γράφει ο Γιάννης Στρούμπας
Κείμενα για «πρόσωπα, γεγονότα, ημέρες» συγκεντρώνει ο Γιώργος Μαρκόπουλος στον τόμο Σε πλάγιο φωτισμό. Γραμμένα με ποικίλες αφορμές και ήδη δημοσιευμένα, εκτείνονται σε όλη τη συγγραφική διαδρομή του ποιητή, εκκινώντας από το 1968 και φτάνοντας μέχρι το 2023. Τα κείμενα ταξινομούνται σε ευρύτερες ενότητες, αντίστοιχες σε δεκαετίες, και διαμορφώνουν ένα ιδιότυπο ημερολόγιο, το οποίο παρακολουθεί τόσο σημαντικές στιγμές από την προσωπική ζωή του ποιητή όσο και κοινωνικοπολιτικά και καλλιτεχνικά γεγονότα, σημαντικά ιδίως για την ιδιαίτερή τους συμβολή στην προσέγγιση των ανθρώπων, στον τρόπο σκέψης αλλά και στην αισθητική διαμόρφωση του συγγραφέα.
Η εξαρχής τοποθέτηση του Μαρκόπουλου ότι τις μέρες του στη ζωή δεν τις έκαψε «σαν σπίρτο που δεν είχε τσιγάρο να ανάψει» είναι ενδεικτική και της σημασίας που αποδίδει ο ποιητής στα γεγονότα των καταγραφών του, τα οποία γονιμοποίησαν και ομόρφυναν τη διαδρομή του στον χρόνο. Γιατί, ακόμη κι αν ανάμεσα στα γεγονότα που τον όρισαν υπήρχαν συχνά και δυσάρεστα, αποτέλεσαν καί αυτά μαθήματα ζωής. Ο Μαρκόπουλος πραγματοποιεί μέσα από τα κείμενά του τους απολογισμούς του, οι οποίοι περιλαμβάνουν αναμνήσεις και τη νοσταλγία στοιχείων που βρέθηκαν στο διάβα του για να συμβάλουν στην αυτοσυνειδητοποίησή του. Οι θέσεις του ποιητή για την ιστορία, την πολιτική, τον χρόνο, τον έρωτα χαρακτηρίζονται από εκρήξεις («το κίνημα έκρυβε ένα φίδι στους κόλπους του, έναν αριβίστα, έναν αδίστακτο, που τον έβαλες και στην καρδιά σου και ήταν σαν χειροβομβίδα κρυμμένη, την τίναξε και τη σκόρπισε στους πέντε δρόμους, αφήνοντας μονάχα συντρίμμια και τραύματα») (πρβλ. εδώ και τη σχετική του πραγμάτευση στη συλλογή Οι πυροτεχνουργοί), διατηρούν ωστόσο κι έναν κουβεντιαστό τόνο γεμάτο κατανόηση. Κι αν δεν θεραπεύονται εντελώς οι διαψεύσεις («Και είχε ένα φεγγάρι τσίγκινο, και ο ουρανός χαμηλωμένος, από λινάτσα, από λινάτσα μπογιατισμένη με κάτουρο»), αναγνωρίζεται ωστόσο στον άνθρωπο η αδυναμία που χαρακτηρίζει την υπόστασή του, η οποία αφενός τον διακρίνει από το να υψώνεται σε θεό –ύβρις, άλλωστε–, αφετέρου όμως τον κατατάσσει «μετά των αγίων», των αναξιοπαθών και βασανισμένων μορφών της ποίησής του, που γίνονται συνήθως οι πρωταγωνιστές της.
