Ομφαλοσκόπηση στο κέντρο της Αθήνας (του Χρήστου Δανιήλ)

1
919

 

 του Χρήστου Δανιήλ.

 

Ένα ιδιαίτερο λογοτεχνικό βιβλίο κυκλοφόρησε την προηγούμενη χρονιά από τις εκδόσεις Εξάρχεια με τον περίεργο και μάλλον αντιεμπορικό τίτλο Η Κοιλιά. Συγγραφέας του ο Δημήτρης Τσεκούρας. Το μικρό σε σχήμα ολιγοσέλιδο βιβλίο κυκλοφόρησε σε λίγα αντίτυπα και, με εξαίρεση μια θετική κριτική παρουσίασή του από τον συγγραφέα Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη στην Αυγή της Κυριακής η οποία μάλιστα καταλήγει με την απόφανση πως ο συγγραφέας του βιβλίου διαθέτει «σπάνια συγγραφική αρετή», δεν απασχόλησε άλλο τους κριτικογράφους. Γνώμη μου όμως είναι πως το βιβλίο και ο συγγραφέας του δεν έτυχαν της προσοχής που τους αναλογούσε βάσει των λογοτεχνικών τους κατακτήσεων. Εξηγούμαι:

Ο συγγραφέας Δημήτρης Τσεκούρας, με σπουδές στη φιλολογία και τη γλωσσολογία, κινήθηκε συγγραφικά σε δύο πόλους· αρχικά παρουσιάστηκε ως νέος επιστήμονας με σειρά άρθρων και μελετών γλωσσολογικού και υφολογικού ενδιαφέροντος για την ποίηση, τον υπερρεαλισμό, το έργο του Ελύτη, του Χειμωνά κ.ά. σε επιστημονικά και λογοτεχνικά περιοδικά (Φιλόλογος, Θέματα Λογοτεχνίας, Πόρφυρας, Μελέτες για την Ελληνική Γλώσσα κ.ά.) και στη συνέχεια στράφηκε στη συγγραφή πρωτότυπης λογοτεχνίας, κυρίως στο χώρο του θεάτρου (πρώτη εμφάνιση: Ο επισκέπτης, θέατρο, Οδός Πανός, Αθήνα 2000). Έκτοτε έχει εκδώσει συνολικά 12 βιβλία σε διάφορους εκδοτικούς οίκους (Οδός Πανός, Ελληνικά Γράμματα, Σοκόλης-Κουλεδάκης, Πολύχρωμος Πλανήτης κ.ά.) και δύο μεταφράσεις στα Μάγια της Πεταλούδας και στον Ματωμένο Γάμο του Federico Garcia Lorca. Τα τελευταία χρόνια συνεργάζεται με τις εκδόσεις Εξάρχεια. Έργα του, σε σκηνοθεσία των Δημήτρη Καταλειφού, Ορέστη Τάτση, Ζωής Ξανθοπούλου, Νίκου Σακαλίδη κ.ά., παρουσιάζονται συχνά στην Αθήνα (Bios, Απλό Θέατρο, Στοά, Nixon, Φούρνος, bar Πατάρι κ.ά). Το προηγούμενο έργο του, Η Φθορά, παραστάθηκε στο καφενείο Η Μουριά σε σκηνοθεσία Ορέστη Τάτση για δύο χρόνια, και με τον τίτλο Η εξομολόγηση ενός βαμπίρ – Η φθορά σε σκηνοθεσία Δημήτρη Γεωργαλά στο Θέατρο του Νέου Κόσμου. Με βάση τα παραπάνω, ο Τσεκούρας μπορεί να εγγραφεί στους σύγχρονους Έλληνες θεατρικούς συγγραφείς. Τα έργα του όμως, υπερβαίνουν τις όποιες ειδολογικές ταξινομήσεις· μολονότι διαθέτουν θεατρικά χαρακτηριστικά που ευνοούν τη σκηνική αναπαράσταση, μπορούν να λειτουργήσουν και ανεξάρτητα από αυτή ως αυτόνομα λογοτεχνικά αναγνώσματα.

