του Σταύρου Χατζηθεοδώρου
“Ο πατέρας μου ήταν κηπουρός. Τώρα είναι κήπος.” Είμαι ένας ποιητής που του αρέσει να γράφει μυθιστορήματα. Αλήθεια λέει ο Georgi Gospodinov καθώς αναρωτιέται πώς να ξεκινήσει το νέο του μυθιστόρημα «ο κηπουρός και ο θάνατος» (Ίκαρος 2025 μτφ Αλ.Ιωαννιδου), αφού κατοικεί στον ποιητικό λόγο.
Ένας πατέρας που πεθαίνει. Ένας γιος που του κρατά το χέρι ,”γιατί μιλάμε όταν μιλάμε για τον θάνατο; Για εκείνον που έφυγε ή για μας τους ίδιους;”
Ένας πατέρας που ζητά από τον γιατρό -ως εκπρόσωπο του θεού στη γη- μια μικρή παράταση, ώστε να προλάβει να δει για τελευταία φορά τον κήπο του ανθισμένο. Ένας γιος που περιπλανιέται στις αίθουσες αεροδρομίων με την κομψότητα του ταξιδιώτη χωρίς επισκευές.
”υπάρχουμε άραγε, αν φύγει και ο τελευταίος άνθρωπος που μας θυμάται παιδιά;”.
Ένας πατέρας που ενώ γκρεμίζεται ο κόσμος του, επιμένει στωικά στο “όλα καλά”.
Ένας γιος που βρίσκει καταφύγιο στη γραφή με το χέρι -μετά από χρόνια- για να αναμετρηθεί με την απουσία. ”Ο πατέρας μου έφυγε. Δεν ξέρω τι να κάνω.”
Ο Βούλγαρος Γκοσμποντίνοφ (Gospodinov) ποιητής και πεζογράφος είναι από τις πιο ενδιαφέρουσες φωνές Ευρωπαίων συγγραφέων. Με το πρώτο του κιόλας βιβλίο “φυσικο μυθιστορημα” το 1999 καταφέρνει να σπάσει τα στενά όρια της χώρας του ,αφού αποτυπώνει με λεπτότητα, οξύτητα και χιούμορ το βάθος των ανθρώπινων σχέσεων.
Πολυβραβευμένος και πολυμεταφρασμένος πλέον, σε αυτό το τέταρτο μυθιστόρημα βιογραφεί τον θάνατο. Γράφει για το τέλος, τη φθορά, τη μνήμη, τον χρόνο. Θεματικές που τον απασχολούν και επανέρχονται από προηγούμενα βιβλία του. Ενενήντα ένα μικροκεφάλαια, όπου στα μισά περίπου παρακολουθεί και καταγράφει με ακρίβεια χρονικογράφου τον πατέρα του που καταρρέει, αφού ο καρκίνος καταλαμβάνει όλο και περισσότερο χώρο μέσα του. Στα υπόλοιπα, τον κύριο ρόλο αναλαμβάνει η μνήμη, ως ένα αχανές οροπέδιο εικόνων, γεύσεων, μυρουδιών και αγγιγμάτων με πρωταγωνιστή τον θανόντα. Η Βουλγαρία των τελευταίων ογδόντα χρόνων. Οι παραδόσεις, τα ήθη και έθιμα, οι τελετές ,η κουλτούρα. Σκληρότητα, σουρεαλισμός και μια επικριτική νοσταλγία της καθημερινότητας στο κομμουνιστικό καθεστώς. Το καυστικό χιούμορ του πατέρα “εμείς εδώ είμαστε ευτυχισμένοι μόνο επειδή δεν ξέρουμε πόσο δυστυχισμένοι είμαστε…..από χρόνο σε χρόνο ζούμε καλύτερα ,μα από μέρα σε μέρα χειρότερα….”
Ο συγγραφέας με ιδιοφυή τρόπο ισορροπεί μαεστρικά ανάμεσα στην διακριτική αισθηματολογία και τον στοχασμό για την ανθρώπινη ύπαρξη. Αποφεύγει την εύκολη επίκληση συναισθημάτων παρά τη δυσκολία του θέματος. Στις αρετές του βιβλίου η δημιουργία εύστοχων εικόνων και εκφράσεων με εύθυμη διάθεση, που λειτουργούν ως ανάχωμα στην διολίσθηση σε μια θανατερή επαναληπτικότητα….”δεν υπάρχουν άλλοι τρόποι να διαβάσεις τον Τζόις ,εκτός αν είσαι καθηλωμένος κάπου με σπασμένο πόδι…..όταν λύνεις σταυρόλεξο, ο θάνατος δεν υπάρχει……πώς να πεθάνεις όταν έχεις τόσα αχρησιμοποίητα γερμανικά ξυραφάκια;….για την φυματίωση υπάρχει «Το μαγικό βουνό», Για τον καρκίνο δεν υπάρχει «Το μη μαγικό βουνό του καρκίνου».”
Ένα ολόκληρο κεφάλαιο (62) -ως δηλωμένος λάτρης της ελληνικής γραμματείας- είναι αφιερωμένο στη συνάντηση του Οδυσσέα με τον Τηλέμαχο, μιλώντας για το αρχέτυπο της απουσίας του πατέρα.
Στήνει ένα αφήγημα, όπου ο θάνατος λειτουργεί ως κινητήριος μοχλός για ενδοσκόπηση στο βαθύτερο εγώ, μεταξύ σιωπών και ψιθύρων. Έντονα βιβλιοφιλικό το μυθιστόρημα του Γκοσμποντίνοφ δεν προσπαθεί να κρύψει την αγάπη του σε σπουδαίους συγγραφείς. Ο Ντοστογιεφσκι, οΜπόρχες, ο Προυστ ,ο Τόμας Μαν, ο Γέιτς, ο Ώντεν, η Σόνταγκ, ο Σενέκας, ο Επίκουρος κατοικούν μέσα, άλλοτε ως φιγούρες και άλλοτε με τα λόγια τους.
Σε αντίθεση με προηγούμενα έργα του, όπου κυριαρχούσαν ο μοντερνισμός ,η νεωτερικότητα και η αλληγορία, εδώ ο Γκοσμποντίνοφ χρησιμοποιεί μια γλώσσα καθαρή, απλή ,αφοπλιστικά ανθρώπινη και μας χαρίζει ένα σπουδαίο μυθιστόρημα αλήθειας και συγκίνησης. Αφουγκράζεται και ανασυνθέτει τα βαθιά ερωτήματα του τέλους, χωρίς να δίνει απαντήσεις. Πώς θα μπορούσε άλλωστε……
Georgi Gospodinov, Ο κηπουρός και ο θάνατος, Αλ.Ιωαννιδου, Ίκαρος
![]()



























