γράφουν οι: Μαρία Ακριτίδου και Παναγιώτης Λύγουρης (*)
Η πρόσφατη επέτειος για τα 50 χρόνια της Μεταπολίτευσης υπήρξε ώρα απολογισμού και για τη νεοελληνική λογοτεχνία. Την τελευταία δεκαετία, για παράδειγμα, κρατήσαμε στα χέρια μας μείζονες συνθετικές μελέτες τριών μάχιμων κριτικών (Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, Ελισάβετ Κοτζιά, Δημοσθένης Κούρτοβικ) με αντικείμενο ειδικότερα την πεζογραφία των ετών 1974 έως σήμερα.[1] Μέσα από αυτές μπορεί κανείς να επισκοπήσει την πεζογραφία και ως πολιτισμική μνήμη της μεταπολιτευτικής περιόδου.
Σε ανάλογα εγχειρήματα επισκόπησης συνολικότερα της νεοελληνικής λογοτεχνίας μάς έχει συνηθίσει ο Δημήτρης Τζιόβας, επιμένοντας, εδώ και αρκετές δεκαετίες πλέον, να αποτολμά ερμηνευτικά σχήματα για το πολιτισμικό παρόν μας. Ένα τέτοιο εγχείρημα αποτελεί και ο συλλογικός τόμος που κυκλοφόρησε πρόσφατα σε δική του επιμέλεια με τον χαρακτηριστικό τίτλο: «Η ελληνική λογοτεχνία στον 21ο αιώνα: Από την παγκοσμιοποίηση στην τεχνητή νοημοσύνη» (Διόπτρα, 2025).[2]
Ο συγκεκριμένος τόμος, βέβαια, μας οδηγεί από τον μεταπολιτευτικό απολογισμό σε κάτι διαφορετικό: η τομή αυτή τη φορά δεν είναι η Μεταπολίτευση, αλλά, όπως σημειώνεται στην εισαγωγή του επιμελητή, η περίοδος που σημαδεύεται μεν από την αστάθεια που επιφέρει το γεγονός της 11/9/2001 αλλά «ξεκίνησε για την Ελλάδα με ένα αφήγημα δυναμισμού και ανοδικής πορείας, το οποίο διαδέχεται η μελαγχολία της κρίσης» (σ. 13-14). Στο εκτενές εισαγωγικό του σημείωμα ο Τζιόβας προτείνει οδοδείκτες πλοήγησης σε αυτό το λογοτεχνικό πεδίο των τελευταίων 25 ετών.
Αντικείμενο του τόμου, λοιπόν, η λογοτεχνία του 21ου αιώνα – ή μάλλον όχι μόνο: η φιλοδοξία είναι να εξεταστεί η σύγχρονή μας λογοτεχνία ως μέρος του πολιτισμικού πεδίου και σε συνάρτηση τόσο με τη θεσμική πολιτική του πολιτισμού όσο και με «από τα κάτω» πολιτισμικές πρακτικές ανάγνωσης, γραφής, κριτικής·[3] όχι μόνο τι γράφεται αλλά και πώς και πού κυκλοφορεί, από ποιους/-ές και πού διαβάζεται. Ενδεικτική επ’ αυτού είναι μια φράση από το κείμενο του Γιάννη Ν. Μπασκόζου: «το διαδίκτυο είναι για αυτούς [για τη γενιά Ζ] το νέο πατάρι του Λουμίδη και η στοά του Απότσου» (σ. 299-300).
Αυτό το άνοιγμα του βλέμματος, ένα άνοιγμα που αντιστοιχεί και στην πολυσυλλεκτικότητα των 23 κειμένων που συναπαρτίζουν το βιβλίο –με συμμετοχή πανεπιστημιακών νεοελληνιστ/ρι/ών, κριτικών λογοτεχνίας, συγγραφέων και ερευνητ/ρι/ών των θεσμών–, μας επιτρέπει να επισκοπήσουμε ένα πολύ ζωντανό λογοτεχνικό πεδίο. Και αυτή η ζωντάνια μάς βοηθά να κατανοήσουμε καλύτερα αυτό που υπονοεί ο Θωμάς Συμεωνίδης, στο κείμενό του για την Παραγωγική Τεχνητή Νοημοσύνη, ως απάντηση στο υπαρξιακό ερώτημα για την ίδια τη λογοτεχνική γραφή: το να παράγω κείμενο δεν είναι ταυτόσημο με το να γράφω λογοτεχνία.
*
Τι σημαίνει, λοιπόν, γράφω λογοτεχνία στον 21ο αιώνα; Μένοντας προσώρας στο πεδίο της πεζογραφίας, μπορούμε να ανιχνεύσουμε ένα διπλό ζητούμενο: τη σχέση με τον τόπο και τη σχέση με τον χρόνο.