Το συγκεκριμένο έργο, Η κοιλιά, είναι ένας παράδοξος δραματικός μονόλογος, είναι η αφήγηση του ήρωα, ενός Ιωνά, ενός νευρωτικού, μοναχικού και ανασφαλούς προσώπου, που ζει μόνος του στο κέντρο της Αθήνας, και που σπανίως εγκαταλείπει την ασφάλεια του σπιτιού του, την ασφάλεια της κοιλιάς αυτής, προκειμένου να συγχρωτιστεί με άλλους ανθρώπους «Είναι κάποιες φορές, σπάνιες αλλά οριακές φορές, που η κλεισούρα στο σπίτι με τρελαίνει. Γίνεται αποπνικτικό το σπίτι, σαν να ασχημαίνει και σαν να σκυθρωπιάζει το σπίτι ξαφνικά, και τότε είναι το σημάδι ότι πρέπει να βγω έξω από το σπίτι (σελ. 11)», «Ο καιρός έξω, εκεί στην επιφάνεια της γης, φαίνεται περίφημος. Όλα στην αρχή φαίνονται περίφημα, αυτό είναι το παντοτινό θέμα με την αρχή. Η αρχή, στην αρχή τουλάχιστον, τα δείχνει όλα περίφημα (σελ. 15)». Τις σπάνιες αυτές φορές ο ήρωας αρκείται σε μια βόλτα με τον ηλεκτρικό. Από το κέντρο της πόλης έως το τέρμα του ηλεκτρικού, αδιάφορο προς ποια κατεύθυνση και πάλι πίσω στην ασφάλεια του σπιτιού του «Ο προορισμός του ηλεκτρικού είναι μια τεράστια κοροϊδία. Γιατί ο προορισμός του ηλεκτρικού είναι να γυρίσει και πάλι πίσω (σελ. 57)». Μια τέτοια βόλτα στη σημερινή Αθήνα της κρίσης (η οποία αν και δεν αναφέρεται ρητά υπονοείται ως κλίμα και ως έννοια με όρους πολύ πιο διευρυμένους από τους οικονομικούς) εξιστορεί ο ήρωας στο βιβλίο.

Είναι σαφές πως η εξωτερική δράση του έργου είναι περιορισμένη, σχεδόν προσχηματική. Η ύπαρξή της όμως είναι σημαντική, καθώς συμβάλλει στην επίτευξη μιας υποτυπώδους αφηγηματικότητας που βοηθά στην εξέλιξη και την πρόσληψη του έργου. Η έξοδος, η βόλτα και η επιστροφή στο σπίτι παρέχουν στον αφηγητή ήρωα τα απαραίτητα ερεθίσματα ώστε να παρατηρήσει τους άλλους ανθρώπους, να παρουσιάσει περιστατικά που συμβαίνουν κατά τη διάρκεια της βόλτας, να αναπτύξει τις σκέψεις γι’ αυτά και, κυρίως, να στοχαστεί, καθώς η δράση του έργου είναι πρωτίστως εσωτερική: «Ποτέ δεν μπαίνω όμως στον πρώτο συρμό που καταφθάνει, γιατί μου αρέσει πάρα πολύ να βλέπω όλους τους άλλους να φεύγουν κι εγώ να μένω πίσω. Τρελαίνομαι να βλέπω τις πλάτες των ανθρώπων να αποχωρούν. Οι πλάτες των ανθρώπων είναι ένα εξαιρετικό εικαστικό θέαμα, γιατί οι πλάτες των ανθρώπων που αποχωρούν είναι αποφασισμένες πλάτες κι ας είναι το κεφάλι κάπως ριγμένο προς τα κάτω. Αποχώρηση είναι μια οριακή απόφαση που ποτέ δεν γνωρίζεις με ακρίβεια εάν ήταν και εάν θα αποδειχθεί η σωστή απόφαση (σελ. 22)». Η αφήγηση επομένως κινείται στο δίπολο εξωτερικής/εσωτερικής δράσης, κοινωνικού/ατομικού, ενώ λειτουργεί επίσης σε δύο βασικά επίπεδα: εκείνο της κυριολεξίας κι εκείνο της μεταφοράς/αναλογίας· εκείνο του ειδικού και του συγκεκριμένου και εκείνο της γενίκευσης και του καθολικού: «Μεταφορέας βλεμμάτων είναι ο ηλεκτρικός. Βλέμματα που όλο ξεφεύγουν έξω από το παράθυρο ή βλέμματα ριγμένα στο πάτωμα ή λοξά βλέμματα ανολοκλήρωτα. Κρεμασμένοι από τις χειρολαβές οι άνθρωποι και όρθιοι οι περισσότεροι. Αυτές οι αιώνιες σημαδιακές χειρολαβές είναι η  πιο χειροπιαστή απόδειξη ότι ο άνθρωπος, για να μη πέσει, πρέπει από κάπου να κρατιέται. Κι εκείνο το φριχτό κι απότομο μερικές φορές σταμάτημα του ηλεκτρικού που τον ταρακουνάει τον άνθρωπο και αποσυντονίζει την ευθυτενή του στάση. Αυτά τα απότομα ταρακουνήματα που κατόπιν απαιτούν την ανασύσταση της στάσης του σώματος και την ανασυγκρότηση του εαυτού (σελ. 33)». Ο ηλεκτρικός εν τέλει παρουσιάζεται από τον ήρωα ως «μικρογραφία του κόσμου, όπως είναι ο κόσμος έξω από τον ηλεκτρικό (σελ. 30)», ως μετωνυμία της ίδιας της ζωής, και διαθέτει ανάλογα χαρακτηριστικά με τον σκληρό εμπειρίκειο δρόμο της Οκτάνας που από παντού πάντα περνά.

