηρίζεται ως κοινότοπος ή ανάξιος της τέχνης, σε φακό μέσα από τον οποίο εξετάζει τη σύγχρονη ζωή, τον καταναλωτισμό και τις κοινωνικές ταυτότητες.
Το βιβλίο καταγράφει τις επισκέψεις της Ερνό σε ένα τοπικό κατάστημα Auchan μεταξύ Νοεμβρίου 2012 και Οκτωβρίου 2013. Γράφει με τη μορφή ημερολογιακών εγγραφών, καταγράφοντας τις παρατηρήσεις της για τους πελάτες, τους υπαλλήλους, τις βιτρίνες και τους ρυθμούς της καταναλωτικής δραστηριότητας στη διάρκεια των εποχών. Δεν υπάρχει πλοκή με την παραδοσιακή έννοια· δεν συμβαίνουν δραματικά γεγονότα. Αντίθετα, η Ερνό εστιάζει στις λεπτομέρειες: την οργάνωση των διαδρόμων, τις πινακίδες, τα διαφημιστικά σλόγκαν, την γκάμα των προϊόντων, τα μικρά ανθρώπινα δράματα στον καθημερινό αυτό χώρο.
Με την προσοχή της σε αυτά τα «μη-μέρη» της σύγχρονης ζωής – σούπερ μάρκετ, εμπορικά κέντρα – η Ερνό συνδέεται με συγγραφείς όπως ο Ζορζ Περέκ, που κατέγραψαν το καθημερινό και με κοινωνιολόγους όπως ο Μαρκ Ωζέ, που θεωρητικοποίησε τους ανώνυμους χώρους της νεωτερικότητας. Για την Ερνό, το σούπερ μάρκετ είναι ταυτόχρονα απολύτως συνηθισμένο και εξαιρετικά αποκαλυπτικό: ένας τόπος όπου οι τάξεις και το φύλο, η εξουσία και η επιθυμία συναντώνται.
Η γοητεία του Κοίτα τα Φώτα, Αγάπη μου βρίσκεται στη μέθοδο της παρατήρησης. Η γλώσσα είναι λιτή, αλλά κάθε φράση φέρει το βάρος της μαρτυρίας και της ανάλυσης. Δεν περιγράφει απλώς· ερμηνεύει. Ένα παιδί που ζητάει γλυκά από τον γονιό του γίνεται σύμβολο της καταναλωτικής διαπαιδαγώγησης. Οι εποχικές εκπτώσεις θυμίζουν θρησκευτικές τελετές, με τα Χριστούγεννα ή το Πάσχα να εμφανίζονται ως εμπορικές λειτουργίες. Ακόμη και οι δικές της αγορές – η επιλογή ταμείου ή μάρκας – γίνονται αφορμή για στοχασμό πάνω στην ταυτότητα, την κοινωνική τάξη και την κοινωνική απόδοση.
Μια από τις πιο έντονες σκηνές συμβαίνει όταν μια άγνωστη την αναγνωρίζει στο κατάστημα. Ξαφνικά, η Ερνό νιώθει το βάρος της παρατήρησης να μετατοπίζεται, γίνεται η ίδια το αντικείμενο της περιέργειας: κάθε προϊόν στο καλάθι της αποκτά νόημα, κάθε αγορά φανερώνει στοιχεία της ζωής της. Το σούπερ μάρκετ γίνεται έτσι μια σκηνή όπου όλοι είμαστε εκτεθειμένοι στο βλέμμα των άλλων.
Με καταγωγή από εργατική οικογένεια και κόρη μπακάλισσας, η Ερνό είναι ιδιαίτερα ευαίσθητη στις ταξικές διαστάσεις της υπεραγοράς. Παρατηρεί πώς τα καρότσια αποκαλύπτουν την κοινωνική θέση, πώς οι πάγκοι με εκπτώσεις προσελκύουν συγκεκριμένα στρώματα, πώς ορισμένα προϊόντα δηλώνουν κύρος ή στέρηση.
Το σούπερ μάρκετ είναι και έμφυλος χώρος. Η Ερνό – γνωρίζοντας το λαϊκό σώμα – σημειώνει ότι οι γυναίκες συχνά επωμίζονται την ευθύνη των αγορών για την οικογένεια, οργανώνουν λίστες και προϋπολογισμούς, ενώ η εργασία τους μένει αόρατη και η συμβολή τους υποτιμάται. Παρατηρεί τις ταμίες, που στέκονται όρθιες με τις ώρες σκανάροντας προϊόντα – σύμβολα αποτελεσματικότητας και εξυπηρέτησης όσο και στωικότητας σ’ έναν άλλου είδους ιμάντα παραγωγής.
Υιοθετώντας, επίσης, την έννοια του «μη-τόπου» από τον Ωζέ, η Ερνό βλέπει το σούπερ μάρκετ αποξενωτικό, αλλά και απαραίτητο. Οι άνθρωποι το διασχίζουν χωρίς πολλές κοινωνικές αλληλεπιδράσεις, κι όμως ο χώρος αυτός διαμορφώνει την αίσθηση του χρόνου, της κοινότητας και του εαυτού.
Ξέρουμε πως η Ερνό αμφισβητεί σταθερά. Σ’ αυτό το έργο αμφισβητεί και τις ίδιες τις ιεραρχίες, τις προτεραιότητες μίας σοβαρής θεματολογίας, όπως άλλωστε έχει κάνει πολλές φορές γράφοντας ανυπόκριτα και αφοπλιστικά βιβλία που κάλυψαν απενοχοποιώντας πληθυντικά ένα σημαντικότατο εύρος γυναικείων εμπειριών -συνεχίζοντας την γραμμή Ντυράς – από την παράνομη έκτρωση σε νεαρή ηλικία έως ευτελέστερες (για ορισμένους μόνο) υποθέσεις όπως το πάθος για έναν παντρεμένο άνδρα, για έναν νεαρό εραστή, ή ακόμη και την εμμονή με μία ερωτική αντίζηλο.
Ίσως το μόνο μειονέκτημα του Κοίτα τα Φώτα, Αγάπη μου να είναι η συντομία του. Για όσους αναζητούν πλοκή ή δραματική ένταση, οι επαναλαμβανόμενες σημειώσεις μπορεί να κουράσουν. Όμως αυτή η επανάληψη είναι επιτυχημένη στο να μιμείται τον κυκλικό χαρακτήρα των αγορών, την εναλλαγή των εποχών, τον χαμένο χρόνο του καταναλωτισμού.
Το βιβλίο αποτελεί παράδειγμα των αρετών που αναγνώρισε η Σουηδική Ακαδημία στην Ερνό: θάρρος, οξυδέρκεια και την πάγια άρνηση της να διαχωρίσει το προσωπικό από το πολιτικό. Η Ερνό, για ακόμη μία φορά μας υπενθυμίζει ότι η λογοτεχνία δεν χρειάζεται πάντα να ασχολείται με συνταρακτικά, υψηλά ζητήματα. Μερικές φορές, οι πιο αποκαλυπτικές αλήθειες βρίσκονται στο θάμβος των διαδρόμων ενός σούπερ μάρκετ.
Ανί Ερνό, Κοίτα τα Φώτα, Αγάπη μου, μτφρ. Ρίτα Κολαΐτη, Μεταίχμιο
![]()



