Τα σχόλια του Μαρκόπουλου στα κείμενά του, παρά τη διακριτή τους κεντρική πραγμάτευση, δεν περιορίζονται αποκλειστικά σ’ αυτή, εξού και ο «πλάγιος φωτισμός» του προς πολλαπλές κατευθύνσεις αλλά και προς το ουσιώδες μα αφανές και δυσδιάκριτο. Έτσι, μιλώντας για άλλους καλλιτέχνες, ο ποιητής μπορεί να ενσωματώνει στις αφηγήσεις του και σχόλια που δεν είναι αποκλειστικώς αισθητικά αλλά είναι, για παράδειγμα, και πολιτικά: ο ποιητής Νίκος Καρούζος, αρνούμενος τη «μειωμένη» λογοτεχνική σύνταξη που του χορηγεί η πολιτεία –καθώς αυτή τον αξιολογεί σαν ήσσονα ποιητή–, δεν διαφυλάσσει μόνο την προσωπική του αξιοπρέπεια, αλλά, με τη στάση του, «σώζει πάντα την τιμή, την τιμή της πολιτείας». Ο λόγος του Μαρκόπουλου για άλλους καλλιτέχνες αποτελεί φόρο τιμής προς αυτούς. Άλλοτε μελαγχολικός, όπως στην περίπτωση του Ζώη Μάναρη, ο οποίος νικήθηκε από τον καρκίνο («“Χαθήκαμε, Γιώργο”, μου φώναξε, “χαθήκαμε”, και η φωνή του έσπασε σαράντα κομμάτια στον αέρα. § Όπως σπάζει κρύσταλλο πόρτας βαρύ, σπιτιού ερημικού, σε κοντινή, πλην όμως παρ’ όλα αυτά απόσταση ακαθόριστη και ώρα περίεργη, μουντή, ασαφή»), άλλοτε τρυφερός, όπως για τον Τάσο Λειβαδίτη («Άδολος σαν παιδί και βαθύτατα σεμνός, τόσο που δεν μιλούσε ποτέ για τον εαυτό του ή άλλαζε κουβέντα αμέσως όταν εσύ ήθελες να πεις κάτι γι’ αυτόν»), άλλοτε θαυμαστικός, όπως στο παράδειγμα του Γιώργου Σεφέρη («Αυτό –το δικό σου– να το χαρίσεις σε κάποιον φίλο σου, διότι εγώ αφιερώσεις σε βιβλία μου αγορασμένα με λεφτά άλλων, δεν κάνω»), άλλοτε εγκάρδιος, όπως απέναντι στην Εύα Κοταμανίδου («Πάντοτε ακούραστη και πάντοτε σοβαρή, έτσι που πλέον να έχουμε ζήσει τόσο πολύ και τόσο στενά μαζί, ώστε να μας αισθάνεται και να την αισθανόμαστε αναπόσπαστο μέλος της ίδιας και της αυτής μεγάλης οικογένειας, που έχει για σπίτι τις καρδιές μας»), ο λόγος του Μαρκόπουλου εκπέμπει το δέος του ποιητή απέναντι σε μορφές γεμάτες μεγαλείο, που συγκαταλέγονται σε μια διαφορετική κατηγορία των «αγίων» της ποίησής του: όχι πια τους αδίκως δεινοπαθούντες αλλά τους υψωμένους πάνω από τους κοινούς θνητούς, λόγω της ακεραιότητάς τους. Γι’ αυτό και η περιβολή τους με τον ιερότερο σεβασμό δεν πηγάζει από κάποιον κατατρεγμό τους αλλά από το ψυχικό τους μεγαλείο.