Το έργο, σε αδρές γραμμές μπορεί να χωριστεί σε δύο άνισα μέρη, τα οποία και διακρίνονται μορφολογικά και τυπογραφικά. Το πρώτο και εκτενέστερο, παρουσιασμένο σε πεζόμορφο κείμενο, είναι η έξοδος του ήρωα στην πόλη και η παρατήρηση των ανθρώπων της. Υπό αυτή την έννοια μπορεί να χαρακτηριστεί εξωστρεφές καθώς θεματοποιεί τη σχέση του εγώ του ήρωα με το κοινωνικό σύνολο (ή μάλλον τη διάρρηξη αυτής της σχέσης). Το δεύτερο μέρος, γραμμένο σε  στίχους και μικρότερα τυπογραφικά στοιχεία, ξεκινά με την επιστροφή στο σπίτι και είναι έντονα ενδοσκοπικό, πιο υπαρξιακό, αφού εξετάζει τη σχέση του εγώ με τον εαυτό του (ή μάλλον τη διάρρηξη αυτής  της σχέσης). Ένα στοιχείο που συνδέει τα δύο μέρη, κινητοποιεί την ανάγνωση, συμβάλλει στην θεατρικότητα και επιτείνει το ενδιαφέρον του αναγνώστη είναι το γεγονός πως ο (συνειρμικός πολλές φορές) μονόλογος απευθύνεται, σε κειμενικό επίπεδο, προς ένα συγκεκριμένο πρόσωπο, προς έναν δικαστή. Από την αρχή δηλαδή του έργου ο αναγνώστης (ή ο θεατής στην περίπτωση μιας θεατρικής αναπαράστασης ή ενός αναλογίου) παρακολουθεί την απολογία του ήρωα σε έναν απροσδιόριστο κριτή, ενώ κάπου στα μισά πληροφορείται πως η απολογία αφορά έναν φόνο· το δεύτερο μέρος εστιάζει στα του φόνου που διαπράχθηκε από τον ήρωα και «ήταν η λύση κύριε δικαστά/ και όχι δεν μιλάω καθόλου για δολοφονία/ κανένας δόλος δεν υπήρξε ποτέ/ τίποτε το ύπουλο/μιλάω για φόνο/έναν τρυφερό και άδολο φόνο (σελ. 76). Ο φόνος, όπως και όλη η απολογία άλλωστε, αν και παρουσιάζεται με εξονυχιστικά ρεαλιστικές λεπτομέρειες, κινείται σε συμβολικό επίπεδο καθώς ο ήρωας του έργου, εμφανίζεται στο δεύτερο μέρος με δύο υποστάσεις οι οποίες και συγκρούονται μεταξύ τους και οδηγούνται στον φόνο της μιας από την άλλη. Η απολογία δεν είναι άλλο παρά η εξιστόρηση ενός ενοχικού βιώματος, η εξιστόρηση της σύγκρουσης του ήρωα, με τον ίδιο του τον (διπολικό) εαυτό «και τώρα αφήνομαι ολόγυμνος στα χέρια της Δικαιοσύνης/ δεν υπάρχει τίποτε ωραιότερο από το να παραδίνεσαι ολόγυμνος στα χέρια κάποιου/αφήνομαι ολόγυμνος λοιπόν στα χέρια σας κύριε δικαστά/είναι σαν να αφήνομαι ολόγυμνος στα χέρια του Χριστού/ γιατί πρέπει να ξέρετε ότι εσείς κύριε δικαστά είστε κατά κάποιο τρόπο σαν τον Χριστό/είστε εκπρόσωπος ενός εντελώς ανύπαρκτου Όντος/ γιατί δεν υπάρχει Δικαιοσύνη κύριε δικαστά/όπως ακριβώς δεν υπάρχει ούτε Θεός/αλλά είναι μάλλον στη φύση του Ανθρώπου/ να πιστεύει στα Ανύπαρκτα/να πιστεύει στα Ανέφικτα/αυτή η πίστη στο Ανύπαρκτο και στο Ανέφικτο/ αυτή ακριβώς είναι η κραυγή του Ανθρώπου ότι δεν τον φτάνει που ζει/γιατί θέλει μεγαλείο ο Άνθρωπος για να ζει/και μόνο στο Ανύπαρκτο και στο Ανέφικτο υπάρχει μεγαλείο (σελ. 87).  Μια σύγκρουση που στην κορύφωσή της με τον φόνο της μίας υπόστασης του ήρωα οδηγεί μέσω της ομφαλοσκόπησης και της ενδοσκόπησης στην αυτογνωσία, στη συμφιλίωση εν τέλει με τις πολλαπλές εκφάνσεις του εαυτού του: «Καμιά φορά, όμως, ξυπνάω και χαίρομαι. Γιατί βλέπω τους εαυτούς μου στη θέση του εαυτού μου. Γλυκιά η ζωή, σκέφτομαι. Και τότε ένας αόρατος Κόντες σκύβει και με χαϊδεύει στην Κοιλιά (σελ. 91)».