Στο ερώτημα των τρόπων μυθοπλαστικής πραγμάτευσης του τόπου απαντούν κείμενα όπως του Γιώργου Ν. Περαντωνάκη, για την ανοιχτότητα της λογοτεχνίας της μεθορίου και των συνόρων (ή της υπέρβασής τους), ή της Ελένης Παπαργυρίου, που αναδεικνύει την κλειστότητα του ελάχιστου χώρου του νησιού ως την κατεξοχήν δυστοπία της «πεζογραφίας της κρίσης».
Ως προς τη σχέση με τον χρόνο, η συμβολή του Κώστα Καραβίδα παρακολουθεί τις διαφορετικές λογοτεχνικές μορφές που παίρνει η διαπραγμάτευση μνήμης και παρελθόντος – συλλογικού ή ατομικού. Ενδεικτικές αφηγηματικές στρατηγικές σε αυτό το πλαίσιο είναι η ενσωμάτωση αρχειακών τεκμηρίων με έναν αφηγητή-ερευνητή που αναμοχλεύει αρχεία στο παρόν για να κατανοήσει το παρελθόν, ή η λεγόμενη αυτομυθοπλασία, όπου ο εαυτός γίνεται αφορμή για να μιλήσει κανείς για την ατομική, οικογενειακή ή εθνική ιστορία. Αυτό που διαπιστώνεται είναι μια μετατόπιση προς υβριδικές μορφές γραφής, κάτι που προκύπτει επίσης από το κείμενο του Αντώνη Νικολόπουλου (Soloúp) σχετικά με την ανάδυση της οπτικής αφήγησης – ο οποίος μάλιστα καταθέτει και ένα πολύ χρήσιμο ξεκαθάρισμα ορολογίας γύρω ακριβώς από τον όρο «graphic novels».
Ανάλογο ξεκαθάρισμα επιχειρεί και ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου σε σχέση με το είδος του αστυνομικού μυθιστορήματος, επιχειρηματολογώντας πως και σε αυτό μπορούμε να παρακολουθήσουμε μια μετατόπιση: από το έκπτωτο άτομο στην έκπτωτη κοινωνία, από την ιστορία μυστηρίου στο νουάρ και το κοινωνικο-πολιτικό αστυνομικό.
Τι άλλο μας δίνει η ανάγνωση του τόμου; Μια ευκαιρία να θυμηθούμε την ορμή με την οποία εμφανίστηκαν στις αρχές του 2000 οι τότε νέοι συγγραφείς, μέσα π.χ. από το περιοδικό να ένα μήλο. Αλλά και να διαπιστώσουμε για άλλη μία φορά πώς λειτούργησε η κρίση από το 2010 και εξής στο λογοτεχνικό πεδίο. Εδώ, βέβαια, το κέντρο βάρος πέφτει στην ποίηση – ίσως γιατί η επάνοδος του ποιητικού λόγου ως «δημόσιας εξομολόγησης» θέτει πιο επιτακτικά ζητήματα αυτογνωσίας.
*
Από αρκετά κείμενα του τόμου που συζητούν τη συνάρτηση της λογοτεχνίας με την «οικονομική κρίση» προκύπτει ως κοινός παρονομαστής μια προσπάθεια επανεφεύρεσης του πολιτικού και ανασύνταξης της διαλεκτικής του με το αισθητικό κατά τα επίμαχα χρόνια.
Παρατηρούμε, έτσι, δίπλα στις αλλαγές της ιστορικής μυθοπλασίας, στην άνθιση των graphic novels και στη δυναμική παρουσία του αστυνομικού μυθιστορήματος, το ζήτημα της ετερότητας, του «ξένου» πρόσφυγα-μετανάστη, και μια εν γένει διασυνοριακή προοπτική να έρχονται στο προσκήνιο – την οποία προσεγγίζουν οι συμβολές των Περαντωνάκη και Παπαργυρίου, όπως προαναφέρθηκε. Καθώς η κρίση αποκτά πληθυντικότητα, γίνεται πολυκρίση (από οικονομική, κοινωνική, πολιτική, τώρα και προσφυγική, οικολογική κ.ο.κ.), η πεζογραφία διαλέγεται μαζί της από μια βιοπολιτική κυρίως σκοπιά, με σημείο αιχμής την αναπαράσταση της γενικευμένης επισφάλειας. Δεν φτάνει, ωστόσο, στη μαχητικότητα της σύγχρονης ποίησης, όπου το ταυτοτικό συμπλέκεται αξεδιάλυτα με το πολιτικό έως και εξεγερσιακό πρόταγμα.
