Μια θάλασσα μέσα της (γράφει η Κατερίνα Παναγιωτοπούλου)

0
37

γράφει η Κατερίνα Παναγιωτοπούλου

 Η Ιφιγένεια Θεοδώρου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Η ανάσα της έσμιξε πρώιμα μ’ εκείνη της θάλασσας. Η συλλογή «Είναι μια θάλασσα» είναι το έκτο βιβλίο της. Τα διηγήματά της βρέχονται  από θάλασσα και περιγράφουν μια ζωή, άλλοτε γαλήνια κι άλλοτε αναστατωμένη, ανάλογα με  τα συναισθήματα των χαρακτήρων της.

Πρόκειται για οκτώ διηγήματα βαθιάς ενσυναίσθησης και σεβασμού στις ιδιαιτερότητες των ηρώων, τιτλοφορημένα, εκτός από δύο, με γυναικεία ονόματα. Με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, συνδέονται, τόσο βιωματικά όσο και ιστορικά, με τη Σμύρνη. Οι χαρακτήρες προ-έρχονται από ένα σχετικά σύγχρονο παρελθόν και συγκεκριμένα από την πρώτη συλλογή διηγημάτων τής δημιουργού Χρυσός, Λιβάνι και Σμύρνη, ( εκδ. Ικαρος1997), διατηρώντας τις ιστορίες τους μέσα στο χρόνο που μεσολάβησε. Θα μπορούσε κάποιος να πει ότι ξυπνούν από έναν διαρκή ύπνο και συνεχίζουν την πορεία και τις συναντήσεις τους, ακολουθώντας μια νέα συνθήκη, χωρίς αυτό να είναι και τόσο σίγουρο. Άλλωστε, έχουν μεσολαβήσει τριάντα χρόνια. Η συγγραφέας αναλύει τις εκδοχές της προσωπικότητάς τους με μία σύγχρονη ματιά, διατηρώντας το διαρκές ταξίδι μεταξύ Αθήνας και Σμύρνης. Μέσα από αυτό οι ζωές τους διασταυρώνονται και χωρίζουν κατ’ επανάληψη.

Το συναίσθημα και η ιστορική αναδρομή έχουν τον κυρίαρχο ρόλο στην αφήγηση. Ο χωρισμός και η επανασύνδεση εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από την τύχη αλλά και από τη θέληση, και την πρωτοβουλία, των ηρώων· λογοδοτώντας πάντα στην έμπνευση της δημιουργού. Πρόκειται για βιώματα  που ξεφεύγουν από το πλαίσιο των αναμνήσεων, συναντώνται με την μυθοπλασία, γίνονται εικόνες και συναντιούνται μεταξύ τους, συγκλείνουν ή απομακρύνονται ανάλογα με τη ροή της αφήγησης και τα συναισθήματα που αποπνέουν

Η συγγραφέας κατέχει την τέχνη της αφήγησης και καταφέρνει να πλέκει την πραγματικότητα ενός ταξιδιού με ιστορικά γεγονότα. Είναι η ικανότητα, που κληρονόμησε από την παρατήρηση και εξέλιξε μέσα από τα ταξίδια της σε χώρες της Ευρώπης και της Ασίας, όπου έζησε για χρόνια, «ακολουθώντας τον Έλληνα διπλωμάτη σύντροφό της». Καθώς, η Ιφιγένεια Θεοδώρου είναι καλός αγωγός της οπτικής πληροφορίας, γνώστης της ανάλυσης και της μετουσίωσής της σε αφηγηματική εικόνα, χρησιμοποιεί την πληροφορία στην μυθοπλασία όπως ο άνεμος οδηγεί τον αφρό του θαλασσινού νερού στις ακτές. Η αφήγηση, ρεαλιστική ή  λυρική, εγκιβωτίζει ιστορικά στοιχεία σε βιωματικές εικόνες. Η δημιουργός κεντά αριστοτεχνικά, με λεπτότητα και εμβάθυνση τις αναμνήσεις και τα συναισθήματα μιας ανύποπτα όμορφης παιδικής ηλικίας με τα γεγονότα και τις ανάγκες ένταξης σε ένα κοινωνικά αποδεκτό περιβάλλον στον κόσμο των μεγάλων.

Η αναχώρηση από κάθε διαμονή οριοθετεί τη συλλογή της εμπειρίας, που αποδίδεται λογοτεχνικά άρτια: «Κάθε φορά [που] ξεκρεμούσε τα κάδρα της προσωρινής διαμονής που δεν προλάβαιναν ούτε σημάδι ν’ αφήσουν πίσω τους», (σελ.10). Το αστικό τοπίο της Σμύρνης παρεμβάλλεται στην αφήγηση μεγαλοπρεπώς. Οι παροιμίες της θαυμάσιες και πρωτότυπες: «οι ανάσες του κάρβουνου», (σελ. 11), «ξιπασμένους αφρούς», (σελ.15) και οι μεταφορές της υπαινικτικές, χτισμένες με κριτική σκέψη και ιστορική αλήθεια: «Η θάλασσα που κατάπιε τα κορμιά των χριστιανών μαζί με την ντροπή των Ευρωπαίων» (σελ. 13).