Η ηθική τούτη προσέγγιση του Μαρκόπουλου στους πρωταγωνιστές των προσωπογραφιών του δεν συνιστά ηθικολογία, παρά παρέχει υποδείγματα στάσεων ικανών να αναβαθμίσουν την ανθρώπινη ζωή, προσδίδοντάς της ανώτερη ποιότητα. Τους τιμώμενους των κειμένων του, ωστόσο, τους ακολουθεί και ο ίδιος ο ποιητής, υιοθετώντας έμπρακτα το παράδειγμά τους. Η ανυποχώρητη επιλογή του Μαρκόπουλου να αναγνωρίζει τη μεγαλοσύνη των άλλων, εξαίροντάς τους ανεπιτήδευτα και ειλικρινώς, αποκαλύπτει και την προσωπική του μεγαλοσύνη, που εντοπίζεται στο δόσιμο. Γι’ αυτό και ο ποιητής, όταν εξετάζει τη διάκριση ποιητών – στιχουργών, όχι μόνο δεν αντιμετωπίζει τους στιχουργούς ως «υποδεέστερους», αλλά αντιθέτως τους εξυψώνει: «οι ποιητές που τυπώνουν το έργο τους σε συλλογές και βιβλία είναι πουλάκια, που μπορούν να γράψουν κλεισμένα ακόμα και μέσα σε κλουβί, ενώ αυτοί που το προορίζουν προς μελοποίηση είναι αηδόνια, είναι αηδονάκια που δεν μπορούν επ’ ουδενί να γράψουν κλεισμένα μέσα σ’ ένα κλουβί». Παρομοίως, συγγραφείς που αγνοήθηκαν μετά τον θάνατό τους και δεν αξιώθηκαν την αναγνώριση που θα τους έπρεπε, ο Μαρκόπουλος τους αγκαλιάζει με μελαγχολική τρυφερότητα: «[…] η ποίηση του Παπανικολάου είναι το πουλί που μας χτύπησε το τζάμι και δεν του ανοίξαμε. Ενώ οι στίχοι του, φιλιά κλεφτά που δεν δόθηκαν και αστραπές είναι. § Αστραπές μιας βροχής η οποία, εντέλει, αλλού, αλλού ήταν ταγμένη να πέσει». Η αναγνώριση των άλλων από τον Μαρκόπουλο ενίοτε προσλαμβάνει και χιουμοριστικούς τόνους που συνοδεύουν την τρυφερότητά του, όπως στο περιστατικό του αποχωρισμού με τον Ηλία Πετρόπουλο, όπου οι δύο άντρες, απομακρυνόμενοι μεταξύ τους, γυρίζουν διαρκώς το κεφάλι τους προς τα πίσω, αναζητώντας έναν ακόμη, τελευταίο αποχαιρετισμό.
Η στάση του Μαρκόπουλου απορρέει και από την κατανόηση των ανθρωπίνων, για τα οποία ο ποιητής μιλά άμεσα, σε τόνους εκμυστηρευτικούς κι απολογητικούς: «Έτσι, όλα άρχισαν να φαντάζουν σιγά σιγά στο μυαλό μου σαν ένα παιχνίδι συνδιαλλαγής στη μεγάλη εκείνη τράπεζα ενός ανόητου υλικού κέρδους, γι’ αυτό και τώρα πια τα θυμάμαι με πολύ μεγάλη κατανόηση, αφού πλέον πιστεύω πως έτσι είναι η ανθρώπινη μοίρα μας ορισμένη, μια και αυτή την προσδιορίζουν εντέλει η μοναξιά, η ανασφάλεια, αλλά και οι προαιώνιες ματαιοδοξίες μας, πρωτίστως». Δεδομένων των ανθρώπινων αδυναμιών, ο Μαρκόπουλος εκδηλώνει τη συγκατάβασή του, χωρίς να επιτιμά και να καταγγέλλει. Ωστόσο, η επίγνωση του ηθικού επιφέρει και την ενοχή, γι’ αυτό ο ποιητής βρίσκει θαλπωρή στην ταυτόχρονη ανάγκη διαφύλαξης της συλλογικότητας μα και περιφρούρησης της ατομικής ασφάλειας: «Και είχε μια γλυκιά θαλπωρή η βραδιά. Μια ύποπτη, ένοχη, ακαθόριστη σχεδόν θαλπωρή». Έτσι, οι ευαίσθητοι και οι πρόσφυγες του κόσμου βρίσκουν καταφύγιο κάτω από τις φτερούγες του, όπως ακριβώς συμβαίνει και με τον αγαπημένο του αθλητικό σύλλογο, την προσφυγική ομάδα της ΑΕΚ, την οποία ο Μαρκόπουλος υποστηρίζει εγκάρδια με τη γνωστή του τρυφερότητα, δίχως ίχνος φανατισμού ή οπαδισμού, με την πίκρα πολλές φορές του αρνητικού αποτελέσματος που βαραίνει την ψυχή σαν υγρασία ομίχλης: «όπως βρέχει στις καρδιές άλλωστε όλων των ευαισθήτων· όλων των ευαισθήτων κι όλων της γης των προσφύγων».