Αναμφίβολα η πολυεπίπεδη αφήγηση, η ενδοσκοπική οπτική και η αυτοαναφορικότητα της γραφής παραπέμπουν σε μοντερνιστικές αναζητήσεις που κινούνται στον αντίποδα των περισσότερων σημερινών πεζογραφημάτων τα οποία υπηρετούν κυρίως μια ρεαλιστική αναπαραστατική λογοτεχνία. Προσδίδουν στο έργο έναν ερμητικό χαρακτήρα που είναι πιθανό να εγείρει ενστάσεις κατά την ανάγνωση, καθώς απαιτεί αυξημένη αναγνωστική εγρήγορση προκειμένου το κείμενο να γίνει λειτουργικό. Γνώμη μου όμως είναι πως αυτά ακριβώς τα γνωρίσματα είναι εκείνα που καθιστούν τη συγγραφική πρόταση του Τσεκούρα αξιοπρόσεκτη και επιτυχημένη, και το βιβλίο αξιανάγνωστο. Εκείνο δηλαδή το χαρακτηριστικό της γραφής του Τσεκούρα που προσδίδει στο έργο τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του είναι η ίδια η γραφή του. Μια φροντισμένη γραφή που δίνει βαρύτητα στις λέξεις και την επιλογή τους, στη δραστικότητα του λόγου, μια ειρωνική γραφή γεμάτη λειτουργικές επαναλήψεις, παράδοξους συλλογισμούς, (αυτό)υπονομεύσεις, αποφθεγματικές διατυπώσεις και πολλαπλές διακειμενικές αναφορές (Κάφκα, Ιονέσκο, Σολωμός, Δημητριάδης κ.ά.) που δημιουργεί το δικό της κειμενικό σύμπαν, και προσφέρει στιγμές γνήσιας αναγνωστικής απόλαυσης· μια γραφή που εξακτινώνεται, όπως και ο ήρωάς του έργου, σε ποικίλα δίπολα (κυριολεξία και μεταφορά, ειδικό και γενικό, συγχρονία και διαχρονία, καταδήλωση και συνδήλωση, απόλυτη διατύπωση και υπονόμευσή της, ρεαλιστική πεζογραφική προσγείωση και ποιητική υπέρβαση) μα που εντέλει συμφιλιώνεται και ισορροπεί με όλα τα στοιχεία που συγκροτούν την ιδιοσυστασία της.

 

INFO

Δημήτρης Τσεκούρας, Η Κοιλιά, Εξάρχεια, Αθήνα 2016

 

Προηγούμενο άρθροΛούνα, αναζητώντας μία από τις εξήντα χιλιάδες…(του Σπύρου Κακουριώτη)
Επόμενο άρθροΠολ Όστερ, Η δημιουργική εξαφάνιση (του Χρίστου Κυθρεώτη)

1 ΣΧΟΛΙΟ

  1. Καταπληκτική η επιλογή συγγραφέως μα και πολύ ενδελεχώς γραμμένο άρθρο, μπράβο σας κύριε Δανιήλ!

Γράψτε απάντηση στο Καρπέτης Δημήτρης Ακύρωση απάντησης

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