Αξίζει εδώ να επαναλάβουμε τη σημαντικότητα της πολυφωνίας του τόμου και της πλαισίωσής του από την εισαγωγή του επιμελητή, καθώς μας βοηθούν να κατανοήσουμε καλύτερα αυτή την πολιτική –με νέους όρους– τάση στην ποίηση του 21ου αιώνα, διότι επεκτείνουν τη συζήτηση, μεταξύ άλλων, και στην κριτική της θεώρηση. Ενώ, λοιπόν, η έννοια της «αριστερής μελαγχολίας», με την οποία ο Βασίλης Λαμπρόπουλος διαβάζει την κύρια ποιητική της «γενιάς του 2000», αναλύεται από τον ίδιο στην έκδοση καταγωγικά και σε σύνδεση με ιστορικά ορόσημα από το 1989 μέχρι το 2015, δεν λείπει ο αντίλογος: η προάσπιση των «καθαυτό αισθητικών» κριτηρίων και ο φόβος ότι το σχήμα προηγείται των διαδικασιών που καλείται να περιγράψει. Η καλειδοσκοπική εισαγωγή του Τζιόβα συγκεντρώνει τη σχετική βιβλιογραφία και συνοψίζει τα βασικά σημεία της διαμάχης.
Ο πολιτικός χαρακτήρας της σύγχρονης ποίησης φανερώνεται, επιπλέον, δυναμικά στους στίχους γυναικών και θηλυκοτήτων, όπου το φύλο τέμνεται με την τάξη, και το αισθητικό επαναπροσδιορίζεται, στο πλαίσιο ενός «λογοτεχνικού ακτιβισμού» που αποκτά νέα ώθηση στα συμφραζόμενα του #metoo και του τέταρτου φεμινιστικού κύματος (Βαρβάρα Ρούσσου, Ελισάβετ Αρσενίου). Έντονη είναι και η παρουσία γενικότερα του κουίρ, όπως αναδεικνύεται επίσης ενσώματα, λοξά και ως διαρκές γίγνεσθαι (Χαράλαμπος Οταμπάσης).[4]
Σε αντίθεση, τέλος, με τον «μοναχικό» δρόμο των πεζογράφων, οι ποιήτριες/-ές, ειδικά από το 2010 και μετά –και μάλιστα εντός θεσμικού κενού–, αυτοοργανώνονται, συγκροτούν κοινότητες, ανοίγουν νέους εκδοτικούς και περιοδικά, εμπλέκονται πολύτροπα με το κοινωνικό, σε βαθμό που, σύμφωνα με τον Παναγιώτη Ιωαννίδη, δεν έχει μάλλον ιστορικό προηγούμενο για την ελληνική περίπτωση. Σημαντική όψη του φαινομένου αποτελεί η εξακτίνωση των ποιημάτων στο διαδίκτυο – ζήτημα που επίσης πραγματεύονται οι Ρούσσου και Αρσενίου. Τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης λειτουργούν, αφενός, ενισχυτικά ως προς το ζητούμενο άνοιγμα στο δημόσιο, αφετέρου υποβάλλουν τους δικούς τους όρους στην παραγωγή και ανάγνωση της ποίησης. Ορισμένα, επομένως, κρίσιμα ερωτήματα: Σε ποιο βαθμό το μέσο διαμορφώνει τελικά το –προς ευρεία κατανάλωση– ποίημα; Και ακόμα, πώς ορίζουμε τις ίδιες τις ιστορικές κατηγορίες της «ποίησης» και της «λογοτεχνίας» στην ψηφιακή εποχή;
*
Το συλλογικό εγχείρημα που παρουσιάζουμε συζητά με ζωντανό και πολυσυλλεκτικό τρόπο όχι μόνο την εντελώς σύγχρονη λογοτεχνία αλλά και τις συνθήκες παραγωγής και πρόσληψής της. Όπως ελπίζουμε φάνηκε από την ενδεικτική περιδιάβασή μας, σκιαγραφεί την κίνηση, επιχειρεί και καταφέρνει να ψηλαφήσει τον παλμό του πολιτισμικού γίγνεσθαι. Από κοινού με προηγούμενες μελέτες του επιμελητή του –το Από τη χούντα στην κρίση: Η κουλτούρα της Μεταπολίτευσης (Gutenberg, 2022), το επίσης συλλογικό Greece in crisis: The cultural politics of austerity (I.B. Tauris, 2017)–, αντικριστά και με τα Πρακτικά του προ διετίας ομόθεμου συνεδρίου του περιοδικού Ο αναγνώστης (Η ελληνική λογοτεχνία στον 21ο αιώνα, 2001-2022 [Ιωλκός, 2024]), συντίθεται μια πρώτη, σημαντική χαρτογράφηση της πολιτισμικής ιστορίας του καιρού μας.