Συντηρώντας την ευαισθησία, ο Μαρκόπουλος καλλιεργεί εικόνες που αναζωογονούν το όνειρο. Η εικόνα των γονέων που, νέοι, χορεύουν στο όνειρο, είναι «μια εικόνα απίθανη, μια εικόνα μοναδική, από εκείνες που θα τις κρατήσουμε ως στοιχείο χαρακτηριστικό τους, προκειμένου να τους βρούμε έτσι καθώς για χρόνια μαγεμένοι από το όνειρο θα τους ψάχνουμε και θα τους ψάχνουμε μέσα στο ανυποψίαστο, το εκάστοτε, το εορταστικό πλήθος». Όπως ο μουσικοσυνθέτης Γιώργος Τσαγκάρης παραλληλίζεται με ξυπνητήρι που αφυπνίζει («Το ξυπνητήρι ήταν, που, ενώ το περιεργάζεσαι αμέριμνος, νομίζοντας ότι έχει αδρανήσει, αυτό ξάφνου αρχίζει να χτυπά και πάλι, αφυπνίζοντας περίοικους, εφησυχασμένους και φίλους, αλλά και το κλειδί ήταν, που θα το βρουν κάποτε κάποιοι, νεότεροι, αλλά δεν θα ξέρουν δυστυχώς, ούτε θα υπάρχει πλέον κανείς από όσους τον έζησαν για να τους δείξει, για να τους δείξει την πόρτα του»), παρομοίως αφυπνίζουν και οι ονειρικές εικόνες του Μαρκόπουλου, καθώς υπάρχουν όχι για να αποκοιμίσουν παρά για να συντηρήσουν καθετί όμορφο, ακόμη κι αν αυτό τείνει πια να λησμονηθεί, όπως οι ξεχασμένοι ποιητές που παρομοιάζονται με εγκαταλειμμένους σιδηροδρομικούς σταθμούς: «Ωραίοι σιδηροδρομικοί σταθμοί, λέω, όπου όμως πια δεν κάνουν στάση, δεν κάνουν στάση τα τρένα».
Ο τρόπος με τον οποίο ο Μαρκόπουλος αγκαλιάζει τα πρόσωπα των συναντήσεών του στο διάβα του, μετατρέπει τα καλλιτεχνήματα που ανταμώνει σε προσωπικά του. Γι’ αυτό και όταν μιλάει, για παράδειγμα, για τη ζωγραφική του Φαίδωνα Πατρικαλάκι, μιλάει ταυτόχρονα και για τη ζωγραφική που εκπέμπουν οι δικοί του στίχοι: «Μέσα σε αυτό το σπίτι τα πράγματα μιλούν τη δική τους διάλεκτο, ώσπου να αρχίσει πια να βραδιάζει και να μένουν όλα να λάμπουν στο σκοτάδι. Όπως λάμπει ένας καθαρός θάνατος. Όπως λάμπει στα κουρασμένα μάτια της μνήμης μας η αμεριμνησία της παιδικής μας αθωότητας ανάμεσα στη θλίψη και στη θάλασσα (του πίνακα), που ομορφαίνει τόσο σιγά, σαν να αναπνέει, που ηρεμεί τόσο γλυκά, σαν να εξαϋλώνεται, ώσπου γίνεται στο τέλος λευκή, σαν την αγάπη μας, σαν την αγάπη μας στον ύπνο». Η ταύτιση μάλιστα αυτή δεν