Η κάθε ανάλυση της συμπεριφοράς της θάλασσας διαφορετική. Κάποιες φορές το  υγρό στοιχείο αποκτά γυναικεία υπόσταση: «Ήταν κι εκείνη η θάλασσα κάτω από το μπαλκόνι μας, με τα χίλια πρόσωπα, τα τσαλίμια και τα χάδια της […] την μύριζες, την άκουγες, την άγγιζες», (σελ. 10). Άλλες πάλι, μέσα στην αφήγησή της, το αρμυρό νερό γίνεται ένα παλλόμενο στοιχειό, μεταβλητό και μετακινούμενο, που αναμετριέται με το στερεό οικοδόμημα του σπιτιού, παράδειγμα ακινησίας, σταθερότητας και ασφάλειας.  Οι συμβολισμοί της παίρνουν υπόσταση και γίνονται μάρτυρες μοναδικοί της επαναλαμβανόμενης συνάντησης με την ιστορία: «Η θάλασσα που αγνάντευα από το μπαλκόνι μας ήταν πάλι εκεί», (σελ. 16). Το χρώμα του παλλόμενου νερού αλλάζει ανάλογα την ψυχική διάθεση του ήρωα και την εποχή. Άλλοτε γίνεται αντάμωμα και άλλοτε απροσπέλαστο σύνορο.

Η συγγραφέας, με την έξυπνη επιλογή των λέξεων σχηματίζει προτάσεις ευρηματικές, που αποδίδουν την πραγματικότητα με έναν τρόπο συμβολικά μεταφορικό: «Η Έλσα έγλειψε τα χείλη, να γευτεί την υγρασία που μούσκεψε τη μνήμη της. Η θάλασσα της αλυκής στη Θάσο, διάφανη σαν παιδική αθωότητα[…]», (σελ.19). Από τις «τηλεοπτικές ανταύγειες των μπαλκονιών» μέχρι «την αναπνοή της κομμένη σε φετούλες», (σελ. 21), ο λυρισμός ίπταται, ισορροπεί –ενίοτε παραπαίει– πάνω από τη σκληρή πραγματικότητα. Οι χρονικοί εγκιβωτισμοί συμπληρώνουν την αφήγηση τόσο συναισθηματικά όσο και ιστορικά. Και πάντα η θάλασσα. Από το παρελθόν στο παρόν και από εκεί στο μέλλον: Ένας τυφλός γέροντας και μία νεαρή γυναίκα τραγουδούν για το «μπλε» της «ατέλειωτης» θάλασσας. Εκείνη λυτρώνεται από τους δαίμονές της κι αυτός κοιμάται στο εξής καλύτερα, (σελ. 23).

Στην «Ευτυχία», (σελ. 27-34), η δημιουργός καταθέτει αριστοτεχνικά την συμπόρευση της προσωπικής ζωής με την εξέλιξη της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, (σελ.29). Η αφήγησή της για τον ψυχισμό και την συμπεριφορά της ηρωίδας και των άλλων χαρακτήρων του διηγήματος, συμπεριλαμβάνει και την γενική κοινωνικοπολιτική κατάσταση που επικρατεί. Η μεθόδευση των προτύπων μέσα από τα παιχνίδια των παιδιών αποδεικνύεται επαρκής τρόπος κατανόησης της αλλαγής ηθών και εθίμων μέσα στο χρόνο. Η έννοια αιτίου αιτιατού στην υπηρεσία της διαφήμισης και της αναζήτησης τρόπων χειραγώγησης έκδηλη: Malls, Superman και Batman ενισχύουν την ξέφρενη κούρσα αναζήτησης ενδιαφέροντος για τους μικρούς καταναλωτές, (σελ. 27). Ταυτόχρονα με το εμμονικό ενδιαφέρον των μεγάλων για την «ξέφρενη κούρσα του χρηματιστηρίου», από το «λάδωμα» των νεανικών μυαλών με το «γράσο του κέρδους» και στη συνέχεια ως την ολική κατάρρευση του συστήματος, (σελ. 27).