(*) Η Μαρία Ακριτίδου είναι μέλος ΕΔΙΠ στο Τμήμα Φιλολογίας του ΑΠΘ. Ο Παναγιώτης Λύγουρης είναι υποψήφιος διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας στο ΑΠΘ. Το παρόν αποτελεί επεξεργασμένη μορφή της από κοινού ομιλίας τους στην παρουσίαση του βιβλίου στις 10/5/2025 στο πλαίσιο της 21ης ΔΕΒΘ.
[1] Β. Χατζηβασιλείου, Η κίνηση του εκκρεμούς. Άτομο και κοινωνία στη νεότερη ελληνική πεζογραφία: 1974-2017, Αθήνα, Πόλις, 2018· Ε. Κοτζιά, Ελληνική πεζογραφία 1974-2010. Το μέτρο και τα σταθμά, Αθήνα, Πόλις, 2020· Δ. Κούρτοβικ, Η ελιά και η φλαμουριά. Ελλάδα και κόσμος, άτομο και ιστορία στην ελληνική πεζογραφία 1974-2020, Αθήνα, Πατάκης, 2021.
[2] Το συνέδριο από το οποίο προέρχονται τα κείμενα του συλλογικού τόμου συνδιοργανώθηκε από την Ευρωπαϊκή Εταιρεία Νεοελληνικών Σπουδών και την Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος στις 12-13/4/2024. Το μόνο ανάλογο εγχείρημα είναι αυτό του επίσης πρόσφατου ομότιτλου συνεδρίου του περιοδικού Ο αναγνώστης (11/3/2023), τα Πρακτικά του οποίου κυκλοφόρησαν πέρυσι από τις εκδόσεις Ιωλκός. Από την άποψη αυτή, ίσως έχει κάποια σημασία ότι και τα δύο αυτά συνέδρια διοργανώθηκαν από σημαντικούς αλλά εξωπανεπιστημιακούς θεσμούς.
[3] Ας παρατεθούν ενδεικτικά οι τίτλοι των επιμέρους ενοτήτων: «Τα σύνορα της λογοτεχνίας», «(Μετα)μυθοπλασία, κρίση και οπτική αφήγηση», «Ποιήματα και κινήματα», «Ποίηση, δημόσια σφαίρα και δημιουργική γραφή», «Εκδοτική δραστηριότητα, ηχητικά βιβλία και κοινωνικά δίκτυα», «Θεσμοί και πολιτική βιβλίου», «Η νοημοσύνη της λογοτεχνίας και τεχνητή νοημοσύνη».
Όπως είναι μάλλον προφανές, σε μια σύντομη παρουσίαση δεν θα μπορούσαν να καλυφθούν όλες οι παραπάνω περιοχές. Σε ό,τι ακολουθεί, εστιάζουμε επιλεκτικά σε στοιχεία από τις εισηγήσεις του τόμου που χαρτογραφούν λογοτεχνικές τάσεις και κείμενα. Στην παρουσίαση του πολυσυλλεκτικού αυτού τόμου στο πλαίσιο της 21ης ΔΕΒΘ, οι υπόλοιποι/ες ομιλητές/ήτριες (Μάκης Καραγιάννης, Σοφία Ιακωβίδου, Παναγιώτης Κάπος) στάθηκαν και σε άλλες όψεις του, λ.χ. σχετικά με τη θεσμική πολιτική, την παρουσία της νεοελληνικής λογοτεχνίας στο εξωτερικό, στα κοινωνικά δίκτυα και ευρύτερα στη δημόσια σφαίρα, κ.λπ.
[4] Αξίζει να αναφερθεί εδώ, σε συνέχεια των παραδειγμάτων του βιβλίου, ο πρόσφατος συλλογικός τόμος σε επιμέλεια της Γιώτας Τεμπρίδου Κουίρ 2024 (Ψηφίδες, 2024), με την ημερομηνία στον τίτλο να δηλώνει ακριβώς αυτόν τον μεταβατικό χαρακτήρα.
![]()























Δημήτρης Τζιόβας (επιμ.), Η ελληνική λογοτεχνία στον 21ο αιώνα: Από την παγκοσμιοποίηση στην τεχνητή νοημοσύνη, Αθήνα, Διόπτρα, 2025.