είναι απλώς σχήμα λόγου, αφού ο ποιητής την ίδια διατύπωση τη μεταφέρει και στο ποίημα «Νατάσα Πανδή»: «[…] όπως η αμεριμνησία της παιδικής μας αθωότητας ακόμη, που ομορφαίνει τόσο σιγά σαν να αναπνέει, που ηρεμεί τόσο γλυκά σαν να εξαϋλώνεται, ώσπου στο τέλος γίνεται λευκή, σαν την αγάπη μας, στον ύπνο». Και, βέβαια, δεν τίθεται εντέλει θέμα αν ο Μαρκόπουλος εμπνεύστηκε την ποιητική του αποτύπωση από τη ζωγραφική του Πατρικαλάκι ή αν την είχε ήδη στα σπαράγματά του και τη χρησιμοποίησε και για τον ζωγράφο. Κι αυτό γιατί ό,τι καταγράφει ο Μαρκόπουλος είναι η δική του ποιητική διάθεση, διά της οποίας προσεγγίζει τον κόσμο. Γι’ αυτό και όταν ζωγραφίζει τη λύπη του για τον λησμονημένο ήδη με τον θάνατό του ποιητή Γιώργο Παπαλεονάρδο, καταλήγει με τη διατύπωση «Τι θλίψη, τι ματαιότης βασίλευε γύρω μας και τι αντηλιά. Νεκρική, νεκρική αντηλιά!», δημιουργώντας την ατμόσφαιρά του με μια αντηλιά που τροφοδοτεί γενικότερα την ποίησή του (πρβλ. από τις «Διαβάσεις πεζών»: «– Και, τέλος, εκείνη η αντηλιά το ύστατο απόγευμα πριν απ’ τον θάνατο της μητέρας μου στο νοσοκομείο, όπου όλα ήσαν τόσο θλιμμένα, μα τόσο θλιμμένα, και μόνο το αίμα της κυκλοφορούσε ανέμελο πάνω κάτω, ανέμελο πάνω κάτω, στο σωληνάκι»· αλλά και από το ποίημα «Στη μάντρα του ασύλου»: «Καθόμασταν μια Κυριακή/ στην αντηλιά της μάντρας του ασύλου»). Ακόμα και οι ζωγραφικοί πίνακες του Κωνσταντίνου Ράμμου, που «ακτινογραφούν αθόρυβα την καλά κρυμμένη πίσω απ’ τα σακάκια μας, την καλά κρυμμένη, την ασήκωτη μοναξιά μας», συναντούν την ασήκωτη μοναξιά του Χρήστου Αρδίζογλου: «Τιμή και δόξα στον παίκτη Χρήστο Αρδίζογλου, που θα σηκώσει για άλλη μια φορά, τελεσίδικα πια,/ όπως οι νεκροί τους επιταφίους των νεκροταφείων/ την ασήκωτη μοναξιά μας, και θα φύγει» (ποίημα «Ωδή στον παίκτη της ΑΕΚ και της Εθνικής Χρήστο Αρδίζογλου»). Η ενδοεπικοινωνία στις γραφές του Μαρκόπουλου επιβεβαιώνει όχι μόνο την ποιητική υφή των κειμένων του στον Πλάγιο φωτισμό, αλλά συνολικά την ενότητα του έργου του, για την οποία άλλωστε ο ποιητής έχει σαφώς δηλώσει «επεξεργάζομαι και συμπληρώνω μία και την αυτή συλλογή».