Η γραφή της Ιφιγένειας Θεοδώρου κρατάει τον αναγνώστη σε εγρήγορση χωρίς να τον δυσκολεύει. Δεν τον αφήνει να πλήξει με καταστάσεις γνωστές, δύσκολες και ιστορίες χιλιοειπωμένες. Καθώς τα ήθη και τα έθιμα αλλάζουν, η παγκόσμια οικονομική κρίση μεταφέρεται σε προσωπικό επίπεδο, στη ζωή των ηρώων της. Οι ματαιώσεις υποσχέσεων και δεδομένων στις σχέσεις των γονέων μεταφέρουν τις επιπτώσεις τους στις ζωές των παιδιών και ανατρέπουν τις συνήθειες της καθημερινότητάς τους. Ακόμα και ως ενήλικες άδικα προσπαθούν να διώξουν από τη μνήμη τους φωνές, καυγάδες και απειλές. Ένα κοινωνικοπολιτικό σύστημα που διαβρώνεται σταδιακά ερήμην των ενδιαφερομένων, (σελ. 28). Η χρηματοοικονομική κατάσταση μιας χώρας αναλύεται μέσα από την περιγραφή της ζωής των ηρώων και των κλειστών μαγαζιών των κεντρικών δρόμων με τους άστεγους να κοιμούνται στα πεζοδρόμια, (σελ. 29).

Από τη δύναμη στη δυστυχία τα πράγματα αποκαλύπτονται μέσα από τις πραγματικές διαστάσεις τους, ακόμα και όταν δεν μπορούν ν’ αντιστρέψουν την κατάσταση, (σελ. 30). Τα κοινωνικά και πολιτικά θέματα θίγονται με λεπτότητα και ευαισθησία, αλλά με τη δυναμική της κριτικής ματιάς της συγγραφέως. Κι ενώ η αφήγηση επικεντρώνεται στο προσφυγικό θέμα του αιώνα, στη δυστυχία και στην εκμετάλλευση των ανθρώπων, που παραπαίουν μεταξύ του ρατσισμού και αυθόρμητης προσφοράς βοήθειας από συνανθρώπους, ενδιάμεσα υπάρχει πάντα η θάλασσα, με τη συμπαράσταση και την εκδίκησή της. Ακόμα κι «όταν ο πόλεμος γίνεται κανόνας» κι ο θάνατος αποδεικνύει τη μικρή αξία της ανθρώπινης ζωής, η θάλασσα παρεμβάλλεται κι ας μην μπορεί να ξεπλύνει «τη βρομιά που κατακαθίζει στο δέρμα και στην καρδιά», (σελ. 31).

Στον «Μιχαήλ Άγγελο», (σσ. 35-42), θίγεται, σε πρώτο πρόσωπο, το θέμα της σεξουαλικής επιλογής τόσο εκλεπτυσμένα παρά την αποτυχημένη εξέλιξη της πορείας μιας ζωής, μετά από λάθος αποφάσεις. Στο εξαιρετικό «Συμπέλ», (σσ. 43-49), οι ερωτήσεις μένουν μετέωρες στα χείλη της μητέρας. Η κόρη τις βλέπει να κολυμπούν στα μάτια της, να μένουν αναπάντητες, να καταποντίζονται στο βυθό τους. Υπερήφανη η μητέρα για την πανάρχαια καταγωγή του ονόματός της: Η «Τουρκάλα» στην απειλή του συμμαθητή, η «Τούρκισσα» όπως την αποκαλεί η Ελληνίδα γιαγιά και ο έρωτάς της για τον Έλληνα πατέρα, που την έκανε να εξορίσει τη γλώσσα της διαπαντός, να τη θάψει με τα χρόνια και να βλέπει «τη θάλασσα και την αρμύρα ίδια». Το χρώμα της «ίδιο με το μπλε τ’ ουρανού, βαθύ σκούρο ή γαλαζοπράσινο», (σελ. 44), και η σκέψη της μία βαλίτσα βιβλία από την άλλη ακτή, που την κάνει να χαμογελάει και να σβήνει εκείνη «τη σταλίτσα της πίκρας από τα χείλη της» κι ας νανούρισε το μωρό της με «ξένες λέξεις». «Η γλώσσα είναι πατρίδα» θα πει και θα μάθει την κόρη της να ζωγραφίζει καράβια με κατακόκκινη κορδέλα στην πλώρη τους και με το ίδιο πάντα όνομα: «Κυβέλη», (σελ. 45).