Η συγκεκριμένη ποιητική αντίληψη του Μαρκόπουλου εξηγεί, βέβαια, και την ένταξη στον παρόντα τόμο ποιημάτων του, τα οποία ο ποιητής δεν έχει συμπεριλάβει στον συγκεντρωτικό του. Θεματικές που απασχολούν τον ποιητή, όπως οι ανεκπλήρωτοι έρωτες, η φυγή διά των μέσων μαζικής μεταφοράς από μουντούς σταθμούς ή σύμβολα όπως το πηγάδι, εντοπίζονται και στα ποιήματα του παρόντος τόμου, για να συνοψίσουν την ποιητική του Μαρκόπουλου. Τα ποιήματα αυτά, που προέρχονται εν πολλοίς από την πρώτη δημιουργική δεκαετία του συγγραφέα κι εντάσσονται στον Πλάγιο φωτισμό του 2025, μοιάζουν με προσήμανση της ποιητικής πορείας που θα ακολουθήσει. Συνάμα όμως αποτελούν και μια καταβύθιση της παρούσας ωριμότητας στη νεότητα, μέσα από την οποία το ποιητικό πρόσωπο καθρεφτίζεται στην πρώιμη ωριμότητα της νιότης. Έτσι, τα ενσωματωμένα στον τόμο ποιήματα καθίστανται η πιο ρητή απόδειξη της ποιητικής ενότητας, εφόσον ποιήματα που θα μπορούσαν να θεωρηθούν «αποκηρυγμένα» επανέρχονται, παράλληλα με τα «αναγνωρισμένα», για να επιβεβαιώσουν την κοινή τους πορεία, τη συνύπαρξη, τη συνδιαμόρφωση, την ποιητική αντίληψη του συγγραφέα.
Σ’ αυτόν τον κύκλο της συγγραφικής αντίληψης, που είναι και κύκλος στάσεων ζωής, το ίδιο ποίημα («[Πέτρο με λένε]») στην αρχή και στο ξεκίνημα του τόμου λειτουργεί επίσης επιβεβαιωτικά. Ο Μαρκόπουλος, άλλωστε, επικυρώνει τη διάθεση της κυκλικής πορείας συλλογιζόμενος, μέσω του ονείρου, μια επιστροφή στην ιδιαίτερη πατρίδα και στην αθωότητα της παιδικής ηλικίας, παρόλο που ο αδυσώπητος χρόνος έχει εγκαθιδρύσει στο μεταξύ τη μοναξιά και την αποξένωση. Ωστόσο ο ποιητής γνωρίζει ακόμη κι από τις οδυνηρές εξελίξεις να απομονώνει ό,τι όμορφο μπορεί να εμπεριέχουν. Γι’ αυτό και μιλώντας για μια άλλη «πορεία», δηλαδή για το περιοδικό Νέα Πορεία, περιγράφει, στην ουσία, όσα συμβαίνουν στον Πλάγιο φωτισμό του: «[…] τη συνεργασία μου με τη Νέα Πορεία, την οποία φαντάζομαι πέρα από περιοδικό, και έτσι την έχω τακτοποιήσει μέσα μου, σαν μια όμορφη, υπέροχη πλατεία. Μια πλατεία η οποία ξέρει στους διαδρόμους της να φιλοξενεί τις σοφές κουβέντες των ώριμων, τις πολύχρωμες ανησυχίες των νέων, αλλά στο βάθος να κρατάει σε περίοπτη θέση τους ανδριάντες όλων εκείνων των άξιων που έχουν πλέον από κοντά μας φύγει». Στην πλατεία του Πλάγιου φωτισμού ο Μαρκόπουλος πράγματι στήνει τους ανδριάντες των άξιων, τη σοφία των ώριμων και τις πολύχρωμες νεανικές ανησυχίες, υποδεικνύοντας πόσο σημαντική είναι η διατήρηση της ομορφιάς. Προς την ίδια, τέλος, κατεύθυνση, η αναγραφή του τίτλου, στο εξώφυλλο του τόμου, με τον γραφικό χαρακτήρα του ποιητή, καθώς και οι ζωγραφικοί πίνακες τού αδερφού τού ποιητή, Προκόπη Μαρκόπουλου, καθιστούν το παρόν συγγραφικό πόνημα κι ένα αισθητικώς εκδοτικό κόσμημα.
![]()























Γιώργος Μαρκόπουλος, Σε πλάγιο φωτισμό. Κείμενα για πρόσωπα, γεγονότα, ημέρες, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 2025, σελ. 224.