Στην «Πολίτισσα», (σελ. 51-60), η Πολυξένη θα καταφέρει, μετά τα παραπήγματα και τα αυτοσχέδια σπίτια με τις αυλές, (σελ.51), να στήσει την ομώνυμη ταβέρνα της και να μαγειρεύει όσα φαγητά είχε μάθει από την «Τουρκάλα» μάνα της και την «Πολίτισσα» γιαγιά της, (σελ. 55). Στην «Ιφιγένεια της Εφέσου», (σσ. 61-69), ένα μουσικό χειρόγραφο, έργο μεγάλου μαέστρου, προκαλεί «συγκίνηση και δέος». Η άγνωστη μελωδία της παρτιτούρας παίχτηκε για μία μόνο φορά –μετά από τηλεφώνημα για βόμβα– στο άδειο ρωμαϊκό θέατρο της Εφέσου. Ένα andante στην αρχή, «παράπονο και χάδι φευγαλέο» και στη συνέχεια το allegro «συγκρατημένο υποδόριο», (σελ. 65). Εκείνο το βράδυ στο άδειο θέατρο οι μουσικοί ακολουθούν τους αυτοσχεδιασμούς του μαέστρου και γεννιέται ένα άρτιο μουσικό κομμάτι που δεν προλαβαίνει να ξαναπαιχτεί, αφού σε σύντομο χρονικό διάστημα ο μαέστρος πεθαίνει. Αφιερώνεται όμως από τον ίδιο σε μια άγνωστη γυναίκα, μοναδική ακροάτρια εκείνης της νύχτας. Το έργο με κάποιο υπερβατικό τρόπο αποδεικνύεται αυθεντικό, (σελ. 69). Μία ιδιόχειρη αφιέρωση του μαέστρου πάνω σε δίσκο του αποδεικνύει ότι η αρχή της αφήγησης ακουμπάει σε ένα πραγματικό γεγονός.

Στον «Φοίβο της Σμύρνης» μία μητέρα αφηγείται την αποστασιοποιημένη σχέση με την κόρη της, αναγνωρίζοντας στις κινήσεις της τον νεανικό εαυτό της. Προφητικά εμπλέκεται στην αφήγηση ένα ανδρικό όνομα με διττή σημασία. Η Ευτυχία είναι όνομα αναφορά, υπαινιγμός και συμβολισμός. Καθορίζει στην ουσία τις ζωές των δύο γυναικών τόσο σημασιολογικά όσο και ουσιαστικά. Το όνομά της κυριαρχεί στην αφήγηση και ελίσσεται γύρω τους «απειροειδώς», σχηματίζοντας δύο ελλειπτικούς κύκλους που τέμνονται, απεικονίζοντας το σύμβολο του απείρου με το πρώτο διήγημα. Η Ευτυχία είναι γυναίκα – καθόλου τυχαία η επιλογή του ονόματος και του φύλου – και ελέγχει την ευτυχία των άλλων δύο γυναικών, που δεν μεγάλωσαν μαζί, δεν έζησαν η μία κοντά στην άλλη, αλλά αυτό δεν καταργεί τη μεταξύ τους σχέση μάνας και κόρης.

Ο συμβολισμός στην αφήγηση της Ιφιγένειας Θεοδώρου είναι φανερός και ισχυρά αποδεκτός. Η ίδια εναλλάσσεται ενδυόμενη τη θέση της μάνας, της κόρης ή της γιαγιάς και μέσα από τα μάτια τους δημιουργεί την εξέλιξη των ιστοριών της. Μαθαίνει να συμβιώνει με τους χαρακτήρες της, και οι λέξεις της να περιγράφουν με αυστηρότητα αλλά και ευαισθησία την πραγματικότητα που φωλιάζει σε νεανικά ή γερασμένα κορμιά, φωτεινά ή απλανή βλέμματα με ουσιαστικά διλήμματα ή επαναλαμβανόμενες ανούσιες ερωτήσεις, (σελ. 32).

Το βιβλίο Είναι μια Θάλασσα κέρδισε επάξια το Βραβείο Νίκος Θέμελης από το περιοδικό «Ο Αναγνώστης», για το 2025, και την αγάπη του αναγνωστικού κοινού.

 

 

 

 

Εργα της Ιφιγένειας Θεοδώρου

Χρυσός , Λιβάνι και Σμύρνη, Διηγήματα, Ικαρος 1997

Μελέκ θα πει άγγελος, Μυθιστόρημα, Ελληνικά γράμματα 2002, Πατάκη 2015

Γλώσσα από μάρμαρο, Μυθιστόρημα, Ελληνικά γράμματα 2005, Διάπλαση 2018

Η γεύση της ερήμου, Μυθιστόρημα, Πατάκη 2012

Το λίγο που τελειώνει ,Μυθιστόρημα , Πατάκη 2021

Είναι μια θάλασσα, Διηγήματα. Ικαρος 2024

 

Ιφιγένεια Θεοδώρου,  Είναι μια θάλασσα, Διηγήματα, Εκδ. Ικαρος  2024 , σελ 90

Προηγούμενο άρθροΠοίηση για τον Οκτώβριο: Βρεττάκος, Καμπάς, Βαγενάς, Λούντζης (του Θ.Χατζόπουλου)
Επόμενο άρθροΣτο πόδι του Βάσου Γεώργα (διήγημα του Αχιλλέα ΙΙΙ)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